ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2006) 1 ΑΑΔ 651
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Πολιτικές Εφέσεις Αρ. 11943 & 11944
[Π. ΑΡΤΕΜΗΣ, Μ. ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Τ. ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ/στές]
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΑΝΤΩΝΙΟΥ,
Εφεσείοντας-Ενάγοντας,
ν.
C. POUPAKIS TRANSPORT LIMITED,
Εφεσιβλήτων-Εναγομένων.
----------
P & M AIR-SEA-LAND CUSTOM AGENCIES LTD,
Εφεσείουσα-Ενάγουσα,
ν.
C. POUPAKIS TRANSPORT LIMITED,
Εφεσιβλήτων-Εναγομένων.
----------
Χρ. Ανδρέου (κα) εκ μέρους Α. Ευτυχίου και Χρ. Χ" Λοϊζου και στις δύο υποθέσεις, για εφεσείοντες
Χρ. Χριστοφή και στις δύο υποθέσεις, για εφεσίβλητους.
Π. Αρτέμη, Δ.
Π. ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Οι δύο αυτές εφέσεις ήταν ορισμένες στις 24.3.06 για να συνεκδικαστούν, αφού είχαν το ίδιο αντικείμενο, αφορούσαν τα ίδια κοινά θέματα, είχαν και οι δύο τους ίδιους εφεσίβλητους-εναγόμενους, ενώ ο εφεσείων-ενάγων Παναγιώτης Αντωνίου μαζί με τη σύζυγό του Μάρθα Αντωνίου, ήταν διευθυντές της εφεσείουσας-ενάγουσας στην Π.Ε. 11944. Κατά την ημερομηνία αυτή οι συνήγοροι των διαδίκων δήλωσαν ότι συμφωνούσαν να ακουστεί η Π.Ε. 11944 και η απόφαση σε αυτή να είναι δεσμευτική και για την Π.Ε. 11943.
Π.Ε. 11944
Οι εφεσίβλητοι-εναγόμενοι είναι εταιρεία περιορισμένης ευθύνης και οι μετοχές τους κατά τον ουσιώδη χρόνο ανήκαν στον Κωνσταντίνο Πουπάκη και το Νικόλαο Πουπάκη, κατοίκους Αθηνών, με βασικό μέτοχο τον Κωνσταντίνο Πουπάκη. Διευθυντές της εταιρείας είχαν διοριστεί ο Κωνσταντίνος Πουπάκης και ο Παναγιώτης Αντωνίου και η σύζυγός του Μάρθα Αντωνίου, από τη Λεμεσό. Γραμματέας της εταιρείας διορίστηκε επίσης ο Παναγιώτης Αντωνίου. Ο Παναγιώτης και η Μάρθα Αντωνίου είναι οι βασικοί μέτοχοι και διευθυντές της εφεσείουσας-ενάγουσας.
Η διαχείριση και η διοίκηση των εφεσιβλήτων στην Κύπρο, σύμφωνα με τη θέση των εφεσιβλήτων, γινόταν από τον Παναγιώτη και Μάρθα Αντωνίου, που διαχειρίζονταν και τους τραπεζικούς λογαριασμούς της εταιρείας. Είναι προφανές από τα γεγονότα ότι προέκυψαν διαφορές μεταξύ τους και η συνεργασία τους, γύρω στον Ιούλιο του 2002 με τους εξ Ελλάδος προαναφερθέντες διακόπηκε, οι δε Παναγιώτης και Μάρθα Αντωνίου καθώς και η εταιρεία τους, ήγειραν αγωγές εναντίον των εφεσιβλήτων-εναγομένων, απαιτώντας διάφορες οφειλές προς αυτούς, όπως ισχυρίζονταν. Καταχώρησαν αγωγές στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού, στις οποίες εκδόθηκαν αποφάσεις ερήμην των εφεσιβλήτων-εναγομένων, αφού δεν είχε καταχωρηθεί εμφάνιση εκ μέρους τους. Οι εφεσίβλητοι-εναγόμενοι καταχώρησαν με επιτυχία αιτήσεις παραμερισμού των πιο πάνω αποφάσεων. Οι αιτήσεις αυτές βασίζονταν στον ισχυρισμό ότι ουδέποτε έγινε καλή επίδοση στους εφεσίβλητους-εναγόμενους και περαιτέρω στον ισχυρισμό ότι είχαν καλή υπεράσπιση και συζητήσιμη υπόθεση και θα έπρεπε έτσι να παραμεριστούν οι αποφάσεις.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε πρώτα ορθά το θέμα της επίδοσης της αγωγής και, αφού αναφέρθηκε λεπτομερώς στη σχετική νομολογία, έκρινε ότι η επίδοση ήταν άκυρη και αντικανονική και δέχθηκε τις αιτήσεις, παραμερίζοντας τις αποφάσεις που εκδόθηκαν ερήμην, επιδικάζοντας και τα έξοδα υπέρ των εφεσιβλήτων-εναγομένων. Προχώρησε, περαιτέρω το Δικαστήριο και εξέτασε και τα υπόλοιπα θέματα που εγείρονταν στην αίτηση, για να υπάρχουν και σ΄αυτά τα ευρήματά του σε περίπτωση που κατ΄έφεση ανατρεπόταν η απόφασή του. Κατέληξε και πάλιν ότι είχαν ικανοποιηθεί όλες οι προϋποθέσεις για να εγκριθούν οι αιτήσεις, έστω και σε περίπτωση που θα ήταν νομότυπη η επίδοση.
Με την έφεση της αυτή η εφεσείουσα-ενάγουσα αμφισβητεί τα ευρήματα και την κατάληξη του Δικαστηρίου που σχετίζονται με το θέμα της επίδοσης, καθώς και όλα τα υπόλοιπα, συμπεριλαμβανομένου και του θέματος των εξόδων.
Όσον αφορά πραγματικά ευρήματα, είναι ευρέως νομολογημένο ότι εναπόκειται πρωτίστως στο πρωτόδικο Δικαστήριο η κρίση επ΄αυτών και το Εφετείο επεμβαίνει μόνο όπου αυτά δεν δικαιολογούνται από τη δοθείσα και υπάρχουσα μαρτυρία ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Όσον αφορά συμπεράσματα με βάση γεγονότα, εάν αυτά δικαιολογούνται και πάλιν από τη μαρτυρία, το Εφετείο δεν επεμβαίνει. Όπου όμως κατά την κρίση του, τούτο δεν συμβαίνει, τότε με βάση τα ευρήματα των γεγονότων το Εφετείο είναι και αυτό σε θέση να κρίνει τα συμπεράσματα και να τα ανατρέψει και να καταλήξει στα δικά του, αν τούτο δικαιολογείται κάτω από τις περιστάσεις.
Ήταν η θέση των εφεσιβλήτων-εναγομένων ότι η πρώτη φορά που πληροφορήθηκαν για την ύπαρξη της αγωγής ήταν όταν ο Παναγιώτης Αντωνίου απέστειλε με τηλεομοιότυπο στον Κωνσταντίνο Πουπάκη επιστολή του Δικαστικού επιδότη προς την εναγόμενη εταιρεία, όπου αναφερόταν ότι εναντίον της είχαν εκδοθεί εντάλματα κινητών.
Η θέση των αντιδίκων ήταν ότι η αγωγή απεστάλη και με φαξ στους εναγομένους και τους πληροφόρησαν και με τηλεφωνική επικοινωνία και ισχυρίστηκαν ότι η επίδοση έγινε αρχικά κανονικά, με το να παραδοθεί στη Μάρθα Αντωνίου, που ήταν ένας από τους διευθυντές των εφεσιβλήτων-εναγομένων.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβηκε σε μία ενδελεχή έρευνα αναφορικά με τι αυθεντίες που αφορούν το θέμα της επίδοσης και αναφέρθηκε σε σωρεία αποφάσεων (Γιωργαλλίδης ν. Χρίστου (Ττόμη) (1997) 1 Α.Α.Δ. 247, Ιερά Μητρόπολις Λεμεσού ν. Chr. P. Michaelides (Estates) Ltd (1992) 1 A.A.Δ. 43, κλπ.). Στην τελευταία αυτή απόφαση κρίθηκε ότι το ζήτημα της κανονικής επίδοσης κλητηρίου βάσιμα συσχετίζεται με το Άρθρο 30.1(α) και (β) του Συντάγματος. Θεωρήθηκε ότι η καλή επίδοση «συνδέεται αναπόφευκτα με τη δυνατότητα του ενδιαφερομένου να γνωρίζει τους λόγους για τους οποίους εγκαλείται στο Δικαστήριο».
Το πρωτόδικο Δικαστήριο επεσήμανε τη διαφορά στα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης από τις άλλες, αλλά ορθά, κατά την άποψη μας, κατέληξε στο συμπέρασμα πως η επίδοση ήταν αντικανονική. Αποδέχθηκε τον ισχυρισμό των αιτητών ότι η συνεργασία μεταξύ των διαδίκων διακόπηκε τον Ιούλιο του 2002 και απέρριψε τον ισχυρισμό ότι η αγωγή αποστάληκε με τηλεομοιότυπο στους αιτητές στην Ελλάδα. Παραθέτουμε πιο κάτω την τελική κατάληξη του Δικαστηρίου επί του θέματος:
«Η μ΄αυτό τον τρόπο επίδοση, δηλαδή, επίδοση στη διευθυντή της εταιρείας Μάρθα Αντωνίου, αν και φαινομενικά και τυπικά συνάδει με το Άρθρο 372 του Κεφ. 113 και τη Δ.5 θ.7, εν τούτοις είναι μολυσμένη με το στοιχείο της αντικανονικότητας αφού ουσιαστικά έγινε επίδοση στο ίδιο πρόσωπο που υπέγραψε ή που μπορούσε να υπογράψει ή που συνηγόρησε ως μέτοχος και διευθυντής των Εναγόντων - Καθ΄ων η αίτηση να καταχωρηθεί η αγωγή. Η Μάρθα Αντωνίου δεν έπρεπε να αποδεχθεί τέτοια επίδοση αφού συγκρούονταν τα συμφέροντα των Καθ΄ων η αίτηση στους οποίους ήταν μέτοχος και διευθύντρια και των Αιτητών στους οποίους ήταν διευθύντρια.
Αλλά ακόμη κι αν δεν ήταν έτσι τα πράγματα, ουσιαστικά μετά τη διακοπή της συνεργασίας των Αιτητών μαζί της και του συζύγου της, «παύθηκε» από διευθύντρια και άρα δεν ήταν δυνατό να γίνει σ΄αυτήν επίδοση ως μη διευθυντής πλέον της εταιρείας. Σκοπός τους με τον τρόπο που έγινε η επίδοση, ήταν να αποκλεισθούν οι Αιτητές να λάβουν γνώση της αγωγής και να καταστεί για τους Καθ΄ων η αίτηση εύκολο έργο η απόδειξη της αγωγής τους και ανάλογη έκδοση απόφασης από το Δικαστήριο.
Όπως και να έχουν τα πράγματα, είτε έτσι είτε αλλιώς η επίδοση δεν ήταν σύμφωνη με την ως άνω συνταγματική επιταγή.»
Κάτω από το φως των πιο πάνω η έφεση κρίνεται αβάσιμη. Τόσο τα πραγματικά ευρήματα όσο και τα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου εδικαιολογούνταν από τη μαρτυρία που είχε ενώπιόν του.
Εν όψει της κατάληξης μας αυτή κρίνεται ως ορθή και η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με τα έξοδα, αφού αυτά τα έξοδα δημιουργήθηκαν και ήταν αποτέλεσμα της συνέχισης της αγωγής μετά την αντικανονική της επίδοση.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εναντίον της εφεσείουσας.
Π.Ε. 11943
Εν όψει της δέσμευσης των διαδίκων ότι η έφεση αυτή θα ακολουθούσε το αποτέλεσμα της Π.Ε. 11944, η κατάληξή της είναι αναπόφευκτη.
Και η έφεση αυτή για τους ίδιους λόγους απορρίπτεται με έξοδα εναντίον του εφεσείοντα.
Δ. Δ. Δ.
/Χ.Π.