ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2006) 1 ΑΑΔ 599
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Πολιτική Έφεση αρ.30/2005
23 Ιουνίου, 2006
[NIKOΛΑΙΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ, Δ/στές]
ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΑΝΑΡΗΣ
Εφεσείων/αιτητής
- ν. -
1. ΜΙΧΑΛΗ ΛΟΙΖΟΥ
2. ΝΙΤΣΑΣ ΛΟΙΖΟΥ
3. ΣΤΑΥΡΟΥ ΛΟΙΖΟΥ
Εφεσιβλήτων/καθών η αίτηση
----------------------------
Κ. Καλλής, για τον εφεσείοντα/ενάγοντα
Α. Πετουφάς, για τους εφεσίβλητους/εναγομένους
-----------------------
ΦΡ. ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ, Δ: Την ομόφωνη απόφαση του δικαστηρίου
θα απαγγείλει ο δικαστής Μ. Φωτίου
----------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Μ. ΦΩΤΙΟΥ, Δ: Η παρούσα έφεση στρέφεται κατά της απόφασης Προέδρου του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας με την οποία απέρριψε την αγωγή αρ. 55/02 με την αιτιολογία ότι υπάρχει δεδικασμένο.
Προτού εξετάσουμε τους λόγους έφεσης, θεωρούμε σκόπιμο να παραθέσουμε τα γεγονότα της υπόθεσης, τα οποία περιληπτικά έχουν ως ακολούθως: Ο εφεσείων, που ήταν κάτοικος Αγγλίας, συνήψε με τον εφεσίβλητο/εναγομένο 1 γραπτή συμφωνία ημερ. 9/3/90 με βάση την οποία ο εφεσίβλητος ανέλαβε την ανέγερση κατοικίας του εφεσείοντα έναντι του ποσού των £90.957. Οι εφεσίβλητοι 2 και 3 είχαν υπογράψει στις 12/3/90 εγγυητήριο έγγραφο με το οποίο εγγυούνταν την εν λόγω συμφωνία. Οι εργασίες θα άρχιζαν στις 14/3/90 και η αποπεράτωση της οικοδομής θα γινόταν στις 30/5/91. Ο εφεσίβλητος πληρώθηκε προκαταβολικά το ποσό των £9.955. Υπήρξε καθυστέρηση στην αποπεράτωση της κατοικίας με αποτέλεσμα να προκύψει διαφορά μεταξύ τους. Ο εφεσείων κάλεσε τον εφεσίβλητο με επιστολές ημερ. 29/5/91 και 31/7/91 να επισπεύσει τις εργασίες, διαφορετικά θα τερμάτιζε τη συμφωνία. Παρόμοια επιστολή που προειδοποιούσε με τερματισμό της συμφωνίας στάληκε από τον επιβλέποντα μηχανικό στις 2/9/91 στην οποία απάντησε ο εφεσίβλητος αναφέροντας ότι τερμάτιζε αυτός τη συμφωνία και ότι σταματούσε τις εργασίες στην οικοδομή. Ο εφεσείων τότε ανάθεσε την αποπεράτωση της οικοδομής σε τρίτο πρόσωπο, αφού πρώτα είχε προβεί σε εκτίμηση της εκτελεσθείσας από τον εφεσίβλητο εργασίας. Ο εφεσίβλητος ήγειρε την αγωγή 8319/94 εναντίον του εφεσείοντα, στην οποία προστέθηκαν και οι εφεσίβλητοι 2 και 3 ως εναγόμενοι εξ ανταπαιτήσεως. Στις 29/3/99 ο εφεσίβλητος (ενάγων στην αγωγή 8319/94) έλαβε απόφαση εναντίον του εφεσείοντα (τότε εναγόμενου) για το ποσό των £13.726 πλέον τόκους και έξοδα. Η εν λόγω απόφαση λήφθηκε στην απουσία του εφεσείοντα. Ήταν ορισμένη η υπόθεση για απόδειξη μετά τη συμπλήρωση των δικογράφων και έτσι το δικαστήριο ενήργησε με βάση τη Δ.33 Κ.3 των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών.
Ακολούθησε η καταχώρηση της αγωγής 55/02 από τον εφεσείοντα εναντίον των εφεσιβλήτων με την οποία αξίωνε (α) £33.610 για παράβαση συμφωνίας, πλέον γενικές αποζημιώσεις και (β) διάταγμα του δικαστηρίου που να ακυρώνει την προαναφερθείσα απόφαση που εκδόθηκε στην αγωγή 8319/94. Οι εφεσίβλητοι ήγειραν προδικαστική ένσταση ότι η αγωγή 55/02 δεν μπορούσε να προχωρήσει λόγω δεδικασμένου, ισχυρισμός που έγινε αποδεκτός από το πρωτόδικο δικαστήριο, με αποτέλεσμα την παρούσα έφεση.
Προβάλλεται ένας μόνο λόγος έφεσης ο οποίος έχει ως εξής: «Η κρίση του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι υπάρχει δεδικασμένο σε σχέση με την παρούσα αγωγή, με συνέπεια να την απορρίψει, είναι εσφαλμένη και αντίθετη με την προσαχθείσα μαρτυρία και παραβιάζει τις αρχές που διέπουν το δεδικασμένο».
Το πρωτόδικο δικαστήριο στήριξε την απόφαση του, ότι η έκδοση απόφασης στην απουσία του εφεσείοντα (τότε εναγομένου στην αγωγή αρ. 8319/94) έγινε με βάση τη Δ.33 Κ. 3 μεταξύ άλλων και στο γεγονός ότι, όταν λίγους μήνες αργότερα ο εφεσείων αποτάθηκε στο δικαστήριο για παραμερισμό της απόφασης, στήριξε την αίτηση του στον Κ. 5 της Δ.33 που αφορά τη δίκη (trial). Με αυτό το υπόβαθρο απέρριψε την αγωγή λόγω δεδικασμένου, με το πιο κάτω σκεπτικό που παραθέτουμε αυτούσιο:
«Αυτό που άμεσα διαπιστώνεται από την πιο πάνω πρόνοια είναι ότι η απόφαση η οποία εκδίδεται δυνάμει αυτής είναι κατόπιν απόδειξης η οποία προσφέρεται από τον ενάγοντα, και ικανοποίησης του δικαστηρίου επί τη βάσει αυτής ότι ο ενάγοντας δικαιούται σε απόφαση σε σχέση με την απαίτηση του. Στην προκειμένη περίπτωση ο εναγόμενος 1 (ενάγοντας στην εν λόγω αγωγή) είχε προσκομίσει, προφανώς με οδηγίες του δικαστηρίου, ένορκη δήλωση με βάση την οποία το δικαστήριο ενήργησε και εξέδωσε στις 29/3/99 την απόφαση του. Επρόκειτο για απόφαση η οποία εκδόθηκε αφού εξετάστηκε η υπόθεση επί της ουσίας. Η αποδοχή από το δικαστήριο της εκδοχής του εναγόμενου 1 η οποία ετέθη ενώπιον του όπως αναφέρθηκε πιο πάνω, ουσιαστικά έχει σαν αποτέλεσμα την απόρριψη συγχρόνως της εκδοχής η οποία προβάλλετο από την υπεράσπιση και ανταπαίτηση του ενάγοντα αφού όπως εξηγείται προηγουμένως οι δύο εκδοχές αντιστρατεύοντο η μια την άλλη.
Η παρούσα περίπτωση καθ' όσον αφορά τις περιστάσεις και την εξουσία υπό τις οποίες εκδόθηκε στις 29/3/99 η απόφαση στην αγωγή 8319/94 είναι, ασφαλώς, διαφορετική από τις περιπτώσεις στις οποίες παρέπεμψε ο συνήγορος του ενάγοντα και αφορούν υποθέσεις στις οποίες είχε απορριφθεί η αγωγή λόγω μη εμφάνισης στο δικαστήριο του ενάγοντα ή του δικηγόρου του. Εκεί δεν είχε προηγηθεί εξέταση της ουσίας των υποθέσεων. Υπενθυμίζω ότι στην περίπτωση αυτή η απόφαση είχε προσβληθεί με την αίτηση η οποία είχε γίνει για παραμερισμό της, χωρίς όμως αποτέλεσμα για τους λόγους που αναφέρονται στην απόφαση του δικαστηρίου η οποία δεν εφεσιβλήθηκε.»
Αναφορικά με τις περιπτώσεις που μπορεί να τύχει εφαρμογής η αρχή του δεδικασμένου λόγω ύπαρξης άλλης απόφασης, υπάρχει αρκετή νομολογία (βλ. μεταξύ άλλων Pieris v. Republic (1983) 3 C.L.R. 1054, 1064-1076, Τheori & others v. Tzioni & others (1984) 1 C.L.R. 296, 300-304, Nikolaides v. Yerolemi (1984) 1 C.L.R. 742, 747-751 Πουρίκκος v. Σάββα (1991) 1 Α.Α.Δ. 507, 519-520, Κ.S.R.. Commmercio v. Blue Coral Navigation Ltd. (1995) 1 Α.Α.Δ. 389, Παμπορίδης ν. Κτηματικής Τράπεζας Κύπρου Λτδ (1995) 1 Α.Α.Δ. 670 και Χριστοφή ν. & M. Φλοκκάς Λτδ. (2001) 1 Α.Α.Δ. 103.)
Με βάση τις πιο πάνω αυθεντίες για να ισχύει η εν λόγω αρχή πρέπει να ικανοποιούνται οι εξής προϋποθέσεις:
(α) το επίδικο θέμα να είναι το ίδιο και να είχε εγερθεί και αποφασιστεί τελικά από το δικαστήριο κατά την πρώτη διαδικασία,
(β) οι διάδικοι να είναι ίδιοι, και
(γ) το δικαστήριο να είχε δικαιοδοσία να εκδικάσει το θέμα.
Στη δική μας περίπτωση, για τους λόγους που αναφέρουμε στη συνέχεια, κρίνουμε ότι ισχύουν μόνο οι προϋποθέσεις (β) και (γ) ανωτέρω.
Αναφορικά όμως με την (α) προϋπόθεση, είμαστε της άποψης ότι αυτή δεν ικανοποιείται. Αυτό που ήταν κοινό στις δυο αγωγές (8913/94 και 55/02) είναι ότι η διαφορά προέκυπτε από την έγγραφη συμφωνία για ανέγερση κατοικίας του εφεσείοντα από τον εφεσίβλητο 1. Το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι η ομοιότητα των επιδίκων θεμάτων ήταν η απαίτηση του εφεσίβλητου συγκρινόμενη με την υπεράσπιση και ανταπαίτηση του εφεσείοντα. Η απαίτηση όμως του εφεσίβλητου ήταν για υπόλοιπο £13,726 για εργασίες του για την ανέγερση της εν λόγω οικοδομής. Με την ανταπαίτηση στην εν λόγω αγωγή ο εφεσείων ζητούσε ποσό £31,210 ως έξοδα που υποχρεώθηκε να πληρώσει σε τρίτο πρόσωπο (εργολάβο) για αποπεράτωση της οικοδομής και £2.400 ως απωλεσθέντα ενοίκια με βάση την μεταξύ των διαδίκων προσυμφωνηθείσα ενοικιαστική αξία της εν λόγω κατοικίας. Επομένως η απουσία του εφεσείοντα, τότε εναγόμενου, κατά τη δίκη είχε ως συνέπεια την έκδοση απόφασης εναντίον του και την απόρριψη της ανταπαίτησης του λόγω μη προώθησης της. Μαρτυρία ακούστηκε για την απαίτηση του εφεσίβλητου (τότε ενάγοντα). Όσον αφορά την ανταπαίτηση δεν ακούστηκε μαρτυρία. Απορρίφθηκε λόγω απουσίας του εφεσείοντα (τότε εναγομένου). Κρίνουμε λοιπόν ότι δε δημιουργήθηκε δεδικασμένο. Αυτό άλλωστε αναφέρθηκε και από το δικαστήριο όταν απέρριπτε την αίτηση για παραμερισμό. Ανέφερε τότε ότι «θα μπορούσε η υπεράσπιση και ανταπαίτηση να συζητηθούν σε μια νέα αγωγή εκ μέρους του ενάγοντα». Έτσι ο εφεσείων ήγειρε την αγωγή 55/02.
Με βάση τα πιο πάνω καταλήγουμε ότι η απόρριψη της ανταπαίτησης, λόγω απουσίας του εφεσείοντα κατά τη δίκη, δεν έγινε υπό περιστάσεις που το δικαστήριο είχε διαγνώσει δικαστικά τα ουσιαστικά δικαιώματα των διαδίκων σχετικά με αυτήν και επομένως εσφαλμένα κρίθηκε ότι η απόφαση στην 8913/94 αποτελούσε δεδικασμένο.
Ως αποτέλεσμα η έφεση επιτρέπεται με έξοδα υπέρ του εφεσείοντα. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται και η υπόθεση παραπέμπεται στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας για εκδίκαση της αγωγής 55/02.
Δ.
Δ.
Δ.
/ΚΑς