ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2006) 1 ΑΑΔ 368

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Αίτηση Αρ. 24/2006)

 

9 Μαΐου, 2006

 

 

[Ε. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ/στής]

 

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ  ΜΕ  ΤΟ  ΑΡΘΡΟ  155.4  ΤΟΥ  ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ  ΤΗΣ  ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ  ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ  ΚΑΙ  ΤΟ  ΑΡΘΡΟ  3  ΤΟΥ  ΠΕΡΙ  ΑΠΟΝΟΜΗΣ  ΤΗΣ  ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ  (ΠΟΙΚΙΛΑΙ  ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ)  ΝΟΜΟΥ  ΤΟΥ  1964

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ  ΜΕ  ΤΗΝ  ΑΙΤΗΣΗ  ΑΝΔΡΕΑ  ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗ

  ΚΑΙ  ΑΔΟΥΛΛΑ  ΚΥΡΙΑΚΟΥ  ΚΟΥΝΤΟΥΡΟΥ  ΓΙΑ  ΑΔΕΙΑ  ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗΣ  ΑΙΤΗΣΗΣ  ΓΙΑ  ΕΝΤΑΛΜΑΤΑ  ΤΗΣ  ΦΥΣΗΣ  CERTIORARI  ΚΑΙ  MANDAMUS

 

ΚΑΙ 

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ  ΜΕ  ΤΟ  ΔΙΑΤΑΓΜΑ  ΤΟΥ  ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ  ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ  ΠΑΦΟΥ  ΠΟΥ  ΕΞΕΔΟΘΗ  ΣΤΙΣ  18/10/2005  ΣΤΗΝ  ΑΓΩΓΗ  1201/1992  ΣΥΝΕΝΩΜΈΝΗ  ΜΕ  ΤΗΝ  ΑΓΩΓΗ  2087/1993  ΤΟΥ  ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ  ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ  ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

 

________________________

 

Αλ. Μαρκίδης, για τους Αιτητές.

________________________

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η 

 

 

ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.:  Στις 3/5/2006, καταχωρήθηκε η παρούσα αίτηση, με την οποία ζητείται από το Δικαστήριο:-

 

«(Α)  ΄Αδεια για καταχώρηση αίτησης για την έκδοση διατάγματος της φύσης Certiorari, για παραπομπή ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου προς ακύρωση της απόφασης και/ή διατάγματος της Προέδρου του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου κας Κ. Σταματίου ημερ. 18.10.2005, Παράρτημα 3, ως καταχρηστικής, ως άκυρης, παράνομης και ως γενόμενης καθ' υπέρβαση δικαιοδοσίας και/ή ως πλήττουσας τα συνταγματικά κατοχυρωμένα δικαιώματα των Εναγομένων να τύχουν δικαίας εκδίκασης της υπόθεσης τους.

 

 (Β)   Διαζευκτικά άδεια για καταχώρηση αίτησης για ακύρωση της διαδικασίας η οποία ακολουθήθηκε από της καταχώρησης της πιο πάνω αγωγής μέχρι σήμερα ως άκυρης παράνομης, καταχρηστικής των διαδικασιών και/ή ως πλήττουσας τα συνταγματικά κατοχυρωμένα δικαιώματα των Εναγομένων να τύχουν δικαίας εκδίκασης της υπόθεσης τους.

 

 (Γ)  Διάταγμα με το οποίο να αναστέλλεται και/ή ανακόπτεται η διαδικασία της αγωγής 1201/1992 συνενωμένης με την αγωγή 2087/1993 μέχρι που οι Ενάγοντες να αντιπροσωπεύονται από ένα δικηγόρο και/ή ενιαίως από δύο ή περισσότερους δικηγόρους που θα ενεργούν από κοινού κατά τρόπο ώστε να υπάρχει μία φωνή των Εναγόντων ενώπιον του Δικαστηρίου.

 

 (Δ)   Διαζευκτικά αναστολή και/ή ανακοπή εκδίκασης της πιο πάνω αγωγής (η οποία είναι ορισμένη για συνέχιση της ακροαματικής διαδικασίας από ημέρας εις ημέρα ή σχεδόν από ημέρα εις ημέρα.  ΄Ετσι τώρα η υπόθεση είναι ορισμένη για ακρόαση σήμερα.  Η ακρόαση θα συνεχίσει αύριο και μεθαύριο) μέχρι την τελική εκδίκαση της αίτησης για έκδοση διατάγματος certiorari η οποία ήθελε καταχωρηθεί στα πλαίσια διατάγματος του δικαστηρίου της παρούσας αίτησης και/ή μέχρι την τελική εκδίκαση της παρούσας αίτησης.

 

 (Ε)    Οποιοδήποτε  άλλο  διάταγμα ήθελε θεωρήσει ορθό και πρέπον να κάνει το Δικαστήριο στα πλαίσια της παρούσας αίτησης.»

 

 

 

Ορίστηκε και ακούστηκε στις 5/5/2006. 

 

Τα γεγονότα, όπως παρατίθενται στην αίτηση, έχουν, σε συντομία, ως εξής:-

 

Η Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα Λτδ. και η Κυπριακή Τράπεζα Αναπτύξεως Λτδ. - ενάγοντες υπ' αρ. 1 και 2 - καταχώρισαν στο Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου, στις 5/6/1992, την υπ' αρ. 1201/1992 αγωγή εναντίον τεσσάρων εναγομένων.  Μεταξύ αυτών είναι ο Ανδρέας Δημητριάδης και η σύζυγός του, Αδούλλα Κυριάκου Κούντουρου, αιτητές στην παρούσα αίτηση.  Οι ενάγοντες, στην πιο πάνω αγωγή, αντιπροσωπεύονται από διαφορετικούς δικηγόρους:  οι ενάγοντες υπ' αρ. 1 από το δικηγορικό γραφείο Χρύσης Δημητριάδης και Σία και οι ενάγοντες υπ' αρ. 2 από το δικηγορικό γραφείο Χρυσαφίνης και Πολυβίου.  Οι εναγόμενοι καταχώρισαν εναντίον των εναγόντων ανταπαίτηση, με την οποία προβάλλονται απαιτήσεις εναντίον τους τόσο ξεχωριστά όσο και αλληλέγγυα.  Οι ενάγοντες 1 και 2 καταχώρισαν χωριστές απαντήσεις και υπερασπίσεις στην ανταπαίτηση. 

 

Στα πλαίσια της πιο πάνω αγωγής, καταχωρήθηκαν διάφορες ενδιάμεσες αιτήσεις και από τις δύο πλευρές. 

 

Στις 25/1/2000, οι εναγόμενοι καταχώρισαν αίτηση, με σκοπό τη συνένωση της πιο πάνω αγωγής με την αγωγή 2087/1993, η οποία καταχωρήθηκε από τη Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα Λτδ. εναντίον του Ανδρέα Δημητριάδη.  Οι ενάγοντες 2 έφεραν ένσταση στην αίτηση αυτή, σε αντίθεση με τους ενάγοντες 1, οι οποίοι αποδέχονταν τη συνένωση.  Η αίτηση ακούστηκε και εκδόθηκε διάταγμα συνένωσης.  Στη συνέχεια, οι ενάγοντες 1 καταχώρισαν αίτηση για ασφάλεια των εξόδων τους, σε σχέση με την ανταπαίτηση των εναγομένων 1 (Apak Agro Industries Ltd.) στην Αγωγή 1201/1992, για το λόγο ότι η εταιρεία αυτή είχε τεθεί υπό εκκαθάριση.  Ανάλογη αίτηση καταχωρήθηκε και από τους ενάγοντες 2 σε σχέση με την εναντίον τους ανταπαίτηση των εναγομένων 1. 

 

Το Δικαστήριο, μετά από ακροαματική διαδικασία και των δύο αιτήσεων, εξέδωσε σε κάθε αίτηση διάταγμα.  Διέταξε τον Επίσημο Παραλήπτη, ο οποίος ενεργούσε για λογαριασμό της εναγομένης 1 εταιρείας, να καταθέσει τραπεζική εγγύηση £15.000,00 για κάθε ένα από τους ενάγοντες.  

 

Ακολούθησαν αιτήσεις για παράταση του χρόνου καταχώρισης της τραπεζικής εγγύησης, οι οποίες ακούστηκαν, με τελευταία την αίτηση των εναγομένων 1, ημερομηνίας 19/5/2004, η οποία και απορρίφθηκε με απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ημερομηνίας 30/9/2005.

 

Οι εναγόμενοι 1, εναντίον της πιο πάνω απόφασης, καταχώρισαν την ΄Εφεση Αρ. 301/2005. 

 

Στις 21/11/2004, οι εναγόμενοι καταχώρισαν αίτηση, με την οποία ζητούσαν αναστολή και/ή διακοπή της διαδικασίας μέχρι που οι ενάγοντες 1 και 2 αντιπροσωπεύονται από ένα δικηγόρο ή δικηγόρους που θα ενεργούν από κοινού, όπως επίσης και οποιαδήποτε άλλη διαταγή ή θεραπεία το Δικαστήριο ήθελε κρίνει.  Βασικό επιχείρημα των εναγομένων αποτελούσε η θέση ότι, με τη διαφορετική αντιπροσώπευση των εναγόντων, παρείχοντο σ' αυτούς διαδικαστικής φύσεως πλεονεκτήματα, σε αντίθεση με το συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα για δίκαιη δίκη.  Ως τέτοια αναφέρθηκαν, μεταξύ άλλων, η αντεξέταση των μαρτύρων του ενός ενάγοντα από τον άλλο ενάγοντα και η υποβολή καθοδηγητικών ερωτήσεων. 

 

Το Δικαστήριο, με απόφασή του ημερομηνίας 18/10/2005 απέρριψε την αίτηση των εναγομένων και επέτρεψε τη συνέχιση της διαφορετικής αντιπροσώπευσης των εναγόντων 1 και 2, όρισε δε την υπόθεση για ακρόαση στις 3/11/2005.

 

Στις 27/10/2005, οι εναγόμενοι 2 και 3 καταχώρισαν στο Ανώτατο Δικαστήριο αίτηση πανομοιότυπη με την παρούσα, η οποία και απορρίφθηκε με απόφαση του Δικαστηρίου, ημερομηνίας 3/11/2005, παρά το γεγονός ότι «... υπάρχει, στην ουσία, συζητήσιμο ζήτημα νομικού σφάλματος, και μάλιστα ιδιαίτερα σοβαρό, ...», επειδή υπήρχε αποτελεσματική εναλλακτική θεραπεία και επειδή: «Σε περίπτωση καταχώρησης έφεσης εκ μέρους του, υπάρχουν τρόποι τόσο για την επίσπευση της εκδίκασή της όσο και για την εν τω μεταξύ διασφάλιση των συμφερόντων των αιτητών ώστε, σε περίπτωση επιτυχίας της έφεσης, αυτή να μην είναι χωρίς αντίκρισμα.» 

 

Εναντίον της πιο πάνω απόφασης δεν καταχωρήθηκε έφεση, καταχωρήθηκε, όμως, στις 30/10/2005, εναντίον της απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου η ΄Εφεση 318/2005, η οποία και εκκρεμεί. 

 

Οι εναγόμενοι 1, 2 και 3, με την απόρριψη της αίτησής τους για άδεια της φύσεως certiorari, καταχώρισαν στις 3/11/2005 στο Επαρχιακό Δικαστήριο αίτηση, με την οποία ζητούσαν αναστολή και/ή ανακοπή της διαδικασίας στις Συνενωμένες Υποθέσεις Αρ. 1201/1992 και 2087/1993, μέχρι εκδίκασης των Εφέσεων Αρ. 301/2005 και 318/2005, που καταχωρήθηκαν εναντίον των δύο ενδιάμεσων αποφάσεων, ημερομηνιών 30/9/2005 και 18/10/2005.  Οι ενάγοντες Αρ. 2 δεν καταχώρισαν ένσταση, σε αντίθεση με τους ενάγοντες αρ. 1, οι οποίοι όμως τελικά, κατά την ημέρα ακρόασης της αίτησης, δήλωσαν ότι δεν εμμένουν στην ένστασή τους.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, με απόφασή του ημερομηνίας 20/12/2005, απέρριψε την αίτηση των εναγομένων για αναστολή και όρισε την υπόθεση για ακρόαση.  Η ακρόαση άρχισε και συνεχίζει. 

 

Με την απόρριψη από το πρωτόδικο Δικαστήριο της αίτησης για αναστολή, οι εναγόμενοι καταχώρισαν ανάλογη αίτηση στα πλαίσια των Εφέσεων με Αρ. 301/2005 και 318/2005.  Οι αιτήσεις αυτές, τελικά, αποσύρθηκαν, ενόψει της διατύπωσης της Δ.35, θ. 18 των περί Πολιτικής Δικονομίας Θεσμών, η οποία δεν παρέχει δικαιοδοσία έκδοσης των διαταγμάτων, τα οποία εζητούντο με τις αιτήσεις.  Με την απόσυρση των πιο πάνω αιτήσεων, οι αιτητές ισχυρίζονται ότι δεν τους παρέχεται άλλη θεραπεία από αυτή του προνομιακού εντάλματος (certiorari), για τη διόρθωση του σοβαρού νομικού σφάλματος, με το οποίο βαρύνεται η διαδικασία των δύο συνενωμένων αγωγών που εκκρεμούν ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου και καταχώρισαν την παρούσα.  Καταλήγουν, με την αίτησή τους,  ότι η αίτηση αυτή είναι η μόνη επιλογή που έχουν και ότι η καταχώριση προηγούμενης ανάλογης αίτησης δεν αποτελεί εμπόδιο στην καταχώριση νέας.    

 

΄Ηταν η εισήγηση του κ. Μαρκίδη ότι, ενόψει του λόγου απόρριψης της προηγούμενης αίτησης, δεν υπάρχει οποιοδήποτε κώλυμα για την υποβολή της παρούσας αίτησης.  Υπέβαλε ότι, καθώς φαίνεται να προκύπτει από τη νομολογία, η απόφαση ημερομηνίας 18/10/2004, δεν είναι εφέσιμη και, συνεπώς, δεν παρέχεται διαζευκτική θεραπεία, όπως ήταν η αντίληψη όταν συζητήθηκε η προηγούμενη αίτηση αυτής της φύσης.  Το γεγονός, επίσης, ότι εναντίον της απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου εκκρεμεί έφεση δεν αποτελεί κώλυμα.  Η επιτυχία εδώ θα οδηγήσει σε απόσυρση της έφεσης.

 

Το βασικό ερώτημα, το οποίο προκύπτει για εξέταση, είναι το κατά πόσο παρέχεται δυνατότητα υποβολής νέας αίτησης της φύσεως certiorari, στη βάση, ουσιαστικά, των ιδίων γεγονότων.

 

Ανάλογο ερώτημα απασχόλησε τον Κωνσταντινίδη, Δ., στην υπόθεση Level Tachexcavs Ltd (Αρ. 2) (1995) 1 Α.Α.Δ. 1105, απ' όπου και παραθέτω σχετικό απόσπασμα:-  (σελ. 1112)

 

«Το θέμα του κωλύματος σε σχέση με επίδικο θέμα αναλύεται στον Spencer - Bower and Turner (ανωτέρω) σελ. 149 κ.επ. (βλ. επίσης Παναγιώτης Παμπορίδης ν. Κτηματικής Τραπέζης Κύπρου Λτδ (1995) 1 Α.Α.Δ. 670).  Αποτελεί κλασσική περίπτωση ύπαρξης τέτοιου κωλύματος όταν ήδη εκδόθηκε απόφαση η οποία εμπεριέχει ως στοιχείο της αιτιολογικής της βάσης δικαστική κρίση αναφορικά με όσα επιχειρείται να επανασυζητηθούν σε νέα διαδικασία μεταξύ των ίδιων διαδίκων.  Στην Αγγλία έχει αναγνωριστεί πως δικαιολογείται η επανασυζήτηση τέτοιου θέματος μόνο όπου εξαιρετικές περιστάσεις δείχνουν ότι η άκαμπτη εφαρμογή του κανόνα θα οδηγούσε σε αδικία ενώ, αντιστρόφως, η παράκαμψή του δεν θα απέληγε σε κατάχρηση της διαδικασίας.  [βλ. Arnold v. Natwest Bank PLC [1991] 2 A.C. 93 και The 'Indian Grace' [1994] 2 Lloyd's Rep. 331].»

 

 

 

Επίσης, μια σε βάθος ανάλυση του ιδίου θέματος, με αναφορά στα ισχύοντα και στην Αγγλία, γίνεται στην Carter (Αρ. 3) (1996) 1 Α.Α.Δ. 403 - (απόφαση Ολομέλειας).  Στην απόφαση, η οποία ετοιμάστηκε από τον Κωνσταντινίδη, Δ., λέχθηκαν τα εξής:- (σελ. 410-412)

 

«Κατά το ΄Αρθρο 155.4 του Συντάγματος ανήκει στο Ανώτατο Δικαστήριο η αποκλειστική δικαιοδοσία για την έκδοση προνομιακών ενταλμάτων, μεταξύ των οποίων και το habeas corpus.  Η άσκηση αυτής της δικαιοδοσίας από ένα ή ενδεχομένως και περισσότερους δικαστές του Ανωτάτου Δικαστηρίου (βλ. ΄Αρθρο 155.2) εξαντλεί την πρωτοβάθμια δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου.  Δεν παρέχεται η δυνατότητα ανάληψης δικαιοδοσίας από άλλους δικαστές του Ανωτάτου Δικαστηρίου πάνω στο ίδιο θέμα επί των ίδιων γεγονότων.  Δεν υπάρχει καν η θεσμική δυνατότητα υποβολής αίτησης προς μεμονωμένο ή μεμονωμένους δικαστές.  Αιτήσεις αυτής αλλά και οποιαδήποτε μορφής υποβάλλονται στο Ανώτατο Δικαστήριο και είναι λανθασμένη η εντύπωση πως θα ήταν νοητό να θεωρηθεί ότι θα υπήρχε κώλυμα να επαναεπιληφθεί του ίδιου θέματος ο δικαστής που συνέπεσε να εκδικάσει την πρώτη αίτηση αλλά δεν θα υπήρχε τέτοιο κώλυμα σε περίπτωση που, κατά το απρόσωπο σύστημα κατανομής των υποθέσεων που ισχύει, θα συνέπιπτε να τεθεί η μεταγενέστερη ενώπιον άλλου δικαστή.

 

Το ΄Αρθρο 155.2 του Συντάγματος αναγνωρίζει δικαίωμα έφεσης κατά των αποφάσεων που εκδίδονται από δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου κατά την ενάσκηση πρωτοβάθμιας δικαιοδοσίας.  (βλ. ως προς το habeas corpus την υπόθεση Δημοκρατία ν. Νίκος Σαμψών (1991) 1 Α.Α.Δ. 848).  Αυτή η δυνατότητα, οδηγεί στην τελευταία μας παρατήρηση πάνω στο θέμα.  Η αναγνώριση δικαιώματος υποβολής νέας αίτησης πάνω στα ίδια γεγονότα θα διάνοιγε τη δυνατότητα αυτοτελών εφέσεων με όμοιο αντικείμενο.  Και πράγματι, στην παρούσα υπόθεση, τουλάχιστον μερικοί από τους λόγους που συζητήθηκαν πρωτόδικα αλλά και ενώπιόν μας, αποτέλεσαν το αντικείμενο της έφεσης που ασκήθηκε κατά της απόφασης στην αίτηση 214/95, η οποία και έχει στο μεταξύ απορριφθεί.  (βλ. Αναφορικά με την Αίτηση του David Carter, Πολιτική ΄Εφεση 9596, ημερομηνίας 26 Μαρτίου 1996).

 

..............................................................................................................

 

Δημιουργείται δεδικασμένο όχι μόνο σε σχέση με όσα προβλήθηκαν στην πρώτη διαδικασία αλλά και σε σχέση με εκείνα που θα μπορούσαν να είχαν προβληθεί ως ενταγμένα στο πλαίσιο του αντικειμένου της αλλά δεν προβλήθηκαν.  Το πιο κάτω απόσπασμα από την απόφαση του Wigram VC στην υπόθεση Henderson v. Henderson [1843-1860] All ER Rep. 378 από τη σελ. 381 που υιοθετήθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο στην υπόθεση Theori and Another v. Djoni and Another (1984) 1 C.L.R. 296 στη σελ. 300, προσδιορίζει την αρχή:

 

"I state the rule of the Court correctly, when I say that where a given matter becomes the subject of litigation in, and of adjudication by, a Court of competent jurisdiction, the Court requires the parties to that litigation to bring forward their whole case, and will not (except under special circumstances) permit the same parties to open the same subject of litigation in respect of matter which might have been brought forward as part of the subject in contest, but which was not brought forward only because they have, from negligence, inadvertence, or even accident, mitted part of their case.  The plea of res judicata applies, except in special case, not only to points upon which the Court was actually required by the parties to form an opinion and pronounce a judgment, but to every point which properly belonged to the subject of litigation and which the parties, exercising reasonable diligence, might have brought forward at the time".

 

 

Σε μετάφραση:

 

«Αποδίδω ορθά τον κανόνα του Δικαστηρίου όταν λέγω ότι όταν ένα ορισμένο θέμα καθίσταται αντικείμενο αντιδικίας και εκδίκασης από αρμόδιο Δικαστήριο, το Δικαστήριο απαιτεί από τους διαδίκους στην αντιδικία αυτή να προβάλουν ολόκληρη την υπόθεσή τους και δεν θα επιτρέπει (εκτός κάτω από εξαιρετικές περιστάσεις) στους ίδιους διαδίκους να ανοίξουν το ίδιο αντικείμενο της αντιδικίας σε σχέση με θέμα το οποίο θα μπορούσε να είχε υποβληθεί ως μέρος του αντικειμένου υπό αμφισβήτηση αλλά δεν προβλήθηκε μόνο επειδή από αμέλεια, παραδρομή ή ακόμα ατύχημα παρέλειψαν μέρος της υπόθεσής τους.  Η ένσταση του δεδικασμένου καλύπτει, εκτός σε ειδικές περιπτώσεις, όχι μόνο σημεία σε σχέση με τα οποία το Δικαστήριο πράγματι κλήθηκε από τους διαδίκους να διαμορφώσει γνώμη και να απαγγείλει απόφαση αλλά και κάθε σημείο το οποίο πρεπόντως ανήκει στο αντικείμενο της αντιδικίας και το οποίο οι διάδικοι, επιδεικνύοντας εύλογη επιμέλεια, θα μπορούσαν να είχαν προβάλει τότε».

 

 

 

Τα πιο πάνω θεωρώ ότι σφραγίζουν και το αποτέλεσμα της παρούσας.  Οι αιτητές επιζητούν άδεια για καταχώριση της αίτησης στη βάση, ουσιαστικά, των ίδιων γεγονότων που στήριξαν και την προηγούμενη, με την προσθήκη μόνο ότι διαδικασίες που ακολούθησαν την απόρριψη της προηγούμενης αίτησής τους για προνομιακό ένταλμα δεν στέφθηκαν με επιτυχία.  Αυτό, όμως, κάτω από οποιεσδήποτε περιστάσεις, δεν παρέχει τέτοια δυνατότητα.  Η αίτηση, βέβαια, δε  θα είχε διαφορετική κατάληξη ούτε στη βάση των αρχών παραχώρησης άδειας για καταχώριση αίτησης για έκδοση προνομιακού εντάλματος - (βλ. Base Metal Trading Ltd v. Fastact Developments Ltd κ.ά. (2004) 1 Α.Α.Δ. 1535 ) - ούτε στη βάση της αρχής για αποτροπή κατάχρησης των διαδικασιών του Δικαστηρίου - (βλ. Δ/ντής των Φυλακών ν. Τζεννάρο Περρέλλα (1995) 1 Α.Α.Δ. 217).

 

Και αν ακόμη γίνει δεκτό ότι υπάρχει συζητήσιμο ζήτημα νομικού σφάλματος, οι αιτητές δεν έχουν προβάλει και δεν υπάρχουν επαρκώς εξαιρετικές περιστάσεις που να καθιστούν συζητήσιμο το ότι πρέπει να γίνει παρέκκλιση από τον κανόνα ότι, εφόσον προσφέρεται άλλη θεραπεία - (εκκρεμεί ήδη έφεση) - οι αιτητές δε θεωρείται ότι απέδειξαν συζητήσιμο ζήτημα.  Ο προβληματισμός του συνηγόρου των αιτητών για το εφέσιμο της απόφασης, εναντίον της οποίας εκκρεμεί έφεση, δεν είναι αρκετός για να δικαιολογήσει απόκλιση από τον κανόνα.  Με την παρούσα αίτηση και με την έφεση η οποία εκκρεμεί, ουσιαστικά, επιδιώκεται ο ίδιος σκοπός, δηλαδή η ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης, γεγονός το οποίο συνιστά κατάχρηση της διαδικασίας. 

 

Η αίτηση απορρίπτεται.

 

 

 

 

 

                                                                                           Ε. Παπαδοπούλου,

                                                                                                        Δ.

/ΜΠ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο