ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2006) 1 ΑΑΔ 236
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Πολιτική Έφεση Αρ. 11835
[Π. ΑΡΤΕΜΗΣ, Μ. ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Τ. ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ/στές]
ΧΡΙΣΤΟΣ Χ" ΠΑΥΛΟΥ,
Εφεσείοντας-Εναγόμενος 1,
ν.
Εφεσίβλητης-Ενάγουσας,
Εφεσιβλήτου-Εναγομένου 2.
----------
Κ. Δημητριάδης, για εφεσείοντα
Γ. Καζαντζής, για εφεσίβλητη.
Σ. Ερωτοκρίτου (κα), για εφεσίβλητο.
Π. Αρτέμη, Δ.
Π. ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Στις 24.11.97 και, ενώ είχε νυχτώσει, η εφεσίβλητη-ενάγουσα οδηγούσε το αυτοκίνητο της στον αυτοκινητόδρομο Λευκωσίας-Λεμεσού. Ο εφεσείων-εναγόμενος 1 ήταν σταθμευμένος στην αριστερή πλευρά του δρόμου και αιφνιδίως εισήλθε στην αριστερή λωρίδα, αποκόπτοντας την πορεία της εφεσίβλητης-ενάγουσας. Σύμφωνα με τη μαρτυρία της, αυτή εφάρμοσε το σύστημα τροχοπέδησης του οχήματος και θα απέφευγε σύγκρουση με το προπορευόμενο όχημα, αλλά, όπως είπε, το όχημα που την ακολουθούσε και το οποίο οδηγούσε ο εφεσίβλητος-εναγόμενος 2 συγκρούστηκε στο πίσω μέρος του οχήματός της με αποτέλεσμα να την σπρώξει και να κτυπήσει με τη σειρά της το προπορευόμενο. Η εκδοχή όμως του εφεσίβλητου-εναγομένου 2 ήταν ότι αυτός κτύπησε στο πίσω μέρος του οχήματος της εφεσίβλητης-ενάγουσας μετά που αυτό είχε ακινητοποιηθεί λόγω της σύγκρουσης με το προπορευόμενο και ενώ είχε βρεθεί με αποφραγμένο το δρόμο μπροστά του.
Επισημαίνεται ότι όλες οι πλευρές συμφώνησαν το ποσό των γενικών και ειδικών αποζημιώσεων σε £900 και η υπόθεση εκδικάστηκε μόνο αναφορικά με το θέμα της ευθύνης.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, σε μία μακροσκελή απόφαση, αφού ανέλυσε λεπτομερέστατα τη μαρτυρία και έκαμε τις επισημάνσεις του, δεχόμενο βασικά τη μαρτυρία του αστυφύλακα μάρτυρα υπεράσπισης του εναγομένου 2, Χρίστου Ιωάννου, που βρισκόταν σε περιπολία στο δρόμο κατά τη στιγμή του ατυχήματος, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο εφεσείων-εναγόμενος 1 εισήλθε απότομα στο δρόμο και απέκοψε την πορεία της εφεσίβλητης-ενάγουσας, η οποία συγκρούστηκε πρώτα στο πίσω μέρος του προπορευόμενου οχήματος και ότι ακολούθως το όχημα που οδηγούσε ο εφεσίβλητος-εναγόμενος 2 βρέθηκε πίσω από τα ακινητοποιημένα οχήματα και παρά την προσπάθεια του δεν κατόρθωσε να αποφύγει τη σύγκρουση με το όχημα της εφεσίβλητης-ενάγουσας. Δέχθηκε, δηλαδή, το πρωτόδικο Δικαστήριο, ότι πρώτα συνέβη η σύγκρουση του οχήματος της εφεσίβλητης-ενάγουσας με εκείνο του εφεσείοντα-εναγομένου 1 και μετά συγκρούστηκε στο πίσω μέρος του δικού της ο εφεσίβλητος-εναγόμενος 2.
Με βάση τα πιο πάνω ευρήματα, το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε αποκλειστικά υπεύθυνο για το ατύχημα τον οδηγό του οχήματος που ήταν σταθμευμένο και εισήλθε αιφνιδίως στο δρόμο, δηλαδή τον εφεσείοντα-εναγόμενο 1.
Με την έφεση αυτή προβάλλονται δύο λόγοι. Ο πρώτος, αφορά τα πραγματικά ευρήματα του Δικαστηρίου, τα οποία προσβάλλονται ως αδικαιολόγητα, εν όψει κυρίως της μαρτυρίας της εφεσίβλητης-ενάγουσας. Με το δεύτερο λόγο υποβάλλεται η εισήγηση ότι, έστω και αν ήταν ορθά τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, θα έπρεπε να θεωρηθεί συνυπεύθυνος αμέλειας και ο οδηγός του αυτοκινήτου που ακολουθούσε, γιατί δεν τηρούσε ασφαλή απόσταση ώστε να μπορεί να σταματήσει εγκαίρως σε περίπτωση κινδύνου.
Έχουν επανειλημμένως τονισθεί από τη νομολογία μας οι αρχές με βάση τις οποίες το Εφετείο επεμβαίνει σε πραγματικά ευρήματα, συμπεράσματα και ευρήματα αξιοπιστίας μαρτύρων του πρωτόδικου Δικαστηρίου, στην οποία μας παρέπεμψε και ο ευπαίδευτος συνήγορος της εφεσίβλητης-ενάγουσας στο περίγραμμα του. Τέτοια επέμβαση γίνεται όταν τα ευρήματα αυτά αντιστρατεύονται την κοινή λογική και δεν δικαιολογούνται από τη μαρτυρία (Αντωνίου ν. Γεστάμη & Σια Λτδ κ.α., Π.Ε. 10595, ημερ. 17.7.02) ή όταν τα συμπεράσματα είναι εξ αντικειμένου ανυπόστατα, παράλογα ή αυθαίρετα και δεν υποστηρίζονται από τη μαρτυρία που έχει αποδεχθεί το πρωτόδικο Δικαστήριο (Παπαδόπουλος ν. Χριστοφόρου, Π.Ε. 11162, ημερ. 19.12.02). (Δέστε και A.S. AIR CONTROL LTD v. Ερωτοκρίτου κ.α., Π.Ε. 10799, ημερ. 17.7.02). Σε τελική ανάλυση, όπως επισημαίνεται στην υπόθεση Χρίστου ν. Khoreva, Π.Ε. 10351, ημερ. 27.3.02, αν ήταν εύλογα επιτρεπτό στο πρωτόδικο Δικαστήριο να καταλήξει στα ευρήματα που κατέληξε σε σχέση με την αξιοπιστία, το Εφετείο δεν επεμβαίνει.
Στην παρούσα περίπτωση το πρωτόδικο Δικαστήριο επεξηγεί πλήρως γιατί δέχεται την εκδοχή που τελικά δέχθηκε, κατά προτίμηση της δεύτερης εκδοχής. Αναλύει και επεξηγεί γιατί δεν αποδέχεται στην ολότητα της τη μαρτυρία της εφεσίβλητης-ενάγουσας και πειστικά αναφέρει πως η μαρτυρία του ανεξάρτητου μάρτυρα αστυνομικού ήταν το αποφασιστικό κριτήριο για την αποδοχή της εκδοχής στην οποία κατέληξε. Θεωρούμε πως τίποτε το μεμπτό δεν υπάρχει στην κατάληξη αυτή του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Αντίθετα, ήταν η πιο λογική κατάληξη στην οποία μπορούσε να φθάσει κάτω από τις συνθήκες και εν όψει της μαρτυρίας που τέθηκε ενώπιόν του. Ως εκ τούτου, δεν δικαιολογείται οποιαδήποτε επέμβαση μας στα ευρήματα και συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου.
Όσον αφορά το δεύτερο λόγο έφεσης, όπως έχει λεχθεί στην Epiphaniou v. Hajigeorgiou (1982) 1 C.L.R. 609, από μόνη της η πιθανότητα εκδήλωσης κινδύνου και η παράλειψη λήψης μέτρων αποφυγής ενδεχόμενου κινδύνου, δεν συνιστά αμέλεια. Επίσης στη Ξυπτερά ν. Κυπριανού (1997) 1 Α.Α.Δ. 1696, αποφασίστηκε πως ο σώφρων οδηγός εύλογα μπορεί να αναμένει ότι, όπως ο ίδιος, έτσι και οι άλλοι θα εκπληρώνουν το καθήκον επιμέλειας έναντι του ιδίου και άλλων οδηγών και ότι το καθήκον για επιμελή οδήγηση δεν επεκτείνεται στη λήψη προληπτικών μέτρων για κάθε πιθανότητα εκδήλωσης αμέλειας εκ μέρους άλλων οδηγών. Έτσι, λέχθηκε περαιτέρω, πως δεν είναι εύλογα προβλεπτό ότι ένας οδηγός θα βρεθεί αντιμέτωπος με την απόφραξη του δρόμου μετά από μια στροφή. Αντίθετη ασφαλώς είναι η περίπτωση όπου υπάρχει μεγάλη πιθανότητα κινδύνου. (Δέστε και Panayiotou v. Mavrou (1970) 1 C.L.R. 215, 219).
Σε τελική ανάλυση, το θέμα της αμέλειας κρίνεται ανάλογα με τα περιστατικά και τις συνθήκες της κάθε περίπτωσης και με τις αρχές της εμπειρίας και κοινής λογικής. Θεωρούμε ότι ήταν εντός των ορίων της κρίσης του πρωτόδικου Δικαστηρίου να θεωρήσει, κάτω από τις συνθήκες, ότι δεν θα ήταν λογικό να αναμένεται από τον εφεσίβλητο-εναγόμενο 2 να λάβει οποιαδήποτε προληπτικά μέτρα στην προκειμένη περίπτωση για τον κίνδυνο αποκοπής της πορείας του από όχημα που δεν ήταν εντός του αυτοκινητόδρομου κατά τη στιγμή εκείνη που εισήλθε σε αυτό αιφνιδίως και χωρίς προειδοποίηση. Αντίθετη κατάληξη θα έθετε υπέρογκο βάρος στους ώμους των οδηγών στον αυτοκινητόδρομο. Και ο δεύτερος λόγος έφεσης κρίνουμε ότι δεν ευσταθεί.
Κατά συνέπεια η έφεση απορρίπτεται με έξοδα υπέρ των εφεσιβλήτων και εναντίον του εφεσείοντα.
Δ. Δ. Δ.
/Χ.Π.