ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2006) 1 ΑΑΔ 223
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 11618)
[Π. ΑΡΤΕΜΗΣ, Μ. ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Τ. ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ/στές]
MARKENTRENDS FINANCIAL SERVICES LTD,
Εφεσείοντες-Εναγόμενοι,
ν.
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΚΕΦΑΛΑΙΑΓΟΡΑΣ ΚΥΠΡΟΥ,
Εφεσιβλήτων-Εναγόντων.
----------
Γ. Χριστοδούλου για Λ. Παπαφιλίππου, για εφεσείοντες
Ν. Παρτασίδου (κα) για Α. Τριανταφυλλίδη, για εφεσίβλητους.
Π. Αρτέμη, Δ.
Π. ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Η αξίωση της εφεσίβλητης Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου εναντίον της εταιρείας Marketrends Financial Services Ltd, εφεσείουσας-εναγόμενης, ήταν αρχικά για το ποσό των £15.000 πλέον τόκους, ποσό που αντιπροσώπευε διοικητικό πρόστιμο που επιβλήθηκε εναντίον τους με απόφαση των εφεσιβλήτων-εναγόντων, που λήφθηκε την 1.7.02 δυνάμει των εξουσιών που έχουν παραχωρηθεί σε αυτούς από το άρθρο 38 του περί Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου Νόμου του 2001, (Ν.64(Ι)/2001). Με βάση το άρθρο 41(2) του ιδίου Νόμου το διοικητικό πρόστιμο εισπράττεται ως αστικό χρέος.
Οι εφεσίβλητοι-ενάγοντες καταχώρησαν αίτηση για συνοπτική απόφαση για το πιο πάνω ποσό. Ενώ η αίτηση αυτή εκκρεμούσε, ανακλήθηκε η απόφαση των εφεσίβλητων για ποσό £10.000 και έτσι οι εφεσίβλητοι-ενάγοντες, κατά την ακρόαση της αίτησης, περιόρισαν την απαίτησή τους σε ποσό £5.000. Το ποσό των Λ.Κ.4.000 αφορούσε πρόστιμο για παράβαση του άρθρου 68 του Περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου Νόμων του 1993 - 2002 και το ποσό των Λ.Κ.1.000 αφορούσε πρόστιμο που επιβλήθηκε για παράβαση του Καν.81(1) παρ.10 του Παραρτήματος ΣT των Περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου Κανονισμών του 1995 - 2002.
Η εφεσείουσα εταιρεία εν τω μεταξύ είχε καταχωρήσει αίτηση ακυρώσεως στο Ανώτατο Δικαστήριο, η οποία εκκρεμούσε ενώπιόν του και υπέβαλε πρωτόδικα ότι οι εφεσίβλητοι-ενάγοντες δεν μπορούσαν να προχωρήσουν στην είσπραξη του εν λόγω ποσού, αφ΄ης στιγμής εκκρεμούσε η αίτηση ακυρώσεως.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού εξέτασε τα εκατέρωθεν επιχειρήματα και με αναφορά στη νομολογία, κατέληξε πως το ίδιο δεν μπορούσε να εξετάσει την ορθότητα της απόφασης για επιβολή προστίμου, αλλά ούτε και μπορούσε η εκκρεμότητα της αίτησης ακυρώσεως να επενεργήσει ως αναστολή εφαρμογής της διοικητικής απόφασης χωρίς ειδικό διάταγμα προς τούτο. Έκρινε ότι, με βάση τα ενώπιον του στοιχεία, ικανοποιούνταν οι προϋποθέσεις της Δ.18 θ.1 και εξέδωσε απόφαση υπέρ των εφεσίβλητων-εναγόντων για ποσό £5.000 πλέον νόμιμο τόκο και έξοδα. Την απόφαση αυτή εφεσίβαλαν οι εναγόμενοι.
Ας σημειωθεί στο στάδιο αυτό ότι δηλώθηκε εκ μέρους των εφεσίβλητων-εναγόντων κατά την εκδίκαση της έφεσης, ότι εν τω μεταξύ είχε περαιτέρω ανακληθεί και το πρόστιμο των £4.000, παραμένοντας έτσι οφειλόμενο ποσό μόνο Λ.Κ.1.000, το οποίο και είναι και το μόνο ποσό που τελικά απαιτούσαν οι εφεσίβλητοι να καταβληθεί από τους εφεσείοντες-εναγόμενους.
Με τον πρώτο λόγο έφεσης οι εφεσείοντες αμφισβητούν την κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ικανοποιούνταν οι προϋποθέσεις που απαιτεί η Δ.18 και συγκεκριμένα ότι η ομνύουσα είχε προσωπική γνώση των γεγονότων που περιέχονται στην ένορκή της δήλωση, που υποστήριζε την αίτηση.
Η Δ.18 θ.1(α), μεταξύ άλλων, προνοεί ότι η αίτηση πρέπει να υποστηρίζεται με ένορκη δήλωση από τον ενάγοντα ή οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο που μπορεί να ορκιστεί θετικά, (who can swear positively), αναφορικά με τα γεγονότα, επαληθεύοντας τη βάση της αγωγής κ.λ.π.
Η νομολογία έχει προσαρμόσει με τέτοιο τρόπο την ερμηνεία του όρου «θετική γνώση» ώστε να ανταποκρίνεται ρεαλιστικά προς τα σημερινά δεδομένα.
Σε υπόθεση όπου ορκίστηκε υπάλληλος εταιρείας εκ μέρους της, αποφασίστηκε ότι είναι αναγκαίο σε περιπτώσεις εταιρειών να ορκίζεται φυσικό πρόσωπο και έτσι στον όρο «θετική γνώση» πρέπει να δίδεται τέτοια ερμηνεία που να είναι λογική υπό τις περιστάσεις και όχι αυστηρή σε βαθμό που να δημιουργεί πρακτικές δυσκολίες και να οδηγεί σε τυχόν παράλογα αποτελέσματα. Ο υπάλληλος που ορκίστηκε στην προκειμένη υπόθεση είχε στην κατοχή του όλα τα επίδικα έγγραφα των οποίων την ορθότητα έλεγξε ο ίδιος, που είχε και την ευθύνη παρακολούθησης του σχετικού λογαριασμού. (Pathe Freres Cinema Ltd v. United Electric Theatres (1914) 3 K.B. 1253).
Στην Κυπριακή υπόθεση Δημητρίου ν. Τράπεζας Κύπρου Λτδ (1997) 1 Α.Α.Δ. 782 υιοθετήθηκε παρόμοια θέση και μεταξύ άλλων λέχθηκαν και τα ακόλουθα στη σελ. 791:
«´Eχουμε την άποψη πως το ζήτημα του κατά πόσο ένα πρόσωπο είναι σε θέση να ορκισθεί θετικά για τα γεγονότα, εντός της έννοιας της Δ.18 θ.1 πρέπει να κρίνεται με βάση τα γεγονότα και περιστατικά της συγκεκριμένης υπόθεσης και σε συνάρτηση με το περιεχόμενο της ένορκης δήλωσης. Πολύ σημαντικό ρόλο διαδραματίζει και η φύση της αξίωσης.»
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, εφαρμόζοντας τις πιο πάνω αρχές, κατέληξε στην απόφασή του ως ακολούθως:
«Η ομνύουσα δεν είναι τυχαίος υπάλληλος του οργανισμού που δεν έχει σχέση μ΄αυτή την υπόθεση αλλά υπεύθυνη του νομικού τμήματος η οποία συμβουλεύει την Επιτροπή και καθοδηγεί τα υπόλοιπα τμήματα δια την εκτέλεση και διεκπεραίωση των εργασιών της Επιτροπής. Όλα τα έγγραφα σε σχέση με την υπόθεση είναι στην κατοχή της και είναι σε θέση να επιβεβαιώσει την αλήθεια των γεγονότων λόγω των εντολών της από την Επιτροπή να εκτελέσει την απόφαση, την συχνή της επικοινωνία με τον Πρόεδρο της Επιτροπής σε συνδυασμό με το γεγονός ότι έχει η ίδια εξετάσει τα έγγραφα για την ορθότητα των προτού προβεί στην παρούσα ένορκη δήλωση.
Ενεργούσε για λογαριασμό της Επιτροπής και βασίσθηκε στην απόφαση της Επιτροπής δια να λάβει μέτρα για την είσπραξη του προστίμου. Επομένως, αφού ενεργεί με βάση αυτή την απόφαση τεκμαίρεται ότι την έχει ελέγξει και έχει βεβαιωθεί προσωπικά ότι έχει ληφθεί τέτοια απόφαση από την Επιτροπή. Αυτό ισχύει και για τα μέτρα που έχουν ληφθεί για την είσπραξη του εν λόγω ποσού, συμπεριλαμβανομένου και του γεγονότος της έκδοσης του τιμολογίου. Αυτή έχει την γενική εποπτεία για τα μέτρα που λαμβάνονται για την είσπραξη του εν λόγω ποσού. Επομένως ελέγχει την ορθότητα όλων των εγγράφων και γνωρίζει σε ποιο στάδιο βρίσκεται η υπόθεση ως και επίσης γνωρίζει κατά πόσο έχει εισπραχθεί το εν λόγω ποσό.
Με βάση τα πιο πάνω έχω ικανοποιηθεί ότι είναι σε θέση να επαληθεύσει και να επιβεβαιώσει θετικά το περιεχόμενο του Κλητηρίου Εντάλματος, πράγμα το οποίο έχει κάνει στην παράγραφο 1 της ένορκης της δήλωσης.»
Οι πιο πάνω παρατηρήσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου, τόσο αναφορικά με γεγονότα όσο και με την τελική του κατάληξη, μας βρίσκουν απόλυτα σύμφωνους και επικυρώνουμε το συμπέρασμα, πως, κάτω από τις συνθήκες της υπόθεσης, η ομνύουσα είχε την απαιτούμενη «θετική γνώση» και ως εκ τούτου ικανοποιούνταν οι προϋποθέσεις της Δ.18.
Με τους λόγους έφεσης 2 και 3 οι εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι η πρωτόδικος Δικαστής «εσφαλμένα αποφάσισε ότι η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς είχε εξουσία να επιβάλει πρόστιμο με βάση το άρθρο 68 του Περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Αξιών Νόμων του 1993 - 2002» και περαιτέρω, ότι εσφαλμένα έκρινε ότι το Δικαστήριο δεν είχε εξουσία να εξετάσει τη νομιμότητα της απόφασης της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς.
Το κατά πόσο η Επιτροπή είχε δικαίωμα επιβολής προστίμου, είναι θέμα που αφορά την εγκυρότητα και νομιμότητα διοικητικής πράξης, που το Επαρχιακό Δικαστήριο δεν έχει δικαιοδοσία να κρίνει, αφού αυτό το θέμα εμπίπτει στην αποκλειστική δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, δυνάμει του Α.146 του Συντάγματος. Έτσι, η θέση του πρωτόδικου Δικαστηρίου επί του προκειμένου ήταν απόλυτα ορθή. Το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε ενώπιον του διοικητική απόφαση σε ισχύ και είχε καθήκον να την εφαρμόσει. (Δέστε και Ζήνων Ζήνωνα Χρίστου ν. ΕΤΕΚ (1998) 1 Α.Α.Δ. 1847).
Τέλος, με τον τέταρτο λόγο έφεσης, οι εφεσείοντες αμφισβητούν την ορθότητα της κατάληξης του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι στην απουσία ρητής πρόνοιας στο Νόμο που να προβλέπει αναστολή είσπραξης προστίμου, εκκρεμούσης προσφυγής στο Ανώτατο Δικαστήριο, το πρόστιμο είναι εισπρακτέο. Ούτε η θέση αυτή μας βρίσκει σύμφωνους. Αντίθετα, συμφωνούμε με το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η ρητή αναφορά στο άρθρο 39(4) του Νόμου 64(1)/2001 σε δικαίωμα προσφυγής, αναφορικά με αποφάσεις της Επιτροπής, δεν μπορεί να ερμηνευθεί ότι ισοδυναμεί με αναστολή είσπραξης του προστίμου ως αστικού χρέους, όταν έχει καταχωρηθεί προσφυγή. Εάν τέτοια ήταν η πρόθεση του Νομοθέτη, τούτο θα αναμενόταν να αναφερόταν ρητά, με πρόνοια αναστολής είσπραξης του προστίμου.
Κατά συνέπεια η έφεση απορρίπτεται με έξοδα σε βάρος των εφεσειόντων.
Δ. Δ. Δ.
/Χ.Π.