ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2006) 1 ΑΑΔ 91
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική ΄Εφεση Αρ. 11823)
1 Φεβρουαρίου, 2006
[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ/στές]
ΜΗΡΟΣ ΓΙΑΓΚΟΥ,
Εφεσείων,
ν.
DEME DAIRY LTD,
Εφεσιβλήτων.
________________________
Ε. Πουλλά-Μακαρούνα (κα), για τον Εφεσείοντα.
Δ. Δημητριάδης, για τους Εφεσίβλητους.
________________________
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Δικαστής Ε. Παπαδοπούλου.
________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Οι εφεσίβλητοι (ενάγοντες), εταιρεία παραγωγής γαλακτοκομικών προϊόντων, καταχώρισαν εναντίον του εφεσείοντα (εναγομένου), αντιπροσώπου τους στην Πάφο για τη διάθεση των προϊόντων τους, δύο αγωγές. Αξίωναν οφειλόμενα σ' αυτούς ποσά ως εξής: Με την Αγωγή Αρ. 4814/97, ποσό £16.630,03, οφειλόμενο, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς τους, μέχρι 30/12/1997, και με την Αγωγή Αρ. 1752/00, ποσό £2.343,30, οφειλόμενο μέχρι και τον Οκτώβριο του 1998, όταν κάθε μορφή συνεργασίας μεταξύ τους διακόπηκε. Οι αγωγές συνεκδικάστηκαν.
Η καταχώριση της δεύτερης αγωγής οφειλόταν στο γεγονός ότι η συνεργασία των διαδίκων συνεχίστηκε και μετά την καταχώριση της πρώτης.
Με την υπεράσπισή του, ο εφεσείων, και στις δύο αγωγές, παραδέχεται ότι διέθετε τα προϊόντα των εφεσιβλήτων στην Πάφο, λέγει, όμως, ότι δεν οφείλει κανένα ποσό. Ισχυρίζεται ότι, από τους εφεσίβλητους, παρελάμβανε προϊόντα δύο φορές την εβδομάδα, τα διέθετε στην αγορά και, κατά την επόμενη παραλαβή, αφού υπολογιζόταν η προμήθειά του, τα εξοφλούσε. Πρόβαλε, επίσης, ισχυρισμό ότι, από τον αυθαίρετο τερματισμό της συνεργασίας, υπέστη ζημιά ύψους £2.000,00, οι δε εφεσίβλητοι οικειοποιήθηκαν προμήθειες ύψους £500,00 και διατύπωσε ανάλογη ανταπαίτηση.
Σ' ό,τι αφορά την ανταπαίτηση του εφεσείοντα, οι εφεσίβλητοι πρόβαλαν ότι όσα προϊόντα υπήρχαν στην κατοχή του και τα παρέλαβαν κατά τον τερματισμό της συμφωνίας υπολογίστηκαν και αφαιρέθηκαν από τα οφειλόμενα ποσά.
Για να αποδείξουν την υπόθεσή τους, οι εφεσίβλητοι παρουσίασαν πέντε μάρτυρες, οι οποίοι αναφέρθηκαν στην τακτική που ακολουθείτο κατά τη συνεργασία τους με τον εφεσείοντα και προσκόμισαν στο Δικαστήριο σωρεία τεκμηρίων, τα οποία αφορούσαν σε δελτία παραγγελιών, δελτία επιστροφών, αποδείξεις, μηνιαίες και ετήσιες καταστάσεις, ως και άλλες σημειώσεις της επίδικης περιόδου.
Για τον εφεσείοντα κατέθεσε ο ίδιος, παρουσιάζοντας αποδείξεις, με σκοπό να καταδείξει ότι ποσά τα οποία κατέβαλε στους εφεσίβλητους δεν είχαν πιστωθεί στο λογαριασμό του. Κατέθεσε, επίσης, ο τότε διευθυντής πωλήσεων των εφεσιβλήτων.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αποδεχόμενο τη μαρτυρία των εφεσιβλήτων, για λόγους που εξήγησε, επεδίκασε σ' αυτούς στην Αγωγή Αρ. 4814/97 - ποσό ΛΚ12.590,09 και στην Αγωγή Αρ. 1752/00 - ποσό ΛΚ2.343,30, με νόμιμο τόκο, και απέρριψε την ανταπαίτηση του εφεσείοντα. Από το αξιούμενο στην Αγωγή Αρ. 4814/97 ποσό αφαίρεσε £4.039,94, γιατί, καθώς έκρινε, δεν αποδείχθηκαν.
Σύμφωνα με τις διαπιστώσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ο εφεσείων ξεκίνησε τη συνεργασία του με τους εφεσίβλητους το 1989, αρχικά ως υπάλληλός τους και, στη συνέχεια, το 1992, δυνάμει γραπτής συμφωνίας, ως αντιπρόσωπός τους επί προμηθεία. Σύμφωνα με αυτή, ο εφεσείων εδικαιούτο ποσοστό προμήθειας επί των πωλήσεων, υποχρεούτο, όμως, στην καταβολή ενοικίου για το αυτοκίνητο των εφεσιβλήτων που χρησιμοποιούσε, ως και στην καταβολή κάποιου ποσού για το ηλεκτρικό ρεύμα. Η τακτική, που ακολουθείτο, ήταν ο εφεσείων να θέτει τηλεφωνικά παραγγελία, η οποία κατεγράφετο σε δελτίο. Τα προϊόντα μεταφέρονταν από τη Λευκωσία, όπου το εργοστάσιο των εφεσιβλήτων, στην Πάφο, από το μεταφορέα Mehmet Halil, δύο φορές την εβδομάδα - Τρίτη και Παρασκευή. Παραλαμβάνονταν από τον εφεσείοντα ή τον υπάλληλό του, οι οποίοι και υπέγραφαν σχετικό δελτίο. Εάν υπήρχαν επιστροφές, που συνήθως υπήρχαν, εκδίδετο δελτίο επιστροφής, το οποίο εστέλλετο στον εφεσείοντα για έλεγχο και υπογραφή. Με το τέλος κάθε μήνα, απεστέλλετο στον εφεσείοντα μηνιαία κατάσταση, με όλα τα δελτία παραγγελιών και επιστροφών. Ανάλογη κατάσταση απεστέλλετο και στο τέλος κάθε έτους. Υπήρχαν, επίσης, ποσά, τα οποία όφειλαν διάφοροι πελάτες (επί πιστώσει), για τους οποίους ο εφεσείων εξέδιδε τιμολόγιο και το απέστελλε στους εφεσίβλητους. Τα ποσά αυτά δεν οφείλονταν από τον εφεσείοντα, γι' αυτό και αφαιρούνταν από το λογαριασμό του. Οι πληρωμές από τον εφεσείοντα γίνονταν είτε σε μετρητά είτε με κατάθεση στο λογαριασμό των εφεσιβλήτων και, γι' αυτές, εκδιδόταν απόδειξη.
Από τη συνεργασία τους, μέχρι 31/12/1995, δημιουργήθηκε χρεωστικό υπόλοιπο £7.076,00, το οποίο εφεσείων και εφεσίβλητοι συμφώνησαν να εξοφληθεί και εξοφλήθηκε το Φεβρουάριο του 1996 με τρεις πληρωμές. Γι' αυτές εκδόθηκαν αντίστοιχες αποδείξεις. Η συνεργασία, παρά το γεγονός ότι ο εφεσείων δεν ήταν συνεπής στις πληρωμές του, συνεχίστηκε, για να διακοπεί, όμως, το 1998, αφού το οφειλόμενο από τον εφεσείοντα υπόλοιπο έφτασε σε αδικαιολόγητα ύψη.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, καθηγούμενο από την υπόθεση A. L. Mantovani & Sons Ltd v. Christis Travel & Tourism Ltd (1999) 1 Α.Α.Δ. 156, όπου αναγνωρίστηκε ότι οι λογαριασμοί εμπορευομένου δεν αποτελούν, αφ' εαυτών, απόδειξη των γεγονότων που καταγράφουν, εξέτασε τα διάφορα τεκμήρια, σε συσχετισμό με τη μαρτυρία που αποδέχθηκε, και κατέληξε ότι αυτά «... δεικνύουν μία ομαλή εικόνα των συναλλαγών και χρεοπιστώσεων που εγίνοντο. Για το λόγο αυτό λαμβάνονται υπόψη.».
Δύο από τα δελτία παραλαβής, συνολικού ύψους £3.039,94 δεν τα έλαβε υπόψη, για το λόγο ότι ήταν τα μόνα ανυπόγραφα από τον εφεσείοντα ή τον υπάλληλό του. Αφαίρεσε, επίσης, από το αξιούμενο ποσό ακόμη £1.000,00, για το λόγο ότι:-
«Αφορά απόδειξη £1000.- την οποία ο Εναγόμενος διατείνεται ότι κατέθεσε για πληρωμή δικού του χρέους. Υπεβλήθη στον Εναγόμενο ότι εδόθη απόδειξη και του υπεδείχθηκε κάποιο έγγραφο χωρίς όμως αυτό να κατατεθεί σαν τεκμήριο. Δεδομένης της δήλωσης ότι τα χρήματα αυτά κατατέθηκαν στο λογαριασμό της εταιρείας το Δικαστήριο εκλαμβάνει σαν δεδομένη την καταβολή του ποσού αυτού, η οποία αφού δεν παρατίθεται πουθενά, θα αφαιρεθεί από το χρέος του Εναγόμενου.»
Τη θέση του εφεσείοντα ότι εξόφλησε την απέρριψε, αφού εξέτασε το κάθε ένα από τα τεκμήρια, που αυτός παρουσίασε προς υποστήριξη των ισχυρισμών του. Πρόκειται για αποδείξεις εισπράξεων σε έντυπα των εφεσιβλήτων, για τα οποία το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέφερε σχετικά:-
«Κατατέθησαν δε κατά την αντεξέταση της Μ.Ε.2 οι αποδείξεις που κατείχε ο Εναγόμενος σαν τεκμήρια 492-507. Τα έγγραφα αυτά κατατέθηκαν όχι για την αλήθεια του περιεχομένου τους αλλά ότι κατέχοντο από τον Εναγόμενο και αφού η Μ.Ε.2 ανέφερε ότι φαίνεται να εκδόθηκαν από μπλοκ της εταιρείας.
Το βάρος απόδειξης ότι τα ποσά αυτά έχουν καταβληθεί βαρύνει τον Εναγόμενο. Ο τελευταίος πέραν του ότι κατέχει κάποιες αποδείξεις που φαίνεται να συμπληρώθηκαν σε μπλοκ της Ενάγουσας, δεν ήταν σε θέση να διαφωτίσει το Δικαστήριο για το πότε πλήρωσε σε ποιον κατέβαλε τα χρήματα και με ποιον τρόπο.
Από τα τεκμήρια αυτά, το τεκμήριο υπ' αριθμό 494 έχει ημερομηνία 23/10/97 και φαίνεται να εκδόθηκε, άγνωστο από ποιον, για ποσό £700.-. ΄Ομως την ίδια ημέρα, ήτοι 23/10/97, ο μεταφορέας που ερχόταν στην Πάφο κ. Mehmet (Μ.Ε.3) εξέδωσε απόδειξη προς τον Εναγόμενο το τεκμήριο 519, για ποσό £445,41 σ., ποσό το οποίο εδόθη δι' επιταγής διά εξόφληση τιμολογίων. Δεδομένου ότι ένας μόνο μεταφορέας ερχόταν στην Πάφο κάθε φορά και δεδομένου ότι τη συγκεκριμένη ημερομηνία ο Εναγόμενος κατέβαλε στο Μ.Ε.3 το ανωτέρω ποσό διά του τεκμηρίου 519, δεν εξηγείται γιατί και σε ποιον άλλο έπρεπε να καταβάλει κάποιο άλλο ποσό, την ίδια ημερομηνία.
Από τα ανωτέρω έγγραφα, το τεκμήριο 492 έχει αναγνωρισθεί ως εκδοθέν από το Μ.Ε.3 και έχει δηλωθεί ότι δεν πιστώθηκε στο λογαριασμό του Εναγόμενου. Εδόθη όμως η εξήγηση από τη Μ.Ε.2 ότι εκ λάθους εκδόθηκε διότι το ποσό που αναφέρεται στην απόδειξη ως πληρωθέν έχει ήδη διευθετηθεί δι' επιστροφών εμπορευμάτων όπως επεξηγείται στο τεκμήριο 300 στο οποίο ο ίδιος ο Εναγόμενος με δικές του σημειώσεις έχει εξισώσει το ποσό των £518,67 το οποίο αφορούσε το δελτίο μεταφοράς υπ' αριθμό 216731, ημερομηνίας 3/10/97, τεκμήριο 299. Τις προσθαφαιρέσεις αυτές και επεξηγήσεις έχει αποδεχθεί ο ίδιος ο Εναγόμενος ως γενόμενες από τον ίδιο κατά την αντεξέταση του.
Για τους ανωτέρω λόγους οι αποδείξεις αυτές δεν γίνονται αποδεκτές για την αλήθεια του περιεχομένου τους αφού δεν έχουν καν αναγνωρισθεί από κανένα ως τον εκδότη τους αλλά και ούτε ο ίδιος ο Εναγόμενος κατάφερε να πείσει το Δικαστήριο για κάποια άλλα ερωτήματα που προκύπτουν όπως γιατί το τεκμήριο 503 εξεδόθη Σάββατο και τα τεκμήρια 499 και 503 ημέρα Κυριακή ενώ με μαρτυρία του Μ.Υ.2 δηλώθηκε ότι δεν γινόταν παράδοση εμπορευμάτων ημέρα Κυριακή. Ούτε γιατί αυτές οι αποδείξεις δεν φέρουν καμία επεξήγηση, ως οι λοιπές, για τον τρόπο πληρωμής των χρημάτων.
Οι αποδείξεις τεκμήρια 525 και 526 έχει ήδη δηλωθεί ότι αφαιρέθηκαν από το λογαριασμό του, όπως επίσης και τα τεκμήρια 527-531 τα οποία κατατέθηκαν για να δείξει ο Εναγόμενος ότι κατέθετε χρήματα σε λογαριασμό της εταιρείας ενώ οι αποδείξεις εκδίδοντο αργότερα. Για το τεκμήριο 532 προβλήθηκε ισχυρισμός ότι πιστώθηκε ποσό £425.- ενώ πλήρωσε £430,84 ενώ για το τεκμήριο 533 διαπιστώθηκε μετά από την αντεξέταση του Εναγομένου ότι αφορούσε την χρονική περίοδο Ιανουαρίου 1994. Εξάλλου κατά την αγόρευση δεν έχει κάνει μνεία και χρήση των ποσών που αναφέρονται στις αποδείξεις τεκμήρια 525-533.
Το Δικαστήριο έχει ήδη αναφερθεί στα έγγραφα που ο Εναγόμενος κατέθεσε δι' αναγνώριση και αργότερα κατέστησαν τεκμήρια με δήλωση των συνηγόρων. Εξ' αυτών το τεκμήριο 534 είναι αμφιλεγόμενο.»
Η ορθότητα της απόφασης αμφισβητείται με τρεις λόγους έφεσης. Οι δύο πρώτοι, οι οποίοι και συμπλέκονται, αμφισβητούν την ορθότητα της αξιολόγησης της μαρτυρίας και του ευρήματος ότι η συνεργασία και, κατ' επέκταση, οι χρεοπιστωτικοί λογαριασμοί πριν από την 1/1/96 δεν αποτελούν επίδικο θέμα.
Είναι η θέση του εφεσείοντα ότι, τόσο από τις έγγραφες προτάσεις όσο και από τη μαρτυρία, προέκυπτε ότι η επίδικη περίοδος άρχιζε από 1/6/1992, ημερομηνία που υπεγράφη η γραπτή συμφωνία των μερών και, συνεπώς, οι εφεσίβλητοι είχαν καθήκον να παρουσιάσουν από τότε τους λογαριασμούς. Εσφαλμένα, υπέβαλε ο εφεσείων, το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχθηκε τη μαρτυρία της Α. Ορφανίδου - ότι ο ίδιος και ο διευθυντής των εφεσιβλήτων, Χ. Δημητρίου, συμφώνησαν ότι οφειλόταν ποσό £7.076,89, όπως και ότι, με την καταβολή του, ο λογαριασμός του μέχρι 31/12/1995 εξοφλήθηκε. Επρόκειτο για εξ ακοής μαρτυρία. Η εξήγηση, την οποία αυτός έδωσε για την πληρωμή των £7.000,00 - (έγινε για να ενισχυθούν οι εφεσίβλητοι, οι οποίοι τότε αντιμετώπιζαν οικονομικά προβλήματα) - με τη διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο διευθυντής των εφεσιβλήτων ήταν διστακτικός και απρόθυμος να απαντήσει σε σχέση με την οικονομική τους κατάσταση, παρέμεινε αδιαμφισβήτητη.
Είναι καλά γνωστό ότι το εφετείο, τότε μόνο επεμβαίνει στις διαπιστώσεις του πρωτόδικου δικαστηρίου, είτε αυτές αφορούν γεγονότα, είτε αναφέρονται στην αξιοπιστία των μαρτύρων, όταν διαπιστώσει ότι η αιτιολογία είναι ανεπαρκής, ή ότι τα ευρήματα δε δικαιολογούνται από τη μαρτυρία, θεωρούμενη στο σύνολό της - (βλ. Αθανασίου κ.ά. ν. Κουνούνη (1997) 1 Α.Α.Δ. 614).
΄Εχουμε διεξέλθει όλα όσα η συνήγορος του εφεσείοντα σχολίασε, με σκοπό να καταδείξει το αδικαιολόγητο των ευρημάτων τόσο σε σχέση με την αξιοπιστία όσο και σε σχέση με τα ευρήματα, αλλά δε διαπιστώνουμε ότι δικαιολογείται επέμβασή μας. Οι διαπιστώσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι εύλογα επιτρεπτές, στη βάση της μαρτυρίας που έχει αποδεχθεί ως αξιόπιστη. Για την αποδοχή της μαρτυρίας των εφεσιβλήτων ως αξιόπιστης, δίδει λόγους, τους οποίους και πάλι βρίσκουμε απόλυτα αιτιολογημένους. Ειδικότερα, ως προς το ζήτημα του κατά πόσο υπήρξε μεταξύ των μερών συμφωνία ότι το οφειλόμενο στις 31/12/1995 υπόλοιπο ανήρχετο σε £7.076,00, δε διαπιστώνουμε σφάλμα στην εκτίμηση της μαρτυρίας. Το γεγονός, άλλωστε, και μόνο της απόρριψης της εξήγησης που έδωσε για την καταβολή του αρκεί. Το ζήτημα αντιμετωπίστηκε στην πρωτόδικη απόφαση ως εξής:-
«Αναφέρει ότι ουδέν ποσό όφειλε στους Ενάγοντες μέχρι 31/12/95 και ότι δεν συμφώνησε στην καταβολή των £7076.-. ΄Ομως μέχρι τις 14/2/96 κατέβαλε ποσό £7000.- ενώ ο λογαριασμός του προς τους Ενάγοντες για τον Ιανουάριο ανήρχετο, εάν θεωρηθούν ορθοί οι λογαριασμοί, γύρω στις £4000.- Το ερώτημα που δημιουργείται είναι για ποιο λόγο εδόθη μεγαλύτερο ποσό. Η απάντηση που έσπευσε να δώσει ο Εναγόμενος, ήτοι ότι είχε οικονομικά προβλήματα η εταιρεία και γι' αυτό τα κατέβαλε αλλά από την άλλη δεν αποτελούσαν δανεισμό, είναι με τον επιεικέστερο χαρακτηρισμό αστεία, αστήρικτη και αντιφατική με την υπόλοιπη μαρτυρία του. Η όλη του κατάθεση ήταν γεμάτη πικρία και κατηγορία προς την Ενάγουσα, την οποία χαρακτήρισε οικονομικά ξεπεσμένη, με ακατάλληλα προϊόντα, η οποία του δημιουργούσε συνεχή προβλήματα. Πώς ήταν δυνατό και λογικό σε μια τέτοια σχέση να επενδύει χρήματα προπληρώνοντας λογαριασμούς για προϊόντα που δεν του είχαν παραδοθεί και των οποίων την ποιότητα αμφισβητούσε.»
Η διστακτικότητα του διευθυντή των εφεσιβλήτων να απαντήσει σε θέματα που αφορούσαν στην οικονομική τους κατάσταση, την οποία διαπιστώνει το πρωτόδικο Δικαστήριο, με κανένα τρόπο, δεν αναιρεί το αξιόπιστο της μαρτυρίας του, αλλά ούτε και βοηθά τη θέση του εφεσείοντα, η μαρτυρία του οποίου απορρίφθηκε ως αναξιόπιστη. Η κατάληξη, υπό το φως του συνόλου της μαρτυρίας, δικαιολογείται απόλυτα.
Με τον τρίτο λόγο έφεσης, ο εφεσείων προσβάλλει τη μη αποδοχή από το πρωτόδικο Δικαστήριο του περιεχομένου των Τεκμηρίων 492-507. Παραπονείται, ουσιαστικά, ότι, από τη στιγμή που ο ίδιος κατείχε και παρουσίασε στο Δικαστήριο αποδείξεις των εφεσιβλήτων για είσπραξη/πίστωση ποσού ΛΚ12.153,00, αυτό θα έπρεπε να αφαιρεθεί και όχι να αναζητείται από τον ίδιο να αποδείξει πώς και πότε το κατέβαλε. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, με την κατάληξή του, μετέθεσε το βάρος απόδειξης από τους εφεσίβλητους στον ίδιο.
Ούτε αυτός ο λόγος έφεσης ευσταθεί. ΄Εχουμε ήδη παραθέσει απόσπασμα από την απόφαση, από το οποίο προκύπτει ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο ασχολήθηκε με κάθε ένα από τα τεκμήρια για τα οποία παραπονείται ο εφεσείων και έδωσε πειστικό λόγο γιατί δεν το αποδέχεται. Η κατοχή και μόνο αποδείξεων από δελτία των εφεσιβλήτων δεν αποτελεί, άνευ ετέρου, απόδειξη ότι τα αναφερόμενα σ' αυτές ποσά εισπράχθηκαν. Οι αποδείξεις δεν μπορούσαν να ιδωθούν μεμονωμένα και ανεξάρτητα από την αξιοπιστία του εφεσείοντα, η οποία εκρίθη σε πολύ ευρύτερες παραμέτρους και όχι στη βάση ότι αυτός δεν ενθυμείτο σε ποιον και με ποιον τρόπο κατέβαλε τα αναγραφόμενα σ' αυτές ποσά.
Η κρίση περί της αναξιοπιστίας του εφεσείοντα οδήγησε, αναπόφευκτα, και στην απόρριψη της ανταπαίτησής του.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
Γ. Κωνσταντινίδης, Δ.
Ρ. Γαβριηλίδης, Δ.
Ε. Παπαδοπούλου, Δ.
/ΜΠ