ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2006) 1 ΑΑΔ 12
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση αρ. 94/2005)
(13 Ιανουαρίου, 2006)
[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π., ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ,
ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ/στές.]
Αναφορικά με το Άρθρο 155.4 του Συντάγματος και τα Άρθρα 3 και 9 του περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Διάφορες Διατάξεις) Νόμου του 1964 (Ν.33/64) όπως τροποποιήθηκε.
- και -
Αναφορικά με την Αίτηση του Κυριάκου Μηλιώτη για άδεια για να καταχωρήσει Αίτηση για Έκδοση εντάλματος της Φύσεως Certiorari.
- και -
Αναφορικά με το ένταλμα έρευνας που εξέδωσε το Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας στις 17.11.2004 για έρευνα στα υποστατικά της φάρμας αλόγων του Κυριάκου Μηλιώτη που βρίσκεται στην Αραδίππου, περιοχή Παναγία των Αμπελιών.
- - -
A. Πελεκάνος και Χρ. Ιωάννου, για τον εφεσείοντα.
Μ. Σπηλιωτοπούλου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας για τον εφεσίβλητο
εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα.
- - -
Την ομόφωνη απόφαση του δικαστηρίου θα δώσει ο
Αρτεμίδης, Π.
- - -
ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π.: Στις 17 Νοεμβρίου 2004 Δικαστής του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας υπέγραψε ένταλμα έρευνας των υποστατικών φάρμας αλόγων στο χωριό Αραδίππου, ιδιοκτησίας του εφεσείοντα. Καθώς ειδικά αναφέρεται στο ένταλμα η έρευνα αφορούσε στην ενδεχόμενη ύπαρξη αναβολικών φαρμάκων στους χώρους της φάρμας. Στο ένταλμα αναγράφεται: «Νόμος 6/67 και Τροποποιητικός 4/74». Ο δικαστής το εξέδωσε αφού έλαβε υπόψη την ένορκη κατάθεση λοχία υπηρετούντος στο Τμήμα Μικροπαραβάσεων.
Ο εφεσείων προσέβαλε το εκδοθέν ένταλμα ζητώντας την ακύρωσή του, με την καταχώρηση αίτησης για την έκδοση διατάγματος certiorari. Πρόβαλε δε προς τούτο τους πιο κάτω ισχυρισμούς, οι οποίοι απορρίφθηκαν πρωτόδικα από συνάδελφο μας αλλά επαναλήφθηκαν ενώπιον μας. Οι δικηγόροι του εφεσείοντα εισηγούνται πως το ένταλμα έρευνας έπρεπε να ακυρωθεί, γιατί σ΄ αυτό αναγράφεται «Νόμος 6/67», ο οποίος καταργήθηκε ο δε άλλος αναφερόμενος νόμος «Ν. 4/74» δεν έχει καμιά σχέση με την υπόθεση.
Ο συνάδελφος μας συμφώνησε με τη θέση πως ο Ν.6/67, [ο περί Φαρμάκων (Έλεγχος Ποιότητος, Προμήθειας και Τιμών) Νόμος], καταργήθηκε από τον περί Κτηνιατρικών Φαρμακευτικών Προϊόντων (Έλεγχος Ποιότητας, Εγγραφή, Κυκλοφορία, Παρασκευή, Χορήγηση και Χρήση) Νόμο του 2001, (Ν.116(1)/2001), και επίσης ότι ο Νόμος 4/74 είναι άσχετος με το αντικείμενο του εντάλματος έρευνας. Απέρριψε όμως τη θέση πως γι΄ αυτό το λόγο είναι άκυρο το επίδικο ένταλμα έρευνας, λέγοντας πως σημασία έχει αν τα στοιχεία που παρατίθενται στην ένορκη δήλωση, βάσει της οποίας εκδόθηκε το ένταλμα έρευνας, αναφέρονται σε γνωστό αδίκημα στο νόμο. Στην προκείμενη περίπτωση η έρευνα για την πιθανή ανακάλυψη αναβολικών φαρμάκων έγινε στη βάση του άρθρου 120 του Νόμου 116(1)/2001, το οποίο καθιστά την κατοχή φαρμακευτικού προϊόντος με αναβολικές ιδιότητες, με πρόθεση να χρησιμοποιηθεί ως κτηνιατρικό φαρμακευτικό προϊόν, αδίκημα.
Συμφωνούμε απόλυτα με την κρίση του συναδέλφου μας. Διευκρινίζουμε δε πως δεν είναι καν αναγκαίο να καταγράφεται στο ίδιο το ένταλμα έρευνας ο νόμος που προβλέπει για το αδίκημα, στο οποίο το ένταλμα αφορά. Το άρθρο 28 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, όπως έχει τροποποιηθεί με το άρθρο 5 του ομώνυμου τροποποιητικού νόμου 10(1)/96, προβλέπει τα εξής:
«5. Το άρθρο 28 του βασικού νόμου τροποποιείται με την αντικατάσταση του εδαφίου (1) με το ακόλουθο νέο εδάφιο:
(1) Κάθε ένταλμα έρευνας φέρει την υπογραφή του δικαστή που το εκδίδει, την ημερομηνία και ώρα εκδόσεως, καθώς επίσης και βεβαίωση του δικαστή ότι έχει ικανοποιηθεί λογικά για την ύπαρξη της ανάγκης εκδόσεως του εντάλματος.»
Εκείνο που έχει σημασία, επαναλαμβάνουμε, είναι το ένταλμα να αφορά σε υπόθεση η οποία εμπίπτει σε γνωστό ποινικό αδίκημα.
Οι δικηγόροι του εφεσείοντα υπέβαλαν επίσης πως ο δικαστής ενήργησε επί της εύλογης υποψίας που διατηρούσε προσωπικά ο λοχίας που ζήτησε την έκδοση του εντάλματος έρευνας, ενώ θα έπρεπε ο ίδιος να ικανοποιηθεί, από τα στοιχεία που περιέχονταν στην ένορκη δήλωση, για την ύπαρξη της εύλογης υποψίας. Αναφέρθηκαν για την προώθηση αυτής της θέσης σε σειρά αποφάσεων δικαστών του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ιδιαίτερα στις αποφάσεις των δικαστών Αρτέμη και Χατζηχαμπή, Αίτηση αρ. 111/2002 - 12.12.2002, και Αναφορικά με την Αίτηση του Χαράλαμπου Σιακαλλή, (αρ. 1), (2001)1 Α.Α.Δ. 282, όπου υιοθετείται αυτή η αρχή, με την οποία και εμείς συμφωνούμε. Δεν εφαρμόζεται όμως στα γεγονότα της υπόθεσης που έχουμε ενώπιον μας. Η ένορκη δήλωση του λοχία δεν περιορίζεται στη διαβεβαίωση πως ο ίδιος είχε εύλογη υποψία ότι στα υποστατικά του εφεσείοντα αποκρύπτονταν αναβολικά. Προχωρεί και δίδει συγκεκριμένα στοιχεία για τη σχετική πληροφορία που λήφθηκε και αφορούσε τον προμηθευτή των αναβολικών, που κατά τις πληροφορίες ήταν τουρκοκύπριος, καθώς επίσης και την πιθανότητα χρήσης των αναβολικών ενόψει της επίδοσης των αλόγων σε συγκεκριμένες ιπποδρομιακές συναντήσεις. Υπογράφοντας ο δικαστής το επίδικο ένταλμα έρευνας σημείωσε πως είχε ικανοποιηθεί ο ίδιος για την ανάγκη έκδοσής του, όπως η ανωτέρω πρόνοια του Νόμου επιβάλλει.
Τα πιο πάνω καταδεικνύουν πως τηρήθηκε ο νόμος και η νομολογία που διέπει το θέμα. Κάπως συνοπτικά θα τελειώσουμε με την τελευταία εισήγηση των δικηγόρων του εφεσείοντα. Σύμφωνα με αυτή ο δικαστής, που υπέγραψε το ένταλμα, δεν άσκησε ορθά τη διακριτική του ευχέρεια. Η διακριτική ευχέρεια όμως, δικαστή κατώτερου δικαστηρίου δεν ελέγχεται με ένταλμα certiorari. Επεμβαίνει το ανώτερο δικαστήριο, για να εκδώσει τέτοιο ένταλμα, όταν καταδειχθεί πρόδηλο νομικό σφάλμα ή υπέρβαση της αποδιδόμενης στο δικαστή από το νόμο εξουσίας.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
Αρτεμίδης, Π.
Νικολαϊδης, Δ.
Κραμβής, Δ.
Χατζηχαμπής, Δ.
Νικολάτος, Δ.
/ΑυΦ.