ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2005) 1 ΑΑΔ 1523
30 Δεκεμβρίου, 2005
[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ, Δ/στές]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΚΑΙ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 3 ΤΟΥ ΠΕΡΙ
ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ)
ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964,
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΩΝ (1) ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΚΥΠΡΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΤΔ, (2) EUROLIFE LTD,
(3) ΤΑΜΕΙΟΥ ΠΡΟΝΟΙΑΣ ΤΡΑΠΕΖΗΣ ΚΥΠΡΟΥ, (4) CISCO LTD
ΚΑΙ (5) ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΣΦΑΛΕΙΕΣ ΚΥΠΡΟΥ ΛΤΔ
ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΦΥΣΗΣ CERTIORARI,
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΠΟΥ ΕΞΕΔΟΔΗ ΤΗΝ 4/7/2005 ΚΑΙ ΣΥΝΕΤΑΧΘΗ ΣΤΙΣ 5/7/2005 ΣΤΗΝ ΑΓΩΓΗ ΜΕ ΑΡ. 5053/2005,
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΠΟΥ ΕΞΕΔΟΘΗ ΣΤΙΣ 5/7/2005 ΣΤΗΝ
ΑΓΩΓΗ ΑΡ. 5053/2005 ΣΤΗΝ ΕΧ-PARTE ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ
ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ/ΑΙΤΗΤΟΥ ΑΝΔΡΕΑ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΗΜ. 5/7/2005,
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΠΟΥ ΕΞΕΔΟΘΗ ΣΤΙΣ 27/7/2005 ΣΤΗΝ ΑΓΩΓΗ ΜΕ ΑΡ. 5053/2005.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 278/2005)
Δικαιοδοσία Δικαστηρίου ― Ανώτατο Δικαστήριο ― Προνομιακά εντάλματα ― Κατά πόσο η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου έχει εξουσία, στο πλαίσιο έφεσης εναντίον απόφασης με την οποία εκδόθηκε ένταλμα Certiorari και ακυρώθηκε παρεμπίπτον απαγορευτικό διάταγμα Επαρχιακού Δικαστηρίου, να εκδώσει διάταγμα που να διατηρεί σε ισχύ και/ή να παρατείνει την ισχύ του ακυρωθέντος παρεμπίπτοντος απαγορευτικού διατάγματος μέχρι την εκδίκαση της έφεσης ― Κατά πόσο υπήρχε δυνατότητα εφαρμογής στην παρούσα υπόθεση των αρχών της νομολογίας του αγγλικού Εφετείου στην απόφαση Erinford Properties Ltd v. Cheshire County Council [1974] 2 All ER 448.
Ανώτατο Δικαστήριο ― Δικαιοδοσία ― Εγγενείς και σύμφυτες εξουσίες του Δικαστηρίου ― Δεν διευρύνουν τη δικαιοδοσία ή τις εξουσίες του Δικαστηρίου, ούτε έχουν ως λόγο την επέκτασή τους.
Δικαστής του Ανωτάτου Δικαστηρίου ακύρωσε με ένταλμα Certiorari παρεμπίπτον απαγορευτικό διάταγμα του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας το οποίο είχε εκδοθεί στις 27/7/2005 και το οποίο δεν ικανοποιούσε την προϋπόθεση του Άρθρου 9(2) του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 6 σε σχέση με το θέμα της εγγύησης. Ο ενάγων, αιτητής στην παρούσα διαδικασία εφεσίβαλε την απόφαση.
Με την παρούσα μονομερή αίτηση, η οποία κατατέθηκε στο πλαίσιο της έφεσης εναντίον της απόφασης για την έκδοση του εντάλματος Certiorari, ο αιτητής ζητά από την Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου την έκδοση διατάγματος προς «διατήρησιν σε ισχύν και ή παράτασιν της ισχύος του διατάγματος ημερ. 27/7/2005.» Κατόπιν οδηγιών του Δικαστηρίου η αίτηση επιδόθηκε στους καθ' ων οι οποίοι υπέβαλαν ένσταση και διεξήχθη ακρόαση.
Στις 29/9/2005 εκδόθηκε απόφαση του πρωτόδικου Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου, που εξέδωσε το Certiorari, με την οποία απορρίφθηκε μονομερής αίτηση του αιτητή για την έκδοση διατάγματος όμοιου με αυτό που επιδιώκεται με την παρούσα αίτηση και κρίθηκε, κατόπιν συζήτησης της Erinford Properties Ltd v. Cheshire County Council [1974] 2 All ER 448 την οποία ο αιτητής είχε επικαλεσθεί μαζί με κυπριακές αποφάσεις επ' αυτής, ότι δεν είχε εξουσία αναβίωσης ή διατήρησης σε ισχύ μιας πρωτόδικης απόφασης ή ενός διατάγματος που ακυρώθηκαν με ένταλμα Certiorari.
Ως προς την ουσία του, το αίτημα βασίζεται στα Άρθρα 31 και 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960, (Ν. 14/60 όπως τροποποιήθηκε) στο Άρθρο 9 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 6, στις συμφυείς εξουσίες, την πρακτική του Δικαστηρίου, τις αρχές του κοινού δικαίου και στις αρχές που καθιέρωσε η νομολογία στην απόφαση Erinford Properties Ltd v. Cheshire County Council και σε άλλες κυπριακές αποφάσεις.
Το Ανώτατο Δικαστήριο αφού σημείωσε κατ' αρχάς πως τα Άρθρα 31 και 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου και το Άρθρο 9 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου δεν παρέχουν από μόνα τους νομικό έρεισμα για την άσκηση, δευτεροβάθμια, τέτοιας εξουσίας για τον λόγο που εξηγείται στη Thanos Club Hotels Ltd v. Λαϊκής Κυπριακής Τράπεζας κ.?. (2003) 1 Α.Α.Δ. 312, απέρριψε την αίτηση και αποφάνθηκε ότι:
1. Στην πραγματικότητα, το υπό κρίση αίτημα έχει ως κεντρικό άξονα την άποψη ότι σε περίπτωση έφεσης παρέχεται με κάποιο τρόπο στον εφεσείοντα το δικαίωμα να ζητήσει να διατηρηθεί αμετάβλητη η κατάσταση πραγμάτων μέχρι τη διεκπεραίωση της έφεσης. Ο αιτητής, θεωρώντας το αυτό ως δεδομένο, εισηγείται πως με βάση το νομικό αξίωμα ubi jus ibi remedium πρέπει να παρέχεται αντίστοιχη δυνατότητα δικαστικής θεραπείας. Πρότεινε πως η απόφαση στην Erinford καθιέρωσε αρχές οι οποίες επιτρέπουν την άσκηση εξουσίας για τη δίκαιη ρύθμιση τέτοιων ενδιάμεσων ζητημάτων και πως τίποτε δεν εμποδίζει την ίδια λύση και στην Κύπρο. Αναφέρθηκε εξάλλου σε υποθέσεις όπου το Ανώτατο Δικαστήριο αλλά και Επαρχιακά Δικαστήρια αντίκρισαν την Erinford με ευνοϊκό, κατά την εισήγηση του, τρόπο.
2. Στην προκειμένη περίπτωση το πρόβλημα δεν είναι όμοιο με το πρόβλημα στην Erinford. Εκεί το πρόβλημα δεν αφορούσε το κατά πόσο το Εφετείο είχε εξουσία να εκδίδει τέτοια διατάγματα. Θεωρείτο δεδομένο ότι την είχε, ως προϋπόθεση για την άσκηση της εξουσίας βάσει του Άρθρου 69(1) του Supreme Court of Judicature (Consolidation) Act, 1925. Το πρόβλημα ήταν το κατά πόσο είχε και το πρωτόδικο Δικαστήριο συντρέχουσα εξουσία. Ούτε μπορεί να θεωρηθεί ότι επειδή το αγγλικό Εφετείο έχει, αναφορικά με κάποιο ζήτημα, εξουσία η ίδια εξουσία θα πρέπει να υπάρχει δευτεροβάθμια και στην Κύπρο. Στην Αγγλία, πέρα από την πρόνοια στους Θεσμούς του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Rules of the Supreme Court), όμοια με τη δική μας Δ.35, θ. 18, για την αναστολή εκτέλεσης δικαστικής απόφασης ή επακόλουθης προς αυτήν διαδικασίας μέχρι τη διεκπεραίωση ασκηθείσας έφεσης, υπήρχε και το Άρθρο 69(1) του Supreme Court of Judicature (Consolidation) Act, 1925 το οποίο παρείχε σε Δικαστή του Εφετείου την εξουσία, εκκρεμούσης της έφεσης, να εκδίδει ενδιάμεσο διάταγμα για να αποτρέπει δυσμενή επηρεασμό απαίτησης στην οποία αφορούσε η έφεση.
3. Ο νομοθέτης στην Κύπρο δεν θέλησε να παραχωρήσει τέτοιο δικαίωμα σε εφεσείοντα και δεν είναι επιτρεπτό για το Δικαστήριο να αντιστρατευθεί αυτή την τάξη πραγμάτων. Δεν μπορεί επομένως να προωθηθεί η εξέταση του θέματος στη βάση του ubi jus ibi remedium. Εξάλλου, υπό αυτές τις περιστάσεις καθίσταται άτοπη και η θεώρηση του ζητήματος από τη σκοπιά της σύμφυτης ή εγγενούς εξουσίας του Δικαστηρίου.
Η αίτηση απορρίφθηκε με έξοδα.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Erinford Properties Ltd v. Cheshire County Council [1974] 2 All E.R. 448,
The Ship "Forum Star" and Her Cargo v. Kothari Trading Co. (1984) 1 C.L.R. 764,
Tafco (Foreign Trade Organization for Chemicals and Foodstuffs) of Syria v. The Ship "Lambros L" and Her Cargo (Nο. 2) (1977) 1 C.L.R. 159,
Ocean Corporation Ltd v. Novorossijskrybprom Co Ltd (Aρ.2) (1996) 1 Α.Α.Δ. 1154,
Αρχιεπίσκοπος Κύπρου Χρυσόστομος (Αρ.3) (1993) 1 Α.Α.Δ. 551,
Thanos Club Hotels Ltd v. Λαϊκής Κυπριακής Τράπεζας κ.ά. (2003) 1 Α.Α.Δ. 312,
Stavros Makris Ltd v. Ports Authority (1985) 1 C.L.R. 731,
Χαραλαμπίδης ν. Μελωδία (Χαραλαμπίδου) (1997) 1 Α.Α.Δ. 724.
Αίτηση.
Αίτηση από τον αιτητή γιά έκδοση διατάγματος Certiorari για διατήρηση σε ισχύ και παράταση της ισχύος του διατάγματος του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, ημερ. 5/7/05 στα πλαίσια της αγωγής υπ' αρ. 5053/05.
Κ. Μιχαηλίδης, για τον Αιτητή.
Π. Πολυβίου, για τους Καθ' ων η αίτηση.
Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Νικολάου, Δ..
ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ.: Με επιστολή, η οποία παραδόθηκε στον αιτητή στις 30 Μαΐου 2005, οι καθ' ων τον κάλεσαν να ασκήσει, αν επιθυμούσε, δικαίωμα αγοράς των μετοχών τις οποίες κατείχαν στην εταιρεία Universal Life Insurance Public Co. Ltd, προτού τις πωλήσουν αλλού. Η επιστολή έλεγε τα εξής:
«Σύμφωνα με το Δικαίωμα πρώτης προσφοράς για αγορά από εσάς των μετοχών που κατέχουμε στην εταιρεία UNIVERSAL LIFE INSURANCE PUBLIC CO. LTD ημερομηνίας 3 Ιανουαρίου 1996, με το παρόν θέλουμε να σας πληροφορήσουμε ότι προτιθέμεθα να πωλήσουμε 3.694.502 μετοχές στη τιμή των ΛΚ 1,99 η κάθε μία.
Παρακαλούμε όπως εάν ενδιαφέρεστε για την αγορά των εν λόγω μετοχών στην τιμή που προαναφέρεται μας ενημερώσετε εγγράφως το αργότερο εντός 21 ημερών από σήμερα επισυνάπτοντας τις σχετικές άδειες από τις αρμόδιες εποπτικές αρχές της Δημοκρατίας (συμπεριλαμβανομένης της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου). Σε αντίθετη περίπτωση παρακαλούμε να αποποιηθείτε του δικαιώματος με επιστολή εντός της ταχθείσας προθεσμίας της παρούσας επιστολής δεόντως υπογραμμένη από εσάς, για να μπορέσουμε να προχωρήσουμε με την πώληση σε τρίτα πρόσωπα.
Σε περίπτωση που παρέλθει η σχετική προθεσμία χωρίς να ασκήσετε το δικαίωμα πρώτης προσφοράς για αγορά των μετοχών, μετά από την εξασφάλιση των αναγκαίων αδειών από τις αρμόδιες εποπτικές αρχές της Δημοκρατίας (συμπεριλαμβανομένης της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου), τότε η Τράπεζα Κύπρου αποδεσμεύεται από τη μεταξύ μας συμφωνία αναφορικά με το δικαίωμα πρώτης προσφοράς των κατεχομένων μετοχών.»
Ο αιτητής, με επιστολή του δικηγόρου του ημερ. 13 Ιουνίου 2005, διαμαρτυρήθηκε γιατί, καθώς θεώρησε, οι καθ' ων υπήγαγαν το δικαίωμα του σε απαράδεκτους όρους. Παραθέτουμε το σχετικό μέρος:
«.. απεφασίσατε την πώλησιν των μετοχών τούτων προ πολλού και διεπραγματεύεσθο με άλλους. Δεν είχατε δικαίωμα βάσει της συμφωνίας να διαπραγματεύεσθε με άλλον και όταν εκαταλήγετε να φέρετε τον πελάτην μου προ τετελεσμένων γεγονότων.
Οι ως άνω όροι τους οποίους εθέσατε δεν προκύπτουν από την συμφωνίαν την οποία έχει το Συγκρότημα της Τράπεζας Κύπρου με τον κ. Ανδρέαν Γεωργίου. Σύμφωνα με την υπάρχουσαν συμφωνίαν εις ην περίπτωσιν η Τράπεζα Κύπρου απεφάσιζε να πωλήση ή μεταβιβάση τις ως άνω μετοχές σε οποιονδήποτε τρίτον πρόσωπον, είχε την υποχρέωσιν να τις προσφέρη προς αυτόν. Και ο κ. Γεωργίου δικαιούται ν' ασκήση το δικαίωμα του μέσα σε εύλογον χρόνον και όχι μέσα σε χρόνον ασφυκτικά μικρόν, τον οποίον αυθαίρετα καθορίζετε εσείς, εν όψει και του μεγέθους της πράξεως.
Περαιτέρω ουδεμίαν υποχρέωσιν ο κ. Γεωργίου έχει να παρουσιάση προς σας οιανδήποτε έγκρισιν από οιανδήποτε αρχήν διά ν' αποκτήση τις μετοχές που του προσφέρετε. Αν η κατοχή των μετοχών χρειάζεται οιανδήποτε άδειαν είναι υποχρέωσις του πελάτου μου να την εξασφαλίση με τις κατάλληλες διαδικασίες εν ευθέτω χρόνω και όχι μέσα στα τελεσιγραφικά περιθώρια που προσπαθείτε να επιβάλετε μονομερώς και εκ των προτέρων.
Η Τράπεζα Κύπρου με την επιστολή της προσπαθεί να επιβάλη όρους χωρίς να έχει προς τούτο οιονδήποτε δικαίωμα και μάλιστα επιζητεί την εκπλήρωσιν των μέσα σε ασφυκτικά χρονικά περιθώρια. Αυτό αποτελεί κακοπιστίαν και αποτελεί προσπάθειαν της Τράπεζας Κύπρου να καταστήση εν τοις πράγμασι αδύνατον την υπό του πελάτου μου άσκησιν των νομίμων δικαιωμάτων του.
Ο πελάτης μου ενδιαφέρεται ν' αγοράση τις μετοχές σας διό και σας καλώ όπως έλθετε με τον πελάτην μου σε καλόπιστον συζήτησιν διά να συμφωνήσετε τον χρόνο υλοποιήσεως της μεταβιβάσεως των μετοχών.»
Οι καθ' ων απάντησαν με επιστολή των δικηγόρων τους, της ίδιας ημερομηνίας. Επέμεναν ότι ενήργησαν «απόλυτα νόμιμα και σε πλήρη συμμόρφωση με τις μεταξύ τους συμβατικές υποχρεώσεις και/ή δεσμεύσεις και/ή συνεννοήσεις» και εξέφρασαν την άποψη ότι ο αιτητής δεν προέβη σε «νόμιμη εξάσκηση του δικαιώματος πρώτης προσφοράς γιατί απλούστατα δεν συνοδεύεται από τις αναγκαίες εγκρίσεις των αρμοδίων Εποπτικών Αρχών». Ακολούθησε επιστολή του αιτητή, ημερ. 16 Ιουνίου 2005, η οποία παραδόθηκε την επομένη. Επανέλαβε τη θέση του, όπως αυτή είχε εκτεθεί με την προαναφερθείσα επιστολή του δικηγόρου του, πρόσθεσε επεξηγήσεις και πληροφόρησε τους καθ' ων ότι ασκούσε τώρα το δικαίωμα του να αγοράσει τις μετοχές. Οι καθ' ων, με επιστολή ημερ. 21 Ιουνίου 2005, δήλωσαν ότι και με την τελευταία του επιστολή ο αιτητής δεν προέβη σε νόμιμη εξάσκηση του δικαιώματος πρώτης προσφοράς.
Σε σχέση με την ανακύψασα διαφορά, ο αιτητής στις 28 Ιουνίου 2005 καταχώρισε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας την Αγωγή αρ. 5053/2005 όπου, στη βάση μονομερούς αίτησης, εκδόθηκε στις 4 Ιουλίου 2005 προσωρινό διάταγμα εναντίον των καθ' ων. Το παραθέτουμε αυτούσιο:
«Μετά από αίτηση των κ.κ. Κυριάκου Θ. Μιχαηλίδη & Σια δικηγόρων ενάγοντα - αιτητή. ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥΤΟ, αφού ανάγνωσε την ένορκο δήλωση που κατατέθηκε από ή εκ μέρους του ενάγοντα και μετά την κατάθεση από αυτόν εγγύησης για το ποσό των Λ.Κ.300.000.00σ για πλήρη κάλυψη οιωνδήποτε ζημιών και εξόδων που οι πιο πάνω εναγόμενοι ήθελαν υποστεί από την έκδοση του παρόντος διατάγματος,
ΔΙΑ ΤΟΥ ΠΑΡΟΝΤΟΣ ΔΙΑΤΑΤΤΕΙ ΚΑΙ ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΙ εις τους Εναγόμενους, τους αξιωματούχους, υπαλλήλους ή αντιπροσώπους των να πωλήσουν και ή άλλως πως διαθέσουν, ενεχυριάσουν, υποθηκεύσουν ή επιβαρύνουν καθ΄ οιονδήποτε τρόπον τις μετοχές που κατέχουν εις την εταιρείαν Universal Life Insurance Public Co Ltd, ήτοι η Εναγομένη 1 2,888,658 μετοχές, η Εναγομένη 2, 510.092 μετοχές, η Εναγομένη 3 269.874 μετοχές, η Εναγομένη 4 15.678 μετοχές και η Εναγομένη 5 10,200 μετοχές μέχρις εκδικάσεως της αγωγής υπό τον ως άνω τίτλον και αριθμόν ή μέχρι νεωτέρας διαταγής του Δικαστηρίου.
Οι εναγόμενοι δύνανται να εμφανιστούν ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου στις 7.7.05 και ώρα 9.00 π.μ. και δείξουν λόγο γιατί το παρόν διάταγμα να μην συνεχίσει να ισχύει.»
Την επαύριο της έκδοσης του διατάγματος, ο αιτητής αποτάθηκε μονομερώς για διάταγμα με το οποίο να επιτρεπόταν όπως την εγγύηση των £300.000 την υπέγραφε για λογαριασμό του η οικογενειακή του εταιρεία Magnum Investments Ltd. Ως αποτέλεσμα, κατά την ίδια ημερομηνία, το αρχικό διάταγμα τροποποιήθηκε ως προς την εγγύηση ώστε:
«.. η εγγύηση να μπορεί να δοθεί από τον αιτητή ή την εταιρεία Magnum Investments Ltd εκ μέρους του αιτητή προς ικανοποίηση του Πρωτοκολλητή».
Οι καθ' ων υπέβαλαν, στις 7 Ιουλίου 2005, ένσταση στο προσωρινό διάταγμα, διεξήχθη ακρόαση και με απόφαση, ημερ. 27 Ιουλίου 2005, το διάταγμα κατέστη οριστικό.
Στις 4 Αυγούστου 2005 η απόφαση εφεσιβλήθηκε από τους καθ' ων. Όμως πιο πριν, στις 29 Ιουλίου 2005, οι καθ' ων ζήτησαν από το Ανώτατο Δικαστήριο άδεια να αποταθούν για ένταλμα certiorari ένεκα της τροποποίησης, ημερ. 5 Ιουλίου 2005, με την οποία επιτράπηκε η εγγύηση από τρίτο πρόσωπο αντί από τον αιτητή κατά παράβαση, σύμφωνα με τη θέση τους, του άρθρου 9(2) του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου Κεφ. 6 (όπως τροποποιήθηκε) και μάλιστα χωρίς να τους είχε δοθεί το δικαίωμα να ακουστούν. Την 1 Αυγούστου 2005 δόθηκε άδεια, στις 10 Αυγούστου 2005 κατατέθηκε η αίτηση για ένταλμα certiorari, ο αιτητής υπέβαλε ένσταση στην αίτηση και στις 23 Σεπτεμβρίου 2005, κατόπιν ακρόασης, ο συνάδελφος που εξέτασε την περίπτωση ακύρωσε το προσωρινό διάταγμα στην ολότητα του. Περιοριζόμαστε στο καταληκτικό μέρος:
«Εκδίδεται προνομιακό ένταλμα Certiorari με το οποίο ακυρώνονται οι ενδιάμεσες αποφάσεις και/ή διατάγματα του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας που εκδόθηκαν στην Αγωγή αρ. 5053/2005: (α) στις 4.7.2005, όπως τροποποιήθηκε με το διάταγμα της 5.7.2005, και (β) στις 27.7.2005, με το οποίο οριστικοποιήθηκε το αρχικό διάταγμα της 4.7.2005, όπως είχε τροποποιηθεί με το διάταγμα της 5.7.2005.»
Στις 26 Σεπτεμβρίου 2005 ο αιτητής καταχώρησε έφεση και στις 27 Σεπτεμβρίου 2005, με μονομερή αίτηση στο Ανώτατο Δικαστήριο, ζήτησε:
«Διάταγμα του Δικαστηρίου που να διατάσση την διατήρησιν σε ισχύν και ή παράτασιν της ισχύος του διατάγματος ημερ. 27.7.2005, το οποίον εξεδόθη από το Επαρχιακόν Δικαστήριον Λευκωσίας την 27.7.2005 εις την αγωγή 5053/05 και το οποίον απηγόρευεν εις τας Εναγομένας εις την αγωγήν 5053/05, τους αξιωματούχους, υπαλλήλους ή αντιπροσώπους των να πωλήσουν και ή άλλως πως διαθέσουν, ενεχυριάσουν, υποθηκεύσουν ή επιβαρύνουν καθ' οιονδήποτε τρόπον τις μετοχές που κατέχουν εις την εταιρείαν Universal Life Insurance Public Co Ltd, ήτοι η Εναγομένη 1 2,888,658 μετοχές, η Εναγομένη 2 510,092 μετοχές, η Εναγομένη 3 269,874 μετοχές, η Εναγομένη 4 15,678 μετοχές και η Εναγομένη 5 10,200 μετοχές μέχρι την πλήρη εκδίκασιν και ή αποπεράτωσιν της Εφέσεως η οποία κατεχωρήθη την 26.9.2005 εναντίον της αποφάσεως που εξεδόθη εις την ως άνω αίτησιν την 23.9.2005 ή μέχρι νεωτέρας διαταγής του Δικαστηρίου.»
Το αίτημα το εξέτασε ο συνάδελφος που είχε εκδώσει το ένταλμα certiorari. Στις 29 Σεπτεμβρίου 2005 το απέρριψε. Έκρινε, κατόπιν συζήτησης της Erinford Properties Ltd v. Cheshire County Council [1974] 2 All E.R. 448 (πρωτόδικη απόφαση του Megarry J. όπως ήταν τότε), την οποία ο αιτητής είχε επικαλεστεί μαζί με κυπριακές αποφάσεις επ' αυτής, ότι δεν είχε εξουσία:
«να διατάξει τη διατήρηση σε ισχύ ή την παράταση της ισχύος του διατάγματος του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, ημερ. 27.7.2005, το οποίο ακυρώθηκε με το προνομιακό ένταλμα Certiorari που εξέδωσε το παρόν δικαστήριο στις 23.9.2005.
..........................
το Ανώτατο Δικαστήριο έχει μεν εξουσία ακύρωσης μιας απόφασης ή ενός διατάγματος πρωτοδίκου δικαστηρίου, με προνομιακό ένταλμα Certiorari, αν συντρέχουν οι απαραίτητες προϋποθέσεις, όμως δεν φαίνεται να έχει εξουσία αναβίωσης ή διατήρησης σε ισχύ μιας πρωτόδικης απόφασης ή ενός διατάγματος που ακυρώθηκαν με ένταλμα Certiorari.»
Πρόσθεσε και την εξής παρατήρηση:
«Θεωρώ ότι ο αιτητής έχει άλλες υπαλλακτικές νομικές διαδικασίες στη διάθεση του με τις οποίες μπορεί να προασπίσει τα θεμιτά του συμφέροντα, εκκρεμούσης της εφέσεως του, έτσι ώστε αν πετύχει στην έφεση του, η απόφαση του Εφετείου να μην καταστεί κενό γράμμα.»
Προφανώς ένεκα αυτής της παρατήρησης ο αιτητής στράφηκε, την ίδια ημέρα, προς το Επαρχιακό Δικαστήριο και ζήτησε με μονομερή αίτηση το διάταγμα που το Ανώτατο Δικαστήριο δεν είχε εκδώσει. Στις 30 Σεπτεμβρίου 2005 το Επαρχιακό Δικαστήριο το εξέδωσε αλλά κατόπιν ένστασης και ακρόασης το ακύρωσε στις 10 Νοεμβρίου 2005 επειδή, καθώς έκρινε, το θέμα είχε ήδη περιέλθει οριστικά στη δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου.
Τέλος, με την παρούσα μονομερή αίτηση η οποία κατατέθηκε στο πλαίσιο της έφεσης εναντίον της απόφασης για την έκδοση του εντάλματος Certiorari, ο αιτητής ζητά, από την Ολομέλεια αυτή τη φορά, την έκδοση του ίδιου διατάγματος προς «διατήρησιν σε ισχύν και ή παράτασιν της ισχύος του διατάγματος ημερ. 27.7.2005». Κατόπιν οδηγιών μας η αίτηση επιδόθηκε στους καθ' ων οι οποίοι υπέβαλαν ένσταση και διεξήχθη ακρόαση.
Ως προς την ουσία του, το αίτημα βασίζεται στα άρθρα 31 και 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960, (Ν. 14/60 όπως τροποποιήθηκε) στο άρθρο 9 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 6, στις συμφυείς εξουσίες, την πρακτική του Δικαστηρίου, τις αρχές του κοινού δικαίου «και εις τα αρχάς που καθιέρωσε η νομολογία εις τας αποφάσεις: 1. Erinford Properties Ltd v. Cheshire County Council [1974] 2 All ER 448. 2. The Ship "Forum Star" and Her Cargo v. Kothari Τrading Co. (1984) 1 C.L.R. 764. 3. Tafco (Foreign Trade Organization for Chemicals and Foodstuffs) of Syria v. The Ship "Lambros L" and Her Cargo (Νο.2) (1977) 1 C.L.R. 159. 4. Ocean Corporation Ltd v. Novorossijskrybprom Co Ltd (Αρ.2) (1996) 1 Α.Α.Δ. 1154. 5. Αρχιεπίσκοπος Κύπρου Χρυσόστομος (Αρ.3) (1993) 1 Α.Α.Δ. 551».
Σημειώνουμε κατ' αρχάς πως τα άρθρα 31 και 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου και το άρθρο 9 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου δεν παρέχουν από μόνα τους νομικό έρεισμα για την άσκηση, δευτεροβάθμια, τέτοιας εξουσίας. Ο λόγος εξηγείται στη Thanos Club Hotels Ltd v. Λαϊκής Κυπριακής Τράπεζας κ.ά. (2003) 1 Α.Α.Δ. 312 στην οποία αναφέρθηκε και ο συνήγορος του αιτητή. Εκεί είχε εκδοθεί, σε μονομερή αίτηση, απαγορευτικό διάταγμα εναντίον της Τράπεζας αλλά όταν ακούστηκε και η Τράπεζα το διάταγμα ακυρώθηκε. Οι ενάγοντες άσκησαν έφεση και παράλληλα, με μονομερή αίτηση στο πλαίσιο της έφεσης, ζήτησαν από το Εφετείο την έκδοση όμοιου διατάγματος μέχρι διεκπεραίωσης της έφεσης. Στήριξαν το αίτημα τους στα άρθρα 25 και 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου, το άρθρο 9 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου και τη Δ.35, θ. 18 και 19 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας. Το Εφετείο που εξέτασε την περίπτωση υπέδειξε εξαρχής ότι σε τέτοια περίπτωση δεν εφαρμοζόταν η Δ.35, θ. 18 αφού αυτή «έχει ως αντικείμενο την αναστολή εκτέλεσης δικαστικής απόφασης, συνεπαγόμενης την εκπλήρωση θετικής υποχρέωσης ή καθήκοντος από τον αιτούντα την αναστολή, και όχι την έκδοση πρωτογενώς απαγορευτικού διατάγματος» και ούτε άγγιζε την περίπτωση ο θ. 19 σύμφωνα με τον οποίο, όπου προβλέπεται η υποβολή αίτησης είτε στο πρωτόδικο Δικαστήριο είτε στο Εφετείο η αίτηση υποβάλλεται πρώτα στο πρωτόδικο Δικαστήριο. Αφού εν τέλει κατέστη σαφές πως οι ενάγοντες ζητούσαν «την έκδοση απαγορευτικού διατάγματος κατ' επίκληση αυτοτελούς δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου να παράσχει τέτοια θεραπεία .. σε σχέση με το αντικείμενο αγωγής που εκκρεμεί ενώπιον πρωτόδικου Δικαστηρίου», το Εφετείο ανέφερε πως δεν είχε τέτοια δικαιοδοσία. Παραθέτουμε το καταληκτικό μέρος:
«Η Δευτεροβάθμια Δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου προσδιορίζεται στο Άρθρο 155.1 και ρυθμίζεται από τις διατάξεις του Άρθρου 25(1) του Νόμου. Το Άρθρο 32 του Νόμου δεν έχει δικαιοδοτικό χαρακτήρα. Κάμνει πρόνοια για εξουσία, με την οποία περιβάλλεται αρμόδιο δικαστήριο έχον δικαιοδοσία να επιληφθεί του αντικειμένου αγωγής. Η δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, την οποία επικαλείται με την έφεσή του ο αιτών, είναι δικαιοδοσία δεύτερου βαθμού. Προς αυτή και μόνο την εξουσία συναρτώνται τα θεραπευτικά μέσα, τα οποία μπορεί να παράσχει. Το αίτημα για απαγορευτικό διάταγμα κείται εκτός της Δευτεροβάθμιας Δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Η δυνατότητα αναστολής θετικής απόφασης πρωτόδικου δικαστηρίου, εκκρεμούσης της έφεσης, αποτελεί εξουσία συναφή, ως έχουμε εξηγήσει, προς τη Δευτεροβάθμια Δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, με την οποία συμπλέκεται. Η άσκησή της θεσμοποιείται από τις διατάξεις της Δ.35, θ.18 και θ.19.
Το αίτημα για απαγορευτικό διάταγμα δεν εμπίπτει, όπως είναι πρόδηλο, στο πλαίσιο της Δικαιοδοσίας Δεύτερου Βαθμού του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Η διαπίστωση αυτή θέτει εκ ποδών το αίτημα, με επακόλουθο την απόρριψή του.»
Στην πραγματικότητα, το υπό κρίση αίτημα έχει ως κεντρικό άξονα την άποψη ότι σε περίπτωση έφεσης παρέχεται με κάποιο τρόπο στον εφεσείοντα το δικαίωμα να ζητήσει να διατηρηθεί αμετάβλητη η κατάσταση πραγμάτων μέχρι τη διεκπεραίωση της έφεσης. Ο αιτητής, θεωρώντας το αυτό ως δεδομένο, εισηγείται πως με βάση το νομικό αξίωμα ubi jus ibi remedium πρέπει να παρέχεται αντίστοιχη δυνατότητα δικαστικής θεραπείας. Πρότεινε πως η απόφαση στην Erinford καθιέρωσε αρχές οι οποίες επιτρέπουν την άσκηση εξουσίας για τη δίκαιη ρύθμιση τέτοιων ενδιάμεσων ζητημάτων και πως τίποτε δεν εμποδίζει την ίδια λύση και στην Κύπρο. Αναφέρθηκε εξάλλου σε υποθέσεις όπου το Ανώτατο Δικαστήριο αλλά και Επαρχιακά Δικαστήρια αντίκρισαν την Erinford με ευνοϊκό, κατά την εισήγηση του, τρόπο.
Να δούμε λοιπόν την Erinford η οποία, καθώς μας φαίνεται, στην Κύπρο σε ορισμένες περιπτώσεις θεωρήθηκε πως απεικόνιζε αρχές που ίσχυαν και στο δικό μας σύστημα (βλ. π.χ. την Tafco v. Ship "Lambros L" (Νο.2) (1977) 1 C.L.R. 159) σε άλλες αντικρίστηκε με επιφυλακτικότητα (βλ. Stavros Makris Ltd v. Ports Authority (1985) 1 C.L.R. 731) ενώ σε μια τέθηκε ερωτηματικό (βλ. Ocean Corp. Ltd v. Novorossijskrybprom Co Ltd (Αρ.2) (1996) 1 Α.Α.Δ. 1154). Για να κατανοήσει κανείς την Erinford χρειάζεται όχι μόνο να συλλάβει τη λεπτομέρεια των στοιχείων της αλλά και το πλαίσιο των αγγλικών νομοθετικών διατάξεων στις οποίες εντασσόταν η περίπτωση και οι οποίες, σε ουσιώδη πτυχή, στην οποία θα αναφερθούμε αργότερα, διέφεραν από τις Κυπριακές. Στην Erinford είχε απορριφθεί, στις 14 Μαρτίου 1974, αίτημα των εναγόντων για προσωρινό διάταγμα με το οποίο να εμποδιζόταν η τοπική Αρχή να εξετάσει τις αιτήσεις τους για πολεοδομική άδεια, χωρίς συνάρτηση με παρόμοια εκκρεμούσα αίτηση άλλων προσώπων, μη διαδίκων στην αγωγή, σε σχέση με παρακείμενη γη. Μετά την απόρριψη του αρχικού αιτήματος, οι ενάγοντες αποτάθηκαν αμέσως στο πρωτόδικο δικαστήριο για διάταγμα με τους ίδιους όρους για σκοπούς έφεσης την οποία, καθώς δήλωσαν, είχαν πρόθεση να καταχωρίσουν αλλά χρειάζονταν μερικές ημέρες, ήτοι μέχρι τις 20 Μαρτίου το αργότερο. Ας σημειωθεί ότι μεταγενέστερα το ζήτημα θα μπορούσε να ρυθμιστεί με βάση το άρθρο 69(1) του Supreme Court of Judicature (Consolidation) Act, 1925 και ήταν ακριβώς για να δοθεί αυτή η ευκαιρία που ζητείτο το διάταγμα. Ο συνήγορος των εκεί εναγομένων εισηγήθηκε, χωρίς όμως να παραπέμψει σε αυθεντίες, πως σύμφωνα με την πρακτική τέτοιο διάταγμα μόνο το εφετείο είχε εξουσία να εκδώσει. Το δικαστήριο αναφέρθηκε εκτενώς στις αποφάσεις οι οποίες αφορούσαν στο ζήτημα και στις οποίες εμφανιζόταν κάποια διάσταση. Κατέληξε, με την ερμηνεία που τους έδωσε, ότι επειδή καθίστατο αναγκαία η προστασία του δικαιώματος έφεσης, παρεχόταν ανάλογα και εξουσία για την έκδοση σχετικού διατάγματος και ότι, επιπλέον, ήταν προτιμότερο, για λόγους ευκολίας, το ζήτημα να εξεταζόταν αρχικά από το πρωτόδικο δικαστήριο.
Βλέπουμε λοιπόν πως το πρόβλημα στην Erinford δεν αφορούσε το κατά πόσο το εφετείο είχε εξουσία να εκδίδει τέτοια διατάγματα. Θεωρείτο δεδομένο ότι την είχε, ως προϋπόθεση για την άσκηση της εξουσίας βάσει του προαναφερθέντος άρθρου 69(1). Το πρόβλημα ήταν το κατά πόσο είχε και το πρωτόδικο δικαστήριο συντρέχουσα εξουσία. Στην προκείμενη περίπτωση δεν είναι αυτό το πρόβλημα. Ούτε μπορεί να θεωρηθεί ότι επειδή το αγγλικό εφετείο έχει, αναφορικά με κάποιο ζήτημα, εξουσία η ίδια εξουσία θα πρέπει να υπάρχει δευτεροβάθμια και στην Κύπρο. Στην Αγγλία, πέρα από την πρόνοια στους Θεσμούς του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Rules of the Supreme Court), όμοια με τη δική μας Δ.35, θ. 18, για την αναστολή εκτέλεσης δικαστικής απόφασης ή επακόλουθης προς αυτήν διαδικασίας μέχρι τη διεκπεραίωση ασκηθείσας έφεσης, υπήρχε και το άρθρο 69(1) του Supreme Court of Judicature (Consolidation) Act, 1925 το οποίο παρείχε σε δικαστή του εφετείου την εξουσία, εκκρεμούσης της έφεσης, να εκδίδει ενδιάμεσο διάταγμα για να αποτρέπει δυσμενή επηρεασμό απαίτησης στην οποία αφορούσε η έφεση:
«S.69 - (1) In any cause or matter pending before the Court of Appeal, any direction incidental thereto not involving the decision of the appeal may be given by a single Judge of that Court, and a single Judge of that Court may at any time during vacation make any interim order to prevent prejudice to the claims of any parties pending an appeal, as he may think fit.»
Δεν εισήχθη στην Κύπρο ανάλογη πρόνοια και αυτό δεν είναι τυχαίο. Ίσως να εκφράζει την πολιτική του δικαίου, με την οποία να σταθμίστηκε το όφελος έναντι των ενδεχομένων προβλημάτων κατόπιν που λήφθηκε υπόψη και ο τρόπος με τον οποίο λειτουργεί ο διάδικος στη χώρα μας. Πάντως ο νομοθέτης δεν ηθέλησε να παραχωρήσει τέτοιο δικαίωμα σε εφεσείοντα και δεν μας επιτρέπεται να αντιστρατευθούμε αυτή την τάξη πραγμάτων. Δεν μπορεί επομένως να προωθηθεί η εξέταση του θέματος στη βάση του ubi jus ibi remedium. Εξάλλου, υπό αυτές τις περιστάσεις καθίσταται άτοπη και η θεώρηση του ζητήματος από τη σκοπιά της σύμφυτης ή εγγενούς εξουσίας του Δικαστηρίου. Όπως υπέδειξε η Πλήρης Ολομέλεια στη Χαραλαμπίδης ν. Μελωδία (Χαραλαμπίδου) (1997) 1 Α.Α.Δ. 724, με απόφαση του Πική, Π.:
«Οι "εγγενείς εξουσίες του Δικαστηρίου", τις οποίες επικαλείται ο αιτητής, δεν διευρύνουν τη δικαιοδοσία ή τις εξουσίες του Δικαστηρίου, ούτε έχουν ως λόγο την επέκτασή τους. Οι σύμφυτες εξουσίες του Δικαστηρίου είναι εκείνες που εξυπακούονται από τη φύση της λειτουργίας του - Δικαστήριο της δικαιοσύνης - χάριν της αποτελεσματικής άσκησης των δικαιοδοσιών του και της αποτροπής της κατάχρησης των ενώπιον του διαδικασιών.»
Ένεκα λοιπόν της μη ύπαρξης εξουσίας, το υπό αναφορά αίτημα δεν μπορεί παρά να απορριφθεί και απορρίπτεται με έξοδα.
H αίτηση απορρίπτεται με έξοδα.