ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Δημητρίου Eλένη Tσαγγάρη ν. Aνδριανής Kυριάκου Eγγλέζου και Άλλου (1997) 1 ΑΑΔ 1285
D. & G. Products Ltd ν. Πάμπου άλλως Χαράλαμπου Αναστασίου (2002) 1 ΑΑΔ 1400
Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα (Χρηματοδοτήσεις) Λτδ ν. Ανδρέα Κωνσταντίνου και Άλλης (2002) 1 ΑΑΔ 2067
Χατζηβασιλείου Ελπίδα ν. Reliable Motor Cars Ltd (2004) 1 ΑΑΔ 1685
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
(2005) 1 ΑΑΔ 1095
8 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ, 2005
[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π., ΚΡΑΜΒΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ/στές]
ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσείων,
v.
Τ. & M. OIKONOMOY KAI ΥΙΟΣ ΛΤΔ,
Εφεσιβλήτων.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 12004)
Αστικά αδικήματα ― Παράνομη επέμβαση ― Η κρίση για ύπαρξη ή όχι παράνομης επέμβασης ανήκει αποκλειστικά στο Δικαστήριο και συνάγεται στη βάση μαρτυρίας που παρουσιάζεται ενώπιόν του ― Απόρριψη αγωγής για παράνομη επέμβαση στην απουσία στοιχείων μαρτυρίας στη βάση των οποίων το Δικαστήριο θα μπορούσε να αποφασίσει θετικά ότι διαπράχθηκε ― Επικύρωση πρωτόδικης απόφασης, κατά πλειοψηφία, από το Εφετείο.
Αγωγή ― Αιτία αγωγής ― Αναγνώριση (παραδοχή) διάπραξης παράνομης επέμβασης εκ μέρους των εναγομένων ― Δεν προβλήθηκε ως ανεξάρτητη αιτία αγωγής επί της οποίας ο ενάγων θα είχε τη δυνατότητα να θεμελιώσει τον ισχυρισμό του για παράνομη επέμβαση.
Η έφεση αυτή στρέφεται εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου με την οποία απορρίφθηκε η αγωγή του εφεσείοντος-ενάγοντος εναντίον των εφεσιβλήτων-εναγομένων για παράνομη επέμβαση από το 1970 σε κρατική γη δηλαδή σε μέρος της κοίτης του ποταμού Ξερού στην Πάφο. Η επέμβαση συνίσταται στην επιχωμάτωση και ανέγερση υποστατικών επί του μέρους της κοίτης που γειτνιάζει με τεμάχιο γης ιδιοκτησίας των εφεσιβλήτων. Το Δικαστήριο απέρριψε και την ανταπαίτηση των εφεσιβλήτων με την οποία αξίωναν αποζημιώσεις για ζημιές λόγω αθέτησης υποσχέσεων και/ή συμφωνιών με τα αρμόδια κυβερνητικά τμήματα σαν αποτέλεσμα των οποίων, δαπάνησαν περίπου £50.000 κατά τα τελευταία τριάντα χρόνια για την ανέγερση υποστατικών στο επίδικο μέρος. Τόσο η αγωγή όσο και η ανταπαίτηση απορρίφθηκαν λόγω αποτυχίας των διαδίκων να αποδείξουν τους αντίστοιχους ισχυρισμούς και απαιτήσεις τους.
Ο μόνος μάρτυρας της υπόθεσης, ο Βοηθός Κτηματολογικός Λειτουργός στο Επαρχιακό Κτηματολόγιο Πάφου, κατέθεσε ότι μετά από επιτόπια εξέταση το 2004, διαπίστωσε ότι υπήρχαν κτισμένα υποστατικά που δεν είδε κατά την πρώτη του επίσκεψη το 1986. Η έκταση της περιφραγμένης κρατικής γης όπου βρίσκονται και τα κτίρια είναι περίπου 2 δεκάρια. Ο μάρτυρας παρουσίασε δύο επιστολές των εφεσιβλήτων προς τον Επαρχιακό Κτηματολογικό Λειτουργό Πάφου με τα επισυνημμένα σ' αυτές έγγραφα ημερομηνίας 27.3.86 και 17.12.93 αντίστοιχα. Παρουσίασε επίσης επιστολή ημερομηνίας 9.1.94 με την οποία ο Επαρχιακός Κτηματολογικός Λειτουργός Πάφου γνωστοποίησε στους εφεσιβλήτους την απόρριψη του αιτήματός τους για ανταλλαγή μέρους της κοίτης του ποταμού Ξερού με άλλο δικό τους κτήμα.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατά την αξιολόγηση των εγγράφων που είχε ενώπιόν του διαπίστωσε ότι οι εφεσίβλητοι δεν παραδέχονται ρητά ή εμμέσως τη διάπραξη της ισχυριζόμενης παράνομης επέμβασης σε κρατική γη.
Ο εφεσείων αμφισβητεί την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης για ισχυριζόμενα λάθη που αφορούν στην αξιολόγηση της μαρτυρίας, στα συμπεράσματα και στις διαπιστώσεις του Δικαστηρίου επί των γεγονότων.
Το Ανώτατο Δικαστήριο απέρριψε την έφεση κατά πλειοψηφία. Η απόφαση της πλειοψηφίας εκδόθηκε από τον Δικαστή Κραμβή, συμφωνούντος και του Δικαστή Νικολάτου. Ο Πρόεδρος του Aνωτάτου Δικαστηρίου Αρτεμίδης, Π. εξέδωσε διϊστάμενη απόφαση.
Αποφασίστηκε ότι:
Α. Υπό Κραμβή, Δ., συμφωνούντος και του Νικολάτου, Δ.:
Η αλληλογραφία δεν αποκαλύπτει ότι οι εφεσίβλητοι αναγνώρισαν (παραδέχθηκαν) την ισχυριζόμενη παράνομη επέμβαση. Αλλά έστω και αν ήθελε θεωρηθεί ότι η αλληλογραφία αποκάλυπτε αναγνώριση και/ή παραδοχή της επέμβασης, αυτό το γεγονός δεν αποτέλεσε ανεξάρτητη αιτία αγωγής ούτε προβλήθηκε ως απάντηση, υπό μορφή κωλύματος (estoppel), στην υπεράσπιση των εφεσιβλήτων και ειδικά στην άρνησή τους ότι επεμβαίνουν παράνομα. Όπως ορθά παρατήρησε το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν προσκομίστηκε πρωτογενής μαρτυρία για να αποδειχθεί η εργασία της επιτόπιας εξέτασης προς θεμελίωση του ισχυρισμού για παράνομη επέμβαση. Ορθή είναι και η διαπίστωση του δικάσαντος Δικαστηρίου ότι η χωρίς άλλο περιγραφή του επίδικου μέρους ως κοίτη ποταμού, δεν αποτελεί ικανοποιητική μαρτυρία εφόσον η περιγραφή δεν έγινε με αναφορά σε επίσημο σχέδιο που να καθορίζει το συγκεκριμένο μέρος ως κοίτη ποταμού στην έννοια του Άρθρου 7 του περί Ακίνητης Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτίμηση) Νόμου, Κεφ. 224. Η κρίση για το κατά πόσο υπάρχει ή όχι παράνομη επέμβαση ανήκει αποκλειστικά στο δικαστήριο. Στην προκείμενη περίπτωση το δικαστήριο δεν είχε ενώπιόν του στοιχεία μαρτυρίας στη βάση των οποίων θα μπορούσε να αποφασίσει θετικά ότι διαπράχθηκε το αστικό αδίκημα της παράνομης επέμβασης.
Β. Υπό Αρτεμίδη, Π.:
1. Στο πρωτόδικο Δικαστήριο κατατέθηκαν ως τεκμήρια έγγραφα, από τα οποία αποδεικνύεται καθαρά και αδιαμφισβήτητα πως οι εφεσίβλητοι επενέβησαν στην κοίτη του ποταμού. Σ' αυτά τα τεκμήρια αναφέρθηκε και ο μάρτυρας που τα κατέθεσε εκ μέρους του εφεσείοντος.
2. Ακόμα και αν γίνει αποδεκτό πως η μαρτυρία του μάρτυρα, λειτουργού του Κτηματολογίου δεν ήταν ικανοποιητική, για την απόδειξη πολιτικής υπόθεσης, αν εξεταστεί μαζί με το υπόλοιπο αποδεικτικό υλικό, που περιέχεται στα έγγραφα, αποδεικνύει καθαρά την υπόθεση του εφεσείοντος, ώστε να εκδοθεί απόφαση ως η αξίωσή του.
3. Η ανταπαίτηση στην αγωγή ορθά απορρίφθηκε αφού δεν προσφέρθηκε καμιά μαρτυρία από τους εφεσίβλητους.
Η έφεση απορρίφθηκε κατά πλειοψηφία.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Λαϊκή Κυπρ. Τρ. (Χρημ.) Λτδ ν. Κωνσταντίνου κ.ά. (2001) 1(Β) Α.Α.Δ. 1432,
D. & G. Products Ltd ν. Αναστασίου (2002) 1 Α.Α.Δ. 1400,
Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα (Χρημ.) Λτδ ν. Κωνσταντίνου κ.ά. (2002) 1 Α.Α.Δ. 2067,
Χατζηβασιλείου ν. Reliable Motor Cars Ltd (2004) 1 A.A.Δ. 1685,
Δημητρίου ν. Εγγλέζου κ.ά. (1997) 1 (Γ) Α.Α.Δ. 1285.
Έφεση.
Έφεση από τον ενάγοντα κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου, που δόθηκε στις 25/2/04 (Αρ. Αγωγής 2377/00) με την οποία απορρίφθηκε η αξίωσή του για αποζημιώσεις λόγω παράνομης επέμβασης των εναγομένων σε κρατική γη η οποία γειτνίαζε με το τεμάχιο γης των εναγομένων και με την οποία απορρίφθηκε ωσαύτως και ανταπαίτηση των εναγομένων για αποζημιώσεις εναντίον του ενάγοντα για την οποία όμως δεν ασκήθηκε έφεση.
Θ. Γερμανού, για τον Εφεσείοντα.
Λ. Χ"Νεοφύτου, για τους Εφεσίβλητους.
Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π.: Η απόφαση μας δεν είναι ομόφωνη. Την απόφαση της πλειοψηφίας που αποτελούν οι δικαστές Κραμβής και Νικολάτος θα δώσει ο δικαστής Κραμβής. Εγώ θα εκδώσω διιστάμενη απόφαση.
ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, κίνησε αγωγή εναντίον των εφεσιβλήτων για παράνομη επέμβαση σε κρατική γη δηλαδή σε μέρος της κοίτης του ποταμού Ξερού στην Πάφο. Η αγωγή διαλάμβανε αξίωση για αποζημιώσεις και/ή ενδιάμεσα κέρδη £430 λόγω της παράνομης επέμβασης από το 1970 μέχρι το 1999, αξίωση για ενδιάμεσα κέρδη προς £23 το χρόνο μέχρι την άρση της επέμβασης και αξίωση για έκδοση διατάγματος για άρση της επέμβασης.
Οι εφεσίβλητοι αρνήθηκαν ότι επεμβαίνουν παράνομα στο συγκεκριμένο μέρος και ισχυρίστηκαν πως σε περίπτωση που θα ήθελε αποδειχθεί τέτοια επέμβαση, αυτή έγινε στη βάση υποσχέσεων ή και συμφωνίας με τα αρμόδια κυβερνητικά τμήματα. Οι εφεσίβλητοι με ανταπαίτηση αξίωσαν αποζημιώσεις για ζημιές λόγω αθέτησης υποσχέσεων και/ή συμφωνιών με τα αρμόδια κυβερνητικά τμήματα σαν αποτέλεσμα των οποίων, δαπάνησαν περίπου £50.000 κατά τα τελευταία τριάντα χρόνια για την ανέγερση υποστατικών στο επίδικο μέρος.
Μετά την ακρόαση της υπόθεσης, η αγωγή και η ανταπαίτηση απορρίφθηκαν λόγω αποτυχίας των διαδίκων να αποδείξουν τους αντίστοιχους ισχυρισμούς και απαιτήσεις τους. Με την παρούσα έφεση, ο εφεσείων αμφισβητεί την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης η οποία, καθώς εισηγείται, περιέχει λάθη που αφορούν στην αξιολόγηση της μαρτυρίας, στα συμπεράσματα και στις διαπιστώσεις του δικαστηρίου επί των γεγονότων.
Οι εφεσίβλητοι είναι ιδιοκτήτες του κτήματος, τεμάχιο 76, Φ/Σχ. LI/39 στα Μανδριά της Πάφου. Σύμφωνα με την αγωγή, η επέμβαση συνίσταται σε επιχωματώσεις και ανέγερση υποστατικών στην κοίτη του ποταμού Ξερού η οποία είναι κρατική γη το δε επηρεαζόμενο μέρος γειτνιάζει με το προαναφερόμενο τεμάχιο γης των εφεσιβλήτων. Η παράνομη επέμβαση άρχισε το 1970 και κάλυπτε έκταση 2 περίπου δεκαρίων. Στην έκθεση απαίτησης αναφέρεται ότι το 1986 οι εφεσίβλητοι υπέβαλαν αίτηση για εκμίσθωση του επίδικου μέρους καθώς και άλλου πρόσθετου μέρους της κοίτης του ποταμού συνολικής έκτασης 29 δεκαρίων και 600 τ.μ. Το Υπουργικό Συμβούλιο, απέρριψε την αίτηση με απόφασή του ημερομηνίας 18.2.93 η οποία, κοινοποιήθηκε στους εφεσίβλητους και οι τελευταίοι, κλήθηκαν να άρουν την επέμβαση. Το 1993 οι εφεσίβλητοι υπέβαλαν νέα αίτηση με την οποία ζήτησαν ανταλλαγή μέρους των κτημάτων τους (τεμάχια 20 και 21 του Φ/Σχ.LI/39, έκτασης 2 δεκαρίων και 200 τ.μ.) με μέρος της κοίτης του πιο πάνω ποταμού, έκτασης περίπου 24 δεκαρίων, συμπεριλαμβανομένου σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του εφεσείοντα και του μέρους που κάλυπτε η παράνομη επέμβαση. Αφού απορρίφθηκε και η δεύτερη αίτηση, οι εφεσίβλητοι κλήθηκαν και πάλι να άρουν την παράνομη επέμβαση χωρίς όμως να έχουν συμμορφωθεί.
Ο Βοηθός Κτηματολογικός Λειτουργός στο Επαρχιακό Κτηματολόγιο Πάφου, ήταν ο μόνος μάρτυρας της υπόθεσης. Κατέθεσε ότι επισκέφθηκε το μέρος για πρώτη φορά το 1986 και από τότε πήγε ξανά για δεύτερη φορά στις 27.1.04. Διαπίστωσε ότι οι εφεσίβλητοι, οι οποίοι ασχολούνται με γεωργικές εργασίες, διατηρούν υποστατικά, γραφεία και κοιτώνες των εργατών τους, κτισμένα πάνω στην κοίτη του ποταμού Ξερού. Μερικά υποστατικά υπάρχουν από το 1970 ενώ κάποια άλλα προστέθηκαν μετά. Όταν επισκέφθηκε το μέρος το 2004 διαπίστωσε ότι υπήρχαν κτισμένα υποστατικά που δεν είδε κατά την πρώτη του επίσκεψη το 1986. Η έκταση της περιφραγμένης κρατικής γης όπου βρίσκονται και τα κτίρια είναι περίπου 2 δεκάρια. Χωρίς ένσταση της άλλης πλευράς ο μάρτυρας παρουσίασε δύο επιστολές των εφεσιβλήτων προς τον Επαρχιακό Κτηματολογικό Λειτουργό Πάφου με τα επισυνημμένα σ' αυτές έγγραφα, ημερομηνίας 27.3.86 και 17.12.1993 (τεκμήρια 1 και 3), αντίστοιχα. Παρουσίασε επίσης επιστολή ημερομηνίας 9.1.1994 με την οποία ο Επαρχιακός Κτηματολογικός Λειτουργός Πάφου γνωστοποίησε στους εφεσίβλητους την απόρριψη του αιτήματος τους για ανταλλαγή μέρους της κοίτης του ποταμού Ξερού με άλλο δικό τους κτήμα. Ο μάρτυρας κατέθεσε επίσης για την ενοικιαστική αξία της επίδικης γης κατά διάφορες χρονικές περιόδους. Αντεξεταζόμενος ανέφερε ότι ύστερα από καταμετρήσεις που έκαμε το 1986, διαπίστωσε ότι υπήρχε επέμβαση στην κοίτη του ποταμού. Ετοίμασε σχέδιο στο οποίο σημείωσε τις μετρήσεις που έκαμε και αφού συμβουλεύτηκε τις σημειώσεις του κατέθεσε ότι μέρος των υποστατικών βρίσκεται κτισμένο στο κτήμα των εφεσιβλήτων και άλλο στην κοίτη του ποταμού. Ο μάρτυρας διευκρίνισε ότι στο επίδικο μέρος υπήρχαν υποστατικά από το 1970 στηρίχθηκε σε πληροφορία που πήρε από τον πρόσφυγα κοινοτάρχη του χωριού Μανδριά. Ωστόσο, δέχθηκε ότι πριν από το 1974 στο εν λόγω χωριό κατοικούσαν μόνο τουρκοκύπριοι και ότι ο κοινοτάρχης από τον οποίο πήρε την πληροφορία είναι και αυτός πρόσφυγας κάτοικος του χωριού.
Το πρωτόδικο δικαστήριο κατά την αξιολόγηση των εγγράφων που είχε ενώπιόν του, διαπίστωσε ότι οι εφεσίβλητοι δεν παραδέχονται ρητά ή εμμέσως ότι διέπραξαν την κατ' ισχυρισμό παράνομη επέμβαση σε κρατική γη. Το δικαστήριο σημειώνει πως και αν ακόμη μπορεί να θεωρηθεί ότι οι εφεσίβλητοι εμμέσως παραδέχονται την επέμβαση, η έμμεση παραδοχή δεν θα ήταν αρκετή υπό τις περιστάσεις για να απαλλαγεί η Δημοκρατία από το καθήκον απόδειξης της υπόθεσής της στο βαθμό που απαιτείται σε αστικές υποθέσεις. Πράγματι, αυτό που η αλληλογραφία αποκαλύπτει είναι ότι οι εφεσίβλητοι αφού πληροφορήθηκαν για το αποτέλεσμα επιτόπιας έρευνας, ενήργησαν ώστε να επιτύχουν κάποια διευθέτηση χωρίς όμως να είχαν ποτέ αποδεχθεί την ορθότητα της έρευνας. Έχουμε ακόμα την άποψη πως έστω και αν ήθελε θεωρηθεί ότι η αλληλογραφία εμπεριέχει αναγνώριση (παραδοχή) από πλευράς των εφεσιβλήτων ότι επεμβαίνουν παράνομα, αυτό το γεγονός δεν αποτέλεσε ανεξάρτητη αιτία αγωγής ούτε προβλήθηκε ως απάντηση, υπό μορφή κωλύματος (estoppel), στην υπεράσπιση των εφεσιβλήτων και ειδικά στην άρνηση τους ότι δεν επεμβαίνουν παράνομα. Βλ. Λαϊκή Κυπρ. Τρ. (Χρημ.) Λτδ ν. Κωνσταντίνου κ.ά. (2001) 1(Β) Α.Α.Δ. 1432, D. & G. Products Ltd v. Χαράλαμπου Αναστασίου (2002) 1 Α.Α.Δ. 1400, Λαϊκή Κυπρ. Τρ. (Χρημ.) Λτδ ν. Κωνσταντίνου κ.ά. (2002) 1 Α.Α.Δ. 2067 και Ελπίδα Χατζηβασιλείου ν. Reliable Motor Cars Ltd (2004) 1 A.A.Δ. 1685. Όπως ορθά παρατήρησε το πρωτόδικο δικαστήριο δεν προσκομίστηκε πρωτογενής μαρτυρία για να αποδειχθεί η εργασία της επιτόπιας εξέτασης προς θεμελίωση του ισχυρισμού για παράνομη επέμβαση. Εξάλλου στα έγγραφα δεν προσδιορίζεται το μέρος (σημείο) της παράνομης επέμβασης και η έκταση που αυτή καταλαμβάνει. Ο μάρτυρας δεν πρόσθεσε ο,τιδήποτε που θα μπορούσε να αποτελέσει στοιχείο μαρτυρίας για την απόδειξη της παράνομης επέμβασης και τις απορρέουσες από αυτή αξιώσεις. Είναι γεγονός ότι ο μάρτυρας αναφέρθηκε σε σχέδιο που ετοίμασε πλην όμως δεν αντεξετάστηκε για το θέμα και όταν κατά την επανεξέταση ζητήθηκε από το μάρτυρα να παρουσιάσει το σχέδιο, ορθά το πρωτόδικο δικαστήριο δεν επέτρεψε την προσαγωγή του. Ο μάρτυρας κατ' ουσίαν κατέθεσε τα δικά του συμπεράσματα χωρίς να παρουσιάσει τοπογραφικό σχέδιο ή άλλα στοιχεία της εργασίας του για να ελεγχθεί η ορθότητά τους. Ορθή θεωρούμε και τη διαπίστωση του δικάσαντος δικαστηρίου ότι η χωρίς άλλο περιγραφή του επίδικου μέρους από το μάρτυρα ως κοίτη ποταμού, ό,τι αυτό μπορεί να σημαίνει στο μυαλό του εν λόγω μάρτυρα, δεν αποτελεί ικανοποιητική μαρτυρία εφόσον η περιγραφή δεν έγινε με αναφορά σε επίσημο σχέδιο που να καθορίζει το συγκεκριμένο μέρος ως κοίτη ποταμού στην έννοια του άρθρου 7 του περί Ακίνητης Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτίμηση) Νόμου Κεφ. 224. Η κρίση για το κατά πόσο υπάρχει ή όχι παράνομη επέμβαση ανήκει αποκλειστικά στο δικαστήριο. Στην προκείμενη περίπτωση το δικαστήριο δεν είχε ενώπιόν του στοιχεία μαρτυρίας στη βάση των οποίων θα μπορούσε να αποφασίσει θετικά ότι διαπράχθηκε το αστικό αδίκημα της παράνομης επέμβασης. Βλ. Δημητρίου ν. Εγγλέζου κ.ά. (1997) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1285.
Για τους πιο πάνω λόγους η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται με έξοδα.
ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π.: Στην αγωγή του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, εφεσείοντα, εναντίον της εναγόμενης εταιρείας, εφεσίβλητης, προβαλλόταν ο ισχυρισμός πως η τελευταία επεμβαίνει παράνομα, από το 1970, σε κρατική γη ήτοι σε μέρος της κοίτης του ποταμού Ξερού στην Πάφο, και αξιωνόταν διάταγμα απευθυνόμενο στην εφεσίβλητη για άρση της επέμβασης. Με την αγωγή απαιτούνταν επίσης αποζημιώσεις και ενδιάμεσα κέρδη £430, από το χρόνο που άρχισε η επέμβαση μέχρι το 1999. Η αγωγή απορρίφθηκε από Ανώτερο Επαρχιακό Δικαστή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου. Ο Γενικός Εισαγγελέας εφεσιβάλλει την απόφαση.
Ο δικηγόρος, που εμφανίστηκε εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, παρουσίασε πρωτοδίκως δια ζώσης μαρτυρία από λειτουργό στο Κτηματολόγιο Πάφου. Κατείχε τη θέση Βοηθού Κτηματολογικού Λειτουργού. Ο μάρτυρας αυτός ανέφερε πως επισκέφθηκε τα υποστατικά της εφεσίβλητης στις 27.1.2004, στην παρουσία και υπαλλήλου των υγειονομικών υπηρεσιών. Επί τόπου διαπίστωσε πως είχαν ανεγερθεί από την εφεσίβλητη μέσα στην κοίτη του ποταμού 5 νέα υποστατικά, επιπλέον αυτών που υπήρχαν, και που εντόπισε όταν επισκέφθηκε το ίδιο υποστατικό πολλά χρόνια προηγουμένως.
Στην κυρίως εξέταση ανέφερε πως είχε προβεί σε καταμετρήσεις και ετοίμασε σχέδιο στο οποίο φαινόταν η επίδικη επέμβαση και η έκταση που καταλάμβανε. Δεν του ζητήθηκε όμως από το δικηγόρο του εφεσείοντα, να το παρουσιάσει. Κατά την αντεξέταση, απαντώντας σε ερωτήσεις του δικηγόρου της εφεσίβλητης, είπε πως είχε προβεί στις κατάλληλες μετρήσεις επί τόπου, με βάση τον εγγεγραμμένο δρόμο, από το άκρο του οποίου μέτρησε την απόσταση των υποστατικών που ήσαν κτισμένα στην κοίτη του ποταμού. Μετά τις απαντήσεις αυτές υποβλήθηκε στο μάρτυρα πως δεν είχε τις ειδικές γνώσεις, για να αποτυπώσει σε σχέδιο όπου να δείχνονται πως τα υποστατικά ήταν κτισμένα στην κοίτη του ποταμού. Ο μάρτυρας απάντησε πως είχε κάνει ειδικά μαθήματα χωρομετρίας και η δουλειά που ετοίμασε ήταν ορθή. Στο τέλος της αντεξέτασης υποβλήθηκε στο μάρτυρα πως είχε πάει στον τόπο για να κάνει περίπατο, και πως ούτε μετρήσεις έκανε μήτε διαπίστωσε πως υπήρχε επέμβαση στην κοίτη του ποταμού. Ο μάρτυρας απάντησε ως εξής: «Έχω και το σχεδιάγραμμα που μέτρησα από το δρόμο προς τα γραφεία και το εργοστάσιο, τις αποθήκες που υπάρχουν». Στην επανεξέταση ζητήθηκε από το μάρτυρα να παρουσιάσει το σχέδιο, στο οποίο αναφέρθηκε στην αντεξέταση. Υποβλήθηκε όμως ένσταση από το δικηγόρο της εφεσίβλητης, με την εισήγηση πως τούτο δεν μπορούσε να γίνει, γιατί η σχετική ερώτηση δεν προέκυψε από την αντεξέταση. Το Δικαστήριο αποδέκτηκε την ένσταση λέγοντας τα εξής: «η επανεξέταση προσφέρεται για διευκρίνιση ζητημάτων που εγείρονται στην αντεξέταση. Δεν έμεινε τίποτε αδιευκρίνιστο. Το ότι απλώς ανεφέρθη σε απάντηση στην αντεξέταση στο σχέδιο δεν ανοίγει πόρτα για να τεθεί υπόψη του Δικαστηρίου στο στάδιο της επανεξέτασης.
Όπως έχω ήδη αναφέρει, το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή, γιατί έκρινε πως η μαρτυρία που προσκομίστηκε εκ μέρους του εφεσείοντα δεν αποδείκνυε τον ισχυρισμό του στην αγωγή για παράνομη επέμβαση της εφεσιβλήτης στην κοίτη του ποταμού. Η αιτιολόγηση της απόφασης του Δικαστηρίου περιέχεται ουσιαστικά στις πιο κάτω παραγράφους, που θεωρώ σκόπιμο να παραθέσω αυτούσιες, γιατί διαφωνώ με την κατάληξη του και, με εκτίμηση, διαφωνώ επίσης με την απόφαση της πλειοψηφίας αναφορικά με την έκβαση της έφεσης.
«Ακόμη και αν μαρτυρείτο με πρωτογενή μαρτυρία το αποτέλεσμα και μόνο της επιτόπιας εξέτασης τούτο δεν θα ήταν αρκετό. Επίδικο ζήτημα δεν ήταν το αποτέλεσμα μιας επιτόπιας εξέτασης αλλά αν υφίστατο η ισχυριζόμενη επέμβαση. Το επίδικο ζήτημα αποφασίζει το Δικαστήριο και όχι κάποιος μάρτυρας. Δεν θα ήταν αρκετό κάποιος μάρτυρας να πει πως ερεύνησε το θέμα και υφίσταται επέμβαση. Δεν είναι ο μάρτυρας οκριτής της υπόθεσης, ούτε το Δικαστήριο θα ενεργήσει σφραγίζοντας απλώς τη γνώμη του. Το Δικαστήριο πρέπει να ακούσει τα επιμέρους γεγονότα ώστε το ίδιο να πεισθεί ότι υφίσταται επέμβαση.
Κανένα επίσημο τοπογραφικό σχέδιο δεν έχει παρουσιαστεί που να καταδεικνύει τις περιουσίες και τις μετρήσεις που έγιναν. Τίποτα που να απεικονίζει γραφεία, αποθήκες , κοιτώνες, περιφράξεις ή επιχωματώσεις σε γη πέραν της ιδιοκτησίας της εναγομένης εταιρείας.
Θα αναμένετο μαρτυρία ανάλογη της συνήθως προσφερθείσας σε υποθέσεις εξέτασης συνοριακών διαφορών για να καταδειχθεί που ευρίσκεται το σύνορο των γειτνιαζουσών περιουσιών σε συνάρτηση με τις επιτόπου κατασκευές.
Τα στοιχεία θα έπρεπε να ήσαν τέτοια ώστε να μπορεί να ελεχθεί η ορθότητα της διαδικασίας που ακολουθήθηκε.»
Στο πρωτόδικο Δικαστήριο κατατέθηκαν ως τεκμήρια έγγραφα, από τα οποία, κατά τη δική μου άποψη, αποδεικνύεται καθαρά και αδιαμφισβήτητα πως η εφεσίβλητη δέχεται ότι επενέβη στην κοίτη του ποταμού. Σ'αυτά τα τεκμήρια αναφέρθηκε και ο μάρτυρας, που τα κατέθεσε εκ μέρους του εφεσείοντα. Το τεκμήριο 1 είναι επιστολή της εφεσίβλητης προς τον Επαρχιακό Κτηματολογικό Λειτουργό Πάφου και το Υπουργείο Εσωτερικών. Παραθέτω το πλήρες περιεχόμενο αυτής της επιστολής, από το οποίο κατά την ταπεινή μου αντίληψη αποδεικνύεται πως η εφεσίβλητη δέχεται ως δεδομένη την επέμβαση της στην κοίτη του ποταμού.
«Αγαπητέ κύριε,
Εν συνεχεία της υπό ημερομηνία 15.3.85 επιστολής μας φωτοαντίγραφο της οποίας εσωκλείομεν ενταύθα επιθυμούμε να σας πληροφορήσουμε ότι κατά την πρόσφατον επιτόπια εξέταση μας ελέχθη ότι όλα τα γραφεία μας και οι περισσότερες αποθήκες μας βρίσκονται επί χαλίτικης γης.
Όπως και προηγουμένως σας είχαμεν γράψει η επέμβαση δεν δημιουργεί κανένα εμπόδιο στη ροή του ποταμού ούτε επηρεάζει οτιδήποτε ή οιονδήποτε λόγω της κατασκευής του φράγματος του Ασπρόκρεμμου.
Συνέπεια της κατασκευής του φράγματος του Ασπρόκρεμμου απωλέσαμε τεράστια έκταση γης χωρίς να αποζημιωθούμε. Επίσης μέρος των αποθηκών μας και γραφείων ανηγέρθησαν προ είκοσι ετών περίπου κατά το χρόνο δε της ανεγέρσεως των κτιρίων μας επιστεύαμε ότι εκτίζοντο επί δικής μας γης.
Τόσον η ανέγερση των κτιρίων όσο και ο εξοπλισμός τούτων μας έχουν στοιχίσει χιλιάδες λίρες αν θα υποχρεωθούμε να τα κατεδαφίσουμε θα υποστούμε ζημίας πέραν των £30.000.
Ενόψει των ανωτέρω πιστεύομεν ειλικρινά ότι είναι δίκαιο όπως η έκταση επί της οποίας ευρίσκονται οι αποθήκες και τα γραφεία μας πωληθούν, είμαστε δε πρόθυμοι να την αγοράσομε αντί τιμήματος το οποίον θα συμφωνηθή μεταξύ μας.
Προς τούτοις θα επιδιώξωμεν όπως έχομεν συνάντηση μαζί σας το συντομώτερο δυνατό».
Η πιο πάνω επιστολή στάληκε από την εφεσίβλητη εταιρεία μετά που η ίδια ζήτησε να διεξαχθεί επιτόπια έρευνα από το κτηματολόγιο, για να διακριβωθεί κατά πόσο τα υποστατικά που ανήγειραν επενέβαιναν στην κοίτη του ποταμού. Η επιστολή, τεκμήριο 1, προφανώς στάληκε από την εφεσίβλητη όταν είχε ολοκληρωθεί η επιτόπια έρευνα από το κτηματολόγιο και της κοινοποιήθηκε το αποτέλεσμα. Στις 17.12.1993 η εφεσίβλητη απηύθυνε επιστολή, τεκμήριο 3, στον Επαρχιακό Κτηματολογικό Λειτουργό στην οποία λέγει τα εξής:
«17 Δεκεμβρίου 1993
Επαρχιακό Κτηματολογικό Λειτουργό
Επαρχιακό Κτηματολογικό Γραφείο
Πάφος.
Κύριε,
Αίτηση για εκμίσθωση μέρους της κοίτης του Ποταμού ξερού
Κατόπιν επαφών μας με υπευθύνους του Τμήματος Αναπτύξεως Υδάτων και της επιστολής του Επαρχιακού Μηχανικού Τ.Α.Υ. Πάφου ημερ. 8.12.1993, σας εσωκλείουμε φωτοαντίγραφο, περιεχόμενο της οποίας μας βρίσκει σύμφωνους, ήτοι την προτεινόμενη ανταλλαγή, ως εκ τούτου παρακαλούμε όπως επανεξετάσετε αυτό το θέμα και έχομε τη θετική σας ανταπόκριση.
Με εκτίμηση
Γ.Δ.Οικονόμου»
Η εφεσίβλητη εισηγήθηκε επίσης την εκμίσθωση σ' αυτή της ακίνητης ιδιοκτησίας στην κοίτη του ποταμού, πάνω στην οποία ανήγειρε τα υποστατικά της. Υπεβλήθη δε το αίτημα τους στο Υπουργικό Συμβούλιο, που το απέρριψε, υποδεικνύοντας πως θα έπρεπε να ζητηθεί από την εφεσίβλητη να εγκαταλείψει την επέμβαση, διαφορετικά να ληφθούν δικαστικά μέτρα εναντίον της (τεκμήριο 2).
Έχω τη γνώμη λοιπόν πως το πιο πάνω αποδεικτικό υλικό δεν αξιολογήθηκε καθόλου από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Αξιολογήθηκε μόνο η προφορική μαρτυρία του βοηθού επαρχιακού κτηματολογικού λειτουργού, η οποία και απορρίφθηκε, για τους λόγους που αναφέρει το Δικαστηρίο, και παραθέτω πιο πάνω. Ο κύριος λόγος που απορρίφθηκε η μαρτυρία αυτή ήταν γιατί ο μάρτυρας δεν παρουσίασε στο Δικαστήριο σχέδιο στο οποίο να καταδεικνύεται με ακριβείς μετρήσεις η ισχυριζόμενη επέμβαση. Είπε βέβαια ο μάρτυρας στην αντεξέταση πως είχε ετοιμάσει τέτοιο σχέδιο και το είχε στην κατοχή του. Του ζητήθηκε, κατά την επανεξέταση, να το παρουσιάσει, αλλά το Δικαστήριο έκρινε πως τούτο δεν ήταν επιτρεπτό γιατί το θέμα δεν ηγέρθη στην αντεξέταση.
Μολονότι δεν έχει σημασία, για τη δική μου τελική κρίση, διαφωνώ πως, στη βάση του γνωστού κανόνα που ρυθμίζει τον τρόπο εξέτασης μάρτυρα, το θέμα δεν είχε εγερθεί κατά την αντεξέταση. Όπως υπέδειξα πιο πάνω, ο μάρτυρας ρωτήθηκε από το δικηγόρο της εφεσίβλητης αν είχε κάνει μετρήσεις, τις οποίες κατέγραψε σε σχέδιο, και ο τελευταίος απάντησε καταφατικά. Η δια ζώσης μαρτυρία δεν ήταν, κατά τη γνώμη μου εξ ακοής. Ο μάρτυρας ήταν λειτουργός του κτηματολογίου, μετέβη δύο φορές στην περιοχή για να εξετάσει ειδικά κατά πόσο υπήρχε επέμβαση στην κοίτη του ποταμού. Ακόμη και αν δεχθώ, πως η μαρτυρία του δεν ήταν ικανοποιητική, για την απόδειξη πολιτικής υπόθεσης, αν εξεταστεί μαζί με το υπόλοιπο αποδεικτικό υλικό, που περιέχεται στα έγγραφα στα οποία αναφέρθηκα, αποδεικνύει, στην κρίση μου, καθαρά και αδιαμφισβήτητα την υπόθεση του εφεσείοντα, ώστε να εκδοθεί απόφαση ως η αξίωση του.
Θα αποδεχόμουν επομένως την έφεση. Θα ακύρωνα την πρωτόδικη απόφαση και θα εξέδιδα διάταγμα και απόφαση υπέρ του εφεσείοντα, ως η αγωγή του. Υπήρχε και ανταπαίτηση στην αγωγή για την οποία δεν προσφέρθηκε καμιά μαρτυρία από την εφεσίβλητη, και ορθά απορρίφθηκε από το Δικαστήριο.
Η έφεση απορρίπτεται κατά πλειοψηφία.