ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
(2005) 1 ΑΑΔ 967
7 Ιουλίου, 2005
[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π., ΚΡΑΜΒΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ/στές]
ΔΑΥΙΔ ΓΕΩΡΓΙΟΥ,
Εφεσείων,
v.
ΚΥΡΙΑΚΟΥ ΑΝΤΩΝΙΟΥ,
Εφεσιβλήτου.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 11583)
Αμέλεια — Τροχαίο ατύχημα — Ανακοπή πορείας οχήματος από εξ αντιθέτου επερχόμενο όχημα το οποίο εισήλθε ξαφνικά στη δεξιά λωρίδα κυκλοφορίας σε σχέση με την πορεία του, επιχειρώντας να στρίψει σε πάροδο δεξιά — Ο οδηγός του οχήματος που εισήλθε στην αντίθετη λωρίδα κυκλοφορίας, κρίθηκε αποκλειστικά υπεύθυνος για την πρόκληση του ατυχήματος.
Αποζημιώσεις — Γενικές αποζημιώσεις — Απώλεια μελλοντικών απολαβών — Πολλαπλασιαστής και πολλαπλασιαστέος — Δραστήριος και ενεργητικός νέος ηλικίας 21 ετών είχε υποστεί σοβαρότατο τραυματισμό στο δεξιό κάτω άκρο και απώλεσε τη δυνατότητα υλοποίησης μικρής δυναμικότητας επιχείρησης η οποία εξαρτάτο σε μεγάλο βαθμό από τη δική του ενεργό συμμετοχή — Επιδικασθείσες αποζημιώσεις £73.440 που αντιπροσώπευαν τη διαφορά εισοδημάτων του πριν και μετά το ατύχημα με πολλαπλασιαστή 17 — Επικυρώθηκαν κατ' έφεση.
Αποζημιώσεις — Γενικές αποζημιώσεις — Απώλεια μελλοντικών απολαβών — Τροχαίο ατύχημα — Υιοθέτηση πολλαπλασιαστή 17 στον ενάγοντα ηλικίας 21 ετών κατά το ατύχημα — Επικυρώθηκε κατ' έφεση.
Αποζημιώσεις — Απώλεια απολαβών για την περίοδο κατά την οποία ο ενάγων είχε μειωμένη ικανότητα προς εργασία — Έφεση εναντίον επιδικασθέντος ποσού — Εφετείο δεν επενέβη.
Αποζημιώσεις — Γενικές αποζημιώσεις — Σωματικές βλάβες — Νέος ηλικίας 21 ετών είχε υποστεί τραυματικό σοκ, επιπληγμένο κάταγμα ενδοαρθρικό του κάτω τριτημορίου της δεξιάς κνήμης και περόνης και κάταγμα ενδοαρθρικό του άνω τριτημορίου της δεξιάς κνήμης και περόνης — Είχε υποβληθεί επανειλημμένα σε χειρουργικές επεμβάσεις τόσο στην Κύπρο όσο και στο εξωτερικό — Εξαιτίας του τραυματικού σοκ και αργότερα της μόλυνσης που παρουσιάστηκε, κινδύνεψε άμεσα η ζωή του ή τουλάχιστο κινδύνεψε να χάσει το δεξιό του κάτω άκρο — Τα τραύματα του ήταν επώδυνα και για μεγάλο χρονικό διάστημα του προκάλεσαν σοβαρή ταλαιπωρία και απώλεια ανέσεων — Μόνιμα κατάλοιπα: Σοβαράς μορφής οστεοαρθρίτιδα και δυσκαμψία των αρθρώσεων που επηρεάστηκαν, βράχυνση της κνήμης κατά 2½ εκατοστά, δυσκολία στη βάδιση, στην παρατεταμένη ορθοστασία, στο ανέβασμα και κατέβασμα σκαλών και πόνοι κατά την κίνηση και κατά την αλλαγή του καιρού — Ύπαρξη πληγής στο πίσω μέρος της πτέρνας η οποία ανοίγει κατά καιρούς και τον ενοχλεί — Δημιουργία ψυχολογικών προβλημάτων και αισθημάτων μειονεξίας έναντι των άλλων νέων αναφορικά με τις δραστηριότητες της καθημερινής ζωής — Επιδικασθείσες γενικές αποζημιώσεις £50.000, περιλαμβάνουν και ποσό £5,000 σε σχέση με μελλοντικές εγχειρήσεις που θα χρειαστεί.
Το απόγευμα της 10.11.1995, ο εφεσείων ο οποίος οδηγούσε το όχημά του στην οδό Προδρόμου έχοντας το παιδί του στο πίσω κάθισμα, αποφάσισε, λόγω της τροχαίας κίνησης, να στρίψει δεξιά προς την οδό Αργυροκάστρου. Προβαίνοντας στην ενέργεια αυτή εισήλθε στην αντίθετη λωρίδα κυκλοφορίας της οδού Προδρόμου, ανακόπτοντας έτσι την πορεία του οχήματος του εφεσίβλητου και προκαλώντας σύγκρουση με αυτό. Η απόσταση από την οποία ο εφεσίβλητος είδε τον εφεσείοντα μπροστά του, αφότου ο τελευταίος εισήλθε στην πορεία του, ήταν 3-4 μέτρα κι' έτσι δεν του παρείχετο χρόνος να προβεί σε οποιανδήποτε ενέργεια αποφυγής του δυστυχήματος.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα πως ο εφεσίβλητος δεν συνέβαλε καθόλου στην πρόκληση του ατυχήματος και των ζημιών και το γεγονός ότι κατά τον ουσιώδη χρόνο ήταν μαθητευόμενος οδηγός δεν είχε οποιαδήποτε σχέση ή συνάφεια με την πρόκληση του ατυχήματος και των ζημιών. Ο εφεσείων κρίθηκε αποκλειστικά υπεύθυνος.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο επιδίκασε στον εφεσίβλητο γενικές αποζημιώσεις για τις σοβαρές σωματικές βλάβες που είχε υποστεί και τα μόνιμα κατάλοιπά τους (αναφέρονται στο πιο πάνω εισαγωγικό σημείωμα) ύψους £50.000.-, ποσό στο οποίο περιλαμβάνεται και το ποσό των £5.000.- σε σχέση με τις μελλοντικές εγχειρήσεις που θα χρειαστεί.
Οι ειδικές ζημιές του εφεσίβλητου συμφωνήθηκαν επί πλήρους ευθύνης μεταξύ των διαδίκων σε £9.615.- Το Δικαστήριο επιδίκασε σ' αυτόν το πιο πάνω ποσό συν το ποσό των £11.345,40 για τη δαπάνη θεραπείας του στο Ισραήλ που ανεβάζει το συνολικό ποσό των ειδικών αποζημιώσεων που επιδικάσθηκαν στον εφεσίβλητο στο ποσό των £20.960,40.
Αναφορικά με την απώλεια των απολαβών του εφεσίβλητου, το Δικαστήριο του επιδίκασε για τα δύο πρώτα χρόνια μετά το δυστύχημα που είχε πλήρη ανικανότητα προς εργασία το ποσό των £16.080.-, δηλαδή £670.- που ήταν οι καθαρές μηνιαίες απολαβές του πριν από το δυστύχημα επί 24 μήνες. Για την περίοδο που ο εφεσίβλητος είχε μειωμένη ικανότητα προς εργασία ήτοι από τον Φεβρουάριο του 1998 μέχρι το τέλος του 2002 (59 μήνες), το Δικαστήριο του επιδίκασε £24.194.- ανεβάζοντας έτσι το ποσό που συνολικά του επιδικάσθηκε για απώλεια απολαβών στις £40.274.-
Το δικαστήριο επιδίκασε στον εφεσίβλητο το ποσό των £73.440.- ως απώλεια μελλοντικών απολαβών, ήτοι £4.320.- ετησίως που ήταν η διαφορά των καθαρών απολαβών του πριν και μετά το δυστύχημα επί 17 έτη που το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι αποτελούσε τον λογικό και δίκαιο πολλαπλασιαστή στην προκείμενη περίπτωση.
Το Δικαστήριο επιδίκασε τέλος στον εφεσίβλητο £1.500.- ως γενικές αποζημιώσεις για μελλοντικά έξοδα φυσιοθεραπείας.
Το συνολικό ποσό που επιδικάστηκε υπέρ του εφεσίβλητου ήταν £186.174,40 πλέον οι αναλογούντες τόκοι στα επί μέρους ποσά και έξοδα στην ανάλογη κλίμακα. Η πρωτόδικη απόφαση εκδόθηκε υπό τον όρο ότι θα διενεργείτο τροποποίηση της έκθεσης απαίτησης και δηλώθηκε στο Ανώτατο Δικαστήριο ότι αυτό είχε γίνει.
Εναντίον της πρωτόδικης απόφασης καταχωρήθηκε έφεση και αντέφεση.
Α. Έφεση.
Οι λόγοι έφεσης αφορούν:
1. Το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν υπήρξε αμέλεια ή συντρέχουσα αμέλεια από πλευράς του εφεσίβλητου και ότι ο εφεσείων έφερε αποκλειστική ευθύνη για το ατύχημα.
2. Την επιδίκαση αποζημιώσεων για απώλεια των απολαβών του εφεσίβλητου για την περίοδο Φεβρουαρίου 1998 - Δεκεμβρίου 2002.
3. Τον υπολογισμό των αποζημιώσεων για την πιο πάνω περίοδο.
4. Τον πολλαπλασιαστή 17 που χρησιμοποίησε το πρωτόδικο Δικαστήριο.
5. Την επιδίκαση αποζημιώσεων για απώλεια μελλοντικών απολαβών του εφεσίβλητου και τον υπολογισμό τους στο ποσό των £73.440.-
6. Την αξιοπιστία της μαρτυρίας του εφεσίβλητου ως προς τις απολαβές του πριν και μετά το δυστύχημα.
Β. Αντέφεση.
Οι λόγοι αντέφεσης αφορούν την αξιολόγηση της μαρτυρίας και τα ευρήματα αξιοπιστίας αναφορικά με τον εφεσίβλητο και τη μάρτυρά του Μ.Ε.10, Χρυστάλλα Μιχαηλίδου, στα οποία κατέληξε το πρωτόδικο Δικαστήριο.
Το Ανώτατο Δικαστήριο δεν διαπίστωσε βάσιμο λόγο επέμβασης στην πρωτόδικη απόφαση και απέρριψε τόσο την έφεση όσο και την αντέφεση με έξοδα.
Η έφεση και η αντέφεση απορρίφθηκαν με έξοδα.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Φοινικαρίδης ν. Γεωργίου (1991) 1 Α.Α.Δ. 473,
Στεφανή ν. Λαμπή (1999) 1 Α.Α.Δ. 1847.
Έφεση και Αντέφεση.
Έφεση από τον εναγόμενο κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας που δόθηκε στις 27/12/02 (Αρ. Αγωγής 2435/97) με την οποία κρίθηκε κατ' αποκλειστικότητα υπεύθυνος για την πρόκληση της μετωπικής σύγκρουσης του οχήματός του με αυτό του ενάγοντα και επιδικάστηκαν εναντίον του και υπέρ του ενάγοντα γενικές και ειδικές αποζημιώσεις συνολικού ύψους £186.174,40 πλέον τόκοι και έξοδα και αντέφεση από τον εναγόμενο για τους υπολογισμούς του Δικαστηρίου αναφορικά με τις ικανότητες και απολαβές του πριν και μετά το ατύχημα.
Χ. Σταυράκης, για τον Εφεσείοντα.
Στ. Ερωτοκρίτου, για τον Εφεσίβλητο.
Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Νικολάτος.
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.: Η υπό εξέταση έφεση και αντέφεση είναι αποτέλεσμα οδικού δυστυχήματος το οποίο συνέβηκε στις 10.11.95 γύρω στις 3.00 μ.μ. έναντι της συμβολής των οδών Προδρόμου και Αργυροκάστρου. Ο εφεσείων οδηγούσε το αυτοκίνητο του στην οδό Προδρόμου συνοδευόμενος από το παιδί του το οποίο καθόταν στο πίσω κάθισμα, όταν αποφάσισε, λόγω της τροχαίας κίνησης που υπήρχε, να στρίψει δεξιά προς την οδό Αργυροκάστρου. Το αυτοκίνητο του εφεσείοντα, κατά τον ουσιώδη χρόνο, βρισκόταν πίσω από άλλο αυτοκίνητο. Ο εφεσείων έστριψε δεξιά τη στιγμή που βρισκόταν απέναντι από την οδό Αργυροκάστρου. Προβαίνοντας στην ενέργεια αυτή εισήλθε στην αντίθετη λωρίδα κυκλοφορίας της οδού Προδρόμου.
Ο ευπαίδευτος πρωτόδικος Δικαστής βρήκε ότι ο εφεσείων ενήργησε χωρίς να βεβαιωθεί προηγουμένως ότι δεν υπήρχε τροχαία κίνηση από απέναντι και ενώ η προσοχή και το βλέμμα του ήταν στραμμένα αλλού και συγκεκριμένα στο πίσω κάθισμα όπου βρισκόταν το παιδί του. Ο εφεσείων αντελήφθη τον εφεσίβλητο την τελευταία στιγμή πριν από τη σύγκρουση και σταμάτησε. Όπως βρήκε ο ευπαίδευτος πρωτόδικος Δικαστής, ο εφεσίβλητος κατά τον ουσιώδη χρόνο οδηγούσε με κανονική ταχύτητα και η είσοδος του οχήματος του εφεσείοντα στη δική του λωρίδα κυκλοφορίας, ήταν ξαφνική. Δεν προηγήθηκε οτιδήποτε που να τον προειδοποιήσει για την πρόθεση του εφεσείοντα. Αντίθετα, αμέσως πριν το δυστύχημα, το αυτοκίνητο του εφεσείοντα το έκρυβε το προπορευόμενο αυτοκίνητο. Η απόσταση από την οποία ο εφεσίβλητος είδε τον εφεσείοντα μπροστά του, αφότου ο τελευταίος εισήλθε στην πορεία του, ήταν 3-4 μέτρα και έτσι δεν του παρείχετο χρόνος να προβεί σε οποιανδήποτε ενέργεια προς αποφυγή του δυστυχήματος. Σαν αποτέλεσμα των προαναφερομένων τα οχήματα των διαδίκων συγκρούστηκαν μετωπικά.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα πως ο εφεσείων, εισερχόμενος ξαφνικά στη δεξιά λωρίδα κυκλοφορίας σε σχέση με την πορεία του, απέκοψε την πορεία του εφεσίβλητου με αποτέλεσμα τη σύγκρουση. Για το γεγονός της αποκοπής της πορείας του εφεσίβλητου ο εφεσείων έκαμε και παραδοχή σε ποινική υπόθεση και του επιβλήθηκε πρόστιμο, όπως ο ίδιος ο εφεσείων παραδέχθηκε ενώπιον του πρωτοδίκου Δικαστηρίου.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού καθοδηγήθηκε από σχετική νομολογία, και αφού παρατήρησε ότι δεν τέθηκε καθόλου ζήτημα ότι ο εφεσίβλητος, κατά τον ουσιώδη χρόνο έτρεχε υπερβολικά, κατέληξε στο συμπέρασμα πως ο εφεσίβλητος δεν συνέβαλε καθόλου στην πρόκληση του δυστυχήματος και των ζημιών και ότι το γεγονός πως ο εφεσίβλητος ήταν μαθητευόμενος οδηγός, κατά τον ουσιώδη χρόνο, δεν είχε οποιαδήποτε σχέση ή συνάφεια με την πρόκληση του δυστυχήματος και των ζημιών. Ο ευπαίδευτος πρωτόδικος Δικαστής κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο εφεσείων υπήρξε αμελής και έφερε ολόκληρη την ευθύνη για το προαναφερόμενο δυστύχημα. Κατά συνέπεια καταμέρισε την ευθύνη για το δυστύχημα και τις ζημιές αποκλειστικά στον εφεσείοντα.
Το επόμενο ζήτημα που απασχόλησε το πρωτόδικο δικαστήριο ήταν εκείνο των ζημιών που υπέστη ο εφεσίβλητος και των αποζημιώσεων στις οποίες δικαιούτο. Βρήκε το πρωτόδικο δικαστήριο ότι ο εφεσίβλητος, συνεπεία του προαναφερομένου δυστυχήματος, υπέστη τραυματικό σοκ, επιπληγμένο κάταγμα ενδοαρθρικό του κάτω τριτημορίου της δεξιάς κνήμης και περόνης και κάταγμα ενδοαρθρικό του άνω τριτημορίου της δεξιάς κνήμης και περόνης. Υπό γενική αναισθησία υποβλήθηκε επανειλημμένα σε χειρουργικές επεμβάσεις στην Κύπρο και το Ισραήλ για επανάταξη, στερέωση με μεταλλικά υλικά, μεταμόσχευση οστού και γενικά θεραπεία των καταγμάτων και της επιμόλυνσης που παρουσιάστηκε στο μεταξύ στο κάτω τριτημόριο της κνήμης και περόνης. Εξαιτίας του τραυματικού σοκ και αργότερα της μόλυνσης που παρουσιάστηκε, κινδύνεψε άμεσα η ζωή του εφεσίβλητου ή τουλάχιστο κινδύνεψε να χάσει το δεξιό του κάτω άκρο. Τα τραύματα που υπέστη ο εφεσίβλητος ήταν επώδυνα και για μεγάλο χρονικό διάστημα του προκάλεσαν σοβαρή ταλαιπωρία και απώλεια ανέσεων. Μέχρι τον Αύγουστο του 96 παρέμεινε καθηλωμένος σε τροχοκάθισμα και στη συνέχεια άρχισε να περπατά με τη χρήση βακτηρίων. Τον Αύγουστο του 97 άρχισε να περπατά με τη χρήση μιας μόνο βακτηρίας μετά που ένιωσε ότι το πόδι του ήταν καλύτερα. Στο τέλος του 97 άρχισε να περπατά χωρίς τη χρήση οποιασδήποτε βακτηρίας. Στο μεταξύ από τον Φεβρουάριο του 96 είχε αρχίσει να υποβάλλεται σε εντατική φυσιοθεραπεία ενώ μετά την πάροδο κάποιου χρόνου άρχισε να κάμνει και άλλες γυμναστικές ασκήσεις για ενδυνάμωση του ποδιού του. Σε όλο το προαναφερόμενο χρονικό διάστημα και ιδιαίτερα στις αρχές ο εφεσίβλητος είχε φοβερούς πόνους οι οποίοι με την πάροδο του χρόνου μειώνονταν. Επίσης λόγω του τραυματισμού που υπέστη ο εφεσίβλητος αναστατώθηκε και ψυχικά. Ένοιωθε αδικημένος από τη ζωή και μειονεκτικά έναντι των άλλων νέων τους οποίους δεν μπορούσε να ακολουθήσει ή να μιμηθεί σε δραστηριότητες της καθημερινής ζωής.
Τα κατάλοιπα των τραυμάτων που υπέστη ο εφεσίβλητος είναι σοβαρής μορφής οστεοαρθρίτιδα στις επηρεασθείσες από τα τραύματα αρθρώσεις του δεξιού κάτω άκρου και δυσκαμψία, βράχυνση της κνήμης κατά 2½ εκατοστά, δυσκολία στη βάδιση, στην παρατεταμένη ορθοστασία, στο ανέβασμα και κατέβασμα σκαλών και πόνοι οι οποίοι αυξομειώνονται ανάλογα με την κίνηση ή την προσπάθεια που καταβάλλει κατά τη δεδομένη στιγμή και κατά την αλλαγή του καιρού. Στο πίσω μέρος της πτέρνας του υπάρχει πληγή η οποία κατά καιρούς ανοίγει και τον ενοχλεί.
Όλα τα προαναφερόμενα προκαλούν δυσκολίες στην καθημερινή ζωή του εφεσίβλητου ο οποίος δεν μπορεί πλέον να οδηγήσει μοτοσυκλέτα, όπως έπραττε στο παρελθόν, ενώ δυσκολεύεται και στην οδήγηση αυτοκινήτου. Επιπρόσθετα δεν είναι πλέον σε θέση να διεκπεραιώνει την εργασία του κλητήρα με τα συγκεκριμένα καθήκοντα που είχε πριν από το δυστύχημα. Μπορεί να διεκπεραιώνει μόνον εργασία καθιστικής φύσης. Οι επιπτώσεις από τα τραύματα του θα επιδεινώνονται με το πέρασμα του χρόνου και είναι πολύ πιθανόν να χρειαστεί να υποβληθεί στο μέλλον και σε άλλες χειρουργικές επεμβάσεις για απάβλυνση των επιδεινωνόμενων συνεπειών, εκτός βέβαια από την εγχείρηση στην οποία θα πρέπει να υποβληθεί εν πάση περιπτώσει για αφαίρεση των υλικών οστεοσύνθεσης.
Ο εφεσίβλητος, ο οποίος ήταν ηλικίας 21 ετών κατά το χρόνο του δυστυχήματος, και ο οποίος σύμφωνα με το πρωτόδικο Δικαστήριο ήταν άνθρωπος πολύ δραστήριος και ενεργητικός με σχέδια και προοπτικές για το μέλλον ιδιαίτερα στον επαγγελματικό τομέα, υπέστη ένα πολύ σοβαρό και επώδυνο τραυματισμό στο δεξί του πόδι που ουσιαστικά εξουδετέρωσε σε πολύ μεγάλο βαθμό τη φυσιολογική χρήση του ποδιού εκείνου και από αρτιμελής που ήταν μέχρι τότε, κατέστη ανάπηρος σε μεγάλο βαθμό. Αυτό το γεγονός τον επηρέασε και ψυχολογικά και κατέστησε τη ζωή του γενικά και οριστικά χειρότερη.
Στη συνέχεια το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού αναφέρθηκε σε νομολογία και σε σχετικές αρχές, επεδίκασε στον εφεσίβλητο ποσό £50.000.- ως γενικές αποζημιώσεις, ποσό στο οποίο περιλαμβάνεται και το ποσό των £5.000.- σε σχέση με τις μελλοντικές εγχειρήσεις που θα χρειαστεί.
Οι ειδικές ζημιές του εφεσίβλητου συμφωνήθηκαν επί πλήρους ευθύνης μεταξύ των διαδίκων σε £9.615.- ποσό που καλύπτει τη ζημιά στη μοτοσυκλέτα του εφεσίβλητου, έξοδα μεταφοράς και παραμονής του ιδίου και της μνηστής του στο Ισραήλ και αποζημίωση της μητέρας του για τη φροντίδα που του παρείχε και τα έξοδα της φυσιοθεραπείας μέχρι την καταχώριση της αγωγής. Όσον αφορά τη δαπάνη που υπέστη ο εφεσίβλητος για τη θεραπεία στην οποία υποβλήθηκε στο Ισραήλ, αρχικά αναφέρθηκε το ποσό των £12,908.- όμως το πρωτόδικο Δικαστήριο βρήκε ότι το ορθό ποσό είναι £11.345,40 σ., ποσό με το οποίο επιδοτήθηκε ο εφεσίβλητος αλλά έχει υποχρέωση να το επιστρέψει. Σύμφωνα με τον ευπαίδευτο πρωτόδικο Δικαστή οι ειδικές ζημιές του εφεσίβλητου ανέρχονται στο συνολικό ποσό των £20.960,40 σ. δηλαδή £9.615.- συν £11.345,40.-
Αναφορικά με την απώλεια των απολαβών του εφεσίβλητου, το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρθηκε σε δυο περιόδους, δηλαδή την αρχική περίοδο που ο εφεσίβλητος ήταν εντελώς ανίκανος για οποιαδήποτε εργασία και τη μεταγενέστερη περίοδο κατά την οποία η ικανότητα του για εργασία είναι οριστικά περιορισμένη. Όσον αφορά την πρώτη περίοδο το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού βρήκε ότι ο εφεσίβλητος είχε καθαρές μηνιαίες απολαβές πριν από το δυστύχημα ανερχόμενες στο ποσό των £670.-, και αφού υπολόγισε ότι για ολόκληρη την περίοδο των πρώτων δύο ετών μετά το δυστύχημα ήταν εντελώς ανίκανος για εργασία, του επιδίκασε ποσό £16.080.-, δηλαδή £670.- επί 24 μήνες. Η δεύτερη περίοδος μειωμένης ικανότητας για εργασία του εφεσίβλητου αρχίζει με την επάνοδο του στην εργασία της εταιρείας, την οποία ο ίδιος ίδρυσε, το Φεβρουάριο του 98 και διαρκεί για περίοδο 59 μηνών, δηλαδή μέχρι το τέλος του 2002. Το πρωτόδικο Δικαστήριο παρατήρησε ότι δεν χρειάζεται να εξετάσει τί αμοιβή ενδεχομένως να είχε ο εφεσίβλητος σε κάποια άλλη εργασία εφόσον η μαρτυρία του ότι εργαζόταν στην εταιρεία του και έπαιρνε μισθό £230.- περίπου μηνιαίως δεν αμφισβητήθηκε και έγινε αποδεκτή από το πρωτόδικο Δικαστήριο ως αντιπροσωπευτική της αλήθειας. Το 1998 οι απολαβές του ήταν £2.530.- (£230.- επί 11 μήνες). Το 1999 οι απολαβές του ήταν £3.200.-, το 2000 £3.500.-, το 2001 ήταν £3.720.- και ελλείψει άλλης μαρτυρίας το πρωτόδικο Δικαστήριο δέχθηκε πως οι απολαβές του και το 2002 ήταν £3,720.- Με τους προαναφερόμενους συλλογισμούς το πρωτόδικο Δικαστήριο επεδίκασε στον εφεσίβλητο συνολικό ποσό £40.274.- για απώλεια απολαβών, δηλαδή £16.080.- για την προαναφερόμενη περίοδο των δύο ετών, πλέον £24.194.- που συνιστά τις απολαβές που θα είχε ο εφεσίβλητος αν δεν υφίστατο το δυστύχημα και την αναπηρία (με βάση τις μηνιαίες αποδοχές των £670.-) μείον τις απολαβές που στην πραγματικότητα είχε για τους 59 μήνες που εργάστηκε, δηλαδή από τον Φεβρουάριο του 98 μέχρι το τέλος του 2002. Οι συνολικές απολαβές του εφεσίβλητου θα ήταν £39.530.- (£670.- επί 59 μήνες) ενώ στην πραγματικότητα οι απολαβές του για τους 59 μήνες ήταν £15.336.- Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στο ποσό των £15.336.- περίπου αφού έλαβε υπόψη ότι οι πραγματικές του απολαβές για τους προαναφερόμενους 59 μήνες ήταν £16.670.- αφαίρεσε όμως από το ποσό εκείνο ποσοστό 8% για πάγιες εισφορές στα ταμεία κοινωνικών ασφαλίσεων και αμυντικής θωράκισης και κατέληξε στο καθαρό ποσό των £15.336.-
Όσον αφορά την απώλεια εισοδημάτων του εφεσίβλητου για το μέλλον ο ευπαίδευτος πρωτόδικος Δικαστής αφαίρεσε από το ποσό των £670.-, που ήταν οι καθαρές απολαβές του εφεσίβλητου μηνιαίως πριν από το δυστύχημα, το ποσό των £310.- που ήταν οι μηνιαίες του απολαβές μετά το δυστύχημα κατά το 2001 και βρήκε διαφορά £360.- μηνιαίως, δηλαδή £4.320.- ετησίως. Αφού έλαβε υπόψη πως ο εφεσίβλητος κατά το χρόνο έκδοσης της απόφασης ήταν 28 ετών, κατά το χρόνο του δυστυχήματος ήταν 21 ετών, ότι πριν το δυστύχημα ήταν άνθρωπος δραστήριος και ενεργητικός που είχε αρχίσει σταδιακά να υλοποιεί τα σχέδια του για μια μικρής δυναμικότητας επιχείρηση της οποίας η επιτυχία εξαρτάτο σε μεγάλο βαθμό από τη δική του ενεργό συμμετοχή, ότι ο τραυματισμός του ανέτρεψε τα προαναφερόμενα δεδομένα αλλά ότι παρά τις αντίξοες περιστάσεις της ζωής του ανέκτησε τη θέληση του και επέκτεινε την επιχείρηση του, έκρινε ότι λογικός και δίκαιος πολλαπλασιαστής στην προκείμενη περίπτωση είναι ο αριθμός 17. Ως εκ τούτου επεδίκασε στον εφεσίβλητο συνολικό ποσό £73.440.- ως αποζημίωση για την υπολογιζόμενη απώλεια των μελλοντικών απολαβών του (£4.320.- επί 17).
Το πρωτόδικο Δικαστήριο επίσης επεδίκασε ποσό £1.500.- ως εφ άπαξ ποσό υπό τύπον γενικών αποζημιώσεων για τα έξοδα φυσιοθεραπείας του για τα οποία υπήρχε μαρτυρία πως θα ήταν αναγκαία για τον εφεσίβλητο αλλά δεν υπήρχε μαρτυρία πόσο συχνά θα έπρεπε να υποβάλλεται σε φυσιοθεραπεία και ποιό θα ήταν το κόστος της.
Καταληκτικά, το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού έλαβε υπόψη ότι το αγώγιμο δικαίωμα δημιουργήθηκε στις 10.11.95, το κλητήριο ένταλμα καταχωρήθηκε στις 4.3.97 και επιδόθηκε στον εναγόμενο στις 18.4.97 και αφού καθοδηγήθηκε ως προς τον τόκο, από την υπόθεση Φοινικαρίδης ν. Γεωργίου (1991) 1 Α.Α.Δ. 473 και Στεφανή ν. Λαμπή (1999) 1 A.A.Δ. 1847, εξέδωσε απόφαση υπέρ του εφεσίβλητου και εις βάρος του εφεσείοντα ως ακολούθως:
(α) £50.000.- ως γενικές αποζημιώσεις με τόκο προς 8% ετησίως από 18.4.97.
(β) £20.960,40 σ. ως ειδικές αποζημιώσεις με τόκο προς 8% ετησίως από 18.4.97 εκτός ποσού £4.000.- (έξοδα φυσιοθεραπείας) το οποίο φέρει τόκο από 24.3.99 (ημερ. καταχώρισης της έκθεσης απαίτησης).
(γ) £40.274.- ως απώλεια απολαβών του ενάγοντα από τον Νοέμβριο του 95 μέχρι την ημερομηνία της απόφασης με τόκο προς 3% ετησίως από 10.11.95 και ακολούθως προς 4% ετησίως από 29.11.96.
(δ) £73.440.- ως απώλεια μελλοντικών απολαβών, και
(ε) £1.500.- ως γενικές αποζημιώσεις για μελλοντικά έξοδα φυσιοθεραπείας.
Το συνολικό ποσό που επιδικάστηκε υπέρ του εφεσίβλητου ήταν £186.174,40 σ. πλέον οι αναλογούντες τόκοι στα επί μέρους ποσά και έξοδα στην ανάλογη κλίμακα. Η πρωτόδικη απόφαση εκδόθηκε υπό τον όρο ότι θα διενεργείτο τροποποίηση της έκθεσης απαίτησης σύμφωνα με τις οδηγίες του πρωτοδίκου δικαστηρίου και δηλώθηκε στο παρόν Δικαστήριο ότι η τροποποίηση της έκθεσης απαίτησης έχει γίνει.
Ο πρώτος λόγος εφέσεως αφορά στην αμέλεια ή συντρέχουσα αμέλεια του εφεσίβλητου για την οποία το πρωτόδικο δικαστήριο απεφάσισε ότι δεν υπήρχε. Συμφωνούμε με το πρωτόδικο δικαστήριο το οποίο αξιολόγησε τη μαρτυρία, έκρινε τον εφεσίβλητο ως αξιόπιστο μάρτυρα και με βάση τη μαρτυρία του ορθά έκρινε ότι ο εφεσίβλητος δεν είχε οποιαδήποτε συντρέχουσα αμέλεια. Δεν υπήρχε ενώπιον του πρωτοδίκου δικαστηρίου οποιαδήποτε αξιόπιστη μαρτυρία ότι ο εφεσίβλητος κινείτο κατά τον ουσιώδη χρόνο με υπερβολική υπό τις περιστάσεις ταχύτητα και επομένως ορθά το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα πως η ταχύτητα του δεν ήταν υπερβολική υπό τις περιστάσεις αλλά ούτε και ήταν σε θέση να προβεί σε οποιαδήποτε ενέργεια προς αποφυγή της σύγκρουσης εφόσον ο εφεσείων απέκοψε απότομα και ξαφνικά την πορεία του οχήματος του εφεσίβλητου μη αφήνοντας σ' αυτό περιθώρια αντίδρασης.
Ο δεύτερος λόγος εφέσεως αφορά και πάλι στον καταμερισμό της ευθύνης εις βάρος του εφεσείοντα, κατά αποκλειστικότητα. Με βάση τη μαρτυρία που δέχθηκε ως αξιόπιστη το πρωτόδικο δικαστήριο, ορθά κατέληξε στον καταμερισμό ευθύνης εις βάρος του εφεσείοντα αποκλειστικά.
Ο τρίτος λόγος εφέσεως αφορά στον επιδικασμό αποζημιώσεων για απώλεια των απολαβών του εφεσίβλητου για την περίοδο Φεβρουαρίου 1998 - Δεκεμβρίου 2002. Και αυτός ο λόγος εφέσεως δεν ευσταθεί. Από τη στιγμή που ο ευπαίδευτος πρωτόδικος Δικαστής δέχθηκε ως αξιόπιστη τη μαρτυρία του εφεσίβλητου, μπορούσε να βασισθεί σ' αυτή και ορθά βασίστηκε σ' αυτή εφόσον μάλιστα δεν αμφισβητήθηκε το ύψος των απολαβών που ο εφεσίβλητος είχε, κατά την προαναφερόμενη χρονική περίοδο, από την εταιρεία στην οποία εργαζόταν έστω και αν η εταιρεία εκείνη ελέγχετο από τον ίδιο.
Ο τέταρτος λόγος εφέσεως σχετίζεται άμεσα με τον τρίτο και αφορά στον υπολογισμό των αποζημιώσεων του εφεσίβλητου σε ποσό Λ.Κ. 24,194.- για απώλεια απολαβών για την περίοδο Φεβρουαρίου 1998 - Δεκεμβρίου 2002. Θεωρούμε ότι και ο συλλογισμός και οι υπολογισμοί του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι ορθοί δεδομένου ότι ο πρωτόδικος Δικαστής υπολόγισε τη διαφορά μεταξύ του τί κέρδιζε ο εφεσίβλητος πριν το επίδικο τροχαίο ατύχημα και τί κέρδιζε μετά τον τραυματισμό του, κατά την προαναφερόμενη χρονική περίοδο και έκαμε τους σωστούς υπολογισμούς. Το γεγονός ότι ο εφεσίβλητος, μετά το ατύχημα εργαζόταν ως Διευθυντής σε δική του ουσιαστικά εταιρεία και μπορούσε έτσι να καθορίσει το μισθό του, δε στερεί τη μαρτυρία του αναφορικά με το μισθό του, από την εγκυρότητα της δεδομένου ότι η μαρτυρία του δεν αμφισβητήθηκε και κρίθηκε ως αξιόπιστη. Ήταν επιτρεπτό για το πρωτόδικο Δικαστήριο να βασιστεί σ' αυτή τη μαρτυρία, όπως και έπραξε.
Ο πέμπτος λόγος εφέσεως αφορά στον πολλαπλασιαστή 17 που το πρωτόδικο Δικαστήριο χρησιμοποίησε. Δεδομένης της ηλικίας, των προοπτικών και των υπολοίπων περιβαλλουσών συνθηκών, κρίνουμε ότι ο πολλαπλασιαστής 17 στην προκείμενη περίπτωση ήταν ορθός και εν πάση περιπτώσει δεν μπορεί να θεωρηθεί ως πολύ υψηλός σε βαθμό που να είναι δίκαιο να τροποποιηθεί.
Ο έκτος λόγος εφέσεως αφορά στον επιδικασμό αποζημιώσεων για απώλεια μελλοντικών απολαβών του εφεσίβλητου. Και αυτός ο λόγος σχετίζεται με την αξιοπιστία της μαρτυρίας του εφεσίβλητου. Δεν βρίσκουμε οποιοδήποτε βάσιμο λόγο για τον οποίο το εύρημα ότι η μαρτυρία του εφεσίβλητου ήταν αξιόπιστη, θα πρέπει να ανατραπεί ή ότι οι σχετικοί υπολογισμοί του πρωτοδίκου Δικαστηρίου ήταν λανθασμένοι.
Ο έβδομος λόγος εφέσεως σχετίζεται άμεσα με τον έκτο και με αυτόν προβάλλεται η θέση ότι ο επιδικασμός του ποσού των £73,440.- στον εφεσίβλητο για απώλεια μελλοντικών απολαβών είναι λανθασμένος. Το πρωτόδικο Δικαστήριο βρήκε ότι οι καθαρές απολαβές του εφεσίβλητου πριν το δυστύχημα ήταν £670.- μηνιαίως και οι καθαρές απολαβές του μετά το δυστύχημα ήταν £310.-. Η διαφορά των £360.- μηνιαίως συνεπάγεται διαφορά £4.320.- ετησίως και η ετήσια διαφορά πολλαπλασιαζόμενη επί τον πολλαπλασιαστή 17, ορθά δίδει συνολική απώλεια μελλοντικών απολαβών £73.440.- Κρίνουμε ότι και ο συλλογισμός και ο υπολογισμός του πρωτοδίκου Δικαστηρίου είναι ορθοί και επομένως και αυτός ο λόγος εφέσεως είναι αβάσιμος.
Ο όγδοος λόγος εφέσεως αφορά στην αξιοπιστία της μαρτυρίας του εφεσίβλητου ως προς τις απολαβές του μετά το δυστύχημα. Δεν συντρέχει οποιοσδήποτε λόγος για την ανατροπή του ευρήματος του πρωτοδίκου Δικαστηρίου ότι η μαρτυρία του εφεσίβλητου ήταν αξιόπιστη και σ' αυτό το σημείο. Δεν χρειάζεται οποιαδήποτε ενισχυτική μαρτυρία για να γίνει δεκτή η θέση του εφεσίβλητου ως προς τις απολαβές του, μετά το δυστύχημα, έστω και αν ο εφεσίβλητος, όπως αναφέρθηκε, εργαζόταν σε εταιρεία ελεγχόμενη από τον ίδιο και επομένως μπορούσε να καθορίσει και τις απολαβές του. Η μαρτυρία του εφεσίβλητου δεν αμφισβητήθηκε ούτε και αντικρούστηκε από άλλη μαρτυρία και δεν βλέπουμε λόγο ανατροπής του ευρήματος του πρωτοδίκου Δικαστηρίου ως προς την αξιοπιστία της.
Ο ένατος λόγος εφέσεως και πάλι αφορά ουσιαστικά στην αξιοπιστία της μαρτυρίας του ενάγοντα-εφεσίβλητου αναφορικά με τις απολαβές του, μετά το δυστύχημα. Το εύρημα του Δικαστηρίου για τις απολαβές του εφεσίβλητου, μετά το δυστύχημα, βασίστηκε στη δική του αξιόπιστη μαρτυρία και είναι απόλυτα αιτιολογημένο και δικαιολογημένο. Και αυτός ο λόγος είναι αβάσιμος όπως και ο προηγούμενος.
Ο δέκατος λόγος εφέσεως αφορά στις απολαβές του εφεσίβλητου, πριν το δυστύχημα. Σχετίζεται άμεσα με την αξιοπιστία της μαρτυρίας του και δε θεωρούμε ότι συντρέχει οποιοσδήποτε λόγος για ανατροπή του ευρήματος του πρωτοδίκου Δικαστηρίου ότι η μαρτυρία του εφεσίβλητου και σ' αυτό το σημείο ήταν αξιόπιστη. Άρα και αυτός ο λόγος κρίνεται ως αβάσιμος.
Όσον αφορά την αντέφεση, ο πρώτος λόγος αντέφεσης αφορά ουσιαστικά στο εύρημα του πρωτοδίκου δικαστηρίου ως προς την αξιοπιστία της μαρτυρίας της Μ.Ε.10, Χρυστάλλας Μιχαηλίδου, και στην αξιολόγηση της μαρτυρίας της προαναφερόμενης μάρτυρος στο πλαίσιο της όλης μαρτυρίας που δέχθηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο ως αξιόπιστη. Εκτιμούμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά δεν έλαβε υπόψη τη μαρτυρία της προαναφερόμενης μάρτυρος και βασίστηκε σε άλλη μαρτυρία την οποία το ίδιο έκρινε ως αξιόπιστη (περιλαμβανομένης και εκείνης του εφεσίβλητου), εφόσον η μαρτυρία της Μ.Ε.10 συγκρουόταν με την υπόλοιπη αξιόπιστη μαρτυρία.
Ο δεύτερος και ο τρίτος λόγος αντέφεσης σχετίζονται μεταξύ τους και σχετίζονται και με τον πρώτο λόγο αντέφεσης. Αφορούν στην ικανότητα του εφεσίβλητου να εργαστεί και να κερδίσει χρήματα, πριν και μετά το επίδικο δυστύχημα. Κατά την εκτίμηση μας το πρωτόδικο Δικαστήριο έκαμε τους ορθούς συλλογισμούς και κατέληξε στα ορθά συμπεράσματα και τους ορθούς υπολογισμούς αναφορικά με την ικανότητα και τις απολαβές του εφεσίβλητου πριν και μετά το δυστύχημα. Το ποσό των £670.- μηνιαίως που το πρωτόδικο Δικαστήριο συμπέρανε ότι αποτελούσε τις πραγματικές απολαβές του εφεσίβλητου, πριν το δυστύχημα, είναι ορθό και βασίζεται στη μαρτυρία του ιδίου του εφεσίβλητου, που κρίθηκε ως αξιόπιστη, και άλλων μαρτύρων που επίσης κρίθηκαν ως αξιόπιστοι. Επομένως ορθά ο ευπαίδευτος πρωτόδικος Δικαστής αγνόησε τη μαρτυρία της Μ.Ε.10, Χρυστάλλας Μιχαηλίδου, σύμφωνα με την οποία ο εφεσίβλητος κέρδιζε ή θα μπορούσε να κερδίζει £1.000.- μηνιαίως ή και περισσότερα.
Ο τέταρτος λόγος αντέφεσης έμμεσα και πάλι εισηγείται ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε ουσιαστικά και δεν έλαβε υπόψη τη μαρτυρία της Μ.Ε.10. Ο λόγος αυτός βασίζεται στο γεγονός της διάλυσης της εταιρείας του εφεσίβλητου οπότε, σύμφωνα με το συλλογισμό αυτό, δεν θα έπρεπε να ληφθεί υπόψη ο μισθός του στην εταιρεία αλλά το τί θα μπορούσε ο ίδιος να κερδίσει, προφανώς ως αυτοεργοδοτούμενος. Δεν συμφωνούμε ούτε με το συλλογισμό αυτό. Εκτιμούμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού έλαβε υπόψη όλη την ενώπιον του αξιόπιστη μαρτυρία και κατά κύριο λόγο τη μαρτυρία του ίδιου του εφεσίβλητου ορθά έκρινε την ικανότητα του να εργαστεί και να κερδίσει χρήματα, πριν και μετά το δυστύχημα αντίστοιχα και ορθά κατέληξε στα συμπεράσματα του. Συναφώς παρατηρούμε ότι στη σελ. 32 της πρωτόδικης απόφασης ο ευπαίδευτος πρωτόδικος Δικαστής εξηγεί τους λόγους για τους οποίους κατέληξε όπως κατέληξε, παραγνωρίζοντας τη μαρτυρία της Μ.Ε.10, Χρυστάλλας Μιχαηλίδου.
Εν όψει των προαναφερομένων καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι κανένας από τους λόγους έφεσης και αντέφεσης ευσταθεί και επομένως έφεση και αντέφεση απορρίπτονται με έξοδα.
Η έφεση και η αντέφεση απορρίπτονται με έξοδα.