ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2005) 1 ΑΑΔ 785
15 Ιουνίου, 2005
[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ, Δ/στές]
ΘΕΜΙΣΤΟΚΛΗΣ ΣΟΛΩΜΟΥ ΧΑΡΑΛΑΜΠΙΔΗΣ,
Εφεσείων-Ενάγων,
v.
1. ΙΑΚΩΒΟΥ ΠΕΤΡΟΥ,
2. ΕΤΑΙΡΕΙΑ Μ. & Σ. ΠΕΤΡΟΥ ΛΙΜΙΤΕΔ,
Εφεσιβλήτων-Εναγομένων.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 11723)
Πολιτική Δικονομία ― Αίτηση για παραμερισμό απόφασης και για επαναφορά αγωγής η οποία είχε απορριφθεί λόγω απουσίας του ενάγοντος κατά την ημέρα που η αγωγή ήταν ορισμένη για ακρόαση και αφού είχε προηγηθεί απόρριψη αιτήματος για αναβολή της ακρόασης ― Απόρριψη αίτησης λόγω της καθυστέρησης στην υποβολή της και της μη δικαιολογημένης απουσίας του ενάγοντος κατά την ακρόαση ― Κρίθηκε κατ' έφεση ότι η διακριτική ευχέρεια του πρωτόδικου Δικαστηρίου ασκήθηκε ορθά και δεν παρεχόταν λόγος για επέμβαση του Εφετείου.
Η υπόθεση αυτή αφορά αγωγή η οποία είχε καταχωρηθεί στις 26.9.97, είχε αναβληθεί επανειλημμένως μετά από σχετικές αιτήσεις του εφεσείοντος-ενάγοντος, και τελικά απορρίφθηκε στις 30.10.2001. Στις 28.1.2003 ο εφεσείων καταχώρησε αίτηση για παραμερισμό της απόφασης. Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αίτηση αφού έλαβε υπόψη τόσο την αδιαφορία που ο εφεσείων επέδειξε - η υπόθεση είχε αναβληθεί από τον Δεκέμβριο του 1998 μέχρι τον Οκτώβριο του 2001 για τέσσερις φορές κατόπιν δικού του αιτήματος - όσο και τις σοβαρές επιπτώσεις που θα προκαλούνταν στους εφεσίβλητους από την απόρριψη της αγωγής.
Ο εφεσείων εφεσίβαλε την απόφαση προβάλλοντας τους ακόλουθους λόγους:
1) Ο εφεσείων δεν επέδειξε απαράδεκτη αδιαφορία και έδωσε επαρκείς εξηγήσεις για τη μη εμφάνισή του στο Δικαστήριο.
2) Δεν υπήρξε υπέρμετρη καθυστέρηση στην καταχώρηση της αίτησης για επαναφορά της αγωγής.
3) Το συμπέρασμα ότι υπήρχαν ουσιώδεις αντιφάσεις μεταξύ του εφεσείοντος και του δικηγόρου του είναι λανθασμένο.
4) Το συμπέρασμα ότι αν παραμερισθεί η πρωτόδικη απόφαση οι εφεσίβλητοι θα υποστούν σοβαρές επιπτώσεις είναι λανθασμένο.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Ακόμα και αν η μη εμφάνιση του εφεσείοντος οφείλεται σε αμέλεια του δικηγόρου του και πάλι δεν μπορεί να μη θεωρηθεί ότι ο εφεσείων παρέλειψε αδικαιολόγητα να εμφανιστεί στο Δικαστήριο στις 30.10.2001 και ότι οι εξηγήσεις που είχαν δοθεί δεν μπορούσαν να αποτρέψουν την απόρριψη της αγωγής.
2. Η επιλογή της λανθασμένης διαδικασίας, που ο εφεσείων αρχικά χρησιμοποίησε εναντίον της πρωτόδικης απόφασης, και που οδήγησε στην καθυστέρηση που σημειώθηκε, δεν μπορούσε παρά να επηρεάσει δυσμενώς την πορεία της αίτησης για τον παραμερισμό της πρωτόδικης απόφασης.
3. Μεταξύ της ένορκης δήλωσης του εφεσείοντος και της δήλωσης του δικηγόρου του, υπήρχαν πράγματι ουσιώδεις αντιφάσεις αναφορικά με τους λόγους που οδήγησαν στη μη εμφάνιση του εφεσείοντος στο Δικαστήριο στις 30.10.2001.
4. Η διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι θα είναι σοβαρές οι επιπτώσεις που θα προκληθούν στους εναγόμενους εάν παραμεριστεί η απόφαση μετά από τόσες πολλές νομικές διαδικασίες στις οποίες έχουν υποβληθεί και ταλαιπωρίες που έχουν υποστεί, είναι ορθή.
Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα σε βάρος του εφεσείοντος.
Έφεση.
Έφεση από τον ενάγοντα κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας που δόθηκε στις 21/5/2003 (Αρ. Αγωγής 11843/97) με την οποία απορρίφθηκε αίτησή του για επαναφορά αγωγής του εναντίον των εφεσιβλήτων η οποία απορρίφθηκε λόγω απουσίας του ενάγοντος κατά την ημέρα που η αγωγή του ήταν ορισμένη για ακρόαση και αφού είχε προηγηθεί απόρριψη αιτήματος για αναβολή της ακρόασης.
Γρ. Θαλασσινός για Α. Ευτυχίου, για τον Εφεσείοντα.
Αντ. Γεωργιάδης, για τους Εφεσιβλήτους.
Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Τ. Ηλιάδης.
ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ.:
(α) Τα γεγονότα.
Ο εφεσείων είχε αγοράσει στις 24/4/1994 ένα κτήμα στο χωριό Μαρκί έναντι του ποσού των £1.800. Στις 7/8/1997 ο εφεσείων υπέγραψε ένα ειδικό πληρεξούσιο έγγραφο με το οποίο εξουσιοδοτούσε τον α΄ εφεσίβλητο όπως πωλήσει και μεταβιβάσει το πιο πάνω κτήμα "αντί οιουδήποτε ποσού". Το κτήμα μεταβιβάστηκε από τον α΄ εφεσίβλητο στη β΄ εφεσίβλητη εταιρεία και ακολούθως μεταβιβάστηκε με πώληση έναντι του ποσού των £3.000 σε τρίτο πρόσωπο.
Στις 26/9/97 ο εφεσείων καταχώρισε την υπ' αρ. 11843/97 αγωγή ισχυριζόμενος ότι η πιο πάνω μεταβίβαση από τον α΄ εφεσίβλητο στη β΄ εφεσίβλητη ήταν αποτέλεσμα δόλου, απάτης και ψευδών παραστάσεων εκ μέρους των εφεσιβλήτων.
Μετά από τα στάδια της καταχώρισης των δικογράφων η αγωγή ορίστηκε για ακρόαση για πρώτη φορά στις 10/12/1998. Κατόπιν αίτησης εκ μέρους του δικηγόρου του εφεσείοντος ότι ο τελευταίος ήταν άρρωστος και κλινήρης, το Δικαστήριο ανέβαλε την υπόθεση για ακρόαση στις 13/1/2000. Την πιο πάνω ημερομηνία ο δικηγόρος του εφεσείοντος ζήτησε εκ νέου αναβολή με τον ισχυρισμό ότι ο πελάτης του ήταν άρρωστος και κλινήρης και το Δικαστήριο ανέβαλε εκ νέου την υπόθεση για ακρόαση στις 24/5/2000. Η ίδια εικόνα επαναλήφθηκε στις 24/5/2000 με το δικηγόρο του εφεσείοντος να ζητά εκ νέου αναβολή γιατί ο εφεσείων δεν μπορούσε να παρουσιασθεί λόγω ασθενείας. Έτσι η αγωγή αναβλήθηκε εκ νέου για ακρόαση στις 9/11/2000. Για τον ίδιο ακριβώς λόγο η ακρόαση της αγωγής που είχε οριστεί στις 9/11/2000 αναβλήθηκε λόγω απουσίας του εφεσείοντος λόγω ασθενείας και ορίστηκε εκ νέου για τις 15/3/2001 και αργότερα στις 6/4/2001 για οδηγίες. Στις 6/4/2001 η αγωγή ορίστηκε για ακρόαση στις 30/10/2001.
Τα γεγονότα τα οποία είχαν σημειωθεί στις 30/10/2001 είναι αυτά που οδήγησαν και στην καταχώριση της παρούσας έφεσης. Πιο συγκεκριμένα στις 10.40 π.μ., όταν θα άρχιζε η ακρόαση της αγωγής, ο δικηγόρος του εφεσείοντος ζήτησε αναβολή "γιατί για ακόμη μια φορά δεν κατόρθωσα να επικοινωνήσω με τον πελάτη μου, ο οποίος, επίσης, δεν επικοινωνεί μαζί μας για την υπόθεση του". Το Δικαστήριο απέρριψε την αίτηση για αναβολή και ανέβαλε την ακρόαση για τις 11.00 π.μ. για να δοθεί ακόμα μια ευκαιρία στον εφεσείοντα να παρουσιαστεί. Όταν το Δικαστήριο επιλήφθηκε της υπόθεσης στις 11.00 π.μ. ο δικηγόρος του εφεσείοντος δήλωσε ότι,
"Επικοινώνησα με τον πελάτη μου ο οποίος είπε να ζητήσω αναβολή για 2-3 ημέρες, γιατί σήμερα δεν τον ειδοποιήσαμε, όπως λέει, για να έλθει στο Δικαστήριο."
Το Δικαστήριο αφού έλαβε υπόψη και τη θέση των εφεσιβλήτων που έφεραν ένσταση σε νέα αναβολή, προχώρησε στην απόρριψη της αγωγής.
(β) Η αίτηση για επαναφορά.
Ο εφεσείων καταχώρισε αίτηση για την επαναφορά της αγωγής. Προς υποστήριξη της αίτησης επισυνάφθηκε ένορκη δήλωση του εφεσείοντος, το περιεχόμενο της οποίας συγκρουόταν με τα όσα είχε αναφέρει ο δικηγόρος του στο Δικαστήριο όταν ζητούσε για πέμπτη φορά αναβολή της ακρόασης. Πιο συγκεκριμένα ο εφεσείων είχε δηλώσει ενόρκως ότι είχε δώσει στους δικηγόρους του τα τηλέφωνα της οικίας του πατέρα του, το κινητό του πατέρα του, το τηλέφωνο εργασίας του πατέρα του, όπως επίσης και δύο τηλέφωνα στο Δήμο Έγκωμης στον οποίο εργαζόταν ως εργάτης, για να επικοινωνούν μαζί του, προσθέτοντας ότι "πάντοτε η επικοινωνία μου με το δικηγόρο μου ή το γραφείο του γινόταν ομαλά μέσω των πιο πάνω τηλεφώνων χωρίς κανένα πρόβλημα".
Αναφορικά με τη μη παρουσία του στην ακρόαση της 30/10/2001 ο εφεσείων ισχυρίστηκε τα ακόλουθα:
"6. Φαίνεται όμως λόγω κακής συγκυρίας μέσα στην προηγούμενη βδομάδα πριν την ακρόαση τόσο ο δικηγόρος μου όσο και από το Γραφείο του η υπάλληλος ή συνεργάτης του όταν δοκίμασαν να επικοινωνήσουν μαζί μου δεν κατέστη δυνατό να επικοινωνήσουν μαζί μου καθώς με πληροφόρησαν παρά μόνο πέτυχαν τέτοια επικοινωνία γύρω στις 10.30 π.μ. της 30 Οκτωβρίου 2001.
7. Ο κ. Αντρέας Αργυριάδης δικηγόρος τότε από το Γραφείο του κ. Αντρέα Ευτυχίου, δικηγόρου μου, πέτυχε να με εντοπίσει στο τηλέφωνο γύρω στις 10.30 π.μ. στο χώρο της δουλειάς μου και να μου ζητήσει να παρουσιαστώ στο Δικαστήριο Λευκωσίας περί τις 11.00 π.μ. στις 30/10/2001 γιατί ήταν ορισμένη η ακρόαση της πιο πάνω υπόθεσης και του είπα ότι δεν μπορώ να έρθω αμέσως γιατί έπρεπε να πάρω άδεια από την εργασία μου.
8. Κατάφερα και πήρα άδεια εντός ολίγου και έσπευσα στο Δικαστήριο γύρω στις 11.30 π.μ. αλλά πληροφορήθηκα από το δικηγόρο μου ότι η πιο πάνω αγωγή μου είχε ήδη απορριφθεί γιατί δεν παρουσιάστηκα για να καταθέσω υπέρ της αγωγής μου."
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού σημείωσε μεταξύ άλλων τη διαφορά στους ισχυρισμούς του δικηγόρου του εφεσείοντος (ότι δεν κατόρθωσε να επικοινωνήσει με τον πελάτη του) με τους ισχυρισμούς του εφεσείοντος (ότι η επικοινωνία πάντοτε με το δικηγόρο του ήταν ομαλή), κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν μπορούσε να βασιστεί στο περιεχόμενο της ένορκης δήλωσης του εφεσείοντος.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο σημείωσε επίσης ότι,
"Από τον Δεκέμβριο του 1998 μέχρι τις 30 Οκτωβρίου 2001 αναβλήθηκε η ακρόαση της υπόθεσης κατόπιν αιτήματος του ενάγοντα τέσσερις φορές. Οι δικηγόροι του ενάγοντα γνώριζαν για την νέα ημερομηνία ακρόασης από τον Απρίλιο του 2001. Είναι απαράδεκτο ότι σε διάστημα έξη μηνών δεν κατόρθωσαν να επικοινωνήσουν με τον πελάτη τους για να τον ενημερώσουν για την νέα ημερομηνία. Η αδιαφορία που έχει επιδειχθεί στην παρούσα περίπτωση είναι ιδιαίτερα έντονη εάν ληφθεί υπόψη ότι σε διάστημα μισής ώρας ο δικηγόρος του ενάγοντα κατόρθωσε να επικοινωνήσει μαζί του αφού το Δικαστήριο απέρριψε το αίτημα για αναβολή και κάλεσε τους διαδίκους να είναι έτοιμοι για την ακρόαση μέχρι τις 11:15 π.μ."
Έχοντας υπόψη τα πιο πάνω όπως επίσης και τις σοβαρές επιπτώσεις που θα προκαλούνταν στους εφεσιβλήτους από την απόρριψη της αγωγής, αποφάσισε την απόρριψη της αίτησης και την επαναφορά της αγωγής.
(γ) Η έφεση.
Με την παρούσα έφεση ο εφεσείων προσβάλλει την εγκυρότητα της πρωτόδικης απόφασης για τους πιο κάτω λόγους:
(i) Ο εφεσείων δεν επέδειξε απαράδεκτη αδιαφορία και έδωσε επαρκείς εξηγήσεις για τη μη εμφάνιση του στο Δικαστήριο.
(ii) Δεν υπήρξε υπέρμετρη καθυστέρηση στην καταχώριση της αίτησης για την επαναφορά της αγωγής.
(iii) Το συμπέρασμα ότι υπήρχαν ουσιώδεις αντιφάσεις μεταξύ του εφεσείοντος και του δικηγόρου του είναι λανθασμένο και
(iv) Το συμπέρασμα ότι αν παραμεριστεί η πρωτόδικη απόφαση οι εφεσίβλητοι θα υποστούν σοβαρές επιπτώσεις είναι λανθασμένο.
(i) Ο εφεσείων δεν επέδειξε απαράδεκτη αδιαφορία και έδωσε επαρκείς εξηγήσεις για τη μη εμφάνιση του στο Δικαστήριο.
Αναφορικά με τον πρώτο λόγο θα ηθέλαμε να παρατηρήσουμε ότι έχουμε ήδη παραθέσει το ιστορικό της υπόθεσης από το οποίο φαίνεται ότι η ακρόαση της αγωγής είχε ήδη αναβληθεί τέσσερις φορές λόγω της μη εμφάνισης του εφεσείοντος λόγω ασθενείας. Έχουμε επίσης παραθέσει λεπτομερώς τα γεγονότα της 30/10/2001 που οδήγησαν στην απόρριψη της αγωγής και μέσα σε αυτά τα πλαίσια δεν τρέφουμε καμιά αμφιβολία ότι αν ο εφεσείων ειδοποιείτο εγκαίρως για τη νέα ημερομηνία ακρόασης, θα μπορούσε να προβεί στα απαραίτητα διαβήματα για να πάρει τη σχετική άδεια από τον εργοδότη του να απουσιάσει στις 30/10/2001 για να παρουσιασθεί στο Δικαστήριο. Αντίθετα από τα στοιχεία που έχουν παρουσιαστεί φαίνεται ότι ο εφεσείων δεν είχε ειδοποιηθεί σχετικά από το δικηγόρο του και οι προσπάθειες του τελευταίου να εξασφαλίσει τηλεφωνικώς την παρουσία του στις 30/10/2001 αποτελούσαν μια απελπισμένη προσπάθεια διάσωσης της αγωγής από πιθανή απόρριψή της. Όπως έχει σημειωθεί στην πρωτόδικη απόφαση,
"Στην απόφαση Φοίβος Κληρίδης κ.ά. ν. Άννα Χρυσάφη κ.ά. (2002) 1 Α.Α.Δ. 699, το Ανώτατο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι η αδυναμία του δικηγόρου να επικοινωνήσει με τον πελάτη του συνιστά αμέλεια δικηγόρου. Ακόμη και εάν δεχθώ ότι η μη εμφάνιση του ενάγοντα εκείνη την ημέρα οφείλεται σε αμέλεια του δικηγόρου του και πάλι δεν μπορεί να παραβλεφθεί η μη παρουσία του ενάγοντα εκείνη την ημέρα. Εάν πράγματι οι δικηγόροι του ενάγοντα είχαν καταβάλει κάθε προσπάθεια να επικοινωνήσουν μαζί του και δεν το κατόρθωσαν στο διάστημα έξη μηνών που μεσολάβησε μέχρι την ακρόαση της αγωγής θα μπορούσαν να είχαν αποταθεί με γραπτό αίτημα για αναβολή προηγουμένως και θα μπορούσαν τουλάχιστον να είχαν ενημερώσει και την άλλη πλευρά για το πρόβλημα επικοινωνίας που αντιμετώπιζαν εγκαίρως.
Η αδιαφορία του ενάγοντα όμως δεν σταματάει εδώ. Υπήρξε υπέρμετρη καθυστέρηση στην υποβολή της παρούσας αιτήσεως. Βέβαια δόθηκε παράταση χρόνου στον ενάγοντα για να καταχωρήσει την παρούσα αίτηση. Όμως αυτό το γεγονός δεν εμποδίζει το Δικαστήριο από του να εξετάσει τους λόγους της καθυστέρησης και να αποφασίσει κατά πόσο αυτή η καθυστέρηση είναι δικαιολογημένη. Στην αγγλική υπόθεση Bradshaw v. Warlow ([1886] 32 Ch. D. 403) το Δικαστήριο απέρριψε αίτηση για επαναφορά παρά του γεγονότος ότι έδωσε παράταση χρόνου για την καταχώρηση της αίτησης πέραν του χρονικού ορίου που επετρέπετο από τους θεσμούς με την ακόλουθη δικαιολογία "The appellants have not shown any grounds for the indulgence of the Court" (Οι εφεσείοντες δεν έχουν δώσει λόγους για να τους επιδειχθεί η επιείκεια του Δικαστηρίου).
Στην παρούσα περίπτωση είχε καταχωρηθεί αίτηση για επαναφορά της αγωγής εντός των χρονικών πλαισίων που επιτρέπουν οι θεσμοί. Αυτή η αίτηση αποσύρθηκε άνευ βλάβης για να αποφευχθεί, όπως αναφέρεται στην ένορκη δήλωση του ενάγοντα, η πολλαπλότητα των διαδικασιών εν όψει της καταχώρησης έφεσης εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου για απόρριψη της αγωγής."
Μέσα σε αυτά τα πλαίσια κρίνουμε ότι ο εφεσείων παρέλειψε αδικαιολόγητα να εμφανιστεί στο Δικαστήριο στις 30/10/2001 και ότι οι εξηγήσεις που είχαν δοθεί δεν μπορούσαν να αποτρέψουν την απόρριψη της αγωγής.
(ii) Δεν υπήρξε υπέρμετρη καθυστέρηση στην καταχώριση της αίτησης για επαναφορά της αγωγής.
Η αγωγή απορρίφθηκε στις 30/10/2001. Αρχικά ο εφεσείων καταχώρισε
(α) Στις 5/11/2001 αίτηση για ακύρωση και παραμερισμό της πρωτόδικης απόφασης και
(β) Στις 11/12/2001 την υπ' αρ. 11224 Πολιτική Έφεση.
Ως αποτέλεσμα της ένστασης που καταχωρήθηκε εκ μέρους των εφεσιβλήτων στην αίτηση της 5/11/2001, ο εφεσείων απέσυρε την αίτηση και επέμενε στην προώθηση της υπ' αρ. 11224 Πολιτικής Έφεσης. Η πιο πάνω έφεση απορρίφθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο στις 20/12/2002.
Η έφεση απορρίφθηκε στις 20/12/2002 γιατί ο εφεσείων θα έπρεπε να εξετάσει το θέμα της δικαιοδοσίας του Επαρχιακού Δικαστηρίου προτού προχωρήσει στην καταχώριση έφεσης εναντίον της απόφασης απόρριψης της αγωγής. Με άλλα λόγια παρατηρείται ότι ενώ η αγωγή απορρίφθηκε στις 30/10/2001, η αίτηση για παραμερισμό της καταχωρήθηκε στις 28/1/2003, δηλ. 15 μήνες αργότερα.
Για την λανθασμένη επιλογή της καταχώρισης έφεσης ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου που οδήγησε στην καθυστέρηση που επακολούθησε, το πρωτόδικο Δικαστήριο σημείωσε τα πιο κάτω:
"Η απόρριψη της αίτησης ήτο αποτέλεσμα επιλογής λανθασμένης διαδικασίας η οποία αποτελεί αμέλεια καθόσον οι θεσμοί και η νομολογία είναι ξεκάθαρη ότι στην περίπτωση που εκδοθεί απόφαση σε αγωγή χωρίς να ακουσθεί επί της ουσίας δεν δημιουργείται δεδικασμένο και ως εκ τούτου ο διάδικος θα πρέπει πρώτα να αποταθεί στο Επαρχιακό Δικαστήριο για παραμερισμό της απόφασης.
Στην απόφαση Evand Promotions Ltd. κ.ά. v. Frank Rutman (Αρ. 2) (1998) 1(Δ) Α.Α.Δ. 2123, το Εφετείο αποφάνθηκε ότι το σφάλμα του δικηγόρου συγχωρείται από το Δικαστήριο όταν οφείλεται σε εσφαλμένη ερμηνεία των θεσμών και όταν δεν προκαλούνται δυσμενείς επιπτώσεις στην άλλη πλευρά. Όμως τα γεγονότα στην παρούσα περίπτωση διακρίνονται διότι η εσφαλμένη ερμηνεία των θεσμών είναι αδικαιολόγητη λαμβάνοντας υπόψη το ξεκάθαρο λεκτικό της Δ.33 θ.5 και την πλούσια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου σε σχέση με την ορθή ερμηνεία της Δ.33."
Η προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς την καθυστέρηση που έχει σημειωθεί είναι ορθή. Ο λανθασμένος χειρισμός της διαδικασίας που οδήγησε στην καθυστέρηση που σημειώθηκε δεν μπορούσε παρά να επηρεάσει δυσμενώς και την πορεία της αίτησης για τον παραμερισμό της πρωτόδικης απόφασης.
(iii) Το συμπέρασμα ότι υπήρχαν ουσιώδεις αντιφάσεις μεταξύ του εφεσείοντος και του δικηγόρου του είναι λανθασμένο.
Έχουμε ήδη παραθέσει τη δήλωση του δικηγόρου του εφεσείοντος και το περιεχόμενο της ένορκης δήλωσης του τελευταίου αναφορικά με τους λόγους που οδήγησαν στη μη εμφάνισή του στο Δικαστήριο στις 30/10/2001. Μέσα σε αυτά τα πλαίσια δεν μπορούμε παρά να υιοθετήσουμε την πρωτόδικη απόφαση ότι υπήρχαν ουσιώδεις διαφορές ως προς τους λόγους που οδήγησαν στη μη εμφάνιση του εφεσείοντος στο Δικαστήριο. Η σχετική εισήγηση απορρίπτεται.
(iv) Το συμπέρασμα ότι αν παραμερισθεί η πρωτόδικη απόφαση οι εφεσίβλητοι θα υποστούν σοβαρές επιπτώσεις είναι λανθασμένο.
Το σχετικό απόσπασμα της πρωτόδικης απόφασης αναφέρει τα πιο κάτω:
"Περαιτέρω είναι φανερό ότι οι επιπτώσεις που θα προκληθούν στους εναγόμενους εάν παραμερισθεί η απόφαση, μετά από τόσες πολλές νομικές διαδικασίες στις οποίες έχουν υποβληθεί και ταλαιπωρίες που έχουν υποστεί, θα είναι σοβαρές. Είναι άδικο να υποβληθούν σε νέες περιπέτειες και επιπρόσθετες δαπάνες μετά από τόση καθυστέρηση. Ο ενάγοντας έχει εξαντλήσει τους εναγόμενους μετά από τέσσερα χρόνια δικαστικών διαδικασιών χωρίς ακόμη να δικασθεί και να αποφασισθεί ούτε ένα ζήτημα επί της ουσίας."
Ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι αν η αίτηση του για παραμερισμό γινόταν αποδεκτή, οι εφεσίβλητοι δεν θα επηρεάζονταν δυσμενώς αφού μπορούσε να επιδικασθούν υπέρ τους τα έξοδα της ακύρωσης απόφασης.
Η πιο πάνω εισήγηση δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή. Η ακρόαση της αγωγής είχε αναβληθεί επανειλημμένα λόγω της παράλειψης του εφεσείοντος να εμφανιστεί για να καταθέσει προς υποστήριξη των ισχυρισμών του. Αναφορικά με τα έξοδα στα οποία έχει ήδη καταδικαστεί, σημειώνουμε από τη γραπτή αγόρευση του ευπαίδευτου συνήγορου των εφεσιβλήτων ότι ουδένα ποσό έχει μέχρι σήμερα καταβληθεί από τον εφεσείοντα για τα έξοδα στα οποία έχει ήδη καταδικαστεί και ότι ένταλμα εκποίησης της κινητής του περιουσίας επιστράφηκε ανεκτέλεστο.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα σε βάρος του εφεσείοντος.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα σε βάρος του εφεσείοντος.