ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2005) 1 ΑΑΔ 610
27 Απριλίου, 2005
[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π., ΚΡΑΜΒΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ/στές]
1. ΕΠΙΣΗΜΟΣ ΠΑΡΑΛΗΠΤΗΣ ΥΠΟ ΤΗΝ ΙΔΙΟΤΗΤΑ
ΤΟΥ ΩΣ ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΤΗΣ ΤΗΣ ΥΠΟ
ΔΙΑΛΥΣΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ LOUKOS TRADING CO LTD,
2. ΛΟΥΚΗΣ ΠΑΠΑΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ,
Εφεσείοντες,
v.
ΡΕΪΝΜΠΟΟΥ ΠΛΗΤΣΙΗΓΚ ΚΑΙ ΝΤΑΪΓΚ ΚΟ. ΛΤΔ,
Εφεσιβλήτων.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 10543)
Παραδεδεγμένος ή εκκαθαρισμένος λογαριασμός (account stated) ― Ποία η έννοιά του και ποίος ο τρόπος στη βάση του οποίου επενεργεί ― Ο ενάγων του οποίου η αιτία αγωγής είναι ο παραδεδεγμένος ή εκκαθαρισμένος λογαριασμός, δεν είναι υποχρεωμένος να δικογραφήσει και να αποδείξει καθένα από τα στοιχεία του εκκαθαρισμένου λογαριασμού ξεχωριστά.
Ευρήματα Δικαστηρίου ― Αξιολόγηση αξιοπιστίας μαρτύρων και κατάληξη σε εύρημα ότι το οφειλόμενο υπόλοιπο του ποσού που οι εφεσίβλητοι ζητούσαν από τους εφεσείοντες με την αγωγή τους, ήταν υπόλοιπο δυνάμει παραδεδεγμένου ή εκκαθαρισμένου λογαριασμού (account stated) και δυνάμει συναλλαγματικών ― Το Εφετείο δεν επενέβη.
Πολιτική Δικονομία ― Έξοδα ― Κατά κανόνα ακολουθούν το αποτέλεσμα της δίκης, εκτός εάν συντρέχουν γεγονότα που συνηγορούν υπέρ του αντιθέτου.
Η παρούσα έφεση στρέφεται εναντίον της απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου με την οποία εκδόθηκε απόφαση υπέρ των εφεσιβλήτων και εις βάρος των εφεσειόντων 1 για ποσό £81.148,96, υπόλοιπο δυνάμει παραδεδεγμένου λογαριασμού, και υπέρ των εφεσιβλήτων και εις βάρος των εφεσειόντων 1 και 2 αλληλεγγύως και κεχωρισμένως για ποσό £10.250.- δυνάμει δύο συναλλαγματικών στις οποίες πρωτοφειλέτες ήταν οι εφεσείοντες 1 και εγγυητής ο εφεσείων 2.
Οι εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα αποφάσισε ότι αποδείχθηκε ο ισχυριζόμενος παραδεδεγμένος λογαριασμός (account stated) και η απαίτηση επί των συναλλαγματικών. Προσβάλλεται επίσης η αξιολόγηση της αξιοπιστίας των μαρτύρων και των δύο πλευρών καθώς και η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με την ανταπαίτησή τους, η οποία απερρίφθη.
Με αντέφεσή τους οι εφεσίβλητοι ισχυρίζονται ότι λανθασμένα και χωρίς αιτιολογία το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν επεδίκασε έξοδα και εναντίον του εφεσείοντος 2, του οποίου η υπεράσπιση απέτυχε.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Η αξιολόγηση της αξιοπιστίας της μαρτυρίας, η οποία αποτελεί έργο του πρωτόδικου Δικαστηρίου, έγινε πολύ προσεκτικά και βρίσκει σύμφωνο το Εφετείο.
2. Σύμφωνα με τη μαρτυρία που δέχθηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο ως αξιόπιστη προκύπτει αβίαστα το συμπέρασμα πως ο προαναφερόμενος λογαριασμός ήταν πράγματι ένα παραδεδεγμένος ή εκκαθαρισμένος λογαριασμός τον οποίο οι εφεσείοντες 1 αποδέχθηκαν εφόσον ουδέποτε αμφισβήτησαν. Ως εκ τούτου ορθά αποτέλεσε αιτία αγωγής των εφεσιβλήτων και ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε πως οι εφεσίβλητοι απέδειξαν τη δικογραφημένη αιτία αγωγής τους εναντίον των εφεσειόντων 1.
3. Όσον αφορά τις συναλλαγματικές και πάλι ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα πως αυτές δεν ήταν διευκολυντικές αλλά ήταν συναλλαγματικές που δόθηκαν για καλό αντάλλαγμα, κατέστησαν πληρωτέες, δεν πληρώθηκαν και οφείλοντο τόσο από τους εφεσείοντες 1-πρωτοφειλέτες όσο και από τον εφεσείοντα 2-εγγυητή.
4. Η μη επιδίκαση εξόδων εναντίον του εφεσείοντος 2 ήταν ορθή, ενόψει του γεγονότος ότι αυτός ενάγετο μόνο ως εγγυητής των συναλλαγματικών της εταιρείας του, θέμα που απασχόλησε το πρωτόδικο Δικαστήριο πολύ λίγο στα πλαίσια της όλης ακροαματικής διαδικασίας.
Η έφεση και η αντέφεση απορρίφθηκαν με έξοδα.
Έφεση και�Αντέφεση.
Έφεση από τους εναγόμενους κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας που δόθηκε στις 15/12/98 (Αρ.�Αγωγής 10565/93) με την οποία δέκτηκε τη μαρτυρία των εναγόντων και εξέδωσε απόφαση ως η απαίτησή τους με την οποία αξίωναν εναντίον των εναγομένων 1 ποσό £81.148,99 σ., υπόλοιπο δυνάμει παραδεδεγμένου λογαριασμού, και εναντίον και των δύο εναγομένων ποσό £10.250.- δυνάμει δύο συναλλαγματικών στις οποίες πρωτοφειλέτες ήταν οι εναγόμενοι 1 και εγγυητής ο εναγόμενος 2, άλλη δε αξίωση των εναγόντων για ποσό £7.282.- δυνάμει τριών επιταγών ικανοποιήθηκε με συνοπτική απόφαση.
Αντέφεση από τους ενάγοντες οι οποίοι ισχυρίσθηκαν ότι λανθασμένα, και χωρίς αιτιολογία το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν επεδίκασε έξοδα και εναντίον του εφεσείοντα 2, του οποίου η υπεράσπιση απέτυχε.
Σ. Δράκος, για τους Εφεσείοντες.
Δ. Παπαχρυσοστόμου, για τους Εφεσίβλητους.
Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Νικολάτος.
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.: Με την αγωγή τους ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου οι εφεσίβλητοι αξίωσαν εναντίον των εφεσειόντων 1 ποσό £81.148,99 σ., υπόλοιπο δυνάμει παραδεδεγμένου λογαριασμού, και εναντίον και των δύο εφεσειόντων ποσό £10.250.- δυνάμει δύο συναλλαγματικών στις οποίες πρωτοφειλέτες ήταν οι εφεσείοντες 1 και εγγυητής ο εφεσείων 2. Άλλη αξίωση των εφεσιβλήτων για ποσό £7.282.- δυνάμει τριών επιταγών ικανοποιήθηκε με συνοπτική απόφαση.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού άκουσε τη μαρτυρία των δύο πλευρών, δέχθηκε εξ ολοκλήρου τη μαρτυρία των εφεσιβλήτων την οποία χαρακτήρισε ως συντριπτικά και αποφασιστικά ανώτερη από εκείνη των εφεσειόντων. Χαρακτήρισε τους μάρτυρες των εφεσιβλήτων κο. Βασιλειάδη και κα. Αρναούτη ως αξιόπιστους. Αντίθετα, το πρωτόδικο Δικαστήριο, έκρινε τη μαρτυρία των εφεσειόντων ως αναξιόπιστη και παρατήρησε σ' αυτήν αντιφάσεις, μια από τις οποίες ήταν ότι η απαίτηση τους για υπερχρεώσεις ερχόταν σε αντίθεση με τη θέση τους ότι δεν υπήρχαν καθορισμένες και συμφωνημένες τιμές για τις υπηρεσίες που οι εφεσίβλητοι πρόσφεραν στους εφεσείοντες. Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε επίσης ως καθόλου πειστική τη βασική θέση των ουσιαστικών μαρτύρων των εφεσειόντων (κ. Παπαχριστοφόρου και της κόρης του Ευγενούλας) ότι ουδέποτε στα 20 χρόνια της συνεργασίας των διαδίκων υπήρξε λογαριασμός με χρεοπιστώσεις και ότι τα τιμολόγια εξοφλούνταν από τους εφεσείοντες αμέσως. Το πρωτόδικο Δικαστήριο παρατήρησε επίσης πως οι δύο μεγάλες ανταπαιτήσεις των εφεσειόντων για πλημμελή παροχή υπηρεσιών από τους εφεσίβλητους, απεσύρθησαν, αφήνοντας κατ' αυτό τον τρόπο ανάλογα εκτεθειμένη τη θέση των εφεσειόντων, όπως δικογραφήθηκε.
Όσον αφορά τις δύο συναλλαγματικές, ο ευπαίδευτος πρωτόδικος Δικαστής, αφού παρατήρησε ότι ο μάρτυρας των εφεσειόντων, κ. Παπαχριστοφόρου, δέχθηκε ότι σε άλλες 3-4 περιπτώσεις δόθηκαν συναλλαγματικές έναντι της οφειλής των εφεσειόντων 1 προς τους εφεσίβλητους, έκρινε και πάλι πως η μαρτυρία των εφεσιβλήτων ήταν αξιόπιστη και εκείνη των εφεσειόντων αναξιόπιστη.
Τελικά ο ευπαίδευτος πρωτόδικος Δικαστής προχώρησε σε εύρημα ότι οι εφεσίβλητοι απέδειξαν τον ισχυριζόμενο παραδεδεγμένο λογαριασμό (τεκμήριο 1) και την απαίτηση τους επί των συναλλαγματικών (τεκμήρια 2 και 3). Ήταν εύρημα του πρωτοδίκου Δικαστηρίου πως το χρεωστικό υπόλοιπο μεταξύ των εφεσιβλήτων και των εφεσειόντων 1, αναφορικά με τις μεταξύ τους συναλλαγές, συνεφωνείτο κάθε μήνα με βάση τη μηνιαία κατάσταση του χρεοπιστωτικού λογαριασμού που ετηρείτο από τους εφεσίβλητους, εξεδίδετο και εδίδετο στους εφεσείοντες 1. Οι καταστάσεις αυτές συμφωνούντο μεταξύ των διευθυντών των δύο εταιρειών και των λογιστηρίων τους. Βρήκε, επίσης, το πρωτόδικο Δικαστήριο, ότι το τεκμήριο 1 συνιστούσε την τελευταία συμφωνηθείσα και παραδεχθείσα κατάσταση λογαριασμού η οποία εδείκνυε το οφειλόμενο χρεωστικό υπόλοιπο, από το οποίο έπρεπε να αφαιρεθεί το ποσό των δύο συναλλαγματικών, το οποίο οι εφεσίβλητοι διεκδίκησαν ξεχωριστά.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε πως υπήρχαν όλα τα στοιχεία του παραδεδεγμένου λογαριασμού, και συγκεκριμένα παραδοχή, εκ μέρους των εφεσειόντων 1, οφειλής χρεωστικού υπολοίπου προκύπτοντος από χρεοπιστωτικό λογαριασμό, ενώ δεν υπήρχε αξιόπιστη μαρτυρία, από την άλλη πλευρά, που να ανατρέπει οποιοδήποτε συγκεκριμένο στοιχείο του προαναφερόμενου χρεοπιστωτικού λογαριασμού. Το ίδιο ίσχυε και για τις συναλλαγματικές, οι οποίες δόθησαν έναντι του προαναφερόμενου λογαριασμού, κατέστησαν πληρωτέες και δεν πληρώθησαν, με αποτέλεσμα το ποσό των συναλλαγματικών να οφείλεται.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέδωσε απόφαση υπέρ των εφεσιβλήτων και εις βάρος των εφεσειόντων 1 για ποσό £81.148,96 σ. και υπέρ των εφεσιβλήτων και εναντίον των εφεσειόντων 1 και 2 αλληλεγύως και κεχωρισμένως για ποσό £10.250.- Η ανταπαίτηση των εφεσειόντων απορρίφθηκε στο σύνολό της. Οι εφεσείοντες 1 διατάχθηκαν επίσης να καταβάλουν τα έξοδα των εφεσιβλήτων τόσο αναφορικά με την απαίτηση όσο και αναφορικά με την ανταπαίτηση. Σε σχέση με τον εφεσείοντα 2 το πρωτόδικο δικαστήριο ανέφερε τα εξής: «Λαμβανομένης υπόψη της όλης υπεράσπισης, δεν επιδικάζονται έξοδα εναντίον του εναγομένου 2».
Με την έφεση τους οι εφεσείοντες ισχυρίζονται πως το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα αποφάσισε ότι αποδείχθηκε ο ισχυριζόμενος παραδεδεγμένος λογαριασμός (account stated) και η απαίτηση επί των συναλλαγματικών. Προσβάλλεται επίσης η αξιολόγηση της αξιοπιστίας των μαρτύρων των δύο πλευρών. Ακόμα οι εφεσείοντες ισχυρίζονται πως λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχθηκε το τεκμήριο 1 και πως λανθασμένα κατέληξε πως το τεκμήριο 1 συνιστά την τελευταία συμφωνηθείσα και παραδεχθείσα κατάσταση λογαριασμού. Οι υπόλοιποι λόγοι εφέσεως αφορούν στην ισχυριζόμενη μη εξέταση, από το πρωτόδικο Δικαστήριο, της θέσης των εφεσειόντων ότι οι συναλλαγματικές ήταν μόνο διευκολυντικές, τη μη εξέταση των αυθεντιών που οι εφεσείοντες έθεσαν ενώπιον του δικαστηρίου αναφορικά με παραδεδεγμένο λογαριασμό και τη λανθασμένη αξιολόγηση της μαρτυρίας συγκεκριμένων μαρτύρων των εφεσειόντων. Τελικά προσβάλλεται ως εσφαλμένη και η απόφαση του πρωτοδίκου Δικαστηρίου αναφορικά με την ανταπαίτηση των εφεσειόντων, η οποία απερρίφθη.
Με αντέφεση τους οι εφεσίβλητοι ισχυρίζονται ότι λανθασμένα, και χωρίς αιτιολογία το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν επεδίκασε έξοδα και εναντίον του εφεσείοντα 2, του οποίου η υπεράσπιση απέτυχε.
Διεξήλθαμε τη μαρτυρία και τα τεκμήρια που παρουσιάστηκαν ενώπιον του πρωτοδίκου Δικαστηρίου και καταλήξαμε στο συμπέρασμα ότι απόλυτα δικαιολογημένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε τη μαρτυρία των μαρτύρων των εφεσιβλήτων ως αξιόπιστη και εκείνη των μαρτύρων των εφεσειόντων ως αναξιόπιστη. Παρατηρούμε συναφώς ότι στη μαρτυρία του μάρτυρα των εφεσιβλήτων κ. Βασιλειάδη, Γενικού Διευθυντή της εφεσίβλητης εταιρείας, γίνεται αναφορά στη μεταξύ των διαδίκων συνεργασία από το 1974-75 μέχρι το τέλος Αυγούστου του 1993. Ο κ. Βασιλειάδης ανέφερε ότι καταστάσεις λογαριασμού στέλλονταν από τους εφεσίβλητους στους εφεσείοντες κάθε τέλος του μηνός και οι εφεσείοντες πάντα συμφωνούσαν με τα υπόλοιπα. Σε καμιά περίπτωση υπήρξαν οποιεσδήποτε διαφορές αναφορικά με τα υπόλοιπα του λογαριασμού. Η μάρτυρας των εφεσιβλήτων κα. Αρναούτη αναφέρθηκε στο τεκμήριο 1 και στο ποσό των £56.700.- το οποίο μεταφέρθηκε από προηγούμενο λογαριασμό (balance brought forward). Η κα. Αρναούτη επίσης επιβεβαίωσε πως οι εφεσείοντες ουδέποτε αμφισβήτησαν τα υπόλοιπα και σε καμιά περίπτωση της ανέφεραν ότι είχαν οποιαδήποτε διαφορά. Τις καταστάσεις λογαριασμού τις έστελλε η κα. Αρναούτη στους εφεσείοντες 1, δια χειρός, χρησιμοποιώντας για το σκοπό αυτό υπαλλήλους τους, τους οποίους και κατονόμασε.
Δεν προτιθέμεθα να επαναξιολογήσουμε τη μαρτυρία των μαρτύρων που κατέθεσαν ενώπιον του πρωτοδίκου Δικαστηρίου. Αυτό είναι έργο του πρωτοδίκου Δικαστηρίου το οποίο έγινε πολύ προσεκτικά και συμφωνούμε με την αξιολόγηση της αξιοπιστίας της μαρτυρίας στην οποία προέβη.
Παραδεδεγμένος ή εκκαθαρισμένος λογαριασμός (account stated) σημαίνει συμφωνία μεταξύ των μερών σύμφωνα με την οποία όλα τα στοιχεία του λογαριασμού καθώς και το υπόλοιπο είναι ορθά, συνδυασμένη με υπόσχεση ρητή ή εξυπακουόμενη να πληρωθεί το υπόλοιπο. Επενεργεί ως νέα σύμβαση χωρίς να είναι αναγκαία νέα αντιπαροχή και ο ενάγοντας, του οποίου η αιτία αγωγής είναι ο παραδεδεγμένος ή εκκαθαρισμένος λογαριασμός, δεν είναι υποχρεωμένος να δικογραφήσει και να αποδείξει καθένα από τα στοιχεία του εκκαθαρισμένου λογαριασμού ξεχωριστά. Η συμφωνία των μερών ότι το υπόλοιπο είναι ορθό μπορεί να συναχθεί και από την παράδοση της κατάστασης λογαριασμού και την παράλειψη του χρεώστη να ενστεί για τα ποσά του λογαριασμού, εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος. Βέβαια το τί συνιστά εύλογο χρονικό διάστημα είναι ζήτημα πραγματικό και νομικό στην κάθε περίπτωση.
Στην προκείμενη περίπτωση, σύμφωνα με τη μαρτυρία που δέχθηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο ως αξιόπιστη, η συνεργασία μεταξύ εφεσιβλήτων και εφεσειόντων 1 διήρκησε περίπου 18 χρόνια και ο επίδικος λογαριασμός (τεκμήριο 1) αφορά περίοδο περίπου 3 χρόνων και 8 μηνών αρχίζοντας με ποσό που μεταφέρθηκε από προηγούμενο λογαριασμό. Το αγώγιμο δικαίωμα των εφεσιβλήτων ήταν ο προαναφερόμενος παραδεδεγμένος ή εκκαθαρισμένος λογαριασμός. Σύμφωνα με την μαρτυρία που δέχθηκε ως αξιόπιστη το πρωτόδικο Δικαστήριο, κατάσταση λογαριασμού αποστελλόταν κάθε μήνα από τους εφεσίβλητους στους εφεσείοντες 1 και οι εφεσείοντες ουδέποτε αμφισβήτησαν είτε τα ποσά είτε τα υπόλοιπα των καταστάσεων και των λογαριασμών αυτών και ουδέποτε έθεσαν οποιοδήποτε θέμα αναφορικά με τις καταστάσεις και τους λογαριασμούς. Περιπλέον οι εφεσείοντες δεν ήσαν σε θέση να υποδείξουν και οποιοδήποτε συγκεκριμένο ποσό του προαναφερομένου παραδεδεγμένου ή εκκαθαρισμένου λογαριασμού το οποίο να είναι λανθασμένο.
Καταλήγουμε επομένως αβίαστα στο συμπέρασμα πως ο προαναφερόμενος λογαριασμός (τεκμήριο 1) ήταν πράγματι ένας παραδεδεγμένος ή εκκαθαρισμένος λογαριασμός τον οποίο οι εφεσείοντες 1 αποδέχτηκαν εφόσον ουδέποτε αμφισβήτησαν. Ως εκ τούτου ορθά αποτέλεσε αιτία αγωγής των εφεσιβλήτων και ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε πως οι εφεσίβλητοι απέδειξαν τη δικογραφημένη αιτία αγωγής τους εναντίον των εφεσειόντων 1.
Όσον αφορά τις συναλλαγματικές (τεκμήρια 2 και 3) θεωρούμε και πάλι ότι ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα πως αυτές δεν ήταν διευκολυντικές αλλά ήταν συναλλαγματικές που δόθηκαν για καλό αντάλλαγμα, κατέστησαν πληρωτέες, δεν πληρώθηκαν και οφείλοντο τόσο από τους εφεσείοντες 1-πρωτοφειλέτες όσο και από τον εφεσείοντα 2-εγγυητή.
Το τελευταίο ζήτημα είναι εκείνο των εξόδων εναντίον του εφεσείοντα 2 που το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν επιδίκασε, με την προαναφερόμενη αιτιολογία. Θεωρούμε ότι υπό τις περιστάσεις το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά δεν επιδίκασε έξοδα και εναντίον του εφεσείοντα 2, Διευθυντή της εφεσείουσας 1 εταιρείας. Ο εφεσείων 2 ενάγετο μόνο ως εγγυητής των συναλλαγματικών της εταιρείας του και το μεγαλύτερο μέρος της ακροαματικής διαδικασίας αναλώθηκε για το ζήτημα του παραδεδεγμένου ή εκκαθαρισμένου λογαριασμού για το οποίο ο εφεσείων 2 δεν ευθυνόταν. Το ζήτημα των συναλλαγματικών απασχόλησε το πρωτόδικο Δικαστήριο πολύ λίγο στο πλαίσιο της όλης ακροαματικής διαδικασίας.
Για τους προαναφερόμενους λόγους κρίνουμε την πρωτόδικη απόφαση τόσον όσον αφορά την αγωγή όσο και όσον αφορά την ανταπαίτηση και τον επιδικασμό εξόδων ως ορθή.
Η έφεση και η αντέφεση απορρίπτονται, με έξοδα.
Η έφεση και η αντέφεση απορρίπτονται με έξοδα.