ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2005) 1 ΑΑΔ 491
31 Μαρτίου, 2005
[ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ/στές]
1. ΑΝΤΩΝΑΚΗΣ ΧΡ. ΣΟΛΟΜΩΝΙΔΗΣ ΛΤΔ,
2. (α) ΠΩΛΙΝΑ ΑΝΤΩΝΑΚΗ ΣΟΛΟΜΩΝΙΔΗ,
(β) ΡΟΔΟΘΕΑ ΚΑΡΑΒΙΩΤΗ, ΥΠΟ ΤΗΝ
ΙΔΙΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΩΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΩΝ ΤΗΣ
ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ ΑΠΟΒΙΩΣΑΝΤΟΣ
ΑΝΤΩΝΑΚΗ ΧΡ. ΣΟΛΩΜΟΝΙΔΗ,
ΤΕΩΣ ΑΠΟ ΤΗ ΛΕΥΚΩΣΙΑ,
Εφεσείοντες,
v.
1. ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
2. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΩΣ
ΚΗΔΕΜΟΝΑ ΤΟΥΡΚΟΚΥΠΡΙΑΚΩΝ ΠΕΡΙΟΥΣΙΩΝ,
Εφεσιβλήτων.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 11962)
Τουρκοκυπριακές περιουσίες ― Δικαιώματα και υποχρεώσεις Υπουργού Εσωτερικών ως Κηδεμόνα τουρκοκυπριακών περιουσιών δυνάμει του περί Τουρκοκυπριακών Περιουσιών (Διαχείριση και Άλλα Θέματα) (Προσωρινές Διατάξεις) Νόμου του 1991, Ν. 139/91, όπως τροποποιήθηκε ― Διεκδίκηση δικαιώματος κατοχής ακινήτου του Εβκάφ από τους εφεσείοντες στη βάση ισχυριζόμενης συμφωνίας την οποία συνήψαν με το Εβκάφ, πριν την τουρκική εισβολή του 1974 ― Κατά πόσο αποδείχθηκε η συμφωνία που να καταδεικνύει ότι οι εφεσείοντες είχαν δικαίωμα κατοχής του επίδικου χώρου.
Μαρτυρία ― Το Δικαστήριο δεν δεσμεύεται να αποδεχθεί μαρτυρία για το λόγο και μόνο ότι δεν υπήρξε αντεξέταση, όταν σχημάτισε δυσμενή εντύπωση γι' αυτή.
Ο Κηδεμόνας δύο τεμαχίων στη Λευκωσία εγγεγραμμένων στο όνομα του Εβκάφ διεκδίκησε δικαίωμα κατοχής τους και από το 1994 ζητούσε από τους εφεσείοντες να παύσουν να επεμβαίνουν σ' αυτά. Οι εφεσείοντες προέβαλαν ότι τα κατείχαν νόμιμα με βάση συμφωνία που συνήψαν με το Εβκάφ το 1974, λίγο πριν από την Τουρκική εισβολή.
Ο Κηδεμόνας κίνησε αγωγή εναντίον των εφεσειόντων. Η αξίωση περιορίστηκε στην έκδοση δήλωσης και απαγορευτικού διατάγματος. Το θέμα που απασχόλησε κατά τη δίκη ήταν το κατά πόσο οι εφεσείοντες είχαν πράγματι αποκτήσει το δικαίωμα κατοχής που ισχυρίζονταν.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε αναξιόπιστους τους μάρτυρες των εφεσειόντων και έκρινε ότι έγιναν διαβουλεύσεις ίσως, για παραχώρηση του χώρου αλλά σε καμμιά περίπτωση δεν φαίνεται να έγινε συμφωνία ή οποιαδήποτε άλλη διευθέτηση που να καταδεικνύει ότι οι εφεσείοντες είχαν δικαίωμα κατοχής του επίδικου χώρου.
Οι εφεσείοντες εφεσίβαλαν την απόφαση υποστηρίζοντας ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο: (α) προσήγγισε εσφαλμένα τη μαρτυρία και (β) παρερμήνευσε και εσφαλμένα εφάρμοσε τη σχετική νομοθεσία. Αναφορικά με το α) ανωτέρω οι εφεσείοντες ανέφεραν ότι οι μάρτυρες δεν αντεξετάστηκαν ως προς την ουσία της μαρτυρίας τους και επομένως το Δικαστήριο θα έπρεπε να την αποδεχόταν. Υποστήριξαν επίσης ότι από επιστολή που είχε σταλεί προς το Εβκάφ από τον 2ο εφεσείοντα, ημερ. 17.5.1974, προέκυπτε ότι «ήδη υπήρχε η συμφωνία για κατοχή του ακινήτου». Αναφορικά με την αξιοπιστία της Π. Σολομωνίδου, χήρας του 2ου εφεσείοντος - η οποία είχε καταθέσει ότι είχε γίνει γραπτή συμφωνία ενοικίασης αλλά ότι ποτέ δεν την είδε - οι εφεσείοντες εκφράζουν επιπλέον την άποψη ότι η πρωτόδικη εντύπωση επηρεάστηκε από εσφαλμένη ερμηνεία της επιστολής ημερ. 17.5.1974. Αναφορικά με το β) ανωτέρω οι εφεσείοντες πρόβαλαν τη θέση ότι με βάση το Άρθρο 5 του Νόμου, εξαιρούνται οι περιπτώσεις όπου τουρκοκυπριακή πειρουσία κατεχόταν «δυνάμει υφιστάμενης κατά τις 20.7.74 έννομης σχέσης .....».
Αποφασίστηκε ότι:
1. Η εντύπωση των εφεσειόντων ότι η μαρτυρία της Π. Σολομωνίδου δεν αμφισβητήθηκε στην αντεξέταση είναι εσφαλμένη. Πάντως δεν υπάρχει κανόνας ότι το Δικαστήριο δεσμεύεται να αποδεχθεί μαρτυρία για το λόγο και μόνο ότι δεν υπήρξε αντεξέταση, όταν το Δικαστήριο έχει σχηματίσει δυσμενή εντύπωση γι' αυτήν.
2. Η ερμηνεία της επιστολής από το πρωτόδικο Δικαστήριο είναι ορθή. Ακόμα και αν γινόταν αποδεκτή η εισήγηση των εφεσειόντων ως προς την ερμηνεία της, η επιστολή δεν θα αποτελούσε εν προκειμένω μαρτυρία ότι υπήρχε σύμβαση ενοικίασης. Εξ άλλου δεν ικανοποιούνται οι προϋποθέσεις του Άρθρου 77(1) του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149 για κατάρτιση έγκυρης μίσθωσης ακίνητης ιδιοκτησίας για περίοδο υπερβαίνουσα το ένα έτος.
3. Δεν υπήρχε έρεισμα για αναζήτηση από το Δικαστήριο έννομης σχέσης σε άλλους τομείς, ενόψει της μαρτυρίας που προσήχθη εκ μέρους των εφεσειόντων ότι συνήφθη χωριστή γραπτή σύμβαση ενοικίασης.
Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.
Έφεση.
Έφεση από τους εφεσείοντες κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας που δόθηκε στι 22/1/04 (Αρ. Αγωγής 9429/94) με την οποία αποδέκτηκε την αγωγή του εφεσίβλητου 2 ο οποίος, βάσει του περί Τουρκοκυπριακών Περιουσιών (Διαχείριση και Άλλα Θέματα) (Προσωρινές Διατάξεις) Νόμου του 1991, Ν. 139/91 (όπως τροποποιήθηκε), είναι ο Κηδεμόνας των τεμαχίων 1 και 3 του Φ/Σχ ΧΧΙ/46.5.Ι & ΙΙΙ, Τμήμα 25, με αρ. εγγραφής 930 και 404 αντιστοίχως, εγγεγραμμένων στο όνομα του Εβκάφ και με την οποία διεκδίκησε δικαίωμα κατοχής του ακινήτου καθώς διάταγμα ώστε να παύσουν να επεμβαίνουν σ' αυτό οι εφεσείοντες και απέρριψε τον ισχυρισμό τους ότι το μέρος του ακινήτου που κατείχαν, ήτοι το ένα τρίτο του συνόλου, το κατείχαν νόμιμα με βάση συμφωνία την οποία συνήψαν με το Εβκάφ το 1974.
Ρ. Καραβιώτη για Κ. Ευσταθίου, για τους Εφεσείοντες.
Σ. Νικολάου για Α. Παπαχαραλάμπους, για τους Εφεσίβλητους.
Cur. adv. vult.
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου δίδεται από τον Δικαστή Γ. Νικολάου.
ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ.: Ο Υπουργός Εσωτερικών είναι, βάσει του περί Τουρκοκυπριακών Περιουσιών (Διαχείριση και Άλλα Θέματα) (Προσωρινές Διατάξεις) Νόμου του 1991, Ν. 139/91 (όπως τροποποιήθηκε), ο Κηδεμόνας των τεμαχίων 1 και 3 του Φ/Σχ ΧΧΙ/46.5.Ι & ΙΙΙ, Τμήμα 25, με αρ. εγγραφής 930 και 404 αντιστοίχως, εγγεγραμμένων στο όνομα του Εβκάφ. Κατά τον χρόνο που ενδιαφέρει προβλεπόταν στο άρθρο 5* του Νόμου:
«5. Χωρίς επηρεασμό των υφισταμένων κατά το χρόνο ενάρξεως της ισχύος του παρόντος Νόμου δικαιωμάτων κατοχής προς όφελος τρίτων προσώπων δυνάμει υφιστάμενης κατά τις 20.7.74 έννομης σχέσης μεταξύ αυτών και των ιδιοκτητών, με το διορισμό του Κηδεμόνα όλες οι Τ/Κ περιουσίες περιέρχονται στον Κηδεμόνα, ο οποίος έχει εξουσία να λάβει άμεση κατοχή αυτών και να τις διαχειρίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου.»
Ορίζεται δε στο άρθρο 2 ότι:
«`τουρκοκυπριακή περιουσία΄ περιλαμβάνει κάθε ιδιοκτησία κινητή ή ακίνητη που ανήκει σε Τουρκοκύπριο και βρίσκεται στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές και περιλαμβάνει και τη βακούφικη περιουσία·»
Ο Κηδεμόνας διεκδίκησε δικαίωμα κατοχής και από το 1994 ζητούσε από τους εφεσείοντες να παύσουν να επεμβαίνουν στο ακίνητο. Οι εφεσείοντες προέβαλαν ότι το μέρος του ακινήτου που κατείχαν, ήτοι, το ένα τρίτο του συνόλου, το κατείχαν νόμιμα με βάση συμφωνία την οποία συνήψαν με το Εβκάφ το 1974, λίγο πριν από την Τουρκική εισβολή.
Οι ουσιώδεις πτυχές της εκδοχής των εφεσειόντων διατυπώθηκαν από τον συνήγορο τους ως εξής:
«..... ισχυρίζονται ότι κατέχουν εμβαδόν ίσον προς το 1/3 του ακινήτου το οποίο αναφέρεται και περιγράφεται στην παράγραφο 1 της Εκθέσεως Απαιτήσεως δυνάμει σχετικής προς τούτο συμφωνίας με το ΕΒΚΑΦ η οποία και περιγράφεται κατωτέρω ...
(α) Κατά ή περί τον Μάϊο του 1974 η εναγόμενη εταιρεία Αντωνάκης Χρ. Σολομωνίδης Λτδ εν τοις εφεξής καλουμένης "η εταιρεία" άρχισε την άσκηση νομίμως κατοχής του μέρους του ακινήτου ιδιοκτησίας του ΕΒΚΑΦ το οποίον εφάπτεται επί των Λεωφόρων Κωστή Παλαμά και Βύρωνος και της οδού Γρηγόρη Αυξεντίου δυνάμει συμφωνίας με το ΕΒΚΑΦ.
(β) Συγκεκριμένα η ως άνω συμφωνία προέβλεπε ότι η εταιρεία ΑΝΤΩΝΑΚΗΣ ΧΡ. ΣΟΛΟΜΩΝΙΔΗΣ ΛΤΔ θα προμήθευε το ΕΒΚΑΦ με μηχανήματα και μηχανικό εξοπλισμό κατασκευής τούβλων και κεραμιδιών στην περιοχή Κιόνελι της επαρχίας Λευκωσίας. Λόγω του εξεζητημένου τεχνολογικού εξοπλισμού της εποχής εκείνης η ως άνω εταιρεία είχε συμφωνήσει με το ΕΒΚΑΦ όπως αναλάβει την υποχρέωση εγκατάστασης των ως άνω μηχανημάτων λειτουργίας και επίβλεψης στο υπό ανέγερση εργοστάσιο και την εκπαίδευση τεχνικού προσωπικού το οποίο θα ηδύνατο να λειτουργήσει τα ως άνω μηχανήματα. Η ως άνω προεβλέπετο διά περίοδο 18 μηνών με ανάληψη υποχρεώσεως εκ μέρους της εταιρείας όπως επιμορφώνει σταδιακά, πρόσωπα τα οποία θα της υποδείκνυε το ΕΒΚΑΦ για την χρήση των ως άνω μηχανημάτων καθ όλην την περίοδο λειτουργίας του εργοστασίου μέχρι την αγορά υπό του ΕΒΚΑΦ μηχανημάτων κατασκευής τούβλων και κεραμιδιών τα οποία θα προμήθευε και πάλιν η ως άνω εταιρεία προς αυτούς οπότε και θα ακολουθούσε και νέα περίοδος εκπαιδεύσεως προσωπικού.
(γ) Εις αντάλλαγμα των ως άνω υπηρεσιών συνεφωνήθη με το ΕΒΚΑΦ όπως παραχωρηθεί το εφαπτόμενο επί της Λεωφ. Βύρωνος και Κωστή Παλαμά 1/3 του τεμαχίου ιδιοκτησίας του ΕΒΚΑΦ προς τον σκοπό όπως η ως άνω εταιρεία εγκαταστήσει εκθεσιακό χώρο κυρίως μηχανημάτων άλλα και άλλων εμπορευμάτων τα οποία η εταιρεία εμπορεύετο κατά την εποχή εκείνη. Είχε ρητώς συμφωνηθεί ότι η έκταση του εκθεσιακού χώρου δεν θα υπερέβαινεν το 1/3 του συνολικού εμβαδού του ως άνω τεμαχίου.»
Ο Κηδεμόνας κίνησε εναντίον τους αγωγή, η αξίωση στην οποία εν τέλει περιορίστηκε στην έκδοση δήλωσης και απαγορευτικού διατάγματος. Το μόνο που απασχόλησε κατά τη δίκη ήταν το κατά πόσο οι εφεσείοντες είχαν πράγματι αποκτήσει το δικαίωμα κατοχής που ισχυρίζονταν. Ο Κηδεμόνας στήριξε την υπόθεση του στα δηλωθέντα ως παραδεκτά γεγονότα. Από πλευράς των εφεσειόντων κατέθεσε η κα Π. Σολομωνίδου, χήρα του 2ου εφεσείοντος, όπως και ο κ. Κ. Καλλής, πωλητής εξαρτημάτων, ο οποίος εργαζόταν τότε στον 2ο εφεσείοντα ως τεχνικός ασανσέρ.
Η κα Σολομωνίδου κατέθεσε ότι είχε γίνει γραπτή συμφωνία ενοικίασης αλλά ότι ποτέ δεν την είδε. Εξήγησε ότι αυτή η συμφωνία συνδεόταν με μια άλλη για εισαγωγή μηχανημάτων κλπ σε σχέση με την οποία στις 16 Μαΐου 1974 υπεγράφη γραπτή συμφωνία. Παρουσίασε διάφορα έγγραφα μεταξύ των οποίων και επιστολή του 2ου εφεσείοντος προς το Εβκάφ, ημερ. 17 Μαΐου 1974. Σε αυτή την επιστολή γινόταν λόγος για ενοικίαση μέρους του ακινήτου, δίνονταν διάφορες διαβεβαιώσεις και καλείτο το Εβκάφ να αποστείλει τη συμφωνία το συντομότερο: «I kindly ask you to send us the soonest possible the agreement as agreed for 33 years...». Η μαρτυρία του κ. Καλλή συνίστατο στο ότι κατά το 1973 ο 2ος εφεσείων άρχισε να ανεγείρει οικοδομή επί του ακινήτου και ότι εργαζόταν εκεί για τον 2ο εφεσείοντα μέχρι που, μετά την εισβολή, η αστυνομία και το Δημαρχείο σταμάτησαν τις εργασίες.
Το Δικαστήριο θεώρησε αναξιόπιστους τους μάρτυρες των εφεσειόντων. Κατέληξε πως δεν υπήρχε συμφωνία ενοικίασης. Ειδικότερα ως προς την επιστολή του 2ου εφεσείοντος, ημερ. 17 Μαΐου 1974, το Δικαστήριο σημείωσε πως «αυτό που απλά διαφαίνεται από το περιεχόμενο της εν λόγω επιστολής είναι ότι έγιναν διαβουλεύσεις ίσως, για παραχώρηση του χώρου αλλά σε καμιά περίπτωση δεν φαίνεται να έγινε και συμφωνία ή οποιαδήποτε άλλη διευθέτηση που να καταδεικνύει ότι οι εναγόμενοι είχαν δικαίωμα κατοχής του επίδικου χώρου». Το Δικαστήριο παρέσχε λοιπόν στον Κηδεμόνα τις αιτηθείσες θεραπείες.
Με τον πρώτο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι το Δικαστήριο εσφαλμένα προσήγγισε την αξιοπιστία των μαρτύρων. Οι εφεσείοντες αναφέρουν ότι οι μάρτυρες δεν αντεξετάστηκαν ως προς την ουσία της μαρτυρίας τους και επομένως το Δικαστήριο θα έπρεπε να την αποδεχόταν. Η εντύπωση τους όμως ότι η μαρτυρία της Π. Σολομωνίδου δεν αμφισβητήθηκε στην αντεξέταση είναι εσφαλμένη. Η μαρτυρία του κ. Κ. Καλλή όντως δεν αμφισβητήθηκε. Ωστόσο δεν υπήρχε εν προκειμένω ο,τιδήποτε που να άξιζε να αμφισβητηθεί. Χρειάζεται πάντως και γενικότερα να παρατηρήσουμε πως δεν υπάρχει κανόνας ότι το Δικαστήριο δεσμεύεται να αποδεχθεί μαρτυρία για τον λόγο και μόνο ότι δεν υπήρξε αντεξέταση όταν το Δικαστήριο έχει σχηματίσει δυσμενή εντύπωση γι' αυτήν. Σε σχέση με την αξιοπιστία της Π. Σολομωνίδου οι εφεσείοντες εκφράζουν επιπλέον την άποψη ότι η πρωτόδικη εντύπωση επηρεάστηκε από εσφαλμένη ερμηνεία της επιστολής, ημερ. 17 Μαΐου 1974. Εισηγήθηκαν ότι από αυτή την επιστολή προέκυπτε ότι «ήδη υπήρχε η συμφωνία για κατοχή του ακινήτου» και ότι ο 2ος εφεσείων απλώς ζητούσε να του σταλεί. Οπότε, αν το Δικαστήριο την ερμήνευε με αυτό τον τρόπο, διαφορετικά θα προσήγγιζε τη μαρτυρία της Π. Σολομωνίδου. Ως προς την ερμηνεία της επιστολής, συμμεριζόμαστε πλήρως την πρωτόδικη άποψη. Παρατηρούμε επιπλέον πως ακόμα και αν μπορούσε να δοθεί η ερμηνεία που οι εφεσείοντες εισηγούνται, η επιστολή δεν θα αποτελούσε εν προκειμένω μαρτυρία ότι υπήρχε σύμβαση ενοικίασης. Υπενθυμίζουμε εξάλλου και την πρόνοια στο άρθρο 77(1) του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149 ότι:
«77. - (1) Σύμβαση που αφορά τη μίσθωση ακίνητης ιδιοκτησίας για περίοδο που υπερβαίνει το ένα έτος δεν είναι έγκυρη και εκτελεστή εκτός αν -
(α) είναι γραπτή· και
(β) υπογράφεται στο τέλος αυτής, από το κάθε πρόσωπο που βαρύνεται από τη σύμβαση ή από πρόσωπο το οποίο είναι ικανό προς το συμβάλλεσθαι και το οποίο έχει δεόντως εξουσιοδοτηθεί να υπογράψει εκ μέρους του πιο πάνω προσώπου στην παρουσία δυο τουλάχιστο μαρτύρων ικανών προς το συμβάλλεσθαι, οι οποίοι και προσυπογράφουν τη σύμβαση ως μάρτυρες.»
Με δεύτερο λόγο έφεσης οι εφεσείοντες προβάλλουν ότι το Δικαστήριο παρερμήνευσε και εσφαλμένα εφάρμοσε τη σχετική νομοθεσία. Η θέση τους αυτή έχει ως αφετηρία την πρόνοια στο άρθρο 5 του Νόμου ότι εξαιρούνται οι περιπτώσεις όπου τουρκοκυπριακή ιδιοκτησία κατεχόταν «δυνάμει υφιστάμενης κατά τις 20.7.74 έννομης σχέσης ....». Κατά τους εφεσείοντες, το Δικαστήριο εσφαλμένα προέβη στην ταύτιση της έννοιας της έννομης σχέσης με την ύπαρξη γραπτής συμφωνίας και «δεν εξέτασε την ενδεχόμενη ύπαρξη της έννομης σχέσης της παραχώρησης άδειας χρήσης και κατοχής του ακινήτου και/ή της κατοχής ως αντάλλαγμα της συμφωνίας του τεκμ. 3 η οποία δεν αμφισβητήθηκε ....». Φαίνεται να λησμονούν οι εφεσείοντες ότι η μαρτυρία που προσήχθη εκ μέρους τους ήταν ότι συνήφθη χωριστή γραπτή σύμβαση ενοικίασης, όχι ότι υπήρξε κάποιου άλλου είδους έννομη σχέση. Επομένως δεν υπήρχε έρεισμα για αναζήτηση από το Δικαστήριο έννομης σχέσης σε άλλους τομείς.
Η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται με έξοδα.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.