ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2005) 1 ΑΑΔ 244
14 Φεβρουαρίου, 2005
[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ, Δ/στές]
ΜΑΡΙΑ ΣΤΕΦΑΝΟΥ ΠΑΠΑΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ,
Εφεσείουσα-Eνάγουσα,
v.
1. ΤΑΚΗ ΚΥΡΙΑΚΟΥ ΚΑΠΝΙΣΗ,
2. ΑΝΔΡΕΑ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗ,
3. ΛΟΥΚΑ ΛΟΥΚΑΪΔΗ,
Εφεσιβλήτων-Eναγομένων.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 11497)
Αστικά αδικήματα ― Αγωγή για παράνομη επέμβαση σε ακίνητη ιδιοκτησία από τη διαπλάτυνση δημόσιου μονοπατιού και πρόκληση ζημιάς στα κτήματα της ενάγουσας ― Απόρριψη της αγωγής, η ενάγουσα δεν επικαλέσθηκε γεγονότα που να αποδεικνύουν την παράνομη επέμβαση, που ήταν και η μόνη αιτία της αγωγής.
Απόδειξη ― Αστικά αδικήματα ― Παράνομη επέμβαση ― Μαρτυρία εμπειρογνώμονα ― Απαιτείται η προσαγωγή μαρτυρίας εμπειρογνώμονα για να αποδειχθούν οι ισχυρισμοί της παράνομης επέμβασης.
Η εφεσείουσα-ενάγουσα, ιδιοκτήτρια και κάτοχος δύο συνεχόμενων κτημάτων στο χωριό Άγιος Θεόδωρος της επαρχίας Λεμεσού κίνησε αγωγή εναντίον των εφεσειόντων-εναγομένων για παράνομη επέμβαση στα κτήματά της, η οποία, όπως ισχυρίζετο, προκλήθηκε από τη διαπλάτυνση δημόσιου μονοπατιού που συνορεύει με τα κτήματά της με τη χρήση εκσκαφέα, για πρόσβαση στα δικά τους κτήματα. Οι εφεσίβλητοι 1 και 2 ήταν ιδιοκτήτες κτημάτων που θα εξυπηρετούντο από τη διαπλάτυνση. Ο εφεσείων 3 ήταν ο οδηγός του εκσκαφέα με τον οποίο έγινε η διαπλάτυνση. Η κατ' ισχυρισμό ζημιά αφορούσε την κατολίσθηση μέρους της δόμης των κτημάτων της εφεσείουσας η οποία συνέβηκε μερικούς μήνες αργότερα και αφού προηγήθηκε βροχόπτωση. Το πρωτόδικο Δικαστήριο παρόλο που δέχθηκε τη μαρτυρία της εφεσείουσας και των μαρτύρων της ως ορθή και αληθή κατέληξε ότι τα γεγονότα τα οποία επικαλέσθηκε η εφεσείουσα δεν αποδείκνυαν την παράνομη επέμβαση που ήταν και η μόνη αιτία της αγωγής και απέρριψε την αγωγή.
Η εφεσείουσα εφεσίβαλε την απόφαση προσβάλλοντας κυρίως τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν απέδειξε την αγωγή της και τις ζημιές της.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Οι μάρτυρες που κλήθηκαν από την εφεσείουσα δεν υποστηρίζουν τη θέση της ότι η αιτία της πτώσης μέρους της δόμης των κτημάτων της ήταν η διαπλάτυνση του μονοπατιού. Ο δε εφεσίβλητος 2, του οποίου τη μαρτυρία επικαλείται η πλευρά της εφεσείουσας, δεν είπε ότι η αιτία που χάλασε η δόμη ήταν η διαπλάτυνση.
2. Το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν σημειώθηκε παράνομη επέμβαση δεν έχει αμφισβητηθεί.
3. Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε την υπόθεση και με βάση τη πτυχή (2) της παράνομης επέμβασης του Άρθρου 43 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148 δηλαδή με το κριτήριο της παράνομης πρόκλησης ζημιάς και όχι μόνο κατά πόσο εισήλθαν οι εφεσίβλητοι στα κτήματα της εφεσείουσας.
4. Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν ήταν υπόχρεο, στην απουσία μαρτυρίας εμπειρογνώμονα, να καταλήξει ότι η δόμη χάλασε λόγω της διαπλάτυνσης και εμβάθυνσης του μονοπατιού.
5. Ενόψει των ανωτέρω, η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν αποδείχθηκε παράνομη επέμβαση, είναι ορθή.
Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα εναντίον της εφεσείουσας.
Αναφερόμενη υπόθεση:
Δημητρίου ν. Εγγλέζου κ.ά. (1997) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1285.
Έφεση.
Έφεση από την ενάγουσα κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού που δόθηκε στις 9/9/02 (Αρ. Αγωγής 4442/97) με την οποία απέρριψε την αγωγή της για παράνομη επέμβαση και ζημία στην ακίνητη ιδιοκτησία της εκ μέρους των εναγομένων αφού έκρινε ότι η κατολίσθηση μέρους της δομής των κτημάτων της δεν ωφείλετο στη διαπλάτυνση και εκβάθυνση του μονοπατιού το οποίο οδηγούσε στο κτήμα της εκ μέρους των εναγομένων αλλά στην πτώση των νερών της βροχής.
Ντ. Καψάλης, για την Eφεσείουσα-Ενάγουσα.
Δ. Αριστείδου, για τους Eφεσίβλητους-Εναγομένους 1 και 2.
Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του δικαστηρίου θα δώσει ο δικαστής Μ. Φωτίου.
ΦΩΤΙΟΥ, Δ.: Με την παρούσα έφεση η εφεσείουσα προσβάλλει το εύρημα του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι η ίδια δεν έχει αποδείξει την αγωγή της εναντίον των εφεσιβλήτων (αγωγή αρ. 4442/97 Ε.Δ. Λεμεσού) για παράνομη επέμβαση στην ακίνητη ιδιοκτησία της.
Γεγονότα
Αποτελεί εύρημα του πρωτόδικου δικαστηρίου, το οποίο οι διάδικοι δεν αμφισβητούν, ότι η εφεσείουσα κατά τον ουσιώδη χρόνο ήταν η ιδιοκτήτρια και κάτοχος δυο συνεχομένων κτημάτων με αρ. εγγραφής 7108 και 7113, τεμ. 564/2, 564/1/2, Φ/Σχ. ΧLV III/10, έκτασης 440 τ.μ. και 279 τ.μ. αντίστοιχα στην τοποθεσία Μαρούδες του χωριού Αγ. Θεόδωρος, επαρχίας Λεμεσού. Στα εν λόγω κτήματα υπήρχαν διάφορα οπωροφόρα δέντρα και λαχανικά. Για να εισέλθει στα κτήματα της η εφεσείουσα υπήρχε μονοπάτι μέσω του οποίου εισερχόταν πεζή ή με ζώο (άλογο). Κατά ή περί την 6/8/1995 οι εναγόμενοι, με σκοπό να διαπλατύνουν δημόσιο μονοπάτι που συνορεύει με τα κτήματα της εφεσείουσας για πρόσβαση στα κτήματά τους, διαπλάτυναν με την χρήση εκσκαφέα το εν λόγω μονοπάτι. Η εφεσείουσα θεώρησε την εν λόγω διαπλάτυνση ως επέμβαση και πρόκληση ζημιάς στα κτήματα της και καταχώρησε αγωγή τόσο εναντίον των εναγομένων 1 και 2 που είχαν τα κτήματα τα οποία θα εξυπηρετούντο με την διαπλάτυνση του μονοπατιού, όσο και του εναγομένου 3 που ήταν ο οδηγός του μηχανήματος (εκσκαφέα) με το οποίο έγινε η διαπλάτυνση, ισχυριζόμενη παράνομη επέμβαση και πρόκληση ζημιάς στα κτήματα της. Η κατ' ισχυρισμό ζημιά αφορούσε την κατολίσθηση μέρους της δόμης των κτημάτων της η οποία κατολίσθηση έγινε μερικούς μήνες μετά την επέμβαση αφού προηγήθηκε βροχόπτωση. Το πρωτόδικο δικαστήριο παρόλο που δέχθηκε την μαρτυρία της εφεσείουσας και των μαρτύρων της ως ορθή και αληθή, εντούτοις κατάληξε ότι τα γεγονότα όπως τα επικαλέστηκε η πλευρά της εφεσείουσας δεν αποδείκνυαν παράνομη επέμβαση, που ήταν και η μόνη αιτία της αγωγής της. Πιο συγκεκριμένα, κατάληξε ότι δεν έχει πεισθεί ότι η αιτία της πτώσης μέρους της δόμης ήταν η διαπλάτυνση και εκβάθυνση του μονοπατιού.
Παραθέτουμε κατωτέρω μερικά ουσιαστικά αποσπάσματα από την πρωτόδικη απόφαση από τα οποία φαίνεται το πώς αντιμετώπισε το πρωτόδικο δικαστήριο την υπόθεση για να καταλήξει ότι, παρά το ότι η εφεσείουσα κατάθεσε την αλήθεια, η αγωγή της θα έπρεπε να απορριφθεί. Στις σελ. 17 και 18 διαβάζουμε:
"H ενάγουσα άφησε θετικές εντυπώσεις στο Δικαστήριο. Παρά το ότι επρόκειτο για άτομο με περιορισμένο μορφωτικό επίπεδο απαντούσε με λιτότητα, αμεσότητα, φυσικότητα. Ήταν σταθερή στις θέσεις της και η αξιοπιστία της δεν κατέστη δυνατό να κλονιστεί κατά την αντεξέταση της. Η θέση της ότι χάλασε μέρος της δόμης των επίδικων ακινήτων επιβεβαιώνεται και από τη μαρτυρία του Εναγόμενου αρ. 2. Αποτέλεσε επίσης κοινό έδαφος η διαπλάτυνση καθώς και η εκβάθυνση του μονοπατιού που εφάπτεται των ακινήτων της Ενάγουσας.
...............................................................................................................
Ωστόσο παρά το αποδεκτό της μαρτυρίας της αυτή δεν ήταν επαρκής από μόνη της για να αποδείξει τους ισχυρισμούς της για παράνομη επέμβαση. Παρά το ότι παρουσιάστηκαν αρκετοί μάρτυρες για να υποστηρίξουν την υπόθεση της, η μαρτυρία των οποίων δυνατό να ήταν αχρείαστη, εντούτοις ελλείπει παντελώς η μαρτυρία ειδικού για να τεκμηριώσει την θέση της ότι υπήρξε πράγματι επέμβαση στα ακίνητα της. (Βλέπε υπόθεση Ελένη Δημητρίου ν. Ανδριανή Κ. Εγγλέζου (1997) 1 Α.Α.Δ. 1285). Κατά τον ίδιο τρόπο δεν έχω πεισθεί μέσα από την προσκομισθείσα μαρτυρία ότι αιτία της πτώσης μέρους της δόμης ήταν η διαπλάτυνση και εκβάθυνση του μονοπατιού, εφόσον από τη μαρτυρία της προκύπτει αβίαστα ότι η δόμη χάλασε σε κατοπινό στάδιο, όταν έπεσαν οι πρώτες βροχές και όχι κατά την ημέρα που έλαβε χώρα η διαπλάτυνση. Δεν υπάρχει ίχνος αποδεκτής μαρτυρίας ότι αιτία της εκ των υστέρων πτώσης, της δόμης ήταν η επέμβαση στο μονοπάτι.
Σαν συνέπεια των ως άνω παραλείψεων η υπόθεση της παρέμεινε ουσιαστικά ατεκμηρίωτη.»
Αφού το δικαστήριο στη συνέχεια ασχολείται με τη μαρτυρία των υπόλοιπων μαρτύρων τόσο αναφορικά με το θέμα της επέμβασης όσο και το θέμα της ζημιάς που επικαλείτο η εφεσείουσα, στη σελ. 22 καταλήγει ως εξής:
«Κατάληξη μου είναι ότι με βάση την προσκομισθείσα μαρτυρία δεν μπορώ να καταλήξω σε ασφαλές εύρημα ότι υπήρξε επέμβαση στα επίδικα ακίνητα. Δεν μπορώ επίσης να καταλήξω σε ασφαλές εύρημα ότι αιτία της πτώσης μέρους της δόμης των ακινήτων της Ενάγουσας ήταν η διαπλάτυνση και εκβάθυνση του μονοπατιού, η οποία δέχομαι ότι έλαβε χώραν. Αναφορικά με το τελευταίο θέμα θα πρέπει να αναφέρω ότι ακόμα και αν γινόταν κατορθωτό να συνδεθεί η πτώση της δόμης με τη διαπλάτυνση του μονοπατιού, δεν θα υπήρχαν και πάλι πιθανότητες επιτυχίας καθότι τέτοιος ισχυρισμός δεν καλύπτεται από την έκθεση απαίτησης της Ενάγουσας, στην οποία ο ισχυρισμός της είναι η επέμβαση στα ίδια τα ακίνητα της. Επιπρόσθετα τονίζω ότι η Ενάγουσα απέτυχε να αποδείξει τις ισχυριζόμενες ζημιές στα ακίνητα της με την κατάλληλη μαρτυρία.»
Αποτέλεσμα των πιο πάνω ήταν η καταχώρηση της παρούσας έφεσης η οποία, σημειώνουμε ότι στρέφεται μόνο εναντίον των εναγομένων 1 και 2 αφού εναντίον του εναγόμενου 3 (μηχανοδηγού) είχε εκδοθεί απόφαση λόγω παράλειψης του να καταχωρήσει εμφάνιση.
Λόγοι έφεσης
Παρόλο που στο εφετήριο υπάρχουν 8 λόγοι έφεσης, με το περίγραμμα αγόρευσης της εφεσείουσας αναπτύσσονται 4 μόνοι λόγοι, που έχουν ως εξής:
Λόγος εφέσεως 1
Το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε ότι δεν υπήρξε παράνομη επέμβαση των εφεσιβλήτων 1 και 2 στα κτήματα της ενάγουσας γιατί η θέση της ότι χάλασε μέρος της δόμης των επιδίκων ακινήτων επιβεβαιώνεται από αρκετούς μάρτυρες και ειδικότερα από τη μαρτυρία του εφεσίβλητου 2 /εναγόμενου 2.
Λόγος εφέσεως 2
Ο λόγος αυτός στρέφεται κατά του ευρήματος του πρωτοδίκου δικαστηρίου ότι και αν ακόμη γινόταν κατορθωτό να συνδεθεί η πτώση της δόμης των επιδίκων κτημάτων με την διαπλάτυνση, ο ισχυρισμός αυτός δεν καλύπτεται από τα δικόγραφα.
Λόγος εφέσεως 3
Ο λόγος αυτός στρέφεται κατά του ευρήματος ότι η εφεσείουσα δεν απέδειξε τις ζημιές της.
Λόγος εφέσεως 4
Με το λόγο αυτό η εφεσείουσα διατείνεται ότι εσφαλμένα δεν επείσθη το πρωτόδικο δικαστήριο ότι δεν μπορούσε να εξευρεθεί άλλος τρόπος για εξασφάλιση πρόσβασης με φθηνότερο ποσό.
Αρχίζοντας από τον πρώτο λόγο έφεσης, σημειώνουμε ότι η όλη επιχειρηματολογία του ευπαιδεύτου συνηγόρου της εφεσείουσας έχει ως εξής: Παρόλο που οι εφεσίβλητοι δεν εισήλθαν μέσα στα κτήματα της εφεσείουσας, όμως με την εκσκαφή έχουν δημιουργήσει μια τέτοια κατάσταση που όταν λίγο αργότερα το χειμώνα του ιδίου χρόνου, έπεσαν οι πρώτες βροχές, χάλασε μέρος της δόμης των κτημάτων της. Δόμη η οποία σύμφωνα με τη μαρτυρία της εφεσείουσας αλλά και του εφεσίβλητου 2 ήταν εκεί για περίπου 50 χρόνια και δεν είχε χαλάσει. Ήταν επίσης και η μαρτυρία των Μ.Ε.6 και Μ.Ε.7 ότι ο όχθος που ήταν ο παλιός φυσικός τοίχος, δεν υπήρχε αφού ήταν σκαμμένος, πράγμα που έδειχνε επέμβαση στην άκρη των κτημάτων.
Η θέση της πλευράς των εφεσιβλήτων στο θέμα αυτό της επέμβασης, ήταν ότι ορθά το πρωτόδικο δικαστήριο, με βάση τη μαρτυρία της εφεσείουσας αλλά και του μάρτυρα της Λούκα Λουκαϊδη, Μ.Ε.2, που επίσης κρίθηκε ως πρόσωπο που κατάθεσε την αλήθεια (ο οποίος ήταν ο μηχανοδηγός του εκσκαφέα και εναγόμενος 3 στην πρωτόδικη διαδικασία), κατάληξε ότι δεν αποδείχθηκε η παράνομη επέμβαση. Ο Μ.Ε.2 (μηχανοδηγός) είχε αναφέρει ότι μετά από προειδοποίηση της εφεσείουσας να «μην κοντέψουν κοντά στη δόμη της», ο ίδιος διάνοιξε το δρόμο από το μέρος που του υπέδειξε η εφεσείουσα και η αδελφή της. Έτσι χαμήλωσαν το δρόμο αρκετά κάτω, κάπου 5-6 πόδια, για να μην πειράξουν το κτήμα της. Οι εφεσίβλητοι επικαλέστηκαν και τη μαρτυρία του Χριστάκη Χρυσοστόμου, επιθεωρητή του Συμβουλίου Βελτιώσεως Αγ. Θεοδώρου, του οποίου η μαρτυρία έγινε επίσης δεκτή, η οποία όμως κρίθηκε από το δικαστήριο ότι δεν βοηθούσε την εφεσείουσα αφού ο μάρτυρας αυτός είπε ρητά ότι από τη διαπλάτυνση του μονοπατιού δεν επηρεάστηκε το κτήμα κανενός εκτός αυτό του εναγόμενου 2.
Εξετάσαμε τις αντίστοιχες θέσεις και την ενώπιον του δικαστηρίου μαρτυρία όπως αυτή έγινε δεκτή. Λάβαμε ιδιαίτερα υπόψη τόσο τη μαρτυρία της εφεσείουσας και των Μ.Ε.6 και Μ.Ε.7 την οποία το δικαστήριο παρόλο που περιέγραψε ως αληθή, έκρινε ότι αυτή δε βοηθούσε την εφεσείουσα, όσο και αυτή του εφεσίβλητου (εναγόμενου 2) στην οποία επίσης βασίζεται η εφεσείουσα.
Ο Μ.Ε.6 Νίκος Αντωνιάδης, Επαρχιακός Επόπτης στην Επαρχιακή Διοίκηση Λεμεσού, του οποίου η μαρτυρία είναι με βάση τα όσα είδε εκ των υστέρων, δεν υποστηρίζει τη θέση της εφεσείουσας ότι η αιτία της πτώσης μέρους της δόμης των κτημάτων της ήταν η διαπλάτυνση του μονοπατιού. Απλώς ανάφερε ο μάρτυρας ότι οι δόμες του περιβολιού δεν ήταν στη θέση τους και ότι το κτήμα σκάφτηκε πιο χαμηλά από το μονοπάτι με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί υψομετρική διαφορά μεταξύ μονοπατιού και περιβολιού η οποία φτάνει τα 3-4 μέτρα με αποτέλεσμα να καταστραφούν και οι δύο είσοδοι του περιβολιού. Ανάφερε περαιτέρω ότι θα πρέπει να γίνει πρόνοια για δημιουργία νέας εισόδου για να εξυπηρετηθούν τα επίδικα τεμάχια και επιπλέον να γίνει τοίχος αντιστήριξης για να μην τα θέσει σε κίνδυνο σε χρόνους πολυομβρίας.
Το ίδιο ο Μ.Ε.7 Γλαύκος Αγαθαγγέλου, Εκτιμητής Ακινήτων, δεν είπε οτιδήποτε για την αιτία της πτώσης της δόμης. Βασικά κατάθεσε ότι για να αποκατασταθούν οι δυο είσοδοι στα κτήματα της εφεσείουσας θα πρέπει να γίνουν νέες είσοδοι με 45 συνολικά σκαλιά και όχι με ράμπα αφού θα έχει κλίση 30%-40%.
Ο εφεσίβλητος (εναγόμενος 2), στη μαρτυρία του οποίου ο ευπαίδευτος συνήγορος της ενάγουσας έδωσε ιδιαίτερη έμφαση, στο θέμα αυτό της δόμης ουσιαστικά κατάθεσε ότι η αιτία που αυτή χάλασε ήταν από τις πολλές βροχές, όπως χάλασαν και πολλές άλλες δόμες κατά τον ίδιο χρόνο. Πουθενά στη μαρτυρία του αναφέρει ότι η αιτία πτώσης της δόμης των κτημάτων της εφεσείουσας οφειλόταν στη διαπλάτυνση του μονοπατιού που οι ίδιοι διενήργησαν.
Σημειώνουμε εδώ ότι το πρωτόδικο δικαστήριο δεν ασχολήθηκε με ανάλυση της νομικής πτυχής της παράνομης επέμβασης σε ακίνητη ιδιοκτησία. Όμως το εύρημα του ότι δεν υπήρξε επέμβαση με το να εισέλθουν οι εφεσίβλητοι στα κτήματα της εφεσείουσας δεν έχει αμφισβητηθεί. Στο σύγγραμμα Hallsbury's Laws of England, 3η έκδοση, τόμος 38, σελ. 740 παραγρ. 1205, διαβάζουμε τα εξής:
«Where there is no act of direct intrusion on another person's property, liability in trespass does not arise though liability may arise in nuisance or negligence.»
Σε δική μας μετάφραση:
«Όπου δεν υπάρχει άμεση παρείσδυση στην περιουσία του άλλου, τότε δεν υπάρχει ευθύνη για παράνομη επέμβαση αλλά μπορεί να υπάρξει ευθύνη για οχληρία ή αμέλεια.»
Στο σύγγραμμα Clerk & Lindsell on Torts, 16η έκδοση σελ. 230 παραγ. 3-38, φαίνεται ότι σε περιπτώσεις όπως τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης που ο ισχυρισμός της εφεσείουσας είναι ότι η διαπλάτυνση του μονοπατιού έγινε με τρόπο που οδήγησε στην μελλοντική υποχώρηση της δόμης, στοιχειοθετείται μάλλον αμέλεια και όχι παράνομη επέμβαση. Βέβαια με βάση το άρθρο 43 του δικού μας περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148, η παράνομη επέμβαση μπορεί να γίνει με διάφορους τρόπους ως εξής: (1) Με οποιαδήποτε παράνομη είσοδο στην περιουσία ή (2) οποιαδήποτε παράνομη πρόκληση ζημιάς ή (3) με παράνομη παρέμβαση σε τέτοια περιουσία από οποιοδήποτε πρόσωπο. Στην παρούσα περίπτωση το πρωτόδικο δικαστήριο με το να αναφέρει ότι δεν έχει ικανοποιηθεί ότι η αιτία της πτώσης της δόμης που έγινε σε αργότερο στάδιο ήταν η διαπλάτυνση του μονοπατιού, δείχνει ότι εξέτασε την υπόθεση και με βάση τη (2) από τις πιο πάνω πτυχές της παράνομης επέμβασης, δηλαδή με το κριτήριο της παράνομης πρόκλησης ζημιάς και όχι μόνο κατά πόσο εισήλθαν οι εφεσίβλητοι στα κτήματα της εφεσείουσας.
Με βάση όλα τα πιο πάνω κρίνουμε ότι το πρωτόδικο δικαστήριο ορθά κατάληξε ότι δεν υπήρχε επέμβαση στο κτήμα της εφεσείουσας. Ήταν λογικά εφικτό να καταλήξει ότι από την ενώπιον του μαρτυρία, τα γεγονότα ήσαν τέτοια που δεν ήταν εύλογο να καταλήξει σε εύρημα ότι η δόμη που χάλασε λίγους μήνες αργότερα, όταν έβρεξε, ήταν λόγω της διαπλάτυνσης του μονοπατιού. Παρόλο που δέχθηκε τη μαρτυρία της εφεσείουσας και του εφεσίβλητου 2 ότι για 50 χρόνια η δόμη δεν είχε χαλάσει, όμως στην απουσία μαρτυρίας εμπειρογνώμονα, δεν ήταν υπόχρεο να καταλήξει ότι η δόμη χάλασε λόγω της διαπλάτυνσης και εκβάθυνσης του μονοπατιού. Ο εφεσίβλητος 2, του οποίου τη μαρτυρία επικαλείται η πλευρά της εφεσείουσας, δεν είπε ότι η αιτία που χάλασε η δόμη ήταν η διαπλάτυνση. Ότι χρειαζόταν μαρτυρία εμπειρογνώμονα υποστηρίζεται και από νομολογία στην οποία αναφέρθηκε το πρωτόδικο δικαστήριο. (βλ. Ελένη Τσαγγάρη Δημητρίου ν. Ανδριανής Κυριάκου Εγγλέζου κ.ά. (1997) 1 (Γ) Α.Α.Δ. 1285). Στη σελ. 1287 της εν λόγω υπόθεσης αναφέρθηκαν τα εξής:
«Δεν δόθηκε στο πρωτόδικο δικαστήριο, όπως συνηθίζεται σε τέτοιας φύσεως υποθέσεις, μαρτυρία από το αρμόδιο κτηματολογικό τμήμα, μήτε οποιουδήποτε εμπειρογνώμονα, αρχιτέκτονα ή πολιτικού μηχανικού, για να αποδειχθεί η ουσία των ισχυρισμών της εφεσείουσας, ευθύνη και υποχρέωση βέβαια που είχε η ίδια.»
Με βάση τα πιο πάνω είναι η απόφαση μας ότι ορθά το πρωτόδικο δικαστήριο κατάληξε ότι δεν αποδείχθηκε παράνομη επέμβαση και έτσι ο πρώτος λόγος έφεσης απορρίπτεται.
Ενόψει του πιο πάνω ευρήματος μας δεν χρειάζεται να ασχοληθούμε με τους υπόλοιπους λόγους έφεσης.
Ως αποτέλεσμα, η παρούσα έφεση απορρίπτεται με έξοδα εναντίον της εφεσείουσας και υπέρ των εφεσιβλήτων-εναγομένων 1 και 2.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εναντίον της εφεσείουσας.