ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Δεν έχει εντοπιστεί νομοθεσία ή απόφαση ή δικονομικός θεσμός στον οποίο να κάνει αναφορά η απόφαση αυτή
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
(2005) 1 ΑΑΔ 232
2 Φεβρουαρίου, 2005
[ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ/στές]
ΙΩΑΝΝΟΥ & ΠΑΡΑΣΚΕΥΑΪΔΗΣ ΛΤΔ,
Εφεσείουσα,
v.
ΙΩΑΝΝΗ ΠΑΝΙΑ,
Εφεσιβλήτου 1,
v.
ΕΡΓΟΛΑΒΟΣ ΟΙΚΟΔΟΜΩΝ ΚΩΣΤΑΣ Γ. ΑΦΑΝΤΙΤΗΣ ΛΤΔ,
Εφεσίβλητης 2.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 11521)
―――――――――――――-
Αμέλεια ― Εργατικό ατύχημα ― Απόδοση εκ προστήσεως ευθύνης σε εργοληπτική εταιρεία για τον σοβαρό τραυματισμό καλουψιή σε υπό ανέγερση οικοδομή ― Κατ' έφεση κρίθηκε ότι η εταιρεία κατασκευής των καλουπιών, γενική εργοδότρια του τραυματισθέντος, ενείχε ευθύνη σε ποσοστό 30% ― Διάκριση μεταξύ της προσωρινής διάθεσης υπαλλήλου σε άλλον κύριο και της διάθεσης μόνο των υπηρεσιών του ― Το βάρος απόδειξης για τη μετατόπιση ευθύνης από τη γενική εργοδότρια στους ώμους άλλου ανήκει σ' αυτήν και είναι πολύ μεγάλο.
Στις 3.8.1994 ο 1ος εφεσίβλητος, ο οποίος εργαζόταν ως καλουψιής στην 2η εφεσίβλητη, εταιρεία κατασκευής καλουπιών, τραυματίστηκε σοβαρά κατά τη διάρκεια της εργασίας του σε υπό ανέγερση οικοδομή στην είσοδο της Λευκωσίας, εργολάβος της οποίας ήταν η εφεσείουσα. Το ατύχημα συνέβηκε όταν ο χειριστής γερανού που ανήκε στην εφεσείουσα έκαμε απότομη κίνηση με αποτέλεσμα καλούπι που ανυψώνετο για να μεταφερθεί στο σημείο όπου θα ετοποθετείτο να κινηθεί απότομα, να κτυπήσει τον 1ο εφεσίβλητο στο στήθος και να τον σπρώξει στο κενό με αποτέλεσμα να πέσει και να τραυματιστεί από το δεύτερο όροφο της ανεγειρόμενης οικοδομής. Ο 1ος εφεσίβλητος κίνησε αγωγή για αποζημιώσεις για σωματικές βλάβες, απώλεια και ζημιά που υπέστη τόσο εναντίον της εφεσείουσας όσο και της 2ης εφεσίβλητης οι οποίες επέρριπταν την ευθύνη η μια στην άλλη όπως και στον ίδιο. Στην πορεία της δίκης συμφωνήθηκε όπως ο 1ος εφεσίβλητος έφερε το 20% της ευθύνης λόγω συντρέχουσας αμέλειας. Συμφωνήθηκε επίσης ότι με βάση το υπόλοιπο 80% της ευθύνης δικαιούται σε αποζημιώσεις ύψους £22.500 πλέον £2.500 δικηγορικά έξοδα. Η δίκη προχώρησε με αντικείμενο πλέον την απόδοση και τον επιμερισμό του υπόλοιπου ποσοστού ευθύνης μεταξύ της εφεσείουσας και της 2ης εφεσίβλητης.
Ο διευθυντής της 2ης εφεσίβλητης υποστήριξε ότι η διευθέτηση στη βάση της οποίας εργοδοτήθηκε ο εφεσίβλητος 1 από την εφεσείουσα δεν ήταν υπεργολαβία αλλά δανεισμός του προς την εφεσείουσα. Η θέση της εφεσείουσας ήταν ότι επρόκειτο περί υπεργολαβίας. Ως προς τη φύση της διευθέτησης κατατέθηκε εκ συμφώνου έγγραφο ημερ. 10.6.1994 στο οποίο αναφέρετο ότι η 2η εφεσίβλητη ανελάμβανε την εκτέλεση μέρους των καλουπιών διά την εργασία και ότι "Η τιμή που προσφέρουμε είναι διά παροχήν τεχνικών καλουψήδων £5.50 την ώραν."
Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέδωσε αποκλειστική εκ προστήσεως ευθύνη στην εφεσείουσα αφού έκρινε ότι το όλο σύστημα εργασίας βρισκόταν υπό τον έλεγχο της. Η 2η εφεσίβλητη διέθεσε απλώς ορισμένους εργαζόμενους οι οποίοι εντάχθηκαν στο σύστημα εργασίας της. Ο πλήρης και αποκλειστικός έλεγχος των εν λόγω εργαζομένων είχε μεταβιβαστεί στην εφεσείουσα, η οποία ως εκ τούτου, ανέλαβε ευθύνη ως εργοδότης. Το Δικαστήριο αφού έλαβε υπόψη ότι είχε ήδη καταβληθεί στον 1ο εφεσίβλητο ποσό £10.000, επεδίκασε υπέρ του 1ου εφεσίβλητου και εναντίον της εφεσείουσας το υπόλοιπο του πιο πάνω ποσού από το ποσό των £22.500, που ανερχόταν σε £12.500. Επιπλέον, εξέδωσε διάταγμα εξόδων σύμφωνα με το οποίο η εφεσείουσα βαρυνόταν με τα έξοδα που ο 1ος εφεσίβλητος θα έπρεπε να πληρώσει στην 2η εφεσίβλητη λόγω της απόρριψης της απαίτησής του εναντίον της και, ως προς αυτό το τελευταίο εξέδωσε διάταγμα εξόδων υπέρ της 2ης εφεσίβλητης ένεκα της απόρριψης της σχετικής απαίτησης της εφεσείουσας.
Η εφεσείουσα εφεσίβαλε την απόφαση υποστηρίζοντας ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο α) εσφαλμένα θεώρησε την εφεσείουσα ως υπέχουσα θέση εργοδότριας του 1ου εφεσίβλητου, β) εσφαλμένα κατέληξε πως ο χειριστής του γερανού της εφεσείουσας ήταν αμελής ή έφερε ευθύνη για το ατύχημα, γ) εσφαλμένα κατέληξε ότι η εφεσείουσα έφερε εν πάση περιπτώσει πρωτογενή ευθύνη με οποιοδήποτε τρόπο και δ) ότι η διαταγή για έξοδα ήταν αδικαιολόγητη.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Η 2η εφεσίβλητη δεν είχε τον έλεγχο αναφορικά με τον τρόπο χειρισμού του γερανού από τον οδηγό του. Ορθά λοιπόν αποδόθηκε στην εφεσείουσα η αμέλειά του.
2. Τα διαθέσιμα στοιχεία δεν επέτρεπαν βάσιμα την εξαγωγή συμπεράσματος περί πρωτογενούς ευθύνης της εφεσείουσας.
3. Η 2η εφεσίβλητη ήταν και αυτή αμελής για την παράλειψή της να προφυλάσσει τον 1ο εφεσίβλητο στο εργασιακό του περιβάλλον και να αφήσει την κατάσταση εντελώς στα χέρια της εφεσείουσας.
4. Εκ του εναπομείναντος ποσοστού 80% της ευθύνης το 50% αναλογεί στην εφεσείουσα και το 30% στην 2η εφεσίβλητη. Αυτό καθιστά και το λόγο έφεσης ως προς τα έξοδα άνευ σημασίας ενόψει της έκδοσης νέας διαταγής.
Η έφεση επιτράπηκε μερικώς με έξοδα πρωτοδίκως υπέρ του 1ου εφεσίβλητου και εναντίον τόσο της εφεσείουσας όσο και της 2ης εφεσίβλητης και έξοδα έφεσης υπέρ της εφεσείουσας και εναντίον της 2ης εφεσίβλητης, ενώ ως προς τον 1ο εφεσίβλητο δεν εκδόθηκε διαταγή.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Denham v. Midland Employer's Assurance [1955] 2 All E.R. 561,
Moore v. Palmer [1886] 2 T.L.R. 781,
Mersey Harbour Board v. Coggins [1946] 2 All E.R. 345 (H.L.).
Έφεση.
Έφεση από την εναγόμενη εταιρεία-εφεσείουσα κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας που δόθηκε στις 17/10/02 (Αρ. Αγωγής 2543/95) με την οποία αποδόθηκε στον ενάγοντα-εφεσίβλητο 1 το 20% της ευθύνης για το ατύχημα το οποίο του συνέβη ενώ εργαζόταν, ως υπάλληλος της εναγόμενης εταιρείας-εφεσίβλητης 2, σε οικοδομικό έργο, εργολάβος του οποίου ήταν η εφεσείουσα και απέδωσε εκ προστήσεως ευθύνη εξ' ολοκλήρου στην εφεσείουσα.
Χρ. Κληρίδης, για την Εφεσείουσα.
Καμιά εμφάνιση για τον 1ο Εφεσίβλητο.
Γ. Γεωργίου για Λ. Παπαφιλίππου, για την 2η Εφεσίβλητη.
Cur. adv. vult.
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου δίδεται από τον Δικαστή Γ. Νικολάου.
ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ.: Η 2η εφεσίβλητη εταιρεία, Εργολάβος Οικοδομών Κώστας Γ. Αφαντίτης Λτδ, απασχολείτο με την κατασκευή καλουπιών για την ανέγερση κτιρίων. Το προσωπικό της αποτελείτο από οκτώ ή εννέα καλουψιήδες, στους οποίους συμπεριλαμβανόταν και ο 1ος εφεσίβλητος, κ. Ιωάννης Πάνιας. Ξεχώριζε απ' όλους ο κ. Γιώργος Αντρέου, καλουψιής Α΄ τάξης, ο οποίος συνδεόταν εξ αγχιστείας με το αφεντικό τους, τον κ. Κώστα Γ. Αφαντίτη, στον οποίο ανήκε η εταιρεία. Ο κ. Πάνιας χαρακτήρισε στη μαρτυρία του τον κ. Αντρέου ως «το πρωτοπαλλήκαρο» του συνεργείου, ο δε κ. Αφαντίτης εξήγησε ότι ο κ. Αντρέου αναλάμβανε μεν πρωτοβουλίες, αλλά δεν είχε καθήκοντα επιστάτη. Η εφεσείουσα εταιρεία, Ιωάννου & Παρασκευαΐδης Λτδ, ως εργολάβος έργων διατηρούσε μακρά και στενή συνεργασία με την 2η εφεσίβλητη στην οποία συχνά ανέθετε υπεργολαβίες για καλούπια. Στην προκείμενη περίπτωση, τέσσερεις από τους υπαλλήλους της 2ης εφεσίβλητης, συμπεριλαμβανομένου και του κ. Πάνια, απασχολούνταν με την κατασκευή καλουπιών στο δεύτερο όροφο υπό ανέγερση κτιρίου στην είσοδο της Λευκωσίας, του μετέπειτα γνωστού ως IMC, εργολάβος του οποίου ήταν η εφεσείουσα.
Ο κ. Πάνιας τραυματίστηκε σοβαρά σε ατύχημα που συνέβηκε στις 30 Αυγούστου 1994 κατά τη διάρκεια της εκεί εργασίας του και κίνησε αγωγή για σωματικές βλάβες, απώλεια και ζημιά που υπέστη. Στράφηκε εναντίον τόσο της εφεσείουσας (2ης εναγομένης) όσο και της 2ης εφεσίβλητης (1ης εναγομένης) οι οποίες, με τους ασφαλιστές πίσω τους, επέρριπταν την ευθύνη η μια στην άλλη όπως και στον ίδιο. Στην πορεία της δίκης συμφωνήθηκε ότι ο κ. Πάνιας έφερε το 20% της ευθύνης λόγω συντρέχουσας αμέλειας. Επίσης συμφωνήθηκε ότι με βάση το υπόλοιπο 80% της ευθύνης δικαιούται σε αποζημιώσεις ύψους £22.500, πλέον £2.500 δικηγορικά έξοδα. Έπειτα από αυτή τη διευθέτηση, αντιδικία παρέμεινε πια μόνο μεταξύ της εφεσείουσας και της 2ης εφεσίβλητης και η δίκη προχώρησε με αντικείμενο την απόδοση και τον καταμερισμό του υπόλοιπου ποσοστού ευθύνης.
Ηγέρθη θέμα ως προς τη σχέση μεταξύ της εφεσείουσας και της 2ης εφεσίβλητης. Κατά πόσο, δηλαδή, επρόκειτο για υπεργολαβία ή για δανεισμό υπαλλήλων της 2ης εφεσίβλητης στην εφεσείουσα προς ενίσχυση συνεργείου καλουψιήδων που η εφεσείουσα ήδη διέθετε στο εργοτάξιο, αφού σε κάποιο στάδιο η εφεσείουσα χρειάστηκε ενίσχυση ώστε να μπορέσει να τηρήσει το χρονοδιάγραμμα εκτέλεσης του έργου. Όταν παρουσιάστηκε αυτή η ανάγκη η 2η εφεσίβλητη απασχολείτο, βάσει συμφωνίας υπεργολαβίας, σε άλλο έργο της εφεσείουσας, στο οποίο έγινε αναφορά ως τα «Προπύλαια».
Ο κ. Αφαντίτης κατέθεσε ότι ο διευθυντής του εργοταξίου IMC - κ. Σίμος Παπαφιλίππου - του ζήτησε εκ μέρους της εφεσείουσας τρεις ή τέσσερεις καλουψιήδες για μια-δυο εβδομάδες και αυτός τους διέθεσε. Γνώριζε τις ανάγκες του έργου, το μέγεθος των κολόνων και το είδος των καλουπιών αφού στο αρχικό στάδιο τα είχε μελετήσει με σκοπό να αναλάμβανε την εργολαβία, όμως δεν συμφώνησαν και η εργολαβία δόθηκε αλλού. Επέμενε πως η επίδικη διευθέτηση, που έγινε περιστασιακά στην πορεία, δεν ήταν υπεργολαβία αλλά δανεισμός υπαλλήλων τους οποίους μάλιστα ερώτησε «αν δέχονταν να πάνε» γιατί, όπως πρόσθεσε, είχαν δικαίωμα να αρνηθούν. Εξήγησε πως για υπεργολαβίες η 2η εφεσίβλητη πληρωνόταν πάντοτε με το μέτρο, κατόπιν προσφοράς και σχετικής συμφωνίας, ενώ στην προκείμενη περίπτωση διευθετήθηκε πληρωμή με την ώρα: £5.50 για τον κάθε υπάλληλο, ποσό από το οποίο η 2η εφεσίβλητη κρατούσε τα 50 σεντ ως προμήθεια.
Η θέση της εφεσείουσας ότι επρόκειτο περί υπεργολαβίας στηρίχθηκε κυρίως στη μαρτυρία της υπαλλήλου της, κας Θέκλας Κολιαντρή, η οποία απασχολείτο ως επιμετρητής ποσοτήτων. Κατέθεσε πως αυτή χειρίστηκε την περίπτωση επειδή ήταν στα καθήκοντα της να χειρίζεται όλες τις υπεργολαβίες ενώ αν ήταν άλλου είδους διευθέτηση δεν θα ενέπιπτε στη δική της αρμοδιότητα. Τόνισε πως η παρούσα περίπτωση δεν διέφερε από άλλες που αφορούσαν τις δύο εταιρείες αφού η σχέση τους ήταν πάντοτε σχέση υπεργολαβίας, ποτέ ενοικίασης ή δανεισμού προσωπικού και παρόλον που, κατ' εξαίρεση, δεν έγινε σ' αυτή την περίπτωση γραπτή συμφωνία, θεωρούσε πως ίσχυαν σιωπηρώς οι όροι του συμβολαίου για την υπό τότε εξέλιξη υπεργολαβία στα «Προπύλαια», με διαφορά μόνο στον τρόπο υπολογισμού της τιμής, δηλαδή με την ώρα αντί με το μέτρο, κι αυτό διότι πρακτικώς έτσι ήταν που βόλευε σε εκείνο το στάδιο. Εξ άλλου η κα Κολιαντρή δεν δέχθηκε στη μαρτυρία της ότι η παρουσία της 2ης εφεσίβλητης στο εργοτάξιο IMC ήταν με μόνο τέσσερεις υπαλλήλους. Είπε, προφανώς προς ενδυνάμωση της άποψης της για «κανονική συμφωνία υπεργολαβίας», ότι απασχολούνταν εκεί περισσότεροι από τέσσερεις υπάλληλοι της 2ης εφεσίβλητης. Ενώ δεν ήταν ποτέ αυτή η θέση κανενός. Τέλος, ως προς τη φύση της διευθέτησης κατατέθηκε εκ συμφώνου έγγραφο ημερ. 10 Ιουνίου 1994, με το ακόλουθο περιεχόμενο:
« ΘΕΜΑ: ΕΡΓΑΣΙΕΣ ΚΑΛΟΥΠΙΩΝ ΓΙΑ ΤΙΣ ΕΡΓΑΣΙΕΣ ΣΤΟ IMC ΣΤΗ ΛΕΥΚΩΣΙΑ
Με την παρούσα σας πληροφορώ ότι αναλαμβάνω την εκτέλεσιν μέρους των καλουπιών διά την ως άνω εργασίαν. Εργατικά μόνον.
Η τιμή που προσφέρουμε είναι διά παροχήν τεχνικών καλουψήδων £5.50 την ώραν.»
Κατά τον χρόνο του ατυχήματος ο κ. Πάνιας και ο κ. Αντρέου βρίσκονταν στην ταράτσα του δεύτερου ορόφου του κτιρίου και βοηθούσαν να μετακινηθεί και να τοποθετηθεί σε προκαθορισμένο σημείο ένα καλούπι μεγάλων διαστάσεων και βάρους, για την κατασκευή εξωτερικής κολόνας προς στήριξη, μαζί με άλλες, του επόμενου ορόφου. Αυτοί οι δύο υπάλληλοι της 2ης εφεσίβλητης συνεργάζονταν με τον μηχανοδηγό κ. Κώστα Μιχαήλ, της εφεσείουσας. Ο κ. Μιχαήλ ήταν ο χειριστής γερανού της εφεσείουσας. Βρισκόταν στο κουβούκλιο του γερανού, ψηλά, και σε κάποια απόσταση. Με τη χρήση του γερανού το καλούπι ανυψώθηκε όρθιο, λίγο πάνω από το δάπεδο και μεταφερόταν στο σημείο όπου θα τοποθετείτο. Τον κ. Μιχαήλ τον καθοδηγούσε, με νεύματα χεριού, ο κ. Αντρέου. Ο οποίος, μαζί με τον κ. Πάνια, ο ένας στη μια πλευρά του καλουπιού και ο άλλος στην απέναντι, το κρατούσαν, συνοδεύοντας το, προφανώς προσπαθώντας να συγκρατήσουν τις μικροταλαντεύσεις του. Όταν πλησίασαν το σημείο τοποθέτησης, ο κ. Πάνιας βρισκόταν ένα με δύο πόδια από την άκρη της ταράτσας. Το καλούπι κινήθηκε τότε απότομα, τον κτύπησε στο στήθος και τον έσπρωξε στο κενό με αποτέλεσμα να πέσει και να τραυματιστεί. Υπήρχε στην άκρη της ταράτσας ξύλινο κυγκλίδωμα το οποίο όμως εύκολα υποχώρησε. Ο κ. Πάνιας το περιέγραψε ως «σανίδα που δεν είχε αντίσταση».
Κατά τις προηγούμενες ημέρες είχαν στήσει με τον ίδιο τρόπο περίπου δέκα καλούπια δίχως πρόβλημα. Σύμφωνα πάντως με τη μαρτυρία του κ. Μιχαήλ ούτε σε αυτή τη συγκεκριμένη περίπτωση δεν θα έπρεπε να παρουσιαζόταν πρόβλημα αφού, καθώς δέχθηκε στην αντεξέταση, ο τρόπος τοποθέτησης των καλουπιών για εξωτερικές κολόνες ήταν ο εξής: Όταν το καλούπι έφτανε σε απόσταση δύο με τρία μέτρα πριν από την άκρη της ταράτσας κοντά στο προκαθορισμένο σημείο, οι καλουψιήδες που το κρατούσαν το άφηναν και πήγαιναν σε ασφαλές μέρος όπου τους έβλεπε, ενώ στο τελικό στάδιο αυτός το μετακινούσε έξω από την ταράτσα και έπειτα ευθυγραμμισμένο το έφερνε πίσω σιγά-σιγά, στο σημείο όπου το τοποθετούσε. Κατά τον κ. Μιχαήλ αυτή η διαδικασία έγινε και στην προκείμενη περίπτωση μόνο που δεν έβλεπε τον κ. Πάνια.
Σύμφωνα με τον κ. Πάνια, ο οποίος θεωρήθηκε αξιόπιστος, αυτός και οι συνάδελφοι του λάμβαναν καθημερινά οδηγίες για την εργασία τους από τον επιστάτη της εφεσείουσας κ. Σ. Θεοδουλίδη ο οποίος επέβλεπε ολόκληρο το έργο. Στην αρχή εργάστηκε μαζί τους και καλουψιής της εφεσείουσας με σκοπό να τους δώσει «μια ιδέα παραπάνω» και τους υπέδειξε τον τρόπο με τον οποίο διεξαγόταν ως τότε η εργασία. Ο κ. Αφαντίτης εργαζόταν στα «Προπύλαια». Επισκέπτετο το εργοτάξιο IMC κάθε εβδομάδα για να πληρώσει τους μισθούς, όπως και σε μερικές άλλες περιπτώσεις όταν ήθελε κάτι αλλά δεν λάμβανε μέρος στην επίβλεψη. Όμως, κάποιο ρόλο στις λεπτομέρειες εκτέλεσης της εργασίας είχε, εκτός από τον κ. Θεοδουλίδη της εφεσείουσας, και ο δικός τους, ο κ. Αντρέου.
Το Δικαστήριο έκρινε ότι ο κ. Μιχαήλ ήταν αμελής. Ανέφερε σχετικά τα εξής:
«Γνώριζε τους κινδύνους για τους βοηθούς, όπως προκύπτει από τη μαρτυρία του. Κι όμως η έλλειψη επιμέλειας του ήταν τόση, ώστε όχι μόνο να μην ενεργήσει με τον ασφαλή τρόπο που περιέγραψε, αλλά καθόλου να μην έχει εποπτεία της σκηνής, πληροφορούμενος - και όχι αντιλαμβανόμενος - το συμβάν και μάλιστα 5-10 λεπτά αργότερα. Υπ' αυτές τις περιστάσεις ήταν αμελής ακόμα κι αν η απότομη κίνηση του γερανού οφειλόταν σε τυχαία ταλάντευση και όχι σε δική του επιτάχυνση.»
Εν τέλει το Δικαστήριο θεώρησε πως και η «κίνηση του γερανού σχετιζόταν με το χειρισμό του Μιχαήλ». Σημείωσε ότι ο γερανός ανήκε στην εφεσείουσα η οποία εργοδοτούσε τον χειριστή, κ. Μιχαήλ, «υπό συνθήκες που η δική του αμέλεια να αντανακλάται σ΄ αυτήν». Αποδίδοντας εκ προστήσεως ευθύνη εξ ολοκλήρου στην εφεσείουσα, το Δικαστήριο εξήγησε ότι:
«Το όλο σύστημα εργασίας, είναι φανερό, πως βρισκόταν υπό τον έλεγχο των εναγομένων 2. Οι εναγόμενοι 1 διέθεσαν απλώς ορισμένους εργαζόμενους οι οποίοι εντάχθηκαν στο σύστημα εργασίας των εναγομένων 2, αφομοιούμενοι και όχι ως αυτοτελής και πλήρης ομάδα εργασίας. Ο πλήρης και αποκλειστικός έλεγχος των εν λόγω εργαζομένων είχε μεταβιβαστεί στους εναγόμενους 2, οι οποίοι ως εκ τούτου, ανέλαβαν την ευθύνη ως εργοδότες.»
Επίσης θεώρησε πως η εφεσείουσα ήταν, πέρα από αυτό, και πρωτογενώς αμελής αφού «ο κίνδυνος ήταν εύκολα προβλεπτός και θα μπορούσε να αποτραπεί με κατάλληλες οδηγίες ως προς τον τρόπο εργασίας». Επιπλέον υπέδειξε πως οι γενικότερες περιστάσεις υπό τις οποίες συνέβηκε το ατύχημα έθεταν «ευρύτερο ζήτημα ως προς την ασφάλεια του χώρου αλλά και του τρόπου εργασίας». Σημείωσε συναφώς και ότι το κιγκλίδωμα δεν είχε ουσιαστική αντοχή και γι' αυτό δεν αποτελούσε προστατευτικό μέτρο. Απέρριψε εισήγηση του συνηγόρου της εφεσείουσας ότι όποια και να ήταν η σχέση μεταξύ της και της 2ης εφεσίβλητης, η δεύτερη δεν μπορούσε να απαλλαγεί από ευθύνη, εξηγώντας ότι «κατοχή και έλεγχο» διατηρούσε μόνο η εφεσείουσα ενώ η 2η εφεσίβλητη δεν είχε «οποιαδήποτε εμπλοκή είτε στο χώρο είτε στη μέθοδο εργασίας». Απέρριψε εξάλλου και εισήγηση για αμέλεια του υπαλλήλου της 2ης εφεσίβλητης, κ. Ανδρέου. Έκρινε πως «το ενδεχόμενο η απότομη κίνηση να οφειλόταν σε νόημα του Ανδρέου δεν υποστηρίχθηκε με μαρτυρία ούτε αποδείχθηκε (αυτός) ότι είχε εποπτική αρμοδιότητα» και παρατήρησε πως ενόψει του ευρήματος αναφορικά με το ρόλο της εφεσείουσας, η τυχόν αμέλεια του Ανδρέου θα αφορούσε εκ προστήσεως αυτήν και όχι την 2η εφεσίβλητη.
Το Δικαστήριο κατέληξε επομένως πως ευθύνη έναντι του κ. Πάνια για το ατύχημα έφερε μόνο η εφεσείουσα. Αφού έλαβε υπόψη τη διευθέτηση με βάση την οποία η ευθύνη, που ανερχόταν σε 80% του συνόλου, ισοδυναμούσε με ποσό £22.500 και ότι κατόπιν συνεννόησης μεταξύ των δύο εταιρειών να λογαριαστούν υπό το φως του αποτελέσματος της αγωγής, είχε ήδη καταβληθεί στον κ. Πάνια ποσό £10.000, πλέον τα έξοδα ύψους £2.500, επεδίκασε υπέρ του κ. Πάνια και εναντίον της εφεσείουσας το υπόλοιπο, ύψους £12.500. Επιπλέον, εξέδωσε διάταγμα εξόδων σύμφωνα με το οποίο η εφεσείουσα βαρυνόταν με τα έξοδα που ο κ. Πάνιας θα έπρεπε να πληρώσει στην 2η εφεσίβλητη ένεκα της απόρριψης της απαίτησης του εναντίον της και, ως προς αυτό το τελευταίο, εξέδωσε διάταγμα εξόδων υπέρ της 2ης εφεσίβλητης ένεκα της απόρριψης της σχετικής απαίτησης της εφεσείουσας.
Με την έφεση προβάλλεται ότι το Δικαστήριο (α) εσφαλμένα θεώρησε την εφεσείουσα ως υπέχουσα θέση εργοδότριας του κ. Πάνια - και, καθώς εξυπονοείται, των τριών άλλων υπαλλήλων της 2ης εφεσίβλητης - και επομένως υπευθύνη για το συμβάν, ως διατηρούσα έλεγχο των εργασιών· (β) εσφαλμένα κατέληξε πως ο κ. Μιχαήλ, χειριστής του γερανού, ήταν αμελής ή έφερε ευθύνη για το ατύχημα· (γ) εσφαλμένα κατέληξε πως η εφεσείουσα έφερε εν πάση περιπτώσει πρωτογενή ευθύνη με οποιοδήποτε τρόπο· και (δ) ότι η διαταγή για έξοδα ήταν αδικαιολόγητη.
Είναι η θέση της εφεσείουσας ότι η 2η εφεσίβλητη ανέλαβε ως υπεργολάβος, διατηρώντας έτσι τον έλεγχο για τον ακριβή τρόπο εκτέλεσης των καθηκόντων του κ. Πάνια σε συνεργείο επικεφαλής του οποίου ήταν ο επίσης υπάλληλος της 2ης εφεσίβλητης, κ. Αντρέου. Κατά την εφεσείουσα, η περί του αντιθέτου κατάληξη του Δικαστηρίου για το καθεστώς απασχόλησης του κ. Πάνια δεν λάμβανε υπόψη νομολογιακά παραδεδεγμένους παράγοντες μεταξύ των οποίων και ότι επρόκειτο περί εξειδικευμένου συνεργείου με πείρα. Έπειτα, ως προς τη διεξαγωγή της εργασίας, ο χειριστής του γερανού κ. Μιχαήλ, ο οποίος ανήκε στην εφεσείουσα, είχε εκ των πραγμάτων περιορισμένη ορατότητα και ακολουθούσε πιστά τις οδηγίες του κ. Αντρέου. Το ότι το καλούπι κινήθηκε απότομα μπορούσε να εξηγηθεί και από ταλάντευση χωρίς υπαιτιότητα του χειριστή. Εξ άλλου το εύρημα του Δικαστηρίου ότι για την απότομη κίνηση ευθυνόταν ο κ. Μιχαήλ, έγινε στη βάση των πιθανοτήτων, όχι θετικής μαρτυρίας. Παρατηρούμε επί του προκειμένου, ότι εκείνο που στην πραγματικότητα είπε το Δικαστήριο ήταν το εξής:
«Υπό το φως της μαρτυρίας του ενάγοντα και λαμβάνοντας υπόψη το αβάσιμο και ασαφές των εξηγήσεων του Μιχαήλ, βρίσκω, επί τη βάσει της εξισορρόπησης των πιθανοτήτων, πως η αιτία που κινήθηκε απότομα ο γερανός σχετίζεται με το χειρισμό του εκ μέρους του Μιχαήλ.»
Γενικότερα, κατά την εφεσείουσα, δεν εξειδικεύτηκε τι ήταν που καθιστούσε ανασφαλές το σύστημα εργασίας ή ανασφαλή τον χώρο ή ακατάλληλες τις οδηγίες. Ως προς τον χώρο, η εφεσείουσα εξέφρασε την άποψη πως αν το κιγκλίδωμα άντεχε στο σπρώξιμο, οι επιπτώσεις ίσως να μην ήταν λιγότερο σοβαρές γιατί ο κ. Πάνιας μπορεί να συνθλιβόταν μεταξύ κιγκλιδώματος και καλουπιού.
Προέβησαν και οι δύο πλευρές σε εκτενή αναφορά στη μαρτυρία για τις περιστάσεις της διευθέτησης απασχόλησης του κ. Πάνια στο εργοτάξιο της εφεσείουσας, όπως και για τις περιστάσεις του ατυχήματος, προς υποστήριξη των αντίστοιχων θέσεων τους αναφορικά με τα αίτια του ατυχήματος και την ευθύνη. Έγινε εξ άλλου αναφορά σε νομολογία, Αγγλική και Κυπριακή, για τις σχετικές επί του θέματος αρχές.
Κατά την άποψη μας, οι συνθήκες υπό τις οποίες επιχειρήθηκε στο τελικό στάδιο η προσέγγιση του σημείου όπου επρόκειτο να τοποθετηθεί το καλούπι, ήταν ολωσδιόλου απαράδεκτες. Ενώ ορισμένες λεπτομέρειες του κρίσιμου συμβάντος δεν κατέστη δυνατό να διευκρινιστούν πλήρως, είναι εν τούτοις προφανές πως αν ο κ. Μιχαήλ, ο οποίος είχε επίγνωση των κινδύνων, φρόντιζε να τηρήσει την ίδια όπως και πριν διαδικασία, το ατύχημα θα αποφεύγετο αφού θα είχε αδιάλειπτη οπτική επαφή με τον κ. Πάνια και τον κ. Αντρέου και όταν το καλούπι βρισκόταν δύο με τρία μέτρα από την ταράτσα, δεν θα το προχωρούσε για να το τοποθετήσει στο προδιαγεγραμμένο σημείο χωρίς να βεβαιωνόταν πως οι βοηθοί τηρούσαν ασφαλή απόσταση. Θεωρούμε λοιπόν δικαιολογημένο το τελικό εύρημα ότι ο κ. Μιχαήλ ήταν αμελής.
Ποιά από τις δύο εταιρείες φέρει την εκ προστήσεως ευθύνη για την αμέλεια του κ. Μιχαήλ είναι κατά λογική σειρά το επόμενο θέμα. Η διεξαχθείσα συζήτηση αναφορικά με το κατά πόσο ο κ. Πάνιας απασχολείτο υπό καθεστώς υπεργολαβίας της 2ης εφεσίβλητης ή υπό καθεστώς δανεισμού του στην εφεσείουσα περιλάμβανε έμμεσα και την ευρύτερη, βασική διάκριση μεταξύ από τη μια μεριά της προσωρινής διάθεσης υπαλλήλου σε άλλον κύριο και από την άλλη μεριά τη διάθεση μόνο των υπηρεσιών του. Η εν λόγω διάκριση τονίστηκε από τον Romer L.J. στην Denham v. Midland Employer's Assurance [1955] 2 All E.R. 561 όπου παρέπεμψε (σελ. 566) στο εξής σύντομο απόσπασμα από την Moore v. Palmer [1886] 2 T.L.R. 781 (στην 782):
«The great test was this - whether the servant was transferred or only the use and benefit of his work.»
Έχουμε την άποψη ότι στην υπό εξέταση περίπτωση, όπως και να ταξινομηθεί το πράγμα, δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι ο χειριστής του γερανού, ο κ. Μιχαήλ, υπαγόταν στην 2η εφεσίβλητη και όχι στην εφεσείουσα. Είναι νομίζουμε πρόδηλο πως η 2η εφεσίβλητη δεν είχε τον έλεγχο αναφορικά με το πώς ο κ. Μιχαήλ θα χειριζόταν τον γερανό. Στη Mersey Harbour Board v. Coggins [1946] 2 All E.R. 345 (H.L.), όπου οι εφεσείοντες είχαν διαθέσει στους εφεσίβλητους αχθοφόρους ένα γερανό μαζί με τον χειριστή του, λέχθηκαν από τον Lord McMillan τα εξής τα οποία, ως έκφραση λογικής, συμβάλλουν στην αντίκρυση και της παρούσας υπόθεσης παρόλον που η κατάσταση εκεί είχε διαμορφωθεί με διαφορετικό τρόπο:
«The stevedores were entitled to tell him where to go, what parcels to lift, and where to take them, i.e., they could direct him as to what they wanted him to do, but they had no authority to tell him how he was to handle the crane in doing his work. In driving the crane, which was the board' s property confided to his charge, he was acting as the servant of the board, not as the servant of the stevedores. It was not in consequence of any order of the stevedores that he negligently ran down the plaintiff. It was in consequence of his negligence in driving the crane, that is to say, in performing the work which he was employed by the board to do.»
Θεωρούμε λοιπόν ότι ορθά αποδόθηκε στην εφεσείουσα η αμέλεια - όπως εμείς την περιγράψαμε - του κ. Μιχαήλ.
Ως προς την πρωτόδικη άποψη περί και πρωτογενούς ευθύνης της εφεσείουσας ένεκα αδυναμίας του κιγκλιδώματος, μας φαίνεται πως τα διαθέσιμα στοιχεία δεν επέτρεπαν βάσιμα την εξαγωγή συμπεράσματος. Το ότι το κιγκλίδωμα δεν άντεξε στο σπρώξιμο που επέφερε την πτώση του κ. Πάνια, δεν σημαίνει αυτόματα, χωρίς συγκεκριμένη ένδειξη αναφορικά με το τί απαιτείται, ότι ήταν ανεπαρκές ως προσωρινό προστατευτικό μέτρο σε υπό ανέγερση οικοδομή.
Απομένει το κατά πόσο ευθύνη για το ατύχημα έφερε και η 2η εφεσίβλητη. Κατά την αντίληψη μας, προκύπτει από τη μαρτυρία πως, ενώ το γενικό πρόσταγμα το είχε ο επιστάτης της εφεσείουσας ο κ. Σ. Θεοδουλίδης, το συνεργείο το οποίο η 2η εφεσίβλητη διέθεσε, διατηρούσε την αυτοτέλεια του σε ό,τι αφορούσε τις λεπτομέρειες της ειδικότητας του και κατευθυνόταν από τον κ. Ανδρέου στον οποίο η πείρα αλλά κυρίως η ιδιαίτερη σχέση με τον κ. Αφαντίτη, προσέδιδαν κατά τις ενδείξεις ιδιαίτερο ρόλο. Και πάντως το βάρος απόδειξης για τη μετατόπιση ευθύνης από τη γενική εργοδότρια στους ώμους άλλου, ανήκει σ' αυτήν και είναι μεγάλο. Στη Mersey Harbour Board v. Coggins (ανωτέρω) τέθηκε ως εξής από τον Viscount Simon (στη σελ. 348):
«It is not disputed that the burden of proof rests upon the general or permanent employer - in this case the board - to shift the prima facie responsibility for the negligence of servants engaged and paid by such employer so that this burden in a particular case may come to rest on the hirer who for the time being has the advantage of the service rendered. And, in my opinion, this burden is a heavy one and can only be discharged in quite exceptional circumstances.»
Κατά τη γνώμη μας, προκύπτει ότι η 2η εφεσίβλητη συνέχιζε να διατηρεί την υποχρέωση της έναντι του υπαλλήλου της, κ. Πάνια, να φροντίζει ώστε να τον προφυλάσσει από κινδύνους στο εργασιακό του περιβάλλον και δεν είχε εν προκειμένω δικαίωμα να αφήσει την κατάσταση εντελώς στα χέρια της εφεσείουσας, χωρίς δικό της λόγο αναφορικά με το αν αυτή η κατάσταση ήταν ή όχι ικανοποιητική. Ήταν επομένως και η 2η εφεσίβλητη αμελής.
Καταμερίζοντας την ευθύνη μεταξύ της εφεσείουσας και της 2ης εφεσίβλητης για την αμέλεια του κ. Μιχαήλ, θεωρούμε πως το μεγαλύτερο μέρος της ευθύνης το έφερε η πρώτη. Καταλήγουμε ότι εκ του εναπομείνοντος 80% της ευθύνης - το 20% το επωμίστηκε ο κ. Πάνιας - το 50% αναλογεί στην εφεσείουσα και το 30% στην 2η εφεσίβλητη. Αυτή η διαφοροποίηση αφαιρεί πια τη σημασία του τελευταίου λόγου έφεσης ο οποίος αφορά στην πρωτόδικη διαταγή για τα έξοδα, αφού χρειάζεται τώρα νέα διαταγή.
Η έφεση επιτυγχάνει στην έκταση που αναφέραμε. Εκδίδεται απόφαση ανάλογα. Έξοδα πρωτοδίκως υπέρ του 1ου εφεσίβλητου και εναντίον τόσο της εφεσείουσας όσο και της 2ης εφεσίβλητης. Έξοδα έφεσης υπέρ της εφεσείουσας και εναντίον της 2ης εφεσίβλητης ενώ ως προς τον 1ο εφεσίβλητο δεν εκδίδεται διαταγή.
Η έφεση επιτρέπεται μερικώς με έξοδα πρωτοδίκως υπέρ του 1ου εφεσίβλητου και εναντίον τόσο της εφεσείουσας όσο και της 2ης εφεσίβλητης και έξοδα έφεσης υπέρ της εφεσείουσας και εναντίον της 2ης εφεσίβλητης, ενώ ως προς τον 1ο εφεσίβλητο δεν εκδίδεται διαταγή.