ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2005) 1 ΑΑΔ 1424
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΟ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ
(΄Εφεση Αρ. 202)
30 Νοεμβρίου, 2005
[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π., ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΦΩΤΙΟΥ, Δ/στές]
ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΕΩΣ
(ΩΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΑΡΧΗ ΜΕ ΒΑΣΗ ΤΟ ΝΟΜΟ 11(ΙΙΙ)/94, ΥΣΤΕΡΑ ΑΠΟ ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΗΣΗ ΤΟΥ JON BEARDMORE),
Εφεσείων - Αιτητής,
ν.
ΤΙΝΑΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ BEARDMORE,
Εφεσίβλητης - Καθ' ης η Αίτηση.
________________________
Ελ. Ζαχαριάδου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τον Εφεσείοντα.
Α. Παπαχαραλάμπους, για την Εφεσίβλητη.
________________________
ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Δικαστής Ε. Παπαδοπούλου.
________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Στις 26/3/2004, καταχωρήθηκε από την Κεντρική Αρχή της Κύπρου - (Υπουργός Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως) - αίτηση, κατ' επίκληση των προνοιών της Σύμβασης για τις Αστικές Πτυχές της Διεθνούς Απαγωγής Παιδιών, (η «Σύμβαση»), που κυρώθηκε από το Ν. 11(ΙΙΙ)/94, με την οποία εζητείτο η επιστροφή του ανήλικου George James Beardmore στον πατέρα του Jon Lee Beardmore, στην Αγγλία.
Το Οικογενειακό Δικαστήριο Λάρνακας, ενώπιον του οποίου ακούστηκε η υπόθεση, απέρριψε το αίτημα, γιατί, καθώς έκρινε, ο πατέρας είχε συναινέσει για τη μετακίνηση του ανηλίκου από την Αγγλία, όπου διέμενε, στην Κύπρο, αλλά και, πρόσθετα, γιατί το αίτημα για επιστροφή του ανηλίκου στον πατέρα του είναι εκτός των σκοπών της Σύμβασης.
Η απόφαση αυτή προσβάλλεται, για λόγους στους οποίους θα αναφερθούμε, αφού πρώτα παραθέσουμε σε συντομία τα γεγονότα της υπόθεσης, όπως αυτά έγιναν παραδεκτά πρωτοδίκως:-
«Ο πατέρας, Βρετανός υπήκοος και η Καθ' ης η αίτηση, Κύπρια υπήκοος, τέλεσαν γάμο στις 5.5.1996 στην Αγγλία. Η μόνιμη διαμονή τους ήταν το Ηνωμένο Βασίλειο. Από το γάμο τους απέκτησαν ένα παιδί, τον George που γεννήθηκε στις 5.11.1997. Οι δύο σύζυγοι ήρθαν σε διάσταση και η Καθ' ης η αίτηση με τον ανήλικο George είχαν τη μόνιμη κατοικία τους στη διεύθυνση 47 Ridge Road, Wincham Hill, London, England, N21 3 EB. Ο πατέρας είχε επικοινωνία με το γιο του, όμως η συχνότητα αμφισβητείται. Είναι παραδεκτό ότι ποτέ δε διανυκτέρευσε ο ανήλικος με τον πατέρα παρά μόνο σε δύο περιπτώσεις κατά τις οποίες η Καθ' ης η αίτηση απουσίαζε σε ταξίδι. Η τελευταία φορά που είχε επικοινωνία ήταν στις 7.7.03. Η Καθ' ης η αίτηση, τον Οκτώβριο του 2003, ήρθε στην Κύπρο για να διαμένει μόνιμα μαζί με τον George και τις δύο θυγατέρες της από προηγούμενο γάμο. Από τη διάσταση κανένα διάταγμα δεν εξεδόθη στο Ηνωμένο Βασίλειο που να ρυθμίζει τα θέματα φύλαξης και επικοινωνίας αναφορικά με τον ανήλικο George. Στις 21.10.03 ο πατέρας εξουσιοδότησε την Κεντρική Αρχή για επιστροφή του ανήλικου, κατ' επίκληση των προνοιών της Σύμβασης για τις Αστικές Πτυχές της Διεθνούς Απαγωγής Παιδιών.»
Υπό αμφισβήτηση είναι το κατά πόσο για τη μετακίνηση του ανηλίκου δόθηκε η συναίνεση του πατέρα. Οι εκδοχές των μερών είναι εκ διαμέτρου αντίθετες, όπως αντίθετες είναι και οι εκδοχές τους σε σχέση με διάφορα άλλα γεγονότα και περιστατικά, που αφορούν τους λόγους της διάστασης των γονέων.
Η εκδοχή του πατέρα είναι ότι ποτέ δε συμφώνησε για τη μετακίνηση του ανηλίκου, για την οποία, για πρώτη φορά, έμαθε τον Οκτώβριο του 2003, όταν, με γραπτό μήνυμα, πληροφορήθηκε ότι δεν μπορούσε να δει το γιο του, επειδή αυτός θα απουσίαζε με τη μητέρα του στο εξωτερικό. Με τον ίδιο τρόπο, πληροφορήθηκε ότι ο γιος του βρίσκεται στην Κύπρο και, αν ήθελε να τον δει, θα έπρεπε να έλθει και εκείνος για διακοπές στην Κύπρο. Παρά το γεγονός ότι με τη σύζυγό του βρισκόταν σε διάσταση τα τελευταία τρία χρόνια, με το γιο του είχε τακτική επαφή. Το Νοέμβριο και το Δεκέμβριο, μάλιστα, του 2002, όταν η εφεσίβλητη απουσίαζε εκτός Αγγλίας για μικρό διάστημα, ο γιος του έμενε μαζί του. Το Δεκέμβριο του 2002, όταν η εφεσίβλητη επέστρεψε από διακοπές, του ανακοίνωσε ότι ήθελε να ζήσει στην Κύπρο, ο ίδιος όμως διαφώνησε, γιατί αυτό θα δυσκόλευε την επικοινωνία με το γιο του. Μετά που ο γιος του μετακινήθηκε στην Κύπρο, προσπάθησε πολλές φορές να μιλήσει στο τηλέφωνο μαζί του, πάντα όμως του έλεγαν ότι δεν ήταν στο σπίτι.
Η εφεσίβλητη απορρίπτει τη θέση του πατέρα, προβάλλοντας ότι αυτός ήταν πλήρως ενήμερος και συμφώνησε για την εγκατάστασή τους μόνιμα στην Κύπρο. Απορρίπτει, επίσης, τους ισχυρισμούς του σε πλείστα όσα αφορούν τη σχέση τους και τους λόγους οι οποίοι οδήγησαν στη διάστασή τους, δίδοντας τις δικές της θέσεις. Αναγκάστηκε, ισχυρίζεται, να απομακρύνει τον πατέρα από το σπίτι και να ζουν χωριστά, λόγω της βίαιης συμπεριφοράς του και του αλκοολισμού του. Από την ημέρα της διάστασής τους, το 1998, ο σύζυγός της δεν ενδιαφερόταν για το γιο τους και ελάχιστες φορές είχε επικοινωνία μαζί του. Ο ανήλικος, στην Κύπρο, φοιτά σε ιδιωτικό σχολείο, έχει εγκλιματιστεί πλήρως και είναι ευτυχισμένος. Η οικονομική της κατάσταση της επιτρέπει να του εξασφαλίζει άνετη διαμονή στην Κύπρο.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρεται, στην εμπεριστατωμένη απόφασή του, στο Νόμο και τη νομολογία, παραθέτοντας τα σχετικά άρθρα που άπτονται των ζητημάτων που εγείρονταν. Επισημαίνει ότι, μεταξύ των σκοπών της Σύμβασης - (΄Αρθρο 1) - είναι:-
«(α) να διασφαλίσει την άμεση επιστροφή των παιδιών που παράνομα μετακινήθηκαν ή κατακρατήθηκαν σε οποιοδήποτε από τα Συμβαλλόμενα Κράτη.»
Ακολούθως αναφέρεται στο ΄Αρθρο 3 της Σύμβασης, με το οποίο καθορίζεται πότε η μετακίνηση ή κατακράτηση παιδιού θεωρείται παράνομη, στο ΄Αρθρο 13(α) της Σύμβασης και στην πιο κάτω ερμηνεία, που δόθηκε σ' αυτό στη Σάββα ν. Υπουργού Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως, ΄Εφεση Αρ. 152, 6/9/2002:-
«Από τη λεκτική διατύπωση του άρθρου 13(α), προκύπτει πως όταν η αποδοχή για τη μετακίνηση ανηλίκου γίνει προτού πραγματοποιηθεί η μετακίνηση, η αποδοχή ονομάζεται συναίνεση (consent). ΄Οταν όμως η αποδοχή δοθεί μετά την πραγματοποίηση της μετακίνησης αυτή, ονομάζεται συγκατάθεση (acquiescense).»
Στη συνέχεια, το πρωτόδικο Δικαστήριο παραθέτει στην απόφασή του και αξιολογεί με επιμέλεια και σαφήνεια το σύνολο της μαρτυρίας που παρουσιάστηκε. Απορρίπτει τη μαρτυρία του πατέρα, λόγω αντιφάσεων που διαπίστωσε σε σημαντικά σημεία μεταξύ της και της πρώτης ένορκης δήλωσης που συνόδευε την αίτηση, η οποία δόθηκε, εκ μέρους του, από Λειτουργό του Υπουργείου Δικαιοσύνης, όπως και μεταξύ της δικής του ένορκης δήλωσης και της αντεξέτασής του στο Δικαστήριο. Οι αντιφάσεις αφορούσαν, μεταξύ άλλων, το χρόνο και τον τρόπο που επήλθε η διάσταση των γονέων, τους λόγους της διάστασης, τη συχνότητα της επικοινωνίας του πατέρα με τον ανήλικο κ.ά., τα οποία το πρωτόδικο Δικαστήριο εξειδικεύει, με παραπομπή σε συγκεκριμένα σημεία της προφορικής μαρτυρίας του. Παραθέτουμε μερικές από τις αντιφάσεις, όπως καταγράφονται στην απόφαση:-
«Αντιφάσεις υπάρχουν επίσης ανάμεσα στην μαρτυρία του και τη μαρτυρία της ένορκης δήλωσης της κας Αναστασιάδου η οποία δεν αντεξετάστηκε. Συγκεκριμένα, στην παράγραφο 8(δ) της ένορκης της δήλωσης ημερ. 22.3.04 η κα Αναστασιάδου αναφέρει: 'Οι δύο σύζυγοι ζούσαν σε διάσταση τα τελευταία 3 χρόνια ....', δηλαδή από 22.3.01. ΄Οταν ο πατέρας ρωτήθηκε κατά την αντεξέτασή του κατά πόσο αυτή είναι η ημερομηνία, απάντησε 'Μπορεί'.»
«Ως προς τους λόγους της διάστασης, η μεν κυρία Αναστασιάδου στην παράγραφο 8(ε) αναφέρει ότι 'οι δύο σύζυγοι αποφάσισαν να ζουν σε διάσταση' ο δε πατέρας στην παράγραφο 3(α) αναφέρει ότι η Καθ' ης η αίτηση τον έδιωξε.
Ως προς το θέμα επικοινωνίας του πατέρα με το παιδί, σημειώνω ότι και πάλιν ο πατέρας περιέπεσε σε αντιφάσεις: Η κα Αναστασιάδου στην παράγραφο 8(ε) αναφέρει ότι αυτός μετά τη διάσταση 'είχε τακτική επαφή'. Ο ίδιος στην παράγραφο 3(β) της ένορκης του δήλωσης αναφέρει: '... Πήγα στο Newcastle under Lyme και επέστρεφα στο Λονδίνο κάθε Σαββατοκυρίακο για να δω το γιο μου και να δουλέψω πάνω στο σπίτι μας.... Παρά το χωρισμό συνέχισα να βλέπω τον George τα περισσότερα Σαββατοκυρίακα.»
«΄Ενα άλλο σημείο που καταδεικνύει ότι ο πατέρας δεν έλεγε την αλήθεια είναι το ακόλουθο: Ενώ στην παράγραφο 3(β) της ένορκης του δήλωσης αναφέρει: '΄Οταν η Καθ' ης η αίτηση έμεινε έγκυος με τον γιο μας, χτυπούσε τον εαυτό της με γροθιές στο στομάχι επειδή δεν τον ήθελε.', δίνοντας την εντύπωση ότι ο ίδιος είδε τη σύζυγο του να κάνει κάτι τέτοιο, κατά την αντεξέταση παραδέχθηκε ότι δεν την είδε ο ίδιος προσωπικά και ότι έτσι του είπε η Καθ' ης η αίτηση.»
Ο εφεσείων αμφισβητεί την ορθότητα της απόφασης με τρεις λόγους έφεσης. Οι δύο πρώτοι αφορούν στο εσφαλμένο της αξιολόγησης της μαρτυρίας του πατέρα και την παράλειψη ανάλυσης της μαρτυρίας της μητέρας, κατά τρόπο ανάλογο με αυτό που το Δικαστήριο πραγματεύεται τη μαρτυρία του πατέρα. Ο τρίτος αφορά στον επιπρόσθετο λόγο, για τον οποίο το Πρωτόδικο Δικαστήριο, με αναφορά στην υπόθεση Σάββα ν. Υπουργού Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως, (πιο πάνω), απέρριψε την αίτηση. Τον παραθέτουμε:-
«... 'η διαταγή για επιστροφή παιδιών δεν είναι διαταγή για επιστροφή στο γονέα που έμεινε πίσω αλλά επιστροφή στη χώρα της συνήθους διαμονής από την οποία παράνομα μετακινήθηκαν.'
Από μόνο του το ότι αναγράφεται στην αίτηση ότι ζητείται η επιστροφή του ανήλικου στον πατέρα δεν μπορεί να οδηγήσει, κατά τη γνώμη μου, σε απόρριψη. ΄Ομως σε συνάρτηση με τη σαφή θέση του πατέρα ότι το αίτημα του είναι να επιστραφεί ο ανήλικος έτσι ώστε να διαμένει μαζί του, είναι αίτημα που ξεφεύγει εντελώς από τους σκοπούς της Σύμβασης και έτσι θεωρώ ότι αυτός είναι ένας επιπρόσθετος λόγος για απόρριψη της αίτησης, ...»
Οι αρχές, με βάση τις οποίες το Εφετείο επεμβαίνει, για να ανατρέψει ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, αναφορικά με την αξιοπιστία των μαρτύρων, είναι καλά γνωστές. Επεμβαίνει μόνο όταν τα ευρήματα ή τα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι αντίθετα με την κοινή λογική ή δεν υποστηρίζονται από τη μαρτυρία που αυτό έχει αποδεχτεί ως αξιόπιστη - (βλ., μεταξύ άλλων, Αθανασίου κ.ά. ν. Κουνούνη (1997) 1 Α.Α.Δ. 614).
΄Εχουμε εξετάσει με προσοχή όλα τα σημεία της μαρτυρίας, στα οποία μας παρέπεμψε η συνήγορος του εφεσείοντα. Δε βρίσκουμε να δικαιολογείται επέμβασή μας. Στην απόφασή του το πρωτόδικο Δικαστήριο επεξηγεί εύλογα και κατά τρόπο λεπτομερή, κατά την άποψή μας, γιατί δεν έκαμε αποδεκτή τη μαρτυρία του πατέρα.
Ούτε ο λόγος έφεσης σε σχέση με την αξιολόγηση της μαρτυρίας της μητέρας ευσταθεί. Το πρωτόδικο Δικαστήριο ασχολήθηκε μ' αυτή. Παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα:-
«Δέχομαι τη θέση της Καθ' ης η αίτηση ότι αποφάσισαν μαζί με τον πατέρα να πουλήσουν το σπίτι και να μετακομίσει αυτή με τα παιδιά της στην Κύπρο. Είναι παραδεκτό γεγονός και από τις δύο πλευρές ότι η Καθ' ης η αίτηση το Δεκέμβριο του 2002 ζήτησε από τον πατέρα να προσέχει το γιο τους και αυτή ήρθε στην Κύπρο για δύο βδομάδες. ΄Οπως ο ίδιος ο πατέρας αναφέρει στην ένορκο δήλωση του, η Καθ' ης η αίτηση όταν επέστρεψε του ανέφερε ότι θα έρθει Κύπρο για μόνιμη εγκατάσταση μαζί με το γιο τους και τις δύο της κόρες από προηγούμενο γάμο. Επομένως οι προθέσεις της ήταν γνωστές σ' αυτόν. Δέχομαι περαιτέρω τη θέση της Καθ' ης η αίτηση ότι ο πατέρας έδωσε τη συναίνεση του. Τον Ιούνιο του 2003 η Καθ' ης η αίτηση ήρθε στην Κύπρο με το γιο της και τη μια της κόρη να βρουν σχολεία. Ο πατέρας ισχυρίστηκε κατά την αντεξέταση ότι τον Ιούνιο του 2003 δε γνώριζε ότι το παιδί του ήταν στην Κύπρο με την Καθ' ης η αίτηση και ότι προσπαθούσε να επικοινωνήσει μαζί της αλλά δεν μπορούσε. Δεν μπορεί να γίνει πιστευτός διότι αν δεν γνώριζε πού βρισκόταν το παιδί του γιατί δεν έκανε οποιαδήποτε διαβήματα προς εντοπισμό του ή να επικαλεστεί τη Σύμβαση όπως έκανε μεταγενέστερα. Η θέση του ότι πίστευε ότι ήταν διακοπές δε με πείθει. Η οριστική μετακίνηση του παιδιού τον Οκτώβριο του 2003 ήταν και πάλι σε γνώση και με τη συναίνεση του και δέχομαι προς τούτο τη θέση της Καθ' ης η αίτηση η οποία είναι πιο φυσιολογική και στάθηκε στη βάσανο της αντεξέτασης.»
Η απόρριψη των δύο πρώτων λόγων έφεσης σφραγίζει το αποτέλεσμα της έφεσης και καθιστά αχρείαστη την ενασχόλησή μας με τον τελευταίο λόγο.
Η έφεση απορρίπτεται, με έξοδα υπέρ της εφεσίβλητης.
Χρ. Αρτεμίδης, Π.
Ε. Παπαδοπούλου, Δ.
Μ. Φωτίου, Δ.
/ΜΠ