ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2005) 1 ΑΑΔ 1382
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 12175)
15 Νοεμβρίου 2005
[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ, Δ/στές]
ΕΠΙ ΤΟΙΣ ΑΦΟΡΩΣΙ ΤΟ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΩΝ ΚΕΝΤΡΙΚΩΝ ΦΥΛΑΚΩΝ
Εφεσείων
- ΚΑΙ -
ΕΠΙ ΤΟΙΣ ΑΦΟΡΩΣΙ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ
HAKAM QASEM HUSSEIN BADAR
Εφεσιβλήτου
- ΚΑΙ -
ΕΠΙ ΤΟΙΣ ΑΦΟΡΩΣΙ ΤΟ ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΗΜΕΡ. 4.8.2004
ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΑΡΝΑΚΑΣ
ΣΤΑ ΠΛΑΙΣΙΑ ΤΗΣ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΦΥΓΟΔΙΚΟΥ ΑΡ. 1/04
---------------------------
Ε. Λοϊζίδου, Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τον Εφεσείοντα.
Ε. Ευσταθίου με Δ. Θεοδώρου, για τον Εφεσίβλητο.
---------------------------
ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση
του Δικαστηρίου θα δώσει ο Νικολάου, Δ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ.: Με την εκκαλούμενη απόφαση, η οποία εκδόθηκε στις 4 Οκτωβρίου 2004 στο πλαίσιο αίτησης για habeas corpus, Δικαστής του Ανωτάτου Δικαστηρίου διέταξε την απόλυση του εφεσιβλήτου ο οποίος, κατόπιν απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας ημερ. 4 Αυγούστου 2004, εκρατείτο για έκδοση στην Ιταλία.
Με μήνυμα της Interpol, το οποίο λήφθηκε στις 3 Ιουνίου 2003, οι Ιταλικές αρχές ζήτησαν από τις Κυπριακές την προσωρινή σύλληψη του εφεσιβλήτου με σκοπό την έκδοση του στην Ιταλία για να αντιμετωπίσει σοβαρές ποινικές κατηγορίες. Σύμφωνα με το μήνυμα, ο εφεσίβλητος:
«.. από το έτος 1999 και μετά έχει εκτενή ανάμειξη σε ύποπτες χρηματικές συναλλαγές με σκοπό την ανάληψη κεφαλαίων από διάφορες κτηματικές επιχειρήσεις, την πώληση Ελβετικών κτηματικών εργοληπτικών εταιρειών, την μετατροπή σε μετρητά διαφόρων πιστωτικών (Credit instruments), ως επίσης την χρησιμοποίηση χρημάτων τα οποία προέρχονται από διάφορες εγκληματικές πράξεις διαφόρων οργανισμών της Ιταλικής μαφίας, με σκοπό να βοηθήσει φυγόδικους της μαφίας. Είναι επίσης ύποπτος για μετατροπή σε μετρητά ενός ποσού των 25,153,525 Γαλλικών Φράγκων, το οποίο κλάπηκε από μια γαλλική εταιρεία. Όλα τα πιο πάνω αδικήματα διαπράχθηκαν στην περιοχή Calabria, στο Μιλάνο και σε άλλες περιοχές της Ιταλίας.»
Στις 17 Ιουλίου 2003, κατά την επιστροφή του από το εξωτερικό, ο εφεσίβλητος, ο οποίος διέμενε από κάποιο διάστημα στην Κύπρο, συνελήφθη στο αεροδρόμιο Λάρνακας με βάση δικαστικό ένταλμα της ίδιας ημερομηνίας. Εν συνεχεία το Επαρχιακό Δικαστήριο, ενώπιον του οποίου προσήχθη ο εφεσίβλητος, διέταξε την κράτηση του ώστε να παρασχεθεί χρόνος για τη συγκέντρωση των αναγκαίων εγγράφων, συμπεριλαμβανομένης βέβαια και της εξουσιοδότησης από τον Υπουργό Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης, για έναρξη της διαδικασίας έκδοσης. Η εξουσιοδότηση κατατέθηκε στο Επαρχιακό Δικαστήριο στις 25 Αυγούστου 2003 στην Αίτηση αρ. 6/03 αφού στο μεταξύ, ένεκα της καθυστέρησης, ο εφεσίβλητος αφέθηκε ελεύθερος με όρους. Στις 26 Ιανουαρίου 2004 η Αίτηση αποσύρθηκε ύστερα από σειρά αναβολών. Το Επαρχιακό Δικαστήριο περιέγραψε αυτή την εξέλιξη ως εξής:
«Στις 26/1/2004 μετά από αίτημα της συνηγόρου για τους αιτητές η υπόθεση αποσύρθηκε και απορρίφθηκε λόγω του ότι τα έγγραφα των Ιταλικών αρχών είχαν έρθει αποσπασματικά και μετά τη καταχώρηση της εξουσιοδότησης του Υπουργού και είχε ζητηθεί από τις Ιταλικές αρχές να διαβιβαστούν τα έγγραφα ενιαία από την αρχή, πράγμα το οποίο είχε γίνει σύμφωνα με δηλώσεις της κυρίας Λοϊζίδου 3-4 μέρες προηγουμένως. Αναφέρθηκε επίσης ότι σκοπός των αιτητών ήταν να προχωρήσουν με εξασφάλιση νέου εντάλματος σύλληψης με βάση τα νέα έγγραφα τα οποία είχε στείλει η Ιταλία. Η πλευρά του καθ΄ ου η αίτηση ανέφερε ότι δεν είχε ένσταση σε σχέση με την διαδικασία και έτσι το Δικαστήριο απέρριψε την αίτηση 6/03 και διέταξε όπως το διαβατήριο του καθ΄ ου η αίτηση που βρισκόταν κατεθειμένο στο φάκελο του Δικαστηρίου ως Τεκμήριο να επιστραφεί στον καθ΄ ου η αίτηση ..»
Ακολούθησε, κατά την ίδια ημερομηνία, επανασύλληψη του εφεσιβλήτου βάσει νέου δικαστικού εντάλματος το οποίο λάμβανε υπόψη την έκδοση, λίγο ενωρίτερα, νέας εξουσιοδότησης για την έναρξη δεύτερης διαδικασίας έκδοσης. Αφέθηκε όμως αυθημερόν ελεύθερος με όρους. Η νέα εξουσιοδότηση αναφερόταν σε κατηγορίες σε σχέση με μόνο την τραπεζική επιταγή, όχι και ευρύτερα. Σύμφωνα με τις κατηγορίες, ο εφεσίβλητος:
«. κατά τα έτη 1999 και 2000 στην περιοχή Calabria, στο Μιλάνο, σε άλλες πόλεις της Ιταλίας, και εκτός Ιταλίας, συνήργησε και συνωμότησε με άλλα πρόσωπα με σκοπό:
(α) την κλοπή επιταγής (bank draft) με αριθμό 8274079,
(β) την κλεπταποδοχή της πιο πάνω επιταγής,
(γ) την απόσπαση χρημάτων με ψευδείς παραστάσεις,
(δ) την μετακίνηση της πιο πάνω παρανόμως αποκτηθείσας επιταγής με σκοπό την απόκρυψη ή/και συγκάλυψη της παράνομης προέλευσής της,
(ε) την μετατροπή σε μετρητά της πιο πάνω επιταγής των 25.153.525 Γαλλικών Φράγκων, η οποία αποκτήθηκε παράνομα από γαλλική εταιρεία με σκοπό την απόκρυψη ή/και συγκάλυψη της παράνομης προέλευσής της,...»
Κατ΄ ακολουθίαν ξεκίνησε η διαδικασία στην Αίτηση αρ. 1/04, στο πλαίσιο της οποίας εν τέλει το Επαρχιακό Δικαστήριο, με απόφαση ημερ. 4 Αυγούστου 2004, έκρινε ότι πληρούντο οι προϋποθέσεις για την έκδοση του εφεσιβλήτου.
Ο εφεσίβλητος κατέθεσε αίτηση για habeas corpus και αμφισβήτησε τη νομιμότητα της κράτησης του. Θεώρησε εσφαλμένη την κρίση του Επαρχιακού Δικαστηρίου σε σχέση με διάφορα ζητήματα τα οποία έθεσε υπό την κρίση του Ανωτάτου Δικαστηρίου και πρόσθεσε θέμα βάσει του άρθρου 10(3)(β) του περί Εκδόσεως Φυγοδίκων Νόμου του 1970 (Ν. 97/70 όπως τροποποιήθηκε) το οποίο προβλέπει ότι:
«Το Ανώτατο Δικαστήριον, επιλαμβανόμενον της τοιαύτης αιτήσεως, δύναται, μη επηρεαζομένης οιασδήποτε ετέρας δικαιοδοσίας αυτού, ίνα διατάξη την αποφυλάκισιν του υπό έκδοσιν προσώπου, εφ΄ όσον ήθελε κρίνει ότι -
(α) ................................
(β) λόγω της παρόδου μακρού χρόνου, αφ΄ ου εγένετο η διάπραξις του αδικήματος, ή, αναλόγως της περιπτώσεως, αφ΄ ου καταζητείται προς έκτισιν ποινής μετά καταδίκην αυτού• ή
(γ) ................................
η απόδοσις αυτού θα απετέλει, λαμβανομένων υπ΄ όψιν απασών των περιστάσεων, άδικον ή καταπιεστικόν μέτρον.»
Στην αίτηση για habeas corpus οι αιτιάσεις του εφεσιβλήτου σε σχέση με την κρίση του Επαρχιακού Δικαστηρίου απορρίφθηκαν ως αβάσιμες. Όμως η θέση του ότι είχε διαρρεύσει μεγάλο χρονικό διάστημα ως εκ του οποίου η έκδοση του θα απέβαινε άδικη και καταπιεστική, έγινε δεκτή. Αιτιολογώντας την τελευταία κατάληξη, το Δικαστήριο ανέφερε (α) ότι η χωρίς εξήγηση μακρά καθυστέρηση των Ιταλικών αρχών, για την οποία δεν ευθυνόταν ο εφεσίβλητος, μαζί με την πρόσθετη χρονική επιβάρυνση που προέκυψε από την προηγούμενη αποσυρθείσα διαδικασία έκδοσης, σήμαινε πως η δίκη δεν θα διεξαγόταν εντός ευλόγου χρόνου• (β) ότι στο μεταξύ είχε δημιουργηθεί, στις προσωπικές και οικογενειακές περιστάσεις του εφεσιβλήτου μια νέα κατάσταση, η διασάλευση της οποίας θα προκαλούσε αδικία• και (γ) ότι ο ρόλος του εφεσιβλήτου στην υπό αναφορά περίπτωση δεν φαινόταν να ήταν «πρωταρχικής σημασίας».
Η Δημοκρατία προβάλλει, με την έφεση της, ότι η απόφαση για την απελευθέρωση του εφεσιβλήτου ήταν εσφαλμένη διότι δεν αποδείχθηκε πως η έκδοση του θα αποτελούσε άδικο ή καταπιεστικό μέτρο. Προτάθηκε (α) ότι το βάρος απόδειξης το έφερε ο εφεσίβλητος ο οποίος όμως δεν έδωσε ο ίδιος μαρτυρία ενώ η σύζυγος του, η οποία κατέθεσε ως μάρτυρας, δεν θεωρήθηκε αξιόπιστη• (β) ότι «από τη διάπραξη του αδικήματος, τον Ιούνιο του 2000, μέχρι την πιθανή έναρξη της εκδίκασης της ποινικής υπόθεσης εναντίον του, δηλαδή την έκδοση της πρωτόδικης απόφασης, δεν είχαν παρέλθει πέντε (5) χρόνια όπως ανέφερε το πρωτόδικο Δικαστήριο αλλά τέσσερα (4) χρόνια και 4 μήνες»• (γ) ότι την ευθύνη για τον χρόνο που απωλέστηκε εξ αιτίας της προηγούμενης διαδικασίας έκδοσης την έφερε ο εφεσίβλητος κι αυτό επειδή η Δημοκρατία απέσυρε την πρώτη αίτηση λόγω των απαράδεκτων απαιτήσεων και χειρισμών του εφεσιβλήτου• (δ) ότι υπήρχαν αλλά δεν λήφθηκαν υπόψη στοιχεία τα οποία «δικαιολογούσαν σε μεγάλο βαθμό την καθυστέρηση στην έκδοση στην Ιταλία του εντάλματος συλλήψεως» ήτοι, ο μεγάλος αριθμός υπόπτων, πράξεων/επιχειρήσεων, ο όγκος των πρακτικών της εκεί διαδικασίας και η πολυπλοκότητα της υπόθεσης• (ε) ότι από 24 Φεβρουαρίου 2002 μέχρι 17 Μαρτίου 2003 ο εφεσίβλητος βρισκόταν εκτός Κύπρου και επομένως ένταλμα σύλληψης «δεν θα μπορούσε να εκδοθεί εν πάση περιπτώσει»• και (στ) ότι οι περιστάσεις της υπόθεσης, τις οποίες το Επαρχιακό Δικαστήριο είχε περιγράψει, δεν δικαιολογούσαν την πρωτόδικη άποψη ότι ο ρόλος του εφεσιβλήτου δεν ήταν πρωταρχικής σημασίας.
Ο εκζητούμενος κατέθεσε αντέφεση σε σχέση με τα ζητήματα επί των οποίων πρωτόδικα δεν έγιναν δεκτές οι δικές του θέσεις.
Δεν συμμεριζόμαστε την άποψη της Δημοκρατίας ότι εκζητούμενος ο οποίος επικαλείται το άρθρο 10(3)(β) οφείλει απαραιτήτως να προσκομίσει μαρτυρία προκειμένου να αποδείξει με συγκεκριμένα στοιχεία το πώς, με αναφορά στον διαρρεύσαντα χρόνο, η έκδοση του θα αποτελούσε άδικο ή καταπιεστικό μέτρο. Μπορεί, ανάλογα με την περίπτωση, να απόκειται στον ίδιο να αποδείξει κάτι το συγκεκριμένο το οποίο προβάλλει. Μπορεί όμως αλλού, χωρίς να προσκομίσει ο εκζητούμενος μαρτυρία, να υπάρχουν στοιχεία αρκετά για την επί του θέματος εξαγωγή συμπερασμάτων ευνοϊκών για τον ίδιο, οπότε απόκειται στη Δημοκρατία, αν επιθυμεί, να παρουσιάσει μαρτυρία προς διαφοροποίηση ή εξήγηση των στοιχείων που να δικαιολογούν πια διαφορετικά συμπεράσματα. Παρεχόταν λοιπόν στο Δικαστήριο η δυνατότητα, κατ΄ εφαρμογή του άρθρου 10(3)(β), να ασκήσει κρίση με βάση το ενώπιον του υλικό. Έχουμε δε την άποψη ότι υπήρχε εν προκειμένω υλικό από το οποίο προέκυπτε ζήτημα προς εξέταση και ότι επιπλέον το Δικαστήριο, αξιολογώντας και σταθμίζοντας τα επί μέρους στοιχεία - αφού, όπως υποδείχθηκε στην Αλεξάντερ Καρπένκο (1997) 1(Α) Α.Α.Δ. 989, η μακρά πάροδος χρόνου δεν είναι από μόνη της αρκετή - παρέμεινε εντός των αναγνωρισμένων ορίων της άσκησης διακριτικής εξουσίας επί της οποίας, αναπόφευκτα, στηρίζεται η κρίση σε ό,τι αφορά το άρθρο 10(3)(β), οσάκις παρουσιάζεται η ανάγκη για στάθμιση στοιχείων και παραγόντων.
Δεν διακρίναμε οποιοδήποτε λάθος στη διαπίστωση του Δικαστηρίου ότι η καθυστέρηση των Ιταλικών αρχών στην έκδοση του εντάλματος σύλληψης ήταν μακρά, ότι δεν οφειλόταν στον εκζητούμενο και ότι για την καθυστέρηση δεν δόθηκε οποιαδήποτε εξήγηση. Τα όσα ανέφερε η Δημοκρατία ως λόγους για την καθυστέρηση, όπως τον αριθμό των εμπλεκομένων και την πολυπλοκότητα της υπόθεσης, αποτελούν όχι εξήγηση από αρμοδίους αναφορικά με τις συγκεκριμένες ανάγκες αυτής της περίπτωσης αλλά σκέψεις στηριζόμενες σε περιγραφές που φαίνεται να έχουν πιο πολύ σχέση με το ευρύτερο πλαίσιο διερεύνησης οργανωμένου εγκλήματος. Ως προς την άποψη της Δημοκρατίας ότι ο εκζητούμενος υπέχει ευθύνη για το ότι αστόχησε η πρώτη αίτηση της Δημοκρατίας, περιοριζόμαστε, με κάθε εκτίμηση, στην έκφραση απλώς απορίας και αποφεύγουμε κάθε άλλο σχόλιο. Έπειτα, το ότι ο εκζητούμενος απουσίαζε για κάποιο διάστημα από την Κύπρο, δεν μετριάζει την καθυστέρηση των Ιταλικών αρχών αφού δεν φαίνεται να συσχετιζόταν με αυτή. Τέλος, σε σχέση με τα όσα το Δικαστήριο ανέφερε για τις προσωπικές και οικογενειακές περιστάσεις του εκζητουμένου, μας φαίνεται πως το Δικαστήριο στηρίχθηκε σε μόνο τα αδιαμφισβήτητα και τα αυτονόητα και δεν επεκτάθηκε σε οποιαδήποτε μη αποδειχθέντα στοιχεία. Καταλήγουμε λοιπόν ότι δεν δικαιολογείται επέμβαση στην πρωτόδικη κρίση. Η έφεση πρέπει να απορριφθεί. Αυτό το αποτέλεσμα καθιστά την αντέφεση άνευ αντικειμένου.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα. Το ίδιο απορρίπτεται και η αντέφεση αλλά χωρίς έξοδα.
Δ.
Δ.
Δ.
Δ.
Δ.