ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2005) 1 ΑΑΔ 1407
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Εφεση Αρ. 11717)
21 Νοεμβρίου, 2005
[ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ Δ/στές]
ΧΡΙΣΤΑΚΗΣ ΕΥΣΤΡΑΤΙΟΥ,
Εφεσείων,
v.
PANART LIMITED,
Εφεσιβλήτων.
― ― ― ― ―
Χρ. Ματθαίου, για τον Εφεσείοντα.
Α. Πετουφάς, για τους Εφεσίβλητους.
― ― ― ― ―
ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Α. Κραμβής.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Στις 6.11.2004 οι εφεσίβλητοι κίνησαν αγωγή εναντίον του εφεσείοντα και άλλου εναγόμενου, αξιώνοντας £13.800 «δυνάμει γραμματίου συνήθους τύπου και/ή γραμματίου και/ή γραπτής αναγνώρισης χρέους», πλέον τόκους και έξοδα. Η αγωγή επιδόθηκε στον εφεσείοντα στις 11.1.2003. Ο εφεσείων, παρέλειψε να καταχωρήσει σημείωμα εμφάνισης μέσα στην προθεσμία που προβλέπουν οι διαδικαστικοί κανονισμοί και το δικαστήριο, κατόπιν αίτησης των εφεσιβλήτων, εξέδωσε στις 29.1.2003 απόφαση ως η απαίτηση, ερήμην του εφεσείοντα, κατ΄ εφαρμογή των προνοιών της Δ.17 θ. 10. Στις 20.2.2003 ο εφεσείων καταχώρησε αίτηση για παραμερισμό της προαναφερθείσας απόφασης. Οι εφεσίβλητοι καταχώρησαν ένσταση και κατόπιν ακρόασης, η αίτηση για παραμερισμό απορρίφθηκε.
Ο εφεσείων θεωρεί λανθασμένη την πρωτόδικη απόφαση και επιδιώκει την ανατροπή της. Εισηγείται ότι το δικαστήριο λανθασμένα δεν αποδέχθηκε την εξήγηση που έδωσε ότι η παράλειψη του να καταχωρήσει εμπρόθεσμα σημείωμα εμφάνισης οφειλόταν στο γεγονός ότι δεν είχε τα χρήματα που χρειάζονταν για την καταχώρηση του σημειώματος εμφάνισης. Η εισήγηση δεν μας βρίσκει σύμφωνους. Το δικαστήριο ορθά έκρινε πως η εξήγηση της οικονομικής αδυναμίας δεν αποτελούσε ταυτόχρονα και επαρκή δικαιολογία για τον παραμερισμό της απόφασης. Βλ. Mine & Quarry Services Ltd v. Α. Γεωργίου (1993) 1 ΑΑΔ 26. Επικροτούμε την παρατήρηση ότι η καταχώρηση του σημειώματος εμφάνισης θα μπορούσε να είχε γίνει από τον ίδιο τον εφεσείοντα, χωρίς την εμπλοκή δικηγόρου, έναντι ασήμαντης δαπάνης και ότι εν πάση περιπτώσει η οικονομική αδυναμία δεν αποτελούσε παραδεκτό λόγο για τον παραμερισμό της απόφασης. Επιγραμματικά θα προσθέσουμε πως η ενδεχόμενη αναγωγή ενός τέτοιου λόγου σε παραδεκτό κριτήριο παραμερισμού των αποφάσεων που εκδίδονται ερήμην του εναγομένου είτε λόγω παράλειψης του να καταχωρήσει εμφάνιση, (Δ.17 θ. 10) είτε λόγω παράλειψης του να καταχωρήσει υπεράσπιση (Δ.26 θ.14) θα επιφέρει πλήγμα στην ανάγκη για τελεσιδικία των αποφάσεων (finality of judgments) και στην ορθή απονομή της δικαιοσύνης γενικότερα.
Καθόσον αφορά την ουσία της υπόθεσης, ο εφεσείων ισχυρίστηκε ότι το επίδικο γραμμάτιο έγινε προς εξόφληση αριθμού απλήρωτων επιταγών οι οποίες αποτελούσαν αντικείμενο άλλων αγωγών και για τη μη λήψη δικαστικών μέτρων εναντίον του. Αντίθετη επί του προκειμένου ήταν η θέση των εφεσιβλήτων σύμφωνα με την οποία, οι επιταγές του γραμματίου δεν είχαν σχέση με τις επιταγές των αγωγών που επικαλέστηκε ο εφεσείων. Η ευπαίδευτη δικαστής αξιολόγησε τη μαρτυρία, προσδιόρισε τα πραγματικά γεγονότα και αναφέρθηκε στις εκατέρωθεν εισηγήσεις και στη νομολογία* που διέπει το θέμα. Η δικαστής κατέληξε σε συμπεράσματα που μεταξύ άλλων αφορούν στο ζητούμενο, δηλαδή, στο κατά πόσο τα στοιχεία που είχε ενώπιόν της αποκάλυπταν την ύπαρξη καλόπιστης και συζητήσιμης υπεράσπισης στην απαίτηση των εφεσιβλήτων ώστε να δικαιολογείται ο παραμερισμός της απόφασης. Διαπιστώθηκε πως δεν είχε δοθεί καμιά δικαιολογία από πλευράς εφεσείοντα για την καθυστέρηση που μεσολάβησε από την ημέρα (21.1.03) που έδωσε οδηγίες στο δικηγόρο του μέχρι την καταχώρηση της αίτησης για παραμερισμό στις 20.2.03 και ότι οι επιταγές οι οποίες αναφέρονται στο επίδικο γραμμάτιο δεν έχουν οποιαδήποτε σχέση με τις επιταγές των αγωγών όπως ήταν η εισήγηση του εφεσείοντα. Διαπιστώθηκε ακόμα πως οι αγωγές στις οποίες αναφέρθηκε ο εφεσείων δεν στρέφονταν εναντίον του και ότι τα ποσά των εν λόγω αγωγών πράγματι δεν συνέπιπταν με το ποσό του επίδικου γραμματίου.
Εξετάσαμε τους λόγους έφεσης που έχουν ως συνισταμένη την εισήγηση ότι τα συμπεράσματα του πρωτόδικου δικαστηρίου που αφορούν στα γεγονότα της υπόθεσης είναι λανθασμένα. Δεν έχουμε εντοπίσει σφάλμα που θα δικαιολογούσε επέμβαση προς ανατροπή της εκκαλούμενης απόφασης. Το πρωτόδικο δικαστήριο εκτίμησε σωστά τη μαρτυρία και ορθά προσδιόρισε τα γεγονότα της υπόθεσης. Με βάση αυτά τα γεγονότα, το δικαστήριο ενασκώντας τη διακριτική του ευχέρεια κατέληξε στο ορθό συμπέρασμα ότι ο εφεσείων απέτυχε και στο να αποσείσει το βάρος απόδειξης ύπαρξης καλόπιστης και συζητήσιμης υπεράσπισης.
Η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται με έξοδα υπέρ των εφεσιβλήτων.
ΦΡ. ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ, Δ.
Α. ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.
Μ.ΦΩΤΙΟΥ, Δ.
ΣΦ.
*Evans v. Bartlam (1937) 2 All E.R. 646
Phylactou v. Michael (1982) 1 CLR 204
Βίκα Πίκα Ντίσκο Λτδ ν. Χάπυ Στρήτς Ντίσκο Λτδ (1997) 1(Α) ΑΑΔ 28
Milouca Motor Trading Ltd v. Κούρτης (1997) 1(Β) ΑΑΔ 941
Λευκίδου ν. Κανναουρίδη (1999) 1(Α) ΑΑΔ 528
Καλλής Ξενοφών ν. Alpha Bank Ltd, ΠΕ 11115, ημερ. 18.6.02