ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2005) 1 ΑΑΔ 1390
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 11605)
15 Νοεμβρίου, 2005
[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ/στές]
ΛΑΪΚΗ ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΛΤΔ,
Εφεσείουσα-Ενάγουσα,
ΚΑΙ
ΕΛΛΗ ΣΤΑΥΡΙΝΟΥ,
Εφεσίβλητη-Εναγόμενη 3.
- - - - - -
Λ. Μαυρίκιος, για την Εφεσείουσα.
Α. Αλεξάνδρου, για τους Εφεσίβλητους.
- - - - - -
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Γαβριηλίδης, Δ.
- - - - - -
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ.: Με έγγραφη συμφωνία ημερομηνίας 17.3.1993 η εφεσείουσα χορήγησε στον A. Farak τραπεζικές διευκολύνσεις και πιστώσεις σε τρεχούμενο λογαριασμό υπ΄ αρ. 135-11-000171. Περαιτέρω, μετά από αίτηση του A. Farak, ημερομηνίας 23.3.1993, η εφεσείουσα του χορήγησε και πιστωτική κάρτα τύπου Auto Bank Visa με αρ. λογαριασμού 135-17-000467. Ο Γ. Χρίστου και η εφεσίβλητη, σύζυγος κατά τον ουσιώδη χρόνο του A. Farak, υπέγραψαν, στις 17.3.1993, εγγυητήριο προς όφελος του A. Farak.
Τον Οκτώβριο του 1998 η εφεσείουσα καταχώρησε στο Ε.Δ. Πάφου την υπ΄ αρ. 3776/98 αγωγή εναντίον και των τριών, αξιώνουσα το ποσό των £5.159,21 για τον τρεχούμενο λογαριασμό και το ποσό των £786,86 για το λογαριασμό της πιστωτικής κάρτας, πλέον 9% τόκους επί των εν λόγω ποσών από 1.7.1998 και 1.8.1998, αντίστοιχα. Εναντίον του A. Farak εξεδόθη απόφαση λόγω παράλειψης του να καταχωρήσει σημείωμα εμφανίσεως. Ο Γ. Χρίστου δέχθηκε απόφαση ως η απαίτηση. Η εφεσίβλητη, ως εναγόμενη 3, καταχώρησε υπεράσπιση. Με αυτή αρνήθηκε ότι όφειλε οποιοδήποτε ποσό στην εφεσείουσα. Πρόβαλε, περαιτέρω, τον ισχυρισμό ότι συμφώνησε να εγγυηθεί τον A. Farak μέχρι του ποσού των £2.000 μόνο, η δε υπογραφή της στο εγγυητήριο της 17.3.1993, για απεριόριστο ποσό, εξασφαλίστηκε με δόλο, καθότι η εφεσείουσα και ή οι αντιπρόσωποί της δεν της επεξήγησαν επαρκώς το περιεχόμενό του αλλά, αντίθετα, τη διαβεβαίωσαν ότι αυτό θα τη δέσμευε μέχρι του ποσού των £2.000 μόνο. Ουδέποτε της ζητήθηκε η συγκατάθεση ούτε ποτέ συγκατατέθηκε για υπέρβαση του ποσού των £2.000. Προέβαλε, τέλος, τον ισχυρισμό ότι η εφεσείουσα προέβη σε ανατοκισμό και παράνομες χρεώσεις, εις δε την αγωγή δεν αποκαλυπτόταν πως προέκυψε το ποσό των £5.159,21.
Προς υποστήριξη της απαίτησής της η εφεσείουσα κάλεσε, κατά την ακρόαση, τέσσερις μάρτυρες. Το συνεγγυητή της εφεσίβλητης, Α. Χρίστου, το Διευθυντή του υποκαταστήματος της εφεσείουσας όπου οι λογαριασμοί, ένα τραπεζικό υπάλληλο στο ίδιο υποκατάστημα και μια άλλη τραπεζικό υπάλληλο που εργαζόταν στο Τμήμα Επισφαλών Λογαριασμών της εφεσείουσας. Για την υπεράσπιση έδωσε μαρτυρία η ίδια η εφεσίβλητη.
Ακολούθως, το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού άκουσε τις αγορεύσεις των δικηγόρων των διαδίκων, και, αφού αξιολόγησε την εκατέρωθεν μαρτυρία, προέβη στα ακόλουθα ευρήματα: Στις 17.3.1993 η εφεσίβλητη υπέγραψε εγγυητήριο προς όφελος του A. Farak στον οποίο, την ίδια μέρα, η εφεσείουσα, με έγγραφη συμφωνία, χορήγησε τραπεζικές διευκολύνσεις και πιστώσεις σε τρεχούμενο λογαριασμό με τόκο 9% ετησίως. Η ευθύνη της ήταν απεριόριστη. Κάλυπτε όλες τις υποχρεώσεις του A. Farak παρούσες και ή μελλοντικές. Η εφεσείουσα δε χρησιμοποίησε οποιοδήποτε δόλο ούτε άσκησε οποιαδήποτε πίεση προς την εφεσίβλητη με σκοπό την εξασφάλιση της υπογραφής της στο εγγυητήριο. Μετά από αίτηση του A. Farak ημ. 23.3.1993 η εφεσείουσα του χορήγησε και πιστωτική κάρτα τύπου Auto Bank Visa. Ο A. Farak έκανε χρήση τόσο του τρεχούμενου λογαριασμού όσο και της πιστωτικής κάρτας μέχρι, περίπου, το 1995. Επειδή και οι δύο οι λογαριασμοί παρουσίασαν προβλήματα, η εφεσείουσα τους έκλεισε. Απέστειλε δε δύο επιστολές ημερομηνίας 23.6.1998 και 9.9.1998, αντίστοιχα, στον A. Farak και τους εγγυητές για πληρωμή των οφειλόμενων χρεωστικών υπολοίπων. Μέχρι τότε η εφεσίβλητη δεν είχε προβεί σε ανάκληση ή ακύρωση της εκ μέρους της δοθείσης εγγύησης. Η εφεσείουσα δεν προσκόμισε ικανοποιητική μαρτυρία για να αποδείξει την ύπαρξη και το ύψος των χρεωστικών υπολοίπων τόσο του τρεχούμενου λογαριασμού όσο και της πιστωτικής κάρτας.
Συνακόλουθα, το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή με έξοδα υπέρ της εφεσίβλητης.
Προβάλλεται ως λόγος έφεσης ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή πάνω στη βάση ότι η εφεσείουσα, λόγω μη προσκόμισης ικανοποιητικής προς τούτο μαρτυρίας, απέτυχε να αποδείξει την ύπαρξη και το ύψος των χρεωστικών υπολοίπων τόσο του τρεχούμενου λογαριασμού όσο και της πιστωτικής κάρτας· και τούτο διότι το μεν πιστοποιητικό Τεκμήριο 6, που παρουσίασε στο Δικαστήριο η ΜΕ4 Χρ. Πιττοκοπίτου, τηρούσε όλες τις προϋποθέσεις του άρθρου 5Α του περί Αποδείξεως (Τροποποιητικού) Νόμου του 1994 (Νόμος 54 (I)/1994 - ο Νόμος), οι δε καταστάσεις λογαριασμού, Τεκμήρια 7 και 8, που παρουσίασε η ίδια μάρτυς, συνιστούσαν αποδεκτή μαρτυρία, βάσει του Bankers Books Evidence Act του 1879, όπως ερμηνεύθηκε και εφαρμόστηκε στη Williams & Glyn´s Bank plc v. Ship Maria (1992) 1 ΑΑΔ 309, στις σελ. 355 και 356.
Ο προβαλλόμενος λόγος έφεσης δεν ευσταθεί. Προς απόδειξη του ύψους των χρεωστικών υπολοίπων του τρεχούμενου λογαριασμού και της πιστωτικής κάρτας, η εφεσείουσα κάλεσε το Διευθυντή του υποκαταστήματος, όπου οι λογαριασμοί, ΜΕ1, Α. Χαραλαμπίδη, και τη ΜΕ4, Χρ. Πιττοκοπίτου, του Τμήματος Επισφαλών Λογαριασμών της εφεσείουσας. Ο ΜΕ1 δεν είχε επαρκή γνώση της κίνησης του λογαριασμού. Για πληροφόρηση παρέπεμπε συνεχώς είτε στις καταστάσεις του ηλεκτρονικού υπολογιστή, τις οποίες όμως δεν κατέθεσε ως τεκμήρια, είτε σε ένα πιστοποιητικό, το οποίο κατέθεσε ως έγγραφο για αναγνώριση Α, χωρίς, τελικά, να κατατεθεί ως τεκμήριο, και σύμφωνα με το οποίο, όπως και στην έκθεση απαιτήσεως, η εφεσίβλητη όφειλε στην εφεσείουσα £5.159,21 για τον τρεχούμενο λογαριασμό και £786,86 για την πιστωτική κάρτα. Από την άλλη, η ΜΕ4 κατέθεσε, ως Τεκμήριο 6, πιστοποιητικό στο οποίο το χρεωστικό υπόλοιπο για μεν τον τρεχούμενο λογαριασμό εμφανιζόταν ως £5.017,65, για δε την πιστωτική κάρτα ως £254,93. Το πιστοποιητικό αυτό δεν τηρούσε καμιά από τις προϋποθέσεις του άρθρου 5Α του Νόμου. Ανέφερε, απλώς, το όνομα του A. Farak και, στη συνέχεια, τη φράση "Δια του παρόντος πιστοποιούμε ότι στις 26/08/98 υπήρχαν τα πιο κάτω υπόλοιπα στα βιβλία μας". Ακολουθούσαν οι αριθμοί των δύο λογαριασμών, τα αντίστοιχα υπόλοιπα και οι αντίστοιχοι τόκοι. Όσον αφορά τις καταστάσεις λογαριασμού, Τεκμήρια 7 και 8, που παρουσίασε η ίδια μάρτυς, έστω και αν γίνει δεκτό ότι συνιστούσαν αποδεκτή μαρτυρία βάσει του Bankers Books Evidence Act του 1879, αυτές, όπως ορθά παρατήρησε το πρωτόδικο Δικαστήριο, "και πάλι δεν αποδεικνύουν με επάρκεια το αξιούμενο ποσό αφού η μεν κατάσταση Τεκμήριο 7 που αναφέρεται στο υπόλοιπο της πιστωτικής κάρτας ξεκινά από 30.4.93 έχοντας ένα υπόλοιπο £457,83, η δε κατάσταση λογαριασμού Τεκμήριο 8 έχει ημερομηνία 1.9.95 και αρχικό υπόλοιπο £3.982,65." Συναφώς, σημειώνουμε ότι η μάρτυς δεν ήταν σε θέση να αναφερθεί στην κίνηση των λογαριασμών, όταν δε προκλήθηκε, κατά την αντεξέταση, να προσαγάγει λεπτομερή κατάσταση λογαριασμών ή έστω κάποια περαιτέρω στοιχεία, απάντησε ότι αρκετά ασχολήθηκε με την υπόθεση και δεν ήταν διατεθειμένη να χάσει και άλλο χρόνο. Ορθά, επομένως, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε, τελικά, ότι "οι καταστάσεις λογαριασμών Τεκμήριο 7 και Τεκμήριο 8 δεν εξηγήθηκαν με την πρέπουσα σαφήνεια και πειστικότητα, αφού παραμένουν εντελώς άγνωστα τα στοιχεία των όποιων συντελεστών ή χρεοπιστώσεων που έγιναν στο παρελθόν και τα οποία απέληγαν στο εμφανιζόμενο υπόλοιπο", με αποτέλεσμα να καταλήξει ότι δεν αποδείχθηκε εναντίον της εφεσίβλητης το αξιούμενο ούτε οποιοδήποτε άλλο ποσό.
Προβάλλεται, επίσης, ως λόγος έφεσης ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εξέδωσε απόφαση εναντίον της εφεσίβλητης, έστω για το ποσό των £2.000, εφόσον αυτή είχε παραδεχθεί ότι εγγυήθηκε τον A. Farak μέχρι του ποσού των £2.000. Προς υποστήριξη της εισήγησής του αυτής ο δικηγόρος του εφεσείοντος μας παρέπεμψε στην Union Agricoles de Cereales v. Apak Agro Ind. Ltd κ.ά. (1998) 1(Β) ΑΑΔ 542.
Ούτε αυτός ο λόγος έφεσης ευσταθεί. Η εφεσίβλητη παραδέχθηκε μεν ότι είχε εγγυηθεί τον A. Farak μέχρι του ποσού των £2.000, δεν παραδέχθηκε, όμως, ότι αυτός όφειλε στην εφεσείουσα το αξιούμενο ή οποιοδήποτε ποσό. Εφόσον το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε, για τους λόγους που εξήγησε, ότι η εφεσείουσα δεν προσκόμισε ικανοποιητική μαρτυρία για να αποδείξει ότι ο A. Farak της όφειλε το αξιούμενο ή οποιοδήποτε ποσό, ορθά δεν εξέδωσε απόφαση εναντίον της εφεσίβλητης για το ποσό των £2.000 ή για οποιοδήποτε άλλο ποσό. Η υπόθεση Union Agricoles de Cereales (πιο πάνω), στην οποία μας παρέπεμψε ο δικηγόρος της εφεσείουσας, διαφοροποιείται από την παρούσα διότι εκεί, όπως έκρινε το Εφετείο, η εφεσίβλητη 2 είχε παραδεχθεί, στην άλλη αγωγή, όχι μόνο την εγγύηση αλλά, έμμεσα, και το ποσό των 60.000 Γαλλικών φράγκων ως οφειλόμενο δυνάμει της εγγύησης. Εδώ, η εφεσίβλητη, όπως ήδη αναφέραμε, παραδέχθηκε μεν την εγγύηση μέχρι του ποσού των £2.000, αρνήθηκε, όμως, ότι ο A. Farak όφειλε το αξιούμενο ή οποιοδήποτε ποσό στην εφεσείουσα.
Ο τελευταίος λόγος έφεσης αναφέρεται στα έξοδα. Σύμφωνα με το δικηγόρο της εφεσείουσας, εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο επιδίκασε τα έξοδα υπέρ της εφεσίβλητης· και τούτο διότι "Το Σεβαστό Δικαστήριο κατά τα 2/3 της Απόφασης του αποδέχθηκε την ύπαρξη Εγγράφου Εγγυήσεως για απεριόριστο ποσόν της Εναγόμενης 3 - Εφεσίβλητης, καθώς επίσης και την Έγγραφο Συμφωνία Τρεχούμενου Λογαριασμού του Εναγομένου 1 και την Συμφωνία Πιστωτικής Κάρτας και δεν απεδέχθη την απόδειξη των χρεωστικών υπολοίπων των ως άνω λογαριασμών, κατά συνέπεια των ως άνω, μόνο το 1/3 της υπόθεσης δεν απεδείχθη, συνεπώς θα έπρεπε να γίνει επιμερισμός και στα έξοδα τα οποία έπρεπε να επιδικασθούν κατά 1/3 μόνο εναντίον των Εναγόντων - Εφεσειόντων.".
Και αυτός ο λόγος είναι αβάσιμος. Σύμφωνα με τη νομολογία, τα έξοδα δεν επιδικάζονται στη βάση ποσοστών απόδειξης ή μη απόδειξης των επίδικων θεμάτων από πλευράς του διαδίκου που φέρει το βάρος της αποδείξεως. Επιδικάζονται, κατά κανόνα, στη βάση του αποτελέσματος της αγωγής το οποίο και ακολουθούν. Στην προκείμενη περίπτωση, το αποτέλεσμα της αγωγής ήταν η απόρριψή της και, επομένως, εφόσον το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν είχε λόγο να αποστεί από τον κανόνα, ορθά επιδίκασε τα έξοδα υπέρ της εφεσίβλητης.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα υπέρ της εφεσίβλητης.
Δ.
Δ.
Δ.
/ΧΤΘ