ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2005) 1 ΑΑΔ 1280
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Αίτηση αρ. 92/2005
11 Οκτωβρίου 2005
[Μ. ΦΩΤΙΟΥ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΚΑΙ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 3 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964
(ΝΟΜΟΣ 33 ΤΟΥ 1964 ΟΠΩΣ ΑΥΤΟΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΗΚΕ ΜΕΤΑΓΕΝΕΣΤΕΡΑ)
- και -
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΗΣ ΛΙΖΑΣ ΛΟΥΚΑΙΔΟΥ ΘΕΟΦΑΝΟΥΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΦΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΞΑΣΦΑΛΙΣΗ ΑΔΕΙΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΩΝ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΦΥΣΗΣ CERTIORARI ΚΑΙ7Η PROHIBITION ΚΑΙ/Η MANDAMUS
- και -
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΚΑΙ/Η ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΠΑΦΟΥ ΗΜΕΡ. 18/4/05 ΣΤΗΝ ΑΓΩΓΗ ΥΠ ΑΡ. 2303/03
- και -
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΚΑΙ/Η ΤΟ ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΠΑΦΟΥ ΗΜΕΡ. 5/10/05 ΣΤΗΝ ΑΓΩΓΉ ΥΠ' ΑΡ. 2303/01
--------------------------------------
Δ. Βάκης, για την αιτήτρια
------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Μ. ΦΩΤΙΟΥ, Δ: Με την παρούσα αίτηση η αιτήτρια ζητά άδεια για καταχώρηση αίτησης για έκδοση προνομιακών ενταλμάτων της φύσης certiorari και/ή prohibition και/ή mandamus για ακύρωση ή παραμερισμό του διατάγματος του δικαστηρίου ημερ. 5/10/05 με το οποίο ακύρωσε την ειδοποίηση συνεναγόμενου που έδωσε η αιτήτρια (εναγόμενη 1 στην αγωγή 2303/01 Ε.Δ.Πάφου) στον συνεναγόμενο 2, και απέρριψε την αίτηση της με κλήση για οδηγίες για ανταλλαγή δικογράφων μεταξύ συνεναγομένων. Επιπρόσθετα και/ή διαζευκτικά ζητά άδεια για καταχώρηση αίτησης για την έκδοση εντάλματος certiorari με το οποίο να ακυρώνεται ή παραμερίζεται το διάταγμα του δικαστηρίου ημερ. 18/4/05 στην ίδια πιο πάνω αγωγή, με το οποίο προστέθηκε διάδικος, ως εναγόμενος 2, ο Ανδρέας Κονναρή. Ζητά περαιτέρω άδεια για καταχώρηση αίτησης για έκδοση εντάλματος prohibition με το οποίο να απαγορεύει στο Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου από του να επιληφθεί και/ή συνεχίσει την ακρόαση της προαναφερθείσας αγωγής. Ζητά ακόμη άδεια για την έκδοση εντάλματος mandamus με το οποίο να διατάσσεται το Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου να εκδώσει τις αιτούμενες οδηγίες στην αίτηση της αιτήτριας για ανταλλαγή δικογράφων.
Προτού προχωρήσω στην εξέταση της αίτησης θα αναφερθώ, πολύ περιληπτικά στα γεγονότα της υπόθεσης. Ο Λεωνίδας Γεωργίου δικηγόρος ήγειρε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου την αγωγή αρ. 2303/01 εναντίον της εναγόμενης Λίζας Λουκαϊδου Θεοφάνους με την οποία ζητά την απόδοση λογαριασμών και αποζημιώσεων για ισχυριζόμενη κατακράτηση και/ή οικειοποίηση περιουσίας του δικηγορικού συνεταιρισμού «Θεοφάνους, Κονναρή, Γεωργίου και Σία» που είχε έδρα την Πάφο. Σε κάποιο στάδιο και συγκεκριμένα στις 18/4/05 το Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου, με αίτημα του ενάγοντα, διέταξε τη συνένωση και δεύτερου εναγομένου, του Ανδρέα Κονναρή, ενός από τους δικηγόρους του συνεταιρισμού. Στο μεταξύ ο Ανδρέας Κονναρής ήγειρε και αυτός αγωγή εναντίον της εναγόμενης Λίζας Θεοφάνους την υπ' αρ. 2093/03 Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου στην οποία προβάλλονται παρόμοιας φύσης αξιώσεις όπως αυτές που προβάλλει ο ενάγων στην 2303/01.
Μετά τη συνένωση του Ανδρέα Κονναρή ως εναγόμενου 2 στην αγωγή 2303/01, η εναγόμενη 1 (αιτήτρια στην παρούσα αίτηση) απέστειλε την προβλεπόμενη από τη Δ.10, Κ. 12 ειδοποίηση στον συνεναγόμενο τώρα αρ. 2 Ανδρέα Κονναρή. Σε αργότερο στάδιο και συγκεκριμένα στις 10/8/05 καταχώρησε αίτηση δια κλήσεως με την οποία ζητούσε οδηγίες συνεναγομένου και συγκεκριμένα για την παράδοση δικογράφων μεταξύ της και του εναγόμενου 2 καθώς επίσης και οδηγίες ως προς τον τρόπο με τον οποίο θα εκδικάζετο το ζήτημα απαίτησης της εναγόμενης 1 εναντίον του εναγόμενου 2, που ουσιαστικά ήταν για συνεισφορά ή κάλυψη σχετικά με θεραπείες που ζητούσε εναντίον της ο ενάγων. Το Επαρχιακό Διακστήριο Πάφου απέρριψε την εν λόγω αίτηση της για οδηγίες και μάλιστα προχώρησε και παραμέρισε την ειδοποίηση προς το συνεναγόμενο που είχε αποστείλει η εναγόμενη μετά που συνενώθηκε ο Ανδρεας Κονταρής ως εναγόμενος 2. Αποτέλεσμα ήταν να καταχωρηθεί η παρούσα αίτηση.
Νομική πτυχή
Tα κριτήρια που πρέπει να ικανοποιούνται για τη χορήγηση άδειας για καταχώρηση αίτησης για έκδοση προνομιακού εντάλματος, έχουν διασαφηνιστεί από όγκο νομολογίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Στην υπόθεση Αναφορικά με την αίτηση του Αλέκου Κωνσταντινίδη (2003) 1 (Β) Α.Α.Δ. 1298 σελ. 1303 ο Αρέστης Δ. (όπως ήταν τότε) διατύπωσε το θέμα ως ακολούθως:
«Στο παρόν στάδιο το δικαστήριο κατά την ενάσκηση της διακριτικής του εξουσίας εξετάζει κατά πόσον υπάρχει συζητήσιμη εκ πρώτης όψεως υπόθεση που να δικαιολογεί επαρκώς την παραχώρηση της αιτούμενης άδειας. Δεν χρειάζεται να εμβαθύνει περισσότερο στην υπόθεση. Είναι αρκετό σε αυτό το στάδιο με βάση το υλικό που βρίσκεται ενώπιον του δικαστηρίου να δικαιολογείται η παραχώρηση τέτοιας άδειας: Γενικός Εισαγγελέας ν. Π. Χρίστου (1962) C.L.R. 129, Εξ πάρτε Νίνα Παναρέτου (1972) 1 C.L.R. 165, Kακος (1985) 1 C.L.R. 250, Αργυρίδης (1987) 1 C.L.R. 23, A.L.S. Aircraft Leasing System Ltd., Αίτηση (2000) 1 Α.Α.Δ. 51.
Οι λόγοι για τους οποίους εκδίδονται προνομιακά εντάλματα περιλαμβάνουν:
(α) Έλλειψη ή υπέρβαση δικαιοδοσίας.
(β) Έκδηλη πλάνη Νόμου.
(γ) Προκατάληψη ή συμφέρον από τα πρόσωπα που λαμβάνουν την απόφαση.
(δ) Δόλο ή ψευδορκία στη λήψη της απόφασης.
(ε) Παράβαση των κανόνων της φυσικής δικαιοσύνης.
(Βλ. μεταξύ άλλων, Αναφορικά με το Genaro Perella (1995) 1 A.Α.Δ. 692).»
Πιο πρόσφατα στην υπόθεση Base Metal Trading Ltd. v. FASTACT DEVELOPMENTS LTD. κ.α. (2004) 1 (Γ) A.A.Δ. 1535, 1541 ο Γαβριηλίδης Δ. εκδίδοντας την απόφαση του Εφετείου, διατύπωσε το θέμα ως ακολούθως:
«Σύμφωνα με πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, άδεια για καταχώρηση αίτησης για έκδοση προνομιακού εντάλματος παρέχεται μόνο όταν καταδεικνύεται από τον αιτητή ότι υπάρχει, στην ουσία, συζητήσιμο ζήτημα και, περαιτέρω, στην περίπτωση όπου προσφέρεται άλλο ένδικο μέσο ή άλλη θεραπεία, ότι συντρέχουν επαρκώς εξαιρετικές περιστάσεις οι οποίες να καθιστούν συζητήσιμο το ότι πρέπει να γίνει παρέκκλιση από τον κανόνα ότι, εφόσον προσφέρεται άλλο ένδικο μέσο ή άλλη θεραπεία, ο αιτητής δεν θεωρείται ότι απέδειξε συζητήσιμο ζήτημα. (Βλ. μεταξύ άλλων, R. v Secretary of State (1986) 1 All ER 717, Ανθίμου (1991) 1 ΑΑΔ 41, Στ. Μεστάνα, Πολ. Εφ. 9906, 22.9.2000 και Χρ. Μιχαήλ και Στ. Μιχαηλίδη, Αίτηση Αρ. 13/2001, 1.3.2001). Στη Hellenger Trading Ltd, Aίτηση αρ. 94/2000, 30.11.2000, διευκρινίστηκε, ορθά ότι η αρχή αυτή «ισχύει γενικά, ανεξάρτητα από το λόγο για τον οποίο επιδιώκεται το διάταγμα». Έστω, δηλαδή, και αν ο προβαλλόμενος λόγος είναι έλλειψη ή υπέρβαση δικαιοδοσίας. (Βλ. επίσης, Σ. Μαρκίδης κ.α., Αίτηση αρ. 133/03, 20.2.04). Αν δε, παρά τη μη ύπαρξη εξαιρετικών περιστάσεων, χορηγηθεί άδεια για καταχώρηση αίτησης για certiorari, η μη ύπαρξη τέτοιων περιστάσεων συνιστά, a fortiori λόγω απόρριψης της αίτησης.»
Είναι φανερό από τα πιο πάνω ότι εκεί που προβλέπεται άλλο ένδικο μέσο, αίτηση αυτής της φύσης δε δικαιολογείται εκτός αν υπάρχουν εξαιρετικές περιστάσεις (Βλ. περαιτέρω Αναφορικά με την αίτηση του Χριστόδουλου Μεττή (2003) 1 (Γ) Α.Α.Δ. 1909, Αναφορικά με την αίτηση των Αδάμου Μανώλη κ.α. αίτηση αρ. 114/04 ημερ. 22/7/04 και την προαναφερθείσα Π.Ε. 11353).
Το ερώτημα που τίθεται στην παρούσα είναι κατά πόσο η πιο πάνω απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου εμπεριέχει έλλειψη ή υπέρβαση δικαιοδοσίας ή έκδηλη πλάνη νόμου που να είναι καταφανής στο πρακτικό του δικαστηρίου ή παράβαση κανόνων φυσικής δικαιοσύνης.
Παρόλο που είμαστε στο στάδιο αίτησης για άδεια, όπου είναι αρκετό να αποκαλύπτεται εκ πρώτης συζητήσιμη υπόθεση και όχι στο στάδιο εξέτασης της ουσίας μιας αίτησης για certiorari και/ή prohibition, το θεωρώ ορθό να αναφερθώ και στο σκοπό έκδοσης τέτοιων διαταγμάτων με παραπομπή στο σύγγραμμα ΠΕΤΡΟΣ ΑΡΤΕΜΗΣ, ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΑ ΕΝΤΑΛΜΑΤΑ, ΠΡΩΤΗ ΕΚΔΟΣΗ (2004) ΣΕΛ. 246, 247. Διατυπώνεται εκεί η άποψη, με αναφορά σε σχετική νομολογία, ότι τέτοια διατάγματα δεν εκδίδονται εκεί όπου ασκείται διακριτική ευχέρεια για θέματα για τα οποία το δικαστήριο έχει δικαιοδοσία. Παρέχονται παραδείγματα μεταξύ των οποίων είναι και η απόρριψη αιτήματος για αναβολή μιας υπόθεσης ή η απόρριψη αιτήματος για επανακλήτευση μάρτυρα κ.λ.π. Στο ίδιο σύγγραμμα σελ. 160-165, διατυπώνεται ξανά ότι η άσκηση διακριτικής ευχέρειας γενικά δεν ελέγχεται με προνομιακά εντάλματα, εκτός βέβαια αν η άσκηση αυτή έγινε με τρόπο, που είναι εμφανής στο πρακτικό, ότι καταλήγει σε παραβίαση συνταγματικού δικαιώματος ή των κανόνων της φυσικής δικαιοσύνης. Έτσι σε εξαιρετικές περιπτώσεις μπορεί να ελεχθεί η διακριτική ευχέρεια, όπως για παράδειγμα για αναβολή μιας υπόθεσης. (βλ. ιδιαίτερα τις παραγραφους 4.62 και 4.63 σελ. 161-162).
Εξέτασα τα ενώπιον μου γεγονότα υπό το φως και των όσων ανέφερε ο ευπαίδευτος συνήγορος της αιτήτριας. Είμαι της άποψης ότι από τη στιγμή που το Επαρχιακό Δικαστήριο είχε επιτρέψει τη συνένωση του Ανδρέα Κονναρή ως δεύτερου εναγομένου, τότε αυτόματα και δικαιωματικά η εναγόμενη 1 (αιτήτρια) είχε το δικαίωμα να αποστείλει την ειδοποίηση συνεναγόμενου, κάτι που μπορούσε να πράξει χωρίς την άδεια του δικαστηρίου. Περαιτέρω με βάση τις πρόνοιες της Δ.10 Κ. 12(2) η αιτήτρια (εναγόμενη 1) είχε δικαίωμα να αποταθεί στο δικαστήριο για να ζητήσει οδηγίες ωσάν να επρόκειτο περί διαδικασίας τριτοδιαδίκου (βλ. Δ.10 Κ.7 και 8).
Η ουσία της απόρριψης της αίτησης της αιτήτριας ήταν ότι η αίτηση της αποτελούσε κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας αφού αίτημα για παρόμοια θέματα υπήρχε και σε άλλη αγωγή την προαναφερθείσα 2093/03.
Είμαι της άποψης, πάντοτε εκ πρώτης όψης, ότι δεν πρέπει να υπήρχε κατάχρηση της διαδικασίας διότι η αιτήτρια δεν προωθούσε παράλληλες διαδικασίες για την επίτευξη του ίδιου σκοπού. Η αιτήτρια τόσο στην παρούσα περίπτωση (αγωγή 2303/01) όσο και στην αγωγή 2093/03, ήταν εναγόμενη. Οι απαιτήσεις από πλευράς αιτήτριας σε κάθε περίπτωση μπορεί να ήταν της ίδιας φύσης αλλά δεν στρέφονταν εναντίον του ίδιου προσώπου αφού η κάθε αγωγή είχε ξεχωριστό ενάγοντα. Στο να βρεθεί η αιτήτρια (εναγόμενη 1) στη θέση συνεναγόμενου με τον εναγομενο 2, ήταν κάτι που έγινε με αίτημα του ενάγοντα στην 2303/01 και όχι της ιδίας.
Με βάση τα πιο πάνω κρίνω ότι το πρωτόδικο δικαστήριο, εκ πρώτης πάντοτε όψης, φαίνεται να άσκησε τη διακριτική του ευχέρεια με τρόπο που καταλήγει σε παραβίαση του συνταγματικού δικαιώματος της αιτήτριας να προωθήσει τις δικές της απαιτήσεις εναντίον του εναγομένου 2 ούτως ώστε η υπόθεση να εμπίπτει μέσα στις εξαιρέσεις που μπορεί να ελεχθεί με προνομιακό διάταγμα και η άσκηση διακριτικής ευχέρειας. Καταλήγω στην απόφαση αυτή λαμβάνοντας υπόψη ότι το δικαστήριο όχι μόνο δεν έδωσε τις αιτούμενες οδηγίες για τη διαδικασία μεταξύ συνεναγομένων (αιτήτριας και εναγόμενου 2) αλλά προχώρησε να ακυρώσει και την αποσταλείσα ειδοποίηση προς τον συνεναγόμενο 2 κάτι που η αιτήτρια είχε δικαίωμα να πράξει από τη στιγμή που επιτράπηκε, παρά την ένσταση της, η συνένωσή του.
Ως αποτέλεσμα των πιο πάνω η αίτηση εγκρίνεται μερικώς ως ακολούθως: Παραχωρείται άδεια για καταχώρηση αίτησης της φύσης certiorari με την οποία να ζητείται η ακύρωση και/ή παραμερισμός του διατάγματος ημερ. 5/10/05 που εκδόθηκε στην αγωγή 2303/01 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου. Η εν λόγω αίτηση να καταχωρηθεί σε 15 μέρες από σήμερα και να οριστεί στις 9/11/05 και ώρα 9.00 π.μ.
Στο μεταξύ η διαδικασία στο πρωτόδικο δικαστήριο αναστέλλεται μέχρι της αποπεράτωσης της διαδικασίας που θα καταχωρηθεί και/ή μέχρι νεωτέρας διαταγής.
Καμιά διαταγή για τα έξοδα.
Μ. Φωτίου, Δ.
/ΚΑς