ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2005) 1 ΑΑΔ 1095
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Εφεση Αρ. 12004)
8 Σεπτεμβρίου, 2005
[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π., ΚΡΑΜΒΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ Δ/στές]
ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσείων,
v.
Τ. & M. OIKONOMOY KAI ΥΙΟΣ ΛΤΔ,
Εφεσιβλήτων.
― ― ― ― ―
Θ. Γερμανού, για τον Εφεσείοντα.
Λ. Χ»Νεοφύτου, για τους Εφεσίβλητους.
― ― ― ― ―
Α Π Ο Φ Α Σ Η
(Πλειοψηφία)
ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, κίνησε αγωγή εναντίον των εφεσιβλήτων για παράνομη επέμβαση σε κρατική γη δηλαδή σε μέρος της κοίτης του ποταμού Ξερού στην Πάφο. Η αγωγή διαλάμβανε αξίωση για αποζημιώσεις και/ή ενδιάμεσα κέρδη £430 λόγω της παράνομης επέμβασης από το 1970 μέχρι το 1999, αξίωση για ενδιάμεσα κέρδη προς £23 το χρόνο μέχρι την άρση της επέμβασης και αξίωση για έκδοση διατάγματος για άρση της επέμβασης.
Οι εφεσίβλητοι αρνήθηκαν ότι επεμβαίνουν παράνομα στο συγκεκριμένο μέρος και ισχυρίστηκαν πως σε περίπτωση που θα ήθελε αποδειχθεί τέτοια επέμβαση, αυτή έγινε στη βάση υποσχέσεων ή και συμφωνίας με τα αρμόδια κυβερνητικά τμήματα. Οι εφεσίβλητοι με ανταπαίτηση αξίωσαν αποζημιώσεις για ζημιές λόγω αθέτησης υποσχέσεων και/ή συμφωνιών με τα αρμόδια κυβερνητικά τμήματα σαν αποτέλεσμα των οποίων, δαπάνησαν περίπου £50.000 κατά τα τελευταία τριάντα χρόνια για την ανέγερση υποστατικών στο επίδικο μέρος.
Μετά την ακρόαση της υπόθεσης, η αγωγή και η ανταπαίτηση απορρίφθηκαν λόγω αποτυχίας των διαδίκων να αποδείξουν τους αντίστοιχους ισχυρισμούς και απαιτήσεις τους. Με την παρούσα έφεση, ο εφεσείων αμφισβητεί την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης η οποία, καθώς εισηγείται, περιέχει λάθη που αφορούν στην αξιολόγηση της μαρτυρίας, στα συμπεράσματα και στις διαπιστώσεις του δικαστηρίου επί των γεγονότων.
Οι εφεσίβλητοι είναι ιδιοκτήτες του κτήματος, τεμάχιο 76, Φ/Σχ. LI/39 στα Μανδριά της Πάφου. Σύμφωνα με την αγωγή, η επέμβαση συνίσταται σε επιχωματώσεις και ανέγερση υποστατικών στην κοίτη του ποταμού Ξερού η οποία είναι κρατική γη το δε επηρεαζόμενο μέρος γειτνιάζει με το προαναφερόμενο τεμάχιο γης των εφεσιβλήτων. Η παράνομη επέμβαση άρχισε το 1970 και κάλυπτε έκταση 2 περίπου δεκαρίων. Στην έκθεση απαίτησης αναφέρεται ότι το 1986 οι εφεσίβλητοι υπέβαλαν αίτηση για εκμίσθωση του επίδικου μέρους καθώς και άλλου πρόσθετου μέρους της κοίτης του ποταμού συνολικής έκτασης 29 δεκαρίων και 600 τ.μ. Το Υπουργικό Συμβούλιο, απέρριψε την αίτηση με απόφασή του ημερομηνίας 18.2.93 η οποία, κοινοποιήθηκε στους εφεσίβλητους και οι τελευταίοι, κλήθηκαν να άρουν την επέμβαση. Το 1993 οι εφεσίβλητοι υπέβαλαν νέα αίτηση με την οποία ζήτησαν ανταλλαγή μέρους των κτημάτων τους (τεμάχια 20 και 21 του Φ/Σχ.LI/39, έκτασης 2 δεκαρίων και 200 τ.μ.) με μέρος της κοίτης του πιο πάνω ποταμού, έκτασης περίπου 24 δεκαρίων, συμπεριλαμβανομένου σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του εφεσείοντα και του μέρους που κάλυπτε η παράνομη επέμβαση. Αφού απορρίφθηκε και η δεύτερη αίτηση, οι εφεσίβλητοι κλήθηκαν και πάλι να άρουν την παράνομη επέμβαση χωρίς όμως να έχουν συμμορφωθεί.
Ο Βοηθός Κτηματολογικός Λειτουργός στο Επαρχιακό Κτηματολόγιο Πάφου, ήταν ο μόνος μάρτυρας της υπόθεσης. Κατέθεσε ότι επισκέφθηκε το μέρος για πρώτη φορά το 1986 και από τότε πήγε ξανά για δεύτερη φορά στις 27.1.04. Διαπίστωσε ότι οι εφεσίβλητοι, οι οποίοι ασχολούνται με γεωργικές εργασίες, διατηρούν υποστατικά, γραφεία και κοιτώνες των εργατών τους, κτισμένα πάνω στην κοίτη του ποταμού Ξερού. Μερικά υποστατικά υπάρχουν από το 1970 ενώ κάποια άλλα προστέθηκαν μετά. Οταν επισκέφθηκε το μέρος το 2004 διαπίστωσε ότι υπήρχαν κτισμένα υποστατικά που δεν είδε κατά την πρώτη του επίσκεψη το 1986. Η έκταση της περιφραγμένης κρατικής γης όπου βρίσκονται και τα κτίρια είναι περίπου 2 δεκάρια. Χωρίς ένσταση της άλλης πλευράς ο μάρτυρας παρουσίασε δύο επιστολές των εφεσιβλήτων προς τον Επαρχιακό Κτηματολογικό Λειτουργό Πάφου με τα επισυνημμένα σ΄ αυτές έγγραφα, ημερομηνίας 27.3.86 και 17.12.1993 (τεκμήρια 1 και 3), αντίστοιχα. Παρουσίασε επίσης επιστολή ημερομηνίας 9.1.1994 με την οποία ο Επαρχιακός Κτηματολογικός Λειτουργός Πάφου γνωστοποίησε στους εφεσίβλητους την απόρριψη του αιτήματος τους για ανταλλαγή μέρους της κοίτης του ποταμού Ξερού με άλλο δικό τους κτήμα. Ο μάρτυρας κατέθεσε επίσης για την ενοικιαστική αξία της επίδικης γης κατά διάφορες χρονικές περιόδους. Αντεξεταζόμενος ανέφερε ότι ύστερα από καταμετρήσεις που έκαμε το 1986, διαπίστωσε ότι υπήρχε επέμβαση στην κοίτη του ποταμού. Ετοίμασε σχέδιο στο οποίο σημείωσε τις μετρήσεις που έκαμε και αφού συμβουλεύτηκε τις σημειώσεις του κατέθεσε ότι μέρος των υποστατικών βρίσκεται κτισμένο στο κτήμα των εφεσιβλήτων και άλλο στην κοίτη του ποταμού. Ο μάρτυρας διευκρίνισε ότι στο επίδικο μέρος υπήρχαν υποστατικά από το 1970 στηρίχθηκε σε πληροφορία που πήρε από τον πρόσφυγα κοινοτάρχη του χωριού Μανδριά. Ωστόσο, δέχθηκε ότι πριν από το 1974 στο εν λόγω χωριό κατοικούσαν μόνο τουρκοκύπριοι και ότι ο κοινοτάρχης από τον οποίο πήρε την πληροφορία είναι και αυτός πρόσφυγας κάτοικος του χωριού.
Το πρωτόδικο δικαστήριο κατά την αξιολόγηση των εγγράφων που είχε ενώπιόν του, διαπίστωσε ότι οι εφεσίβλητοι δεν παραδέχονται ρητά ή εμμέσως ότι διέπραξαν την κατ΄ ισχυρισμό παράνομη επέμβαση σε κρατική γη. Το δικαστήριο σημειώνει πως και αν ακόμη μπορεί να θεωρηθεί ότι οι εφεσίβλητοι εμμέσως παραδέχονται την επέμβαση, η έμμεση παραδοχή δεν θα ήταν αρκετή υπό τις περιστάσεις για να απαλλαγεί η Δημοκρατία από το καθήκον απόδειξης της υπόθεσής της στο βαθμό που απαιτείται σε αστικές υποθέσεις. Πράγματι, αυτό που η αλληλογραφία αποκαλύπτει είναι ότι οι εφεσίβλητοι αφού πληροφορήθηκαν για το αποτέλεσμα επιτόπιας έρευνας, ενήργησαν ώστε να επιτύχουν κάποια διευθέτηση χωρίς όμως να είχαν ποτέ αποδεχθεί την ορθότητα της έρευνας. Εχουμε ακόμα την άποψη πως έστω και αν ήθελε θεωρηθεί ότι η αλληλογραφία εμπεριέχει αναγνώριση (παραδοχή) από πλευράς των εφεσιβλήτων ότι επεμβαίνουν παράνομα, αυτό το γεγονός δεν αποτέλεσε ανεξάρτητη αιτία αγωγής ούτε προβλήθηκε ως απάντηση, υπό μορφή κωλύματος (estoppel), στην υπεράσπιση των εφεσιβλήτων και ειδικά στην άρνηση τους ότι δεν επεμβαίνουν παράνομα. Βλ. Λαϊκή Κυπρ. Τρ. (Χρημ.) Λτδ ν. Κωνσταντίνου κ.α. (2001) 1(Β) ΑΑΔ 1432, D. & G. Products Ltd v. Χαράλαμπου Αναστασίου, ΠΕ 10744, ημερ. 13.9.2002, Λαϊκή Κυπρ. Τρ. (Χρημ.) Λτδ ν. Κωνσταντίνου κ.α. ΠΕ 11220, ημερ. 20.12.2002 και Ελπίδα Χατζηβασιλείου ν. Reliable Motor Cars Ltd, ΠΕ 11222, ημερ. 20.10.2004. Οπως ορθά παρατήρησε το πρωτόδικο δικαστήριο δεν προσκομίστηκε πρωτογενής μαρτυρία για να αποδειχθεί η εργασία της επιτόπιας εξέτασης προς θεμελίωση του ισχυρισμού για παράνομη επέμβαση. Εξάλλου στα έγγραφα δεν προσδιορίζεται το μέρος (σημείο) της παράνομης επέμβασης και η έκταση που αυτή καταλαμβάνει. Ο μάρτυρας δεν πρόσθεσε ο,τιδήποτε που θα μπορούσε να αποτελέσει στοιχείο μαρτυρίας για την απόδειξη της παράνομης επέμβασης και τις απορρέουσες από αυτή αξιώσεις. Είναι γεγονός ότι ο μάρτυρας αναφέρθηκε σε σχέδιο που ετοίμασε πλην όμως δεν αντεξετάστηκε για το θέμα και όταν κατά την επανεξέταση ζητήθηκε από το μάρτυρα να παρουσιάσει το σχέδιο, ορθά το πρωτόδικο δικαστήριο δεν επέτρεψε την προσαγωγή του. Ο μάρτυρας κατ΄ ουσίαν κατέθεσε τα δικά του συμπεράσματα χωρίς να παρουσιάσει τοπογραφικό σχέδιο ή άλλα στοιχεία της εργασίας του για να ελεγχθεί η ορθότητά τους. Ορθή θεωρούμε και τη διαπίστωση του δικάσαντος δικαστηρίου ότι η χωρίς άλλο περιγραφή του επίδικου μέρους από το μάρτυρα ως κοίτη ποταμού, ό,τι αυτό μπορεί να σημαίνει στο μυαλό του εν λόγω μάρτυρα, δεν αποτελεί ικανοποιητική μαρτυρία εφόσον η περιγραφή δεν έγινε με αναφορά σε επίσημο σχέδιο που να καθορίζει το συγκεκριμένο μέρος ως κοίτη ποταμού στην έννοια του άρθρου 7 του περί Ακίνητης Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτίμηση) Νόμου Κεφ. 224. Η κρίση για το κατά πόσο υπάρχει ή όχι παράνομη επέμβαση ανήκει αποκλειστικά στο δικαστήριο. Στην προκείμενη περίπτωση το δικαστήριο δεν είχε ενώπιόν του στοιχεία μαρτυρίας στη βάση των οποίων θα μπορούσε να αποφασίσει θετικά ότι διαπράχθηκε το αστικό αδίκημα της παράνομης επέμβασης. Βλ. Δημητρίου ν. Εγγλέζου κα (1997) 1(Γ) ΑΑΔ 1285.
Για τους πιο πάνω λόγους η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται με έξοδα.
Α. ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.
Μ. ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.
ΣΦ.