ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2005) 1 ΑΑΔ 1137
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Πολιτική Έφεση αρ. 11893
21 Σεπτεμβρίου, 2005
[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ, Δ/στές]
ΝΕΟ ΣΥΝΕΡΓΑΤΙΚΟ ΤΑΜΙΕΥΤΗΡΙΟ ΚΑΤΩ ΒΑΡΩΣΙΩΝ ΛΤΔ.
Εφεσείοντες/αιτητές
- ν. -
1. ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΚΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΚΟΥ ΚΑΙ ΧΩΡΟΜΕΤΡΙΚΟΥ
ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΛΑΡΝΑΚΑΣ
2. ΕΠΙΣΗΜΟΥ ΠΑΡΑΛΗΠΤΗ, ΥΠΟ ΤΗΝ ΙΔΙΟΤΗΤΑ ΤΟΥ
ΩΣ ΠΑΡΑΛΗΠΤΗΣ-ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΗΣ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ
ΤΟΥ ΠΤΩΧΕΥΣΤΑΝΤΟΣ ΑΝΔΡΕΑ ΑΔΑΜΟΥ ΖΑΚΧΑΙΟΥ
Εφεσιβλήτων/Καθων η αίτηση
----------------------------
Αν. Κουμής, για τους εφεσείοντες
Α. Μαππουρίδης, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για τον εφεσίβλητο αρ.1
Κ. Εμμανουήλ, για Επίσημο Παραλήπτη, για τον εφεσίβλητο αρ. 2
-----------------------
Γ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ: Την ομόφωνη απόφαση του δικαστηρίου
θα δώσει ο δικαστής Μ. Φωτίου
----------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Μ. ΦΩΤΙΟΥ, Δ: Η παρούσα έφεση στρέφεται κατά της απόφασης ημερ. 10/10/03 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας στην αίτηση-έφεση αρ. 1/03 με την οποία έκρινε ότι η άρνηση του Διευθυντή του Επαρχιακού Κτηματολογίου Λάρνακας που περιέχεται σε επιστολή του ημερ. 27/1/03 για να προβεί σε ακύρωση εμπραγμάτων βαρών «δεν αποτελεί απόφαση με βάση τις πρόνοιες του άρθρου 80 του Κεφ. 224, ούτε με βάση τις πρόνοιες του άρθρου 51 του Ν. 9/65» και επομένως «σχετικό δικαίωμα άσκησης έφεσης εναντίον της δεν υφίσταται».
Τα γεγονότα και η πρωτόδικη απόφαση
Ο εφεσίβλητος 2 Ανδρέας Αδάμου Ζακχαίου είναι πτωχεύσας δυνάμει Διατάγματος Παραλαβής που εκδόθηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας στην αίτηση 53/95 στις 1/2/96. Γιαυτό και εκπροσωπήθηκε τόσο πρωτόδικα όσο και ενώπιον μας από τον Επίσημο Παραλήπτη.
Ο εφεσίβλητος 2 (πτωχεύσας) είναι ο ιδιοκτήτης του κτήματος με αρ. 96/04, 96/05 τεμ. 218, Φ/Σχ. 41/25 του χωρίου Ορόκλινη επαρχία Λάρνακας, επί του οποίου κτήματος υπάρχουν εγγεγραμμένες υποθήκες και σειρά άλλων εμπραγμάτων βαρών συμπεριλαμβανομένων και των πωλητηρίων Εγγράφων 184/1982, 185/1982, 161/1983, 164/1983και 165/1983. Μεταξύ των υποθηκών είναι και η υπ' αρ. Υ 3006/1990 ημερ. 24/10/96 για το ποσό των ΛΚ20,000 πλέον τόκοι και η υπ' αρ. Υ 3417/1990 ημερ. 29/11/90 για το ποσό των ΛΚ 50,000 πλέον τόκοι, του Επαρχιακού Κτηματολογίου Λάρνακας προς όφελος των εφεσειόντων-αιτητών, πελάτης των οποίων ήταν ο πτωχεύσας. Έναντι των πιο πάνω ποσών ο καθού η αίτηση 2 πλήρωσε, σε διάφορες ημερομηνίες, το συνολικό ποσό των Λ.Κ. 8,100.
Σε κάποιο στάδιο οι εφεσείοντες υπέβαλαν στο Κτηματολόγιο της Λάρνακας τις αιτήσεις με αρ. ΑΔ 92/94 και 93/94 για εκποίηση των προαναφερθεισών υποθηκών και ο Διευθυντής του Κτηματολογίου (εφεσίβλητος 1) τους πληροφόρησε ότι, όταν θα γίνει ο δημόσιος πλειστηριασμός εκ μέρους των, τότε το κτήμα θα πωληθεί βεβαρυμένο με όλα τα εμπράγματα βάρη, προγενέστερα και μεταγενέστερα, συμπεριλαμβανομένων και των πωλητηρίων εγγράφων, για το λόγο ότι το επίδικο κτήμα δεν είχε μέχρι τότε διαχωρισθεί.
Ως αποτέλεσμα οι εφεσείοντες με επιστολή τους ημερ. 18/12/02 ζήτησαν από τον καθού η αίτηση-εφεσίβλητο αρ. 1 να διαγράψει από τα εμπράγματα βάρη τα πωλητήρια έγγραφα που είχαν κατατεθεί στο Κτηματολόγιο σύμφωνα με τον περί Πωλήσεως Γαιών (Ειδική Εκτέλεσις) Νόμο Κεφ. 232, για το λόγο ότι «έχει περάσει ο χρόνος ο οποίος καθορίζει ο πιο πάνω νόμος και οι αγοραστές δεν έχουν καταχωρήσει αγωγή στο δικαστήριο, ούτε και αποτάθηκαν κοντά σας, για ειδική εκτέλεση των ανωτέρω πωλητηρίων εγγράφων».
Ο εφεσίβλητος αρ. 1 με επιστολή του ημερ. 27/1/03 αρνήθηκε να ικανοποιήσει το αίτημα των εφεσειόντων αναφέροντας τους, μεταξύ άλλων, τα εξής: «επειδή μέχρι σήμερα δεν έχουν εκδοθεί ξεχωριστές εγγραφές, για τα ακίνητα που περιλαμβάνονται στα πιο πάνω πωλητήρια έγγραφα, αδυνατώ να προβώ στην ακύρωση τους». Οι αιτητές εφεσίβαλαν την εν λόγω άρνηση με αίτηση-έφεση δυνάμει του άρθρου 80 του Κεφ. 224 και το πρωτόδικο δικαστήριο (Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας), απέρριψε την αίτηση με την αιτιολογία που αναφέραμε στην αρχή της απόφασης μας. Έτσι καταχωρήθηκε η παρούσα έφεση.
Λόγοι έφεσης
Με την έφεση τους, όπως αυτή έχει τροποποιηθεί, οι εφεσείοντες προβάλλουν τους ακόλουθους λόγους έφεσης:
«1. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλε και/ή παρερμήνευσε τον Νόμον αποφασίζοντας ότι η Απόφασις του Εφεσιβλήτου 1 ημερομηνίας 27.1.2003, δεν αποτελεί Απόφασιν και δεν Εφεσιβάλλεται, με βάση τις πρόνοιες του 80 και 81 και 51 των Νόμων περί Ακινήτου Ιδιοκτησίας [Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτίμησις] Κεφ. 224 και του Νόμου περί Μεταβιβάσεως και Υποθηκεύσεως Ακινήτων και την Πώλησιν Ενυποθήκων Ακινήτων 9/1965.
2. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλε εις το ότι δεν έκαμεν οιονδήποτε εύρημα σχετικά με την ουσίαν υποθέσεως. Ήτοι οι Εφεσείοντες/Αιτητές καταχώρησαν 8 λόγους Εφέσεως εναντίον της Απόφασης του Εφεσιβλήτου 1 και το Πρωτόδικον Δικαστήριον ασχολήθηκεν μόνον με τον πρώτον (1) λόγον Έφεσης.
3. Η Απόφασης του Πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι παντελώς αναιτιολόγητη και δεν υποστηρίζεται εις ουδεμιά Αυθεντία ή Νομολογία.
Ήτοι η Απόφασης του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι το περιεχόμενον της Επιστολής του Εφεσιβλήτου 1 ημερομηνίας 27.1.2003 (τεκμήριο 15) δεν αποτελεί απόφαση με βάση τις πρόνοιες του άρθρου 80 του Κεφ. 224, ούτε με βάση τις πρόνοιες του άρθρου 51 του Νόμου περί Μεταβιβάσεως και Υποθηκεύσεως 9/1965, δεν αποτελεί απόφαση του εφεσιβλήτου 1 (Διευθυντή του Κτηματολογίου) και για αυτόν τον Λόγον δεν υπάρχει Δικαίωμα έφεσης εναντίον της απόφασης του εφεσιβλήτου 1 (Διευθυντή του Κτηματολογίου), αποτελεί σφάλμα του πρωτόδικου δικαστηρίου και είναι ανατιολόγητη, και έρχεται σε αντίθεση με τη νομολογία.
4. Το πρωτόδικο δικαστήριο έσφαλεν ως προς τα έξοδα.»
Αναφορικά με τον πρώτο λόγο έφεσης, έχουμε μελετήσει τις πρόνοιες του περί Πωλήσεως Γαιών (Ειδική Εκτέλεσις) Νόμου Κεφ. 232, όπως τροποποιήθηκε από το Ν. 51(1)/95 καθώς επίσης και το άρθρο 51 του Ν. 9/65 και τις πρόνοιες του άρθρου 80 του Κεφ. 224 και έχουμε καταλήξει, για τους λόγους που θα αναφέρουμε, ότι ορθά το πρωτόδικο δικαστήριο αποφάσισε ότι η άρνηση του Διευθυντή να ακυρώσει την κατάθεση των πωλητηρίων εγγράφων δεν είναι απόφαση που εμπίπτει στις πρόνοιες του άρθρου 80 του Κεφ. 224.
Από πολύ παλιά (βλ. Abraham Hassidoff v. Paul Antoine-Aristide Santi and others (1970) 1 C.L.R. 220) έχει αποφασιστεί ότι οι κτηματολογικές αρχές είναι αναρμόδιες να επιλύουν περιουσιακές διαφορές κάτω από οποιεσδήποτε διατάξεις νόμου και ότι τα θέματα αυτά θα πρέπει να αποφασίζονται από αρμόδιο δικαστήριο όπως προβλέπεται από το Άρθρο 30.2 του Συντάγματος.
Σχετική με το θέμα που εξετάζουμε είναι και η υπόθεση Παναγιώτας Αλκιβιάδου κ.α. ν. Κώστα Παντελή Κωνσταντίνου κ.α. (2001) 1 (Γ) Α.Α.Δ. 2133. Στη σελ. 2139 γίνεται αναφορά και στην υπόθεση Αποστόλου ν. Ευθυμίου κ.α., (2000) 1 Α.Α.Δ. 906. όπου το Ανώτατο Δικαστήριο, αφού προέβηκε σε αναθεώρηση της νομολογίας σχετικά με το θέμα που εξετάζουμε, κατάληξε ότι «η διεκδίκηση εμπραγμάτων δικαιωμάτων επί ακινήτου ιδιοκτησίας ανάγεται αποκλειστικά στη δικαιοδοσία του Επαρχιακού Δικαστηρίου της επαρχίας εντός της οποίας κείται το ακίνητο».
Το επίδικο θέμα στη δική μας περίπτωση αφορά «εμπράγματο βάρος» και επομένως ορθά το πρωτόδικο δικαστήριο αποφάσισε ότι δεν ήταν θέμα που θα έπρεπε να ζητηθεί από το Διευθυντή να αποφασίσει και που να υπόκειται σε έφεση βάση του άρθρου 80 του Κεφ. 224. Το ερώτημα κατά πόσον, ενόψει ισχυριζόμενης παράλειψης των αγοραστών που κατάθεσαν τα πωλητήρια έγγραφα να εγείρουν αγωγή στα χρονικά πλαίσια που θέτει το Κεφ. 232 όπως τροποποιήθηκε με το Ν. 51(1)/95, αυτό είναι κάτι που οδηγεί σε ακύρωση της κατάθεσης τους στο Κτηματολόγιο, δεν επαφίεται στην κρίση του Διευθυντή αλλά στην κρίση του δικαστηρίου. Έτσι ο πρώτος λόγος έφεσης απορρίπτεται.
Ο δεύτερος λόγος έφεσης είναι ότι το πρωτόδικο δικαστήριο δεν «έκαμεν οιοδήποτε εύρημα σχετικά με την ουσία «υποθέσεως»». Ενόψει του ευρήματος μας ότι ορθά το πρωτόδικο δικαστήριο αποφάσισε ότι η άρνηση του Κτηματολογίου να ακυρώσει την κατάθεση των πωλητήριων εγγράφων δεν ήταν απόφαση που εμπίπτει στις διατάξεις του άρθρου 80 του Κεφ. 224, τότε κατ' ανάγκη και ο δεύτερος λόγος έφεσης θα πρέπει να απορριφθεί.
Ο τρίτος λόγος έφεσης είναι ότι η πρωτόδικη απόφαση είναι παντελώς αναιτιολόγητη. Και αυτός ο λόγος υπόκειται σε απόρριψη ενόψει της απόφασης μας στον πρώτο νομικό λόγο. Η απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου σχετικά με την άρνηση του Διευθυντή να ακυρώσει την κατάθεση των πωλητηρίων εγγράφων, είναι πλήρως αιτιολογημένη.
Αναφορικά με τον τέταρτο λόγο, το παράπονο είναι ότι το πρωτόδικο δικαστήριο «έσφαλεν ως προς τα έξοδα». Παραπονούνται οι εφεσείοντες γιατί να καταδικαστούν σε έξοδα. Σημειώνουμε ότι το πρωτόδικο δικαστήριο απορρίπτοντας την αίτηση/έφεση καταδίκασε τους εφεσείοντες /αιτητές στην καταβολή των εξόδων του καθού η αίτηση 1 εφόσον η ανάμιξη του καθού η αίτηση 2 δεν ήταν ουσιαστική. Με την απόφαση του να καταδικάσει τους εφεσείοντες σε έξοδα το πρωτόδικο δικαστήριο εφάρμοσε το γενικό κανόνα ότι τα έξοδα ακολουθούν το αποτέλεσμα εκτός αν υπάρχει καλός λόγος για έκδοση διαφορετικής διαταγής. Το θέμα αυτό ήταν μέσα στη διακριτική ευχέρεια του πρωτόδικου δικαστηρίου και δεν έχει καταδειχθεί κανένας καλός λόγος γιατί θα πρέπει να επέμβει το δικαστήριο τούτο.
Ενόψει όλων των πιο πάνω η παρούσα έφεση απορρίπτεται με έξοδα εναντίον των εφεσειόντων-αιτητών και υπέρ του εφεσίβλητου-καθού η αίτηση 1.
Με το ίδιο σκεπτικό που ακολούθησε και το πρωτόδικο δικαστήριο, μεταξύ εφεσειόντων και καθού η αίτηση - εφεσίβλητου 2 δε θα υπάρχει οποιαδήποτε διαταγή για τα έξοδα αφού και ενώπιον μας ο ρόλος του εφεσίβλητου 2 ήταν απλώς να υιοθετήσει την αγόρευση του εφεσίβλητου αρ. 1.
Δ.
Δ.
Δ.
/ΚΑς