ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2005) 1 ΑΑΔ 712
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Αίτηση Αρ. 40/2005)
3 Ιουνίου, 2005
[ΝΙΚΟΛΑЇΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ
ΤΩΝ ΑΡΘΡΩΝ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964
(Ν.33/64) ΟΠΩΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΗΚΕ
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ DAVENTREE TRUSTEES LIMITED ( H «AΙΤΗΤΡΙΑ") ΕΚ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ, ΓΙΑ
ΕΚΔΟΣΗ ΑΔΕΙΑΣ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗΣ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ
ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ CERTIORARI
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΚΑΙ/Η ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ
5/5/05 ΤΟ ΟΠΟΙΟ ΔΙΑΤΑΤΤΕΙ, ΜΕΤΑΞΥ ΑΛΛΩΝ, ΤΟ ΔΙΟΡΙΣΜΟ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΔΗΜΗΤΡΗ ΙΩΑΝΝΙΔΗ ΑΠΟ ΤΗ ΛΕΜΕΣΟ, ΩΣ ΠΑΡΑΛΗΠΤΗ ΤΩΝ ΕΜΠΙΣΤΕΥΜΑΤΩΝ HPH SETTLEMENT, ΗΜΕΡ. 4/12/02 (ΕΜΠΙΣΤΕΥΜΑ «1») ΚΑΙ HPH SETTLEMENT ΗΜΕΡ. 6/2/03 (ΕΜΠΙΣΤΕΥΜΑ «2»).
_________
Ν. Παπαδόπουλος, για την Αιτήτρια.
____________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Mε την παρούσα αίτηση αξιώνεται άδεια για καταχώρηση αίτησης για έκδοση εντάλματος certiorari για ακύρωση του συντηρητικού διατάγματος του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, ημερ. 5.5.2005 στην αγωγή υπ΄ αρ. 13792/03, με το οποίο, μεταξύ άλλων, διορίστηκε ο Δημήτρης Ιωαννίδης παραλήπτης δύο υφισταμένων εμπιστευμάτων.
Το διάταγμα επιδόθηκε στην αιτήτρια εταιρεία και ήταν ορισμένο στις 12.5.2005, οπότε και ζητήθηκε χρόνος για καταχώρηση ένστασης. Εν τω μεταξύ διαφάνηκε, σύμφωνα πάντα με την αιτήτρια εταιρεία, πως επρόκειτο «για ένα καταπιεστικό και επαχθές διάταγμα, το οποίο έχει ουσιαστικά κρίνει την έκβαση της αγωγής» και γι΄ αυτό το λόγο αποφασίστηκε η καταχώρηση της παρούσας αίτησης.
Η αιτήτρια θέτει θέμα έλλειψης δικαιοδοσίας, αφού το διάταγμα εκδόθηκε με μονομερή αίτηση, χωρίς προηγουμένως να επιδοθεί σ΄ αυτή. Είναι η θέση της αιτήτριας ότι οι προϋποθέσεις που θέτει το άρθρο 9 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 6, για έκδοση διατάγματος χωρίς ειδοποίηση, δεν πληρούνται και συνεπώς το εκδοθέν διάταγμα εκδόθηκε κατά παράβαση δικαιοδοσίας ή καθ΄υπέρβαση εξουσίας. Υποστηρίκτηκε επίσης ότι υπάρχει έκδηλη παρανομία που φαίνεται από το φάκελο του δικαστηρίου, ενώ, με το διάταγμα παραβιάζονται αρχές της φυσικής δικαιοσύνης. Τέλος, ότι δεν υπάρχουν στη διάθεση της αιτήτριας εναλλακτικές θεραπείες που να θεραπεύουν τις επιπτώσεις του διατάγματος.
Το άρθρο 9(1) του Κεφ. 6 προνοεί ότι κάθε διάταγμα το οποίο το δικαστήριο έχει εξουσία να εκδόσει, δύναται, όταν αποδειχθεί το κατεπείγον ή άλλες ιδιαίτερες περιστάσεις, να εκδοθεί με αίτηση ενός των διαδίκων και χωρίς ειδοποίηση στον άλλο.
Η πρόνοια του άρθρου 9 είναι δικαιοδοτικός όρος (Resola (Cyprus) Ltd., v. Χρίστου (1998) 1 A.A.Δ. 598. Βλέπε ακόμα B.P. Cyprus Ltd, (1996) 1 Α.Α.Δ. 861).
Το επιχείρημα της αιτήτριας ότι το Δικαστήριο ανταποκρίθηκε σε μονομερή αίτηση, χωρίς προηγούμενη επίδοσή της, απασχόλησε και στο παρελθόν το Ανώτατο Δικαστήριο σε αιτήσεις για παροχή άδειας καταχώρησης αίτησης για certiorari.
Στην υπόθεση Επί τοις αφορώσι την Hellenger Trading Ltd (2000) 1 Α.Α.Δ. 1965, ο Κωνσταντινίδης, Δ., μετά από λεπτομερή ανάλυση τόσο της κυπριακής, όσο και της αγγλικής νομολογίας, αναφέρει:
«Καταλήγω πως ενώ η ύπαρξη εναλλακτικής θεραπείας δεν αποκλείει τη διεκδίκηση certiorari, αυτό, στο πλαίσιο της νομολογίας, μπορεί να γίνει μόνο αν υπάρχουν εξαιρετικές περιστάσεις που να το δικαιολογούν. Όπως αντιλαμβάνομαι το θέμα, αυτό ισχύει γενικά, ανεξάρτητα δηλαδή από το λόγο για τον οποίο επιδιώκεται το διάταγμα. Και εφόσον παρέχεται η δυνατότητα άσκησης έφεσης, που επίσης θα εκδικαστεί από το Ανώτατο Δικαστήριο, και δι΄ αυτής θα είναι δυνατή η παροχή πλήρους και εξ ίσου αποτελεσματικής θεραπείας, η αίτηση που απευθύνεται στο κατάλοιπο της εξουσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, δεν δικαιολογείται.»
Θα πρέπει να θυμίσουμε ότι στην υπόθεση Αναφορικά με το Σταύρο Μεστάνα (2000) 1 Α.Α.Δ. 1469, τονίστηκε πως στο τέλος της ημέρας οι εξαιρετικές περιστάσεις που απαιτούνται, διακριβώνονται με τη σύγκριση των δυνατοτήτων που προσφέρει η μία ή η άλλη από τις διαθέσιμες θεραπείες. Θα πρέπει, με άλλα λόγια, να αποδεικνύεται ότι υπάρχουν επαρκώς ειδικές περιστάσεις που καθιστούν συζητήσιμο το ότι πρέπει να γίνει παρέκκλιση από το συνήθη κανόνα και μόνο αν ικανοποιηθούν και τα δύο σκέλη υπάρχει συζητήσιμη υπόθεση για παροχή θεραπείας.
Στην υπόθεση R. v. Hillingdon (London Borough) (1974) 2 All E.R. 643, αποφασίστηκε πως ως θέμα αρχής εκδίδεται certiorari μόνο όταν δεν υπάρχει άλλη, εξ ίσου αποτελεσματική και βολική θεραπεία. ΄Ετσι απαιτείται να γίνεται σύγκριση των θεραπειών που προσφέρονται. Αναγνωρίστηκε πως σε κατάλληλες περιπτώσεις θα ήταν ορθό να προτιμάται η πιο γρήγορη και λιγότερο δαπανηρή διαδικασία.
Στην R. v. Secretary of State (1986) 1 All E.R. 717, 724, λέχθηκε ότι για να παρακαμφθεί η διαδικασία της έφεσης πρέπει ο αιτητής να δείξει ότι η υπόθεσή του διακρίνεται από το είδος των υποθέσεων για τις οποίες έχει προβλεφθεί έφεση.
Στην παρούσα υπόθεση υποστηρίκτηκε από την αιτήτρια ότι το Δικαστήριο δεν είχε δικαιοδοσία να παραχωρήσει το εκδοθέν διάταγμα με μονομερή αίτηση, γιατί δεν αποδείχθηκε το κατεπείγον ή άλλες ιδιαίτερες περιστάσεις, όπως απαιτείται από το άρθρο 9(1) του Κεφ.6. Αυτό, σε συνδυασμό με τα καταστροφικά αποτελέσματα που έχει το διάταγμα, δημιουργεί τις εξαιρετικές περιστάσεις που δικαιολογούν την προσφυγή στη διαδικασία των προνομιακών ενταλμάτων.
Εκτός από τη διαδικασία της έφεσης και πριν από αυτή, η αιτήτρια έχει τη δυνατότητα να αμφισβητήσει ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου, στην ημερομηνία κατά την οποία το συντηρητικό διάταγμα είναι ορισμένο για εκδίκαση, όχι μόνο τη νομιμότητα, αλλά και την ορθότητα του εκδοθέντος διατάγματος. Στη συνέχεια, αν δεν ικανοποιηθεί από την απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου, μπορεί να προσφύγει στο Ανώτατο Δικαστήριο, κατ΄ έφεση.
Η διαδικασία του certiorari σκοπό έχει τον έλεγχο της νομιμότητας μιας πράξης και όχι της ορθότητάς της, η οποία μπορεί να αμφισβητηθεί με άλλο ένδικο μέσο (Αναφορικά με την αίτηση Marewave Shipping & Trading Company Ltd (1992) 1 A.A.Δ. 116).
Ακόμα, το ένταλμα certiorari δεν αποτελεί μέσο ούτε για την εποπτεία της διαδικασίας ή της πρακτικής που ακολουθήθηκε (Αίτηση Γενικού Εισαγγελέα (Αρ.3), (1993) 1 Α.Α.Δ. 442), αλλά ούτε και υποκατάστατο της δευτεροβάθμιας δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Δεν μπορεί να χρησιμοποιείται ούτε σαν έφεση υπό μεταμφίεση, ούτε ως μέσο επανακρόασης του εγειρόμενου ζητήματος (βλέπε R. v. Northumberland Compensation Appeal Tribunal, Εx parte Shaw (1952) 1 All E.R. 122).
Οι δυνατότητες που προσφέρονται στην αιτήτρια με την ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου διαδικασία, είναι σαφώς καλύτερες. Το μόνο που απομένει, μετά την ένσταση που ήδη καταχωρήθηκε, είναι η ακρόαση, κατά την οποία η αιτήτρια μπορεί να δείξει τους λόγους για τους οποίους το εκδοθέν διάταγμα δεν θα πρέπει να συνεχίσει να ισχύει. Αντίθετα, αν εκδοθεί άδεια καταχώρησης αίτησης για έκδοση certiorari, η αίτηση θα πρέπει να επιδοθεί στην άλλη πλευρά, η οποία θα καταχωρήσει ένσταση. Τελικά η αίτηση, η οποία θα οριστεί για ακρόαση σε κάποιο μελλοντικό χρόνο, θα έχει, ίσως, αποτελέσματα όμοια με αυτά της διαδικασίας ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου.
Επιπροσθέτως, η αιτήτρια διαθέτει στην περίπτωση που η διαδικασία ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου δεν θα έχει ευτυχή κατάληξη γι΄ αυτή και το δικαίωμα να ασκήσει έφεση.
Η παρούσα διαδικασία δεν προσφέρεται ως έγκαιρη επιλογή και ο παράγων του χρόνου εκδίκασης των δύο διαθέσιμων διαδικασιών τείνει υπέρ της απόρριψης της παρούσας αίτησης. ΄Ενα σημείο που προσθέτει στα πιο πάνω είναι και το γεγονός ότι η αιτήτρια παρέλειψε να αντιδράσει έγκαιρα και να υποβάλει την παρούσα αίτηση, αμέσως μετά την επίδοση σ΄ αυτή του εκδοθέντος διατάγματος. Αντίθετα, περίμενε να αμφισβητήσει πρώτα την ορθότητα του διατάγματος ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου και στη συνέχεια, λόγω του ότι αντιλήφθηκε τις βαριές συνέπειες του εκδοθέντος διατάγματος, όπως τουλάχιστον η ίδια αναφέρει στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση, να αποταθεί για παροχή άδειας για καταχώρηση αίτησης για έκδοση certiorari.
΄Οσον αφορά τα καταστροφικά, όπως η αιτήτρια ισχυρίζεται, αποτελέσματα του εκδοθέντος διατάγματος, αυτά έχουν ήδη πραγματοποιηθεί και δεν θα αποτρέπονταν αποτελεσματικότερα με την παροχή άδειας για καταχώρηση αίτησης certiorari, αντί από την τυχόν επιτυχία στην ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου διαδικασία.
Από την όλη νομολογία προκύπτει ότι ακόμα κι΄ αν το Επαρχιακό Δικαστήριο δεν είχε δικαιοδοσία να εκδόσει το συντηρητικό διάταγμα, για να δικαιολογείται, εν όψει άλλης διαθέσιμης θεραπείας, η καταφυγή στη διαδικασία certiorari, απαιτείται και η απόδειξη εξαιρετικών περιστάσεων. Τέτοιες δεν μπορεί να θεωρηθούν οι συνέπειες από την έκδοση του διατάγματος, μόνο. Δεν θα πρέπει να ξεχνούμε ότι αρμόδιο δικαστήριο για να επιλύσει το θέμα, παραμένει πάντα το Επαρχιακό Δικαστήριο και οποιαδήποτε καταφυγή σε διαδικασίες που εκτρέπουν ουσιαστικά από τη φυσιολογική αυτή πορεία, θα πρέπει να γίνεται με εξαιρετική φειδώ. Αξίζει να σημειωθεί πως παρόμοια κατάληξη είχε και η προσφάτως εκδοθείσα απόφαση στην υπόθεση Αναφορικά με αίτηση των Αλέκου Μιχαηλίδη, Γιόλας Μιχαηλίδη και Thanos Hotels Ltd, Αίτηση 38/05, ημερ. 20.5.05.
Η αίτηση απορρίπτεται.
Φρ. Νικολαΐδης, Δ.
/ΜΔ