ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2005) 1 ΑΑΔ 795
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ.11655)
15 Ιουνίου, 2005
[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ, Δ/στές]
ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσείοντας/Ενάγοντας,
ν.
1. ΧΡΥΣΑΝΘΟΥ ΑΝΘΙΜΟΥ
2. ΜΥΡΟΦΟΡΑΣ ΣΑΒΒΑ
3. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΑΛΕΤΡΑΡΗ
Εφεσιβλήτων/Εναγομένων.
Θ. Μαυρομουστάκη, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τον Εφεσείοντα.
Δ. Καλλής, για τον Εφεσίβλητο 2.
Γ. Τρίγκας, για Δ. Παυλίδη, για τον Εφεσίβλητο 3.
ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Τ. Ηλιάδης.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ.:
(α) Τα γεγονότα.
Την 1/12/88 υπεγράφη μεταξύ του Συμβουλίου των Δανειστικών Επιτροπών και του πρωτοφειλέτη (εφεσίβλητου 1) συμφωνία για την παραχώρηση στον εφεσίβλητο 1 δανείου ύψους £1.000 για τη μετατροπή του ιδιόκτητου διαξονικού φορτηγού του σε τριαξονικό και/ή για την εισαγωγή τριαξονικού φορτηγού οχήματος σε αντικατάσταση του ιδιόκτητου του διαξονικού οχήματος. Το πιο πάνω ποσό θα εξοφλείτο σε οκτώ ετήσιες δόσεις από £170,73 σ. η κάθε μια από τις 12/12/88. Σε περίπτωση υπερημερίας το οφειλόμενο ποσό θα έφερε τόκο προς 8.5% ετησίως. Οι εφεσίβλητοι 2 και 3 υπέγραψαν ως εγγυητές του εφεσίβλητου 1.
Ήταν η θέση του εφεσείοντος ότι ο εφεσίβλητος 1 κατέβαλε έναντι του ποσού των £1.000 μόνο £30 το 1998 και £90 το 1999, με επακόλουθο την καταχώριση της παρούσας αγωγής για την είσπραξη του οφειλόμενου υπόλοιπου μετά τόκων που ανερχόταν σε £1.649,07 σ.
Ο εφεσίβλητος 2 είχε αρνηθεί τους ισχυρισμούς του εφεσείοντος όπως αυτοί περιέχονταν στο ειδικό οπισθογραφημένο κλητήριο. Ο εφεσίβλητος 3 είχε προβάλει με την υπεράσπιση του πέντε απλές αρνήσεις αναφορικά με τους ισχυρισμούς του εφεσείοντα χωρίς να προβάλει οποιουσδήποτε ισχυρισμούς ως προς τις θέσεις του.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αν και αποδέχθηκε τη μαρτυρία των τριών μαρτύρων που είχαν κλητευθεί από τον εφεσείοντα, εντούτοις προέβη στην απόρριψη της αγωγής γιατί η μαρτυρία η οποία παρουσιάστηκε για το υπόλοιπο του λογαριασμού κρίθηκε ότι ήταν εξ ακοής μαρτυρία. Και τούτο γιατί η Μ.Ε. 3, η οποία εργαζόταν στο Γενικό Λογιστήριο του Ταμείου των Δανειστικών Επιτροπών και παρακολουθούσε την κίνηση του λογαριασμού, μετέφερε πληροφορίες και στοιχεία από έγγραφο το οποίο τελικώς δεν κατατέθηκε στο Δικαστήριο σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 5(Α) του περί Απόδειξης Νόμου, Κεφ. 9, όπως έχει τροποποιηθεί με το Νόμο 54(Ι)/94.
(β) Η έφεση.
Με την παρούσα έφεση ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι η απόρριψη της αγωγής ήταν λανθασμένη και ότι η υπεράσπιση του εφεσίβλητου 3, λόγω της γενικής άρνησης και της μη προβολής των δικών του θέσεων, ήταν παράτυπη.
Το άρθρο 5(Α) του περί Απόδειξης Νόμου, Κεφ. 9, όπως εφαρμοζόταν στην παρούσα περίπτωση, προνοεί ότι,
"5Α(1).- Δήλωση η οποία περιέχεται σε έγγραφο το οποίο παράγεται από ηλεκτρονικό υπολογιστή, τηρουμένων Διαδικαστικών Κανονισμών που ήθελαν εκδοθεί, γίνεται δεκτή σε οποιαδήποτε διαδικασία ως απόδειξη γεγονότος που αναφέρεται σε αυτή και για το οποίο γεγονός θα γινόταν δεκτή απευθείας προφορική μαρτυρία, αν οι αναφερόμενοι στο εδάφιο (2) όροι είχαν ικανοποιηθεί."
Οι όροι που αναφέρονται στο πιο πάνω εδάφιο προϋποθέτουν ότι,
(α) Το έγγραφο προέρχεται από ηλεκτρονικό υπολογιστή ο οποίος εχρησιμοποιείτο συστηματικά για τη συγκέντρωση πληροφοριών σχετικά με τις δραστηριότητες οι οποίες διεξάγονταν κατά τη διάρκεια της πιο πάνω περιόδου,
(β) Ο ηλεκτρονικός υπολογιστής ετροφοδοτείτο συστηματικά με πληροφορίες της ίδιας φύσης όπως εκείνες οι οποίες περιέχονται στη δήλωση,
(γ) Ο ηλεκτρονικός υπολογιστής λειτουργούσε κανονικά και
(δ) Οι πληροφορίες οι οποίες περιέχονται στη δήλωση είναι ταυτόσημες με πληροφορίες ή προέρχονται από πληροφορίες με τις οποίες τροφοδοτήθηκε ο ηλεκτρονικός υπολογιστής κατά τη συνήθη διεξαγωγή των πιο πάνω δραστηριοτήτων.
Η παράθεση των προνοιών του άρθρου 5Α(1) του περί Απόδειξης Νόμου υποστηρίζει την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης. Η υπάλληλος η οποία εργαζόταν στο Γενικό Λογιστήριο του Ταμείου Δανειστικών Επιτροπών παρέλειψε να καταθέσει τη σχετική "δήλωση" του ηλεκτρονικού υπολογιστή με την οποία θα αποδεικνυόταν το ύψος του χρέους. Η προφορική αναφορά της σε στοιχεία που περιέχονταν στον ηλεκτρονικό υπολογιστή, συνιστούσε εξ' ακοής μαρτυρία. Αν η μάρτυς κατέθετε την έγγραφη "δήλωση" του ηλεκτρονικού υπολογιστή, η μαρτυρία αυτή θα γινόταν αποδεκτή εφόσον επληρούντο οι προϋποθέσεις (α), (β), (γ) και (δ) του άρθρου 5Α(1) και εκείνες του 5Β (Β) (Μπούλος Μαρσέλ κ.ά. ν. Λαϊκής Κυπριακής Τράπεζας Λτδ ((2001) 1 (Γ) ΑΑΔ 1858, 1867) και η απαίτηση θα μπορούσε έτσι να είχε στοιχειοθετηθεί.
Συνακόλουθα η έφεση απορρίπτεται με έξοδα σε βάρος του εφεσείοντος. Έχοντας υπόψη την πιο πάνω κατάληξη δεν κρίνουμε σκόπιμο να ασχοληθούμε με την εισήγηση του εφεσείοντος ότι η υπεράσπιση του εφεσίβλητου 3 ήταν παράτυπη.
Δ.
Δ.
Δ.
/ΔΓ