ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2005) 1 ΑΑΔ 893

 

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

                                                       

                                                            (Πολιτική Εφεση Αρ. 11880)

 

27 Ιουνίου, 2005

 

[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π., ΚΡΑΜΒΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ Δ/στές]

 

                                                           

 

SIBERIA AIR,

 

                                                                        Εφεσείοντες,

v.

 

ΒΡΑΣΙΔΑ ΠΟΥΛΛΙΚΑ,

 

                                                                        Εφεσιβλήτου.

― ― ― ― ―

Δ. Καλλής,  για τους Εφεσείοντες.

Α. Παπαχαραλάμπους, για τον Εφεσίβλητο.

― ― ― ― ―

 

ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής  Κραμβής.


Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.:  Η έφεση στρέφεται εναντίον ενδιάμεσης απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας με την οποία απορρίφθηκε αίτηση των εφεσειόντων για παραμερισμό απόφασης που εκδόθηκε στην απουσία τους λόγω παράλειψης τους να καταχωρήσουν εμφάνιση.

 

Ο πρωτόδικος δικαστής εξέτασε την αίτηση υπό το φως των καθιερωμένων από τη νομολογία αρχών που διέπουν αιτήσεις αυτής της μορφής και στη βάση της μαρτυρίας που είχε ενώπιον του, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι εφεσείοντες πέτυχαν μεν να αποδείξουν ότι έχουν εκ πρώτης όψεως  συζητήσιμη υπεράσπιση, απέτυχαν όμως να αποσείσουν το βάρος απόδειξης ότι η μεγάλη καθυστέρηση που μεσολάβησε δεν ήταν αδικαιολόγητη.

 

Οι τρεις λόγοι έφεσης που προώθησαν οι εφεσείοντες συγκλίνουν. Υποβάλλεται εισήγηση ότι  η διαπίστωση περί αδικαιολόγητης καθυστέρησης είναι λανθασμένη και ότι οι εφεσείοντες αποστερήθηκαν του δικαιώματος πρόσβασης στο δικαστήριο που διασφαλίζεται από το άρθρο 30.1 και 30.2 του Συντάγματος και το άρθρο 6(1) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης.

 

Η αγωγή εναντίον των εφεσειόντων καταχωρήθηκε στις 30.7.99 και επιδόθηκε στους εφεσείοντες την επομένη (31.7.99) μαζί με αίτηση για προσωρινό διάταγμα. Εκ μέρους των εφεσειόντων εμφανίστηκε δικηγόρος για τους σκοπούς της αίτησης για το προσωρινό διάταγμα ο οποίος, με δήλωσή του, επιφύλαξε το δικαίωμα καταχώρισης σημειώματος εμφάνισης υπό όρους. Αποτέλεσε κοινό έδαφος ότι δεν καταχωρήθηκε ποτέ σημείωμα εμφάνισης ούτε και υποβλήθηκε αίτηση με βάση τις πρόνοιες της Δ.16 θ.19 για καταχώριση εμφάνισης υπό όρους. Η προαναφερόμενη, ερήμην των εφεσειόντων απόφαση, εκδόθηκε το Μάϊο 2000 λόγω παράλειψης καταχώρισης εμφάνισης. Από τότε παρήλθε μεγάλο χρονικό διάστημα χωρίς οι εφεσείοντες να επιδείξουν ενδιαφέρον για την υπόθεσή τους. Τον Ιανουάριο 2001 ο εφεσίβλητος προχώρησε στην εκτέλεση της απόφασης εναντίον των εφεσειόντων και οι τελευταίοι, προκειμένου να αποφύγουν τις συνέπειες και να εξουδετερώσουν το διάβημα του εφεσίβλητου, αποτάθηκαν στο Ανώτατο Δικαστήριο με αίτηση για έκδοση εντάλματος Certiorari. Η διαδικασία στο Ανώτατο Δικαστήριο, σε πρώτο και δεύτερο βαθμό, συμπληρώθηκε με την απόρριψη του αιτήματος. Βλ.  Siberia Airlines κ.α. (2003) 1(Α) ΑΑΔ 422. Μετά την απόφαση της Ολομέλειας, καταχωρήθηκε το Μάϊο 2003 η αίτηση για παραμερισμό. Οι εφεσείοντες για να δικαιολογήσουν τη μεγάλη καθυστέρηση στη λήψη του κατάλληλου δικονομικού μέτρου που θα συνέβαλλε στην προώθηση της υπόθεσης, καταλόγισαν αμέλεια στους δικηγόρους τους που χειρίζονταν την υπόθεση. Ο πρωτόδικος δικαστής ορθά έκρινε πως η αμέλεια των δικηγόρων δεν ήταν η μόνη αιτία της καθυστέρησης. Αποδόθηκε ευθύνη και στους ίδιους τους εφεσείοντες λόγω της παράλειψης τους να παρακολουθούν και ελέγχουν την πορεία της διαδικασίας που εκκρεμούσε εναντίον τους. Η καθυστέρηση συνεχίστηκε και μετά τον Ιανουάριο 2001 που οι εφεσείοντες έλαβαν γνώση του μέτρου εκτέλεσης της απόφασης που προώθησε εναντίον τους ο εφεσίβλητος. Και αντί να επιδείξουν από τότε ενδιαφέρον και να επιδιώξουν τον παραμερισμό της απόφασης, αυτοί αδράνησαν, καθιστώντας ολοένα και περισσότερο δυσχερέστερη τη θέση τους με την πάροδο του χρόνου. Το θέμα της καθυστέρησης των εφεσειόντων να αποταθούν έγκαιρα για παραμερισμό της απόφασης έχει θιγεί επικριτικά και στην Siberia Airlines κ.α. (ανωτέρω).

 

Είναι γεγονός ότι το πιο σημαντικό στοιχείο σε αιτήσεις αυτής της μορφής είναι η ύπαρξη εκ πρώτης όψεως καλής υπεράσπισης. Οταν ένας διάδικος επιτύχει να αποδείξει ότι έχει εκ πρώτης όψεως καλή υπεράσπιση, καλύπτει ό,τι σχεδόν απαιτείται για τον παραμερισμό της απόφασης που εκδόθηκε στην απουσία του. Ωστόσο, η απόδειξη εκ πρώτης όψεως καλής υπεράσπισης δεν είναι στοιχείο απόλυτα καθοριστικό για την επιτυχία της αίτησης και τον παραμερισμό της ερήμην εκδοθείσας απόφασης. Το δικαστήριο, διατηρεί την ευχέρεια να αρνηθεί το επανάνοιγμα της υπόθεσης όταν διαπιστώσει ότι η διαγωγή του διάδικου που εξαιτείται τον παραμερισμό της ερήμην εκδοθείσας απόφασης είναι τέτοια που πλήττει το συμφέρον της απονομής της δικαιοσύνης. Αν διαπιστωθεί ότι η συμπεριφορά του αιτητή είναι ασυγχώρητα περιφρονητική μέχρι βαθμού καταφρόνησης της δικαστικής διαδικασίας ή των δικαιωμάτων του αντιδίκου του  ή αδικαιολόγητα καθυστερεί ή ανεξήγητα παραλείπει να κινηθεί με την πρώτη δυνατή ευκαιρία στην προώθηση αίτησης για παραμερισμό της απόφασης, αυτή η συμπεριφορά, που με άλλα λόγια συνιστά αδιαφορία, μπορεί να αποβεί παράγων αποτυχίας της αίτησης για παραμερισμό. Βλ. Milouca Motor Trading Ltd v. Χρύσανθου Κούρτη (1997) 1 ΑΑΔ 941,  Γερολέμου ν. ΣΠΕ Κοντέας, ΠΕ 11118/20.6.02 και Alpha Bank Ltd v. Στεφάνου (2003) 1(Β) ΑΑΔ 1101.

 

Η εισήγηση ότι οι εφεσείοντες στερήθηκαν του δικαιώματος πρόσβασης στο δικαστήριο κρίνεται ανεδαφική. Το θεμελιώδες αυτό δικαίωμα αποτελεί ταυτόχρονα και εχέγγυο για τη διασφάλιση της λειτουργικότητας της δικαστικής εξουσίας και οπωσδήποτε πρέπει να συμβαδίζει με το δικαίωμα της ακρόασης της υπόθεσης μέσα σε εύλογο χρόνο. Η νομολογία επί του θέματος βρίσκεται σε αρμονία με εκείνη του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, όπως έχει διαμορφωθεί κατά την ερμηνεία του άρθρου 6(1) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, το οποίο αντιστοιχεί με το άρθρο 30.2 του Συντάγματος. Αποτελεί καθήκον του δικαστηρίου η προστασία των διαδίκων από καταχρηστικές και αδικαιολόγητες καθυστερήσεις που υπονομεύουν την αποτελεσματικότητα και αξιοπιστία του συστήματος απονομής της δικαιοσύνης. Στην προκείμενη περίπτωση οι εφεσείοντες είχαν την ευκαιρία να προωθήσουν την υπόθεσή τους μέσα σε εύλογο χρόνο πλην όμως αδιαφόρησαν και ουσιαστικά περιφρόνησαν τη δικαστική διαδικασία.

 

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

 

 

 

                                                                               ΧΡ. ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π.

 

                                                                               Α. ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.

 

                                                                               Μ. ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.

 

 

 

 

ΣΦ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο