ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2005) 1 ΑΑΔ 200

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Πολιτική Έφεση Αρ.11665)

1 Φεβρουαρίου, 2005

[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ, Δ/στές]

 

1. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΦΑΛΑ,

2. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΑ ΦΑΛΑ,

Εφεσείοντες/Εναγόμενοι,

ν.

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗ,

Εφεσιβλήτου/Ενάγοντα.

 

Μ. Βορκάς και Μ. Μηλιώτου, για τους Εφεσείοντες.

Π. Αγγελίδης, για τον Εφεσίβλητο.

 

ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Τ. Ηλιάδης.

Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ.: Με την παρούσα έφεση οι εφεσείοντες αμφισβητούν την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης σύμφωνα με την οποία είχαν διαταχθεί όπως καταβάλουν το ποσό των £9.500 στον εφεσίβλητο ως συμφωνηθείσα αξία μετοχών που κατείχε σε συνεταιρισμό Γυμναστηρίου.

(α) Τα γεγονότα και η πρωτόδικη απόφαση.

Ο εφεσίβλητος που είναι κάτοχος πτυχίου Φυσικής Αγωγής και μεταπτυχιακού διπλώματος στην Εργοφυσιολογία, ήλθε στην Κύπρο το 1997 και λίγο αργότερα άρχισε να συνεργάζεται με τους εφεσείοντες στο Γυμναστήριο "Greacus Gym Limited". Σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του, είχε συνεισφέρει στις εργασίες της επιχείρησης £12.000 και ως αντάλλαγμα έλαβε 334 μετοχές, ενώ ο εφεσείων 1 και η σύζυγος του, εφεσείουσα 2 είχαν από 333. Δεν υπήρχε άλλος συνεργάτης ή συνέταιρος στην εταιρεία. Ως αποτέλεσμα προστριβών που είχαν προκύψει μεταξύ τους στις εργασίες της επιχείρησης, σε συνάντηση που είχε στις 18/9/97 στο γραφείο του δικηγόρου της εταιρείας κ. Πατσαλίδη με τον εφεσείοντα 1, το λογιστή Λευτέρη Μαρκίδη και το δικηγόρο κ. Πατσαλίδη, συμφώνησε να πάρει £9.500 και να αποχωρήσει από την εταιρεία.

Η θέση των εφεσειόντων ήταν ότι λόγω της σύναψης σχέσεων από τον εφεσίβλητο εντός του Γυμναστηρίου με γυναίκες πελάτιδες της επιχείρησης, είχαν δημιουργηθεί διάφορα προβλήματα και έγιναν μερικές διαβουλεύσεις μεταξύ των διαδίκων για την απομάκρυνση του εφεσιβλήτου από την εταιρεία, με την αγορά των μετοχών του. Όμως παρά τις πιο πάνω διαβουλεύσεις οι διάδικοι δεν κατέληξαν σε συμφωνία.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι συμφωνήθηκε μεταξύ των διαδίκων ότι ο λογιστής της εταιρείας θα ετοίμαζε μια εκτίμηση της αξίας των περιουσιακών στοιχείων της εταιρείας και με βάση αυτή την εκτίμηση ο εφεσίβλητος θα έπαιρνε το μερίδιο του που αντιστοιχούσε στο 1/3 του συνολικού ποσού που θα καθοριζόταν ότι αντιπροσώπευε την περιουσία της εταιρείας και θα αποχωρούσε από την επιχείρηση.

Κρίνουμε σκόπιμο να παραθέσουμε το πιο κάτω σχετικό απόσπασμα από τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου:

"Στις 16/10/95 ιδρύθηκε η εταιρεία «GREACUS GUM LTD.» στην οποία μέτοχοι και διευθυντές ήσαν ο Ενάγων και οι Εναγόμενοι 1 και 2. Ο Ενάγων είχε 334 μετοχές και οι Εναγόμενοι από 333 έκαστος. Σκοπός και δραστηριότητα της εν λόγω εταιρείας ήταν η λειτουργία Γυμναστηρίου.

Η συνεργασία των διαδίκων, Ενάγοντα και Εναγομένων, στην πιο πάνω εταιρεία και στη λειτουργία και διεύθυνση Γυμναστηρίου της πιο πάνω εταιρείας διήρκησε γύρω στα δυο χρόνια και διεκόπη τον Αύγουστο του 1997.

Κατά καιρούς είχαν δημιουργηθεί προβλήματα και ρήξη στις σχέσεις των διαδίκων ενώ υφίστατο η μεταξύ τους συνεργασία.

Στις 26/8/97 οι Εναγόμενοι ζήτησαν για πρώτη φορά από τον Ενάγοντα να φύγει από το Γυμναστήριο οπόταν ο Ενάγων τους πληροφόρησε ότι θα συζητούσε θέμα αποχώρησης του από την εταιρεία νοουμένου ότι θα έπαιρνε τα λεφτά που είχε βάλει στην εταιρεία και τα οποία είχε δανειστεί.

Αφού έγιναν κάποιες συζητήσεις μεταξύ των διαδίκων αναφορικά με το ποσό που θα έπαιρνε ο Ενάγων για να αποχωρήσει τελικώς συμφωνήθηκε μεταξύ των διαδίκων όπως ετοιμάσει εκτίμηση για την αξία της εταιρείας ο λογιστής της εταιρείας (Μ.Ε.2) και με βάση την εκτίμηση που θα ετοίμαζε, ο Ενάγων να έπαιρνε το μερίδιο του, δηλαδή το ένα τρίτο του συνολικού ποσού που θα καθοριζόταν ως αξία της εταιρείας.

Με βάση την εκτίμηση του λογιστή της εταιρείας (Τεκμήριο 1) το συνολικό ποσό καθορίστηκε σε Λ.Κ. 30.153- εκ του οποίου ποσού οι Λ.Κ. 500- αντιπροσώπευαν δικηγορικά έξοδα.

Οι Εναγόμενοι δεν αποδέχτηκαν την εκτίμηση, Τεκμήριο 1, και μέχρι σήμερα δεν κατέβαλαν οποιοδήποτε ποσό στον Ενάγοντα για εξαγορά των μετοχών του και μεταβίβαση σ' αυτούς κατά παράβαση της μεταξύ τους συμφωνίας."

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού αποδέχθηκε την εκδοχή του εφεσιβλήτου (ότι υπήρξε συμφωνία αγοράς των μετοχών του) και απέρριψε τη θέση των εφεσειόντων (ότι δεν υπήρξε τέτοια συμφωνία), εξέδωσε απόφαση προς όφελος του εφεσιβλήτου για το ποσό των £9.500, πλέον νόμιμο τόκο και έξοδα.

(β) Η έφεση.

Οι εφεσείοντες αμφισβήτησαν την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης ισχυριζόμενοι ότι ουδέποτε ανέθεσαν στο λογιστή της εταιρείας να εκτιμήσει τα περιουσιακά στοιχεία της εταιρείας και ότι δεν δεσμεύτηκαν με οποιαδήποτε εκτίμησή του. Επιπρόσθετα ισχυρίζονται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έπρεπε να αποδεχθεί τους ισχυρισμούς του εφεσιβλήτου και να απορρίψει τις θέσεις των εφεσειόντων.

Προς υποστήριξη των θέσεων του ο εφεσίβλητος είχε καλέσει τον εγκεκριμένο λογιστή της εταιρείας Λευτέρη Μαρκίδη. Ο μάρτυς γνώριζε τον εφεσίβλητο και ο τελευταίος τον έφερε σε επαφή με την εταιρεία για να ενεργεί ως λογιστής της εταιρείας από τα πρώτα στάδια της λειτουργίας του συνεταιρισμού. Αργότερα ο μάρτυς είχε πληροφορηθεί από τον εφεσίβλητο ότι είχε οικονομικές διαφορές με τους άλλους συνεταίρους και κατόπιν προφορικών οδηγιών του εφεσιβλήτου ετοίμασε την έκθεση του (Τεκμήριο 1) αναφορικά με τα περιουσιακά στοιχεία της εταιρείας. Αν και ο μάρτυς προσπαθούσε να αποφύγει να δώσει μια θετική απάντηση ανέφερε ότι πήρε οδηγίες για να ετοιμάσει την έκθεση του από την "εταιρεία σαν σύνολο" και "από τους διευθυντές, ήταν ο κύριος Παναγιώτης Κωνσταντινίδης, ο Χάρης Φελάς και η Κωνσταντίνα Φελά", ενώ σε άλλο στάδιο της κατάθεσης του ανέφερε ότι δεν του είχαν δοθεί γραπτές οδηγίες από την εταιρεία και ότι ουδέποτε του έδωσαν τηλεφωνικά οδηγίες οι εφεσείοντες για να προχωρήσει στην εκτίμησή του. Μετά την ετοιμασία της έκθεσης του, ο μάρτυς παρευρέθηκε σε συνάντηση που έλαβε χώρα στο γραφείο του δικηγόρου κ. Πατσαλίδη στις 18/9/97 στην παρουσία του εφεσείοντος 1. Ο μάρτυς παρουσίασε την εκτίμηση του και στις διαβουλεύσεις που επακολούθησαν, οι διάδικοι δεν είχαν καταλήξει σε συμφωνία ως προς το ποσό το οποίο θα καταβαλλόταν στον εφεσίβλητο για να αποχωρήσει από την εταιρεία. Σταχυολογούμε χαρακτηριστικά τα πιο κάτω αποσπάσματα από τη μαρτυρία του, που έχουν άμεση σχέση με τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου.

" Ε. Θα συμφωνείτε μαζί μου ότι στο τέλος της ημέρας σε εκείνη την συνάντηση δεν υπήρξε καμία κατάληξη;

Α. Μάλιστα.

Ε. Γνωρίζετε αν υπήρξε οποιαδήποτε κατάληξη μεταγενέστερα;

Α. Όχι .................................................. .............................................

.................................................. ........................................

Ε. Έχετε υπόψη σας κύριε μάρτυς ως λογιστής της εταιρείας, συμφωνήθηκε ποτέ μεταξύ του κύριου Κωνσταντινίδη και των πελατών μου να αγοράσουν οι πελάτες μου τις μετοχές του κύριου Κωνσταντινίδη αντί £9.500;

Α. Δεν συμφωνήθηκε αυτό όμως συζήτησαν διάφορα ποσά ......."

 

 

 

 

 

 

 

Τα πρωτόδικα Δικαστήρια έχουν την υποχρέωση τόσο σε ποινικές όσο και σε πολιτικές υποθέσεις να αξιολογούν το σύνολο της μαρτυρίας που παρουσιάζεται και να προβαίνουν σε διαπιστώσεις πάνω στα επίδικα θέματα. (Βλ. Χριστοδούλου ν. Αριστοδήμου (1996) 1 ΑΑΔ 552). Οι διαπιστώσεις αυτές θα πρέπει να συνάδουν με τη μαρτυρία που έχει παρουσιαστεί και να είναι αιτιολογημένες, σε βαθμό που να επιτρέπουν τον έλεγχο της ορθότητάς τους από το Εφετείο. Το Εφετείο έχει τη διακριτική ευχέρεια να επέμβει όταν διαπιστώνεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να καταλήξει σε ένα συγκεκριμένο συμπέρασμα σχετικά με ένα ουσιώδες θέμα της διαδικασίας. (Βλ. Αθανασίου ν. Loizias and Sons Contracting and Building (Overseas) Ltd (1993) 2 ΑΑΔ 529), όπως επίσης και όταν ένα συμπέρασμα ως προς την αξιοπιστία ενός μάρτυρος ήταν λανθασμένο. (Βλ. Katsiamalis v. Republic (1980) 2 CLR 107). Οι προεκτάσεις του δικαιώματος επέμβασης του Εφετείου εξετάστηκαν στην υπόθεση Koudellaris ν. Christoforou and others ((1975) 1 CLR 366) στην οποία υιοθετήθηκαν οι αρχές που καθορίσθηκαν στην αγγλική απόφαση Watt or Thomas v. Thomas (1947) AC 484 ότι το Εφετείο έχει τη δικαιοδοσία να εξετάζει αν τα πρωτόδικα συμπεράσματα συνάδουν με τη μαρτυρία που έχει παρουσιασθεί.

Στην παρούσα περίπτωση το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι τόσο ο εφεσίβλητος όσο και ο λογιστής Λευτέρης Μαρκίδης ήταν αξιόπιστοι μάρτυρες και αποδέχθηκε τη μαρτυρία τους απορρίπτοντας τη μαρτυρία του εφεσείοντος 1. Όμως εδώ υπάρχει μια σημαντική διαφορά που δεν μπορεί να παραγνωριστεί. Ενώ ο εφεσίβλητος ισχυρίστηκε ότι οι εφεσείοντες συμφώνησαν να του καταβάλουν το ποσό των £9.500 για την αξία των μετοχών του, ο ίδιος ο λογιστής που κάλεσε ο εφεσίβλητος προς υποστήριξη των ισχυρισμών του κατέθεσε ότι δεν υπήρξε μια τέτοια κατάληξη. Η διαφοροποίηση αυτή μεταξύ της μαρτυρίας του εφεσιβλήτου και του μοναδικού μάρτυρα που κάλεσε προς υποστήριξη των ισχυρισμών του, δεν μπορεί παρά να επηρεάσει την εγκυρότητα της πρωτόδικης απόφασης. Η αποδοχή της μαρτυρίας του λογιστή του εφεσιβλήτου που πρωτοδίκως κρίθηκε "θετική και σταθερή" συγκρούεται στο βασικό σημείο αν υπήρξε οποιαδήποτε συμφωνία μεταξύ των διαδίκων με την εκδοχή του εφεσιβλήτου ότι υπήρξε μια τέτοια συμφωνία. Αντίθετα η μαρτυρία του λογιστή ενισχύει τη θέση των εφεσειόντων ότι δεν υπήρξε μια τέτοια συμφωνία.

Έχοντας υπόψη τα πιο πάνω έχουμε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι οι διάδικοι είχαν καταλήξει σε συμφωνία ότι οι εφεσείοντες θα αγόραζαν τις μετοχές του εφεσιβλήτου έναντι £9.500 είναι λανθασμένη, αφού δεν υποστηρίζεται από την προσαχθείσα μαρτυρία. Η έφεση επιτυγχάνει. Η πρωτόδικη απόφαση ακυρώνεται. Ο εφεσίβλητος καταδικάζεται να καταβάλει τα έξοδα τόσο πρωτοδίκως όσο και κατ' έφεση.

 

 

Δ.

 

Δ.

 

Δ.

 

 

 

 

 

/ΔΓ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο