ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2005) 1 ΑΑΔ 256

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

Πολιτική Έφεση αρ. 11684

14 Φεβρουαρίου, 2005

 

[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ, Δ/στές]

THEOMARIA ESTATES LTD.

Εφεσείο ντες/εναγόμενοι

- ν. -

1. SAMUEL MASON

2. MARJORY MASON

Eφεσιβλήτων/εναγόντων

ΚΑΙ ΟΠΩΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΗΚΕ ΔΥΝΑΜΕΙ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΟΣ ΗΜΕΡ. 21/6/04

THEOMARIA ESTATES LTD.

Εφεσείοντες/εναγόμενοι

- ν. -

1. SAMUEL MASON

2. ΠΟΛΥΔΩΡΟΥ MIXAHΛ ΚΑΙ ΓΙΩΡΓΟΥ ΛΙΑΣΙΔΗ ΩΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΕΣ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΚΑΙ/Η ΕΚΤΕΛΕΣΤΕΣ ΤΗΣ ΔΙΑΘΗΚΗΣ ΤΗΣ ΑΠΟΒΙΩΣΑΣΑΣ ΜΑRJORY MASON

Εφεσιβλήτων/εναγόντων

-----------------------------

K. Kακουλλή (κα), για εφεσείοντες/εναγομένους

Μ. Λιασίδης για τους εφεσίβλητους/ενάγοντες

---------------------------

ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ: Την ομόφωνη απόφαση του δικαστηρίου

θα δώσει ο δικαστής Μ. Φωτίου.

-----------------------

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Μ. ΦΩΤΙΟΥ, Δ: Σύμφωνα με τα ευρήματα του πρωτόδικου δικαστηρίου οι εφεσίβλητοι/ενάγοντες (όπως αυτοί φαίνονται πριν την τροποποίηση του τίτλου της υπόθεσης λόγω θανάτου της εφεσίβλητης αρ. 2) ήσαν Άγγλοι υπήκοοι και αδέλφια. Ήλθαν για πρώτη φορά στην Κύπρο στις 19/4/89 για διακοπές. Κατά την εδώ διαμονή τους ενδιαφέρθηκαν να αγοράσουν ένα οικόπεδο και έτσι ήλθαν σε επαφή με την εφεσείουσα/εναγόμενη εταιρεία, που πιο κάτω θα αποκαλούνται απλώς ως οι εφεσείοντες. Αφού τους έδειξαν διάφορα οικόπεδα επέλεξαν το οικόπεδο με αρ. 5 στο υπό διαχωρισμό κτήμα αρ. τεμ. 419, Φ/Σχ LΙII/16, αρ. εγγραφής 10099 στην Παραμύθα επαρχία Λεμεσού, ιδιοκτησία των εφεσειόντων. Μετά από διαπραγματεύσεις υπέγραψαν σχετικό πωλητήριο έγγραφο ημερομ. 9/5/89 για £14.000 (τεκμ. 21). Εκ μέρους των εφεσειόντων υπέγραψε η Μ.Υ.2 Βέρα Ευθυμίου-Παρλαλίδου θυγατέρα του Θεόδωρου Ευθυμίου, ενός από τους κυρίους μετόχους και διευθυντές των εφεσειόντων. Είναι και η ίδια σύμβουλος στην εταιρεία. Στη συνέχεια την ίδια μέρα η Μ.Υ.2, που επαγγέλλεται τον αρχιτέκτονα, πρότεινε στους εφεσίβλητους όπως οι εφεσείοντες τους ανεγείρουν κατοικία στο εν λόγω οικόπεδο για £27.000 και αν ήσαν δεκτοί οι εφεσίβλητοι τότε οι πωλητές (εφεσείοντες) θα μείωναν την αξία του οικοπέδου στις £8.000. Οι εφεσίβλητοι συμφώνησαν. Έτσι την ίδια μέρα υπέγραψαν νέο πωλητήριο έγγραφο (τεκμ. 1) αντί του ποσού των £8.000 καθώς επίσης και συμφωνία εργολαβίας για την ανέγερση της κατοικίας (τεκμ. 2) η οποία θα ανεγειρόταν σύμφωνα με τις προδιαγραφές που φαίνονται στο τεκμ. 25. Ως αποτέλεσμα το πωλητήριο έγγραφο για το ποσό των £14.000, ακυρώθηκε. Σε μεταγενέστερο στάδιο (5/12/89) οι εφεσίβλητοι συμφώνησαν με τους εφεσείοντες και οι τελευταίοι τους ανήγειραν ένα επιπρόσθετο δωμάτιο και ντους αντί του ποσού των £7.400 βάσει αρχιτεκτονικών σχεδίων καθώς και τοίχο πλην της οπίσθιας πλευράς του οικοπέδου, αντί του ποσού των £1.700. Οι εφεσίβλητοι παρέλαβαν την κατοικία τον Μάρτιο του 1990. Στους εφεσείοντες κατέβαλαν το συνολικό ποσό των £51.555,40 το οποίο κάλυπτε την αξία του οικοπέδου, την ανέγερση της κατοικίας, του επιπρόσθετου δωματίου με ντους, τα μεταβιβαστικά, την αγορά ηλεκτρικών οικιακών συσκευών και διάφορα άλλα ποσά. Αφού εξασφαλίστηκαν οι αναγκαίες άδειες από το Υπουργικό Συμβούλιο και την Κεντρική Τράπεζα, οι εφεσείοντες μεταβίβασαν, δυνάμει ειδικού πληρεξουσίου εγγράφου, το οικόπεδο στους εφεσίβλητους με βάση τη συμφωνία των £8.000. Το 1992 οι εφεσίβλητοι πλήρωσαν στον Μ.Ε.3 (καλουψιή) το ποσό των £2070 για ανέγερση τοίχου αντιστήριξης στο πίσω μέρος της οικίας. Το 1998 οι εφεσίβλητοι πλήρωσαν το ποσό των £3.500 σε τρίτο πρόσωπο που εκτέλεσε κάποιες εργασίες στην οικία τους. Σε μεταγενέστερο στάδιο οι εφεσίβλητοι ανακάλυψαν ότι πλήρωσαν στους εφεσείοντες το ποσό των £5.848 εκ περισσού, το οποίο και απαίτησαν με την αγωγή τους αρ. 3582/99 Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού ως ποσό με το οποίο οι εφεσείοντες ωφελήθηκαν και/ή πλούτισαν αδίκως κ.λ.π.. Το πρωτόδικο δικαστήριο δέχθηκε την απαίτηση τους και εξέδωσε απόφαση εναντίον των εφεσειόντων για το εν λόγω ποσό. Οι εφεσίβλητοι είχαν και άλλες απαιτήσεις για ζημιές από κακοτεχνίες και υγρασία που κατ' ισχυρισμό είχαν προκληθεί στην κατοικία, οι οποίες όμως απαιτήσεις απορρίφθηκαν από το δικαστήριο. Το δικαστήριο απέρριψε επίσης και σχετική ανταπαίτηση των εφεσειόντων για διάφορα ποσά που ισχυρίστηκαν ότι πλήρωσαν για λογαριασμό των εφεσιβλήτων μεταξύ των οποίων και £1.500 για την ετοιμασία αρχιτεκτονικών σχεδίων για την έκδοση άδειας οικοδομής και επίβλεψη ανέγερσης της κατοικίας.

Αποτέλεσμα των πιο πάνω ήταν να καταχωρηθεί η παρούσα έφεση από τους εφεσείοντες (εναγόμενη εταιρεία) με την οποία προβάλλονται τρεις λόγοι έφεσης οι οποίοι περιληπτικά έχουν ως ακολούθως:

Με τον πρώτο λόγο έφεσης προσβάλλεται το εύρημα του δικαστηρίου ότι η συμφωνηθείσα τιμή του οικοπέδου ήταν £8.000 και όχι £14.000. Αυτή είναι και η ουσιαστική διαφορά στην όλη υπόθεση αφού, αν είναι ορθή η εκδοχή των εφεσιβλήτων (όπως δέχθηκε το πρωτόδικο δικαστήριο) τότε και η απόφαση του για υπερπληρωμή του ποσού των £5.848 είναι ορθή, ενώ αν ευσταθεί η εκδοχή των εφεσειόντων, τότε η πρωτόδικη απόφαση θα πρέπει να παραμεριστεί.

Με το δεύτερο λόγο έφεσης προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι εφόσον το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε το μέρος της μαρτυρίας των εφεσιβλήτων που αφορούσε τους ισχυρισμούς τους για κακοτεχνίες και αμέλεια αναφορικά με την ανέγερση της κατοικίας, αφού έκρινε τη μαρτυρία τους ως εκδικητική, τότε έπρεπε να απορρίψει και την υπόλοιπη μαρτυρία και αξίωση τους.

Με τον τρίτο λόγο έφεσης προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι το πρωτόδικο δικαστήριο άσκησε εσφαλμένα τη διακριτική του ευχέρεια στο θέμα των εξόδων της ανταπαίτησης καθότι όταν απέρριπτε την ανταπαίτηση δεν έπρεπε να καταδικάσει τους εφεσείοντες σε έξοδα.

Από τη διατύπωση των πιο πάνω λόγων έφεσης, την αιτιολογία που τους υποστηρίζει και γενικά την αγόρευση των ευπαιδεύτων δικηγόρων των εφεσειόντων, κρίνουμε ότι οι δυο πρώτοι λόγοι είναι συναφείς και μπορούν να εξεταστούν μαζί. Προσβάλλονται ευρήματα αξιοπιστίας.

Η γενική αρχή είναι ότι η αξιολόγηση της μαρτυρίας και η διατύπωση ευρημάτων, είναι έργο του πρωτόδικου δικαστηρίου. Η επέμβαση του Εφετείου δικαιολογείται μόνο στις περιπτώσεις όπου διαπιστώνεται ότι η αξιολόγηση είναι εσφαλμένη ή ανεπαρκής ή τα ευρήματα έρχονται σε αντίθεση με τη μαρτυρία την οποία το δικαστήριο δέχθηκε ως αξιόπιστη. Τούτο είναι δυνατό αφού το Εφετείο έχει την εξουσία να εξαγάγει τα δικά του συμπεράσματα από τα πρωταρχικά γεγονότα. (βλ. μεταξύ άλλων Θεοδώρου ν. Χρ. Χ. Αντωνίου Ξυλουργικές Εργασίες Λτδ. (2003) 1 (Γ) Α.Α.Δ. 1492 και Lanitis Bros Ltd. v. Antoniou (2003) 1 (Γ) Α.Α.Δ. 1667).

Αναφορικά με το θέμα αυτό της αξιολόγησης της μαρτυρίας στην πρόσφατη απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Máêης Πολάτογλου ν. Γιάννης Μασούρα Π.Ε. 11410 ημερ. 23/1/04 σελ. 7 και 8, ο Καλλής Δ., ανέφερε τα ακόλουθα:

«Πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι η αξιολόγηση της αξιοπιστίας των μαρτύρων ανήκει κατ' εξοχή στο πρωτόδικο δικαστήριο το οποίο είχε την ευκαιρία να ακούσει τους μάρτυρες και να παρακολουθήσει τη συμπεριφορά τους στο εδώλιο του μάρτυρα. Το Εφετείο σπάνια επεμβαίνει. Διαθέτει ευχέρεια για παραγκωνισμό ευρημάτων που σχετίζονται με την αξιοπιστία μόνο όταν καταφαίνονται εξ αντικειμένου ανυπόστατα ή όταν είναι παράλογα ή αυθαίρετα ή δεν υποστηρίζονται από τη μαρτυρία που το πρωτόδικο δικαστήριο έχει αποδεχθεί ως αξιόπιστη. Εάν ήταν εύλογα επιτρεπτό στο πρωτόδικο δικαστήριο να κάμει τα ευρήματα τα οποία έκαμε σε σχέση με την αξιοπιστία το Εφετείο δεν επεμβαίνει (Βλ. Kyriakou v. Aristotelous (1970) 1 C.L.R. 172, 176, Charalambides v. Hjisoteriou & So and Others (1975) 1 C.L.R. 269, 277, Γιαννή κ.α. ν. Χριστοφόρου (1995) 1 Α.Α.Δ. 340, Σοφοκλή ν. Λεωνίδου (1993) 1 Α.Α.Δ. 1003, Αθανασίου κ.α. ν. Κουνούνη, Πολιτική Έφεση 9041/29.5.97 και Χριστοδούλου ν. Αγαθοκλέους, Πολιτική Έφεση 9117/18.4.97).

Εναπόκειται στο διάδικο ο οποίος αμφισβητεί ευρήματα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου, που σχετίζονται με την αξιοπιστία των μαρτύρων, να ικανοποιήσει το Εφετείο ότι τα ευρήματα είναι εσφαλμένα (Sakellarides v. Papasavva and Another (1966) 1 C.L.R. 259, 261, 262, Iman v. PapaCostas (1968) 1 C.L.R. 20, 208 και Charalambides v. Yiangos Hjisoteriou & Son and Others (1975) 1 C.L.R. 269, 277). Η εισήγηση κατ' έφεση πως η γενομένη εκτίμηση της αξιοπιστίας είναι εσφαλμένη ή αδικαιολόγητη πρέπρει να υποστηρίζεται με πολύ πειστικά επιχειρήματα (Ιωακείμ ν. Ιωαννίδη (1991) 1 Α.Α.Δ. 996, 998 και Fereos Ltd v. Martin Brothers Tobacco Company Inc. (1997) 1 C.L.R. 378, 383).»

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο αφού ανάφερε ότι είχε την ευκαιρία να παρακολουθήσει τους μάρτυρες ενώ κατάθεταν, κατάληξε ως εξής:

«Πρέπει από την αρχή να τονίσω ότι δεν έχω ενώπιον μου μάρτυρες που θα μπορούσα με την κλασσική μορφή να χαρακτηρίσω ως αξιόπιστους ή αναξιόπιστους. Απεναντίας, τους κρίνω, γενικά ομιλούντες, αξιόπιστους μάρτυρες, όμως μέρος ή μέρη της μαρτυρίας τα απορρίπτω, ως θα φανεί κατωτέρω, είτε γιατί στο μέρος ή μέρη εκείνα προτιμώ την μαρτυρία κάποιου άλλου μάρτυρα ως αξιόπιστη και εξηγώ γιατί, είτε πρόκειται για εξακοής μαρτυρία, είτε για λόγους που καταγράφονται κατωτέρω και έχουν πάντα σχέση με τις αρχές αξιολόγησης της μαρτυρίας. Η κατάληξη μου να αποδεχτώ μέρος της μαρτυρίας των μαρτύρων και άλλο να απορρίψω δεν αποτελεί διάβημα μεμπτό ή αντινομικό. Απεναντίας το δικαίωμα ανάγεται στην ευχέρεια αξιολόγησης της μαρτυρίας και της δυνατότητας ορθής αποτίμησης της μαρτυρίας από το Δικαστήριο (βλ. Georghiades v. The Police (1985) 2 C.L.R. 56, Kades v. Nicolaou and another (1986) 1 C.L.R. 212, Agapiou v. Panayiotou (1988) 1 C.L.R. 257, Mιχαήλ ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 168, Γ.Ε. της Δημοκρατίας ν. Μανώλη (1995) 2 Α.Α.Δ. 207, Καρεκλά ν. Κλεάνθους (1997) 1 Α.Α.Δ. 1199 και Ιωάννου ν. Κουννίδη Π.Ε. 9795, ημερ. 9/6/98.»

Προχωρεί στη συνέχεια το πρωτόδικο δικαστήριο και εξηγεί γιατί δέχθηκε μερικώς τη μαρτυρία των Μ.Ε.1, 2 και 3 από τη μια και των Μ.Υ.1 και 2 από την άλλη.

Εξετάσαμε με προσοχή τους λόγους για τους οποίους το πρωτόδικο δικαστήριο πίστεψε μερικώς την κάθε πλευρά. Όπως δέχονται και οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των εφεσειόντων, ήταν νομικά επιτρεπτό για το πρωτόδικο δικαστήριο να προβεί σε τέτοια κατάληξη, να δεχθεί δηλαδή μέρος της μαρτυρίας ενός μάρτυρα και να απορρίψει άλλο. Τούτο υποστηρίζεται και από τη νομολογία στην οποία βασίστηκε το πρωτόδικο δικαστήριο και που φαίνεται στο σχετικό απόσπασμα της πρωτόδικης απόφασης που παραθέσαμε πιο πάνω. Η αναφορά του πρωτοδίκου δικαστηρίου ότι οι ενάγοντες (εφεσίβλητοι) ήσαν εκδικητικοί έναντι της εταιρείας, δείχνει ότι εξέτασε τη μαρτυρία τους με προσοχή και υποψία, έχοντας πάντα κατά νουν, μήπως λόγω του ότι ήσαν επηρεασμένοι εναντίον της εταιρείας θα ήσαν διατεθειμένοι να καταθέσουν ψέματα. Όμως κατάληξε, για τους λόγους που αναφέρει και οι οποίοι κρίνουμε ότι υποστηρίζονται από την ενώπιον του μαρτυρία, ότι στο θέμα της αξίας του οικοπέδου και της κατοικίας που θα ανεγειρόταν (και αναγέρθηκε) σ' αυτό, οι εφεσίβλητοι-ενάγοντες είπαν την αλήθεια.

Με τον ίδιο τρόπο και σκεπτικό κρίνουμε ότι και στην περίπτωση των εφεσειόντων ορθά έκρινε τους μάρτυρες ως μερικώς πιστευτούς. Δεν έχει τεθεί οτιδήποτε ενώπιον μας που να δικαιολογεί το δικαστήριο τούτο να επέμβει στο θέμα αξιολόγησης της μαρτυρίας και στα ευρήματα του πρωτοδίκου δικαστηρίου. Επομένως οι δυο πρώτοι λόγοι έφεσης απορρίπτονται.

Στρεφόμαστε τώρα στον τρίτο λόγο έφεσης. Το πρωτόδικο δικαστήριο απορρίπτοντας την ανταπαίτηση των εφεσειόντων διάταξε αυτούς να πληρώσουν τα έξοδα των εναγόντων 1 και 2 όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή.

Το θέμα των εξόδων σε μια πολιτική διαδικασία γενικά, διέπεται από το Άρθρο 43 του περί Δικαστηρίων Νόμου 14/60 όπως ο νόμος αυτός έχει τροποποιηθεί, το οποίο περιληπτικά διαλαμβάνει ότι τα έξοδα οιασδήποτε πολιτικής διαδικασίας ή τα σχετιζόμενα προς αυτή, εκτός αν άλλως προνοείται υπό οιουδήποτε εκάστοτε ισχύοντος νόμου ή δευτερογενούς νομοθεσίας, θα τελούν υπό τη διακριτική εξουσία του δικαστηρίου, το οποίο και θα έχει πλήρη εξουσία να αποφασίζει από ποιό και σε ποια έκταση θα πληρωθούν.

Από άποψης δευτερογενούς νομοθεσίας έχουμε τη Δ.59 Κ.1 των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών όπου και πάλι προβλέπεται, ότι τηρουμένων των διατάξεων οιουδήποτε νόμου ή διαδικαστικού κανονισμού, τα έξοδα οιασδήποτε διαδικασίας ή σχετικά με αυτή θα είναι στην διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου. Από σωρεία αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου στις οποίες εξετάστηκαν οι πιο πάνω πρόνοιες (βλ. μεταξύ άλλων Eleftheriou v. Roussou (1958) 23 C.L.R. 191, Γιαννάκης Φιλίππου ν. Έλενας Φιλίππου (1990) 1 Α.Α.Δ. 890 και Νίτσα Θρασυβούλου ν. Arto Estates Ltd. (1993) 1 A.A.Δ. 12), προκύπτει ότι η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου θα πρέπει να ασκείται δικαστικά και όχι αυθαίρετα και ότι ο γενικός κανόνας είναι ότι αυτά ακολουθούν το αποτέλεσμα εκτός αν υπάρχει καλός λόγος για έκδοση διαφορετικής διαταγής.

Στην υπόθεση Νίτσα Θρασυβούλου ν. Arto Estates Ltd., (πιο πάνω) σελ. 15 ο Πικής Δ., (όπως ήταν τότε) ανέφερε τα εξής:

«Είναι θεμελιωμένο ότι ο βασικός παράγοντας που διέπει την άσκηση της διακριτικής εξουσίας του Δικαστηρίου ως προς τα έξοδα, είναι το αποτέλεσμα της δίκης. Θεωρείται ασύννομο ο δικαιωθείς διάδικος να επωμίζεται τα έξοδα της υπεράσπισης των δικαιωμάτων του και εύλογο να τα επωμίζεται ο αποτυχών διάδικος, η αδικαιολόγητη προσφυγή του οποίου στο Δικαστήριο (όπως τεκμηριώνεται από το αποτέλεσμα) αποτέλεσε τη γενεσιουργό αιτία των εξόδων. Κλασσικό παράδειγμα εξαίρεσης από τον κανόνα αποτελεί η περίπτωση επιτυχόντα διαδίκου ο οποίος συμβάλλει με το χειρισμό της υπόθεσής του στην αύξηση των εξόδων της δίκης. Σ' εκείνη την περίπτωση δικαιολογείται ο μετριασμός της εφαρμογής του κανόνα (τα έξοδα ακολουθούν το αποτέλεσμα) και η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου, ώστε να αντανακλάται η συμβολή του επιτυχόντα διαδίκου στη διόγκωση των εξόδων. Δεν είναι όμως παραδεκτή η αποστέρηση των εξόδων του επιτυχόντα διαδίκου χωρίς αποχρώντα λόγο.»

Στην υπόθεση Georghios E. Glykys v. Ioannis Stylianou Ioannides 24 C.L.R. 220 το Εφετείο επεσήμανε ότι η επίδειξη καλής προαίρεσης (kindness) από το δικαστήριο προς τον αποτυχόντα διάδικο προς μετριασμό των οποιωνδήποτε αισθημάτων πικρίας δε συνιστά κριτήριο για την άσκηση διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου για τη μη ειδίκαση εξόδων.

Στην παρούσα περίπτωση ο μόνος λόγος που προβάλλουν οι εφεσείοντες ότι δεν έπρεπε να διαταχθούν να καταβάλουν τα έξοδα της ανταπαίτησής τους που είχε απορριφθεί, ήταν διότι αυτή συνεκδικάστηκε μέσα στα ίδια πλαίσια που προωθήθηκε η αγωγή (απαίτηση των εφεσιβλήτων). Είναι γεγονός ότι η εκδίκαση της ανταπαίτησης δεν έγινε με τη ξεχωριστή διαδικασία που διαλαμβάνει η Δ.33 Κ. 9 των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών, αλλά εκδικάστηκε μέσα στο ίδιο πλαίσιο με την εκδίκαση της αγωγής. Εκδίδοντας απόφαση υπέρ των εφεσιβλήτων (εναγόντων) το πρωτόδικο δικαστήριο καταδίκασε τους εφεσείοντες στην καταβολή εξόδων της αγωγής αλλά περιόρισε αυτά στο 1/3 αφού μέρος της απαίτησης τους είχε απορριφθεί. Αναφορικά με την ανταπαίτηση οι οδηγίες του δικαστηρίου ήταν όπως τα έξοδα υπολογιστούν από τον πρωτοκολλητή. Κρίνουμε ότι το θέμα που εγείρουν οι εφεσείοντες (ότι δηλαδή η απαίτηση και ανταπαίτηση συνεκδικάστηκαν) είναι γεγονός που μπορεί ο Πρωτοκολλητής να λάβει υπόψη κατά τον υπολογισμό των εξόδων της ανταπαίτησης, ούτως ώστε να μην επιβαρυνθούν οι εφεσείοντες με διπλά έξοδα. Υπάρχουν όμως έξοδα, όπως για παράδειγμα η σύνταξη δικογράφων που αφορούν την ανταπαίτηση, που κανονικά βαρύνουν τους εφεσείοντες. Έτσι κρίνουμε ότι ούτε ο λόγος αυτός ευσταθεί.

Ως αποτέλεσμα των πιο πάνω η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εναντίον των εφεσειόντων και υπέρ των εφεσιβλήτων όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή.

Δ.

Δ.

Δ.

/Κας &# 9;


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο