ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2005) 1 ΑΑΔ 229
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 11678)
2 Φεβρουαρίου 2005
[ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ/στές]
ΜΑΡΙΑ ΑΡΓΥΡΟΥ,
Εφεσείουσα,
- ν. -
ΛΑΙΚΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ (ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΗΣΕΙΣ) ΛΤΔ,
Εφεσίβλητης.
------------------------
Αγ. Κακογιάννης, για την Εφεσείουσα.
Δ. Κούτρας για Β. Ομήρου, για την Εφεσίβλητη.
------------------------
Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου
δίδεται από τον Δικαστή Γ. Νικολάου.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ.: Στις 29 Ιουνίου 2001 η εφεσίβλητη κίνησε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου, με ειδικά οπισθογραφημένο κλητήριο ένταλμα, την αγωγή αρ. 2499/01 στην οποία η εφεσείουσα ήταν συνεναγομένη με τρεις άλλους. Επρόκειτο για περίπτωση ενοικιαγοράς όπου η εφεσείουσα εναγόταν ως εγγυήτρια. Το κλητήριο ένταλμα της επιδόθηκε στις 14 Σεπτεμβρίου 2001 αλλά δεν κατατέθηκε σημείωμα εμφάνισης και η υπόθεση προχώρησε ερήμην της. Στις 15 Νοεμβρίου 2001, κατόπιν απόδειξης της απαίτησης, εκδόθηκε απόφαση εναντίον της εφεσείουσας για μερικές χιλιάδες λίρες. Εν συνεχεία λήφθηκαν μέτρα εκτέλεσης στο πλαίσιο των οποίων, στις 13 Ιουνίου 2002, η εφεσείουσα ειδοποιήθηκε από τους δικηγόρους της εφεσίβλητης ότι επίκειτο η διεξαγωγή δημοπρασίας. Στις 10 Οκτωβρίου 2002, σχεδόν τέσσερεις μήνες αργότερα, η εφεσείουσα κατέθεσε αίτηση για παραμερισμό της απόφασης.
Για το ότι δεν επέδειξε ενδιαφέρον στην αγωγή, η εφεσείουσα έδωσε ως εξήγηση πως όταν της επιδόθηκε το κλητήριο ένταλμα απευθύνθηκε στην Αστυνομική Διεύθυνση Πάφου, όπου ανέφερε ότι δεν είχε υπογράψει ο,τιδήποτε και δεν ήταν εγγυήτρια στην ενοικιαγορά και ότι επομένως δεν έχει σχέση με την εναντίον της απαίτηση. Θεώρησε έτσι πως δεν υπήρχε πρόβλημα και γι΄ αυτό δεν απευθύνθηκε σε δικηγόρο για να υπερασπιστεί. Πρόσθεσε δε πως στις 28 Σεπτεμβρίου 2002, μετά δηλαδή που ειδοποιήθηκε ότι είχε εκδοθεί απόφαση εναντίον της, κατήγγειλε στην Αστυνομική Διεύθυνση Πάφου ότι η συμφωνία ενοικιαγοράς στην οποία στηριζόταν η εφεσίβλητη, ήταν «προϊόν πλαστογραφίας».
Το Δικαστήριο, με την εκκαλούμενη απόφαση, ημερ. 11 Απριλίου 2003, απέρριψε την αίτηση για παραμερισμό. Θεώρησε αφενός ότι η εφεσείουσα δεν εξέθεσε λεπτομέρειες στοιχείων από τα οποία να προέκυπτε συζητήσιμη υπόθεση και αφετέρου ότι η μη εμφάνιση στην αγωγή ήταν αδικαιολόγητη όπως εξ άλλου αδικαιολόγητη ήταν και η καθυστέρηση στην υποβολή της αίτησης για παραμερισμό.
Με την έφεση αμφισβητείται η ορθότητα της πρωτόδικης προσέγγισης στο θέμα και της εν τέλει κρίσης. Έχουμε την άποψη ότι η στάση την οποία η εφεσείουσα τήρησε στην αγωγή αλλά, και ανεξάρτητα από αυτό, η καθυστέρηση στην υποβολή της αίτησης για παραμερισμό μετά που η εφεσείουσα έμαθε για την απόφαση στην αγωγή, δεν παρείχαν δυνατότητα ανατροπής των όσων είχαν ήδη δικαστικώς συντελεστεί. Δεν χρειάζεται να επεκταθούμε. Υπενθυμίζουμε τα λεχθέντα στην Bush κ.α. ν. Γιαννή (2001) 1Β Α.Α.Δ.1342 (στις σελ. 1345-6):
«Κατά την άσκηση της διακριτικής εξουσίας για επαναφορά, την οποία παρέχει στο Δικαστήριο η Δ.17 θ. 10, εξουσίας η οποία, όπως υποδείχθηκε στην Evans v. Bartlam (1937) 2 All E.R. 646, δεν εντάσσεται σε οποιαδήποτε στεγανά, το Δικαστήριο κατευθύνει την προσοχή του σε δύο κυρίως παράγοντες. Ο ένας αφορά το κατά πόσο έχει εξηγηθεί η καθυστέρηση στην καταχώριση εμφάνισης και στην υποβολή της αίτησης για παραμερισμό, με τρόπο ώστε να φαίνεται ότι η επαναφορά δεν αντιστρατεύεται την ορθή απονομή της δικαιοσύνης. Σε αυτό λαμβάνεται υπόψη τόσο η στάση του αιτητή όσο και η αναγκαιότητα οριστικής λήξης της αντιδικίας αφού interest repulicae ut sit finis litium. Ο άλλος παράγοντας αναφέρεται στο κατά πόσο καταδείχθηκε εκ πρώτης όψεως η συζητήσιμη υπεράσπιση στην απαίτηση.»
Η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται με έξοδα.
Δ.
Δ.
Δ.
/ΕΘ