ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2004) 1 ΑΑΔ 1968
30 Νοεμβρίου, 2004
[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π., ΚΡΑΜΒΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ, Δ/στές]
ΑΝΤΗΣ ΚΑΪΜΗΣ,
Εφεσείων-Εναγόμενος,
ν.
EUROINVESTMENT & FINANCE LTD (ΑΡ. 1),
Εφεσιβλήτων-Εναγόντων.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 11695)
Πολιτική Δικονομία ― Συνοπτική απόφαση ― Εκδίδεται μόνο στις περιπτώσεις όπου έκδηλα καταδεικνύεται πως ο εναγόμενος δεν έχει καμιά υπεράσπιση στην εναντίον του αγωγή.
Μαρτυρία ― Ένορκη υιοθέτηση του περιεχομένου δικογραφήματος ― Δεν το καθιστά αποδεκτή μαρτυρία ενώπιον του Δικαστηρίου.
Οι εφεσίβλητοι, οι οποίοι ασκούν τραπεζικές εργασίες, μεταξύ των οποίων, εργασίες χρηματοδότησης επενδύσεων στο Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου (το «ΧΑΚ») παραχώρησαν στον εφεσείοντα δάνεια και/ή πιστωτικές διευκολύνσεις για σκοπούς επενδύσεων στο ΧΑΚ. Η συμφωνία που υπεγράφη μεταξύ των διαδίκων προνοούσε ότι οι διευκολύνσεις θα χρησιμοποιούνταν αποκλειστικά για την αγορά μετοχών, χρεογράφων, δικαιωμάτων αγοράς (warrants) τραπεζικών οργανισμών ή άλλων αξιών εισηγμένων στο ΧΑΚ, βάσει εντολών που θα έδιδε ο εφεσείων στο χρηματιστηριακό γραφείο που ο ίδιος εξουσιοδότησε να ενεργεί για λογαριασμό του για τους σκοπούς της συμφωνίας. Στα πλαίσια της συμφωνίας έγιναν συναλλαγές, δοσοληψίες κλπ. με αντίστοιχες πιστωχρεώσεις του λογαριασμού του εφεσείοντος. Στην πορεία των συναλλαγών, διαφάνηκε ότι το υπόλοιπο του λογαριασμού ήταν χρεωστικό ανερχόμενο στο ποσό των £43.663,21, το οποίο οι εφεσίβλητοι απαιτούν με την αγωγή.
Στις 8.10.2002 οι εφεσίβλητοι καταχώρησαν αίτηση για συνοπτική απόφαση με βάση τις πρόνοιες της Δ.18 Κ.1(α) των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών. Ο εφεσείων καταχώρησε ένσταση και την ίδια ημέρα καταχώρησε εκπρόθεσμα και χωρίς άδεια του δικαστηρίου υπεράσπιση και ανταπαίτηση στην αγωγή. Η ένορκη δήλωση που συνοδεύει την ένσταση είναι γενικόλογη. Ωστόσο ο εφεσείων, υιοθετεί με τη δήλωσή του το περιεχόμενο της υπεράσπισης και αναπαίτησής του και επιβεβαιώνει ότι οι ισχυρισμοί και τα γεγονότα που αναφέρονται στα εν λόγω δικόγραφα είναι ορθά και αληθή. Στις 22.5.2003 το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχθηκε το αίτημα των εφεσιβλήτων και εξέδωσε απόφαση εναντίον του εφεσείοντος. Η απόφαση αυτή είναι το αντικείμενο της παρούσας έφεσης.
Αποφασίστηκε ότι:
Α. Υπό Κραμβή, Δ., συμφωνούντος και του Φωτίου, Δ.:
Η ένορκη υιοθέτηση του περιεχομένου της υπεράσπισης και ανταπαίτησης δεν καθιστά τούτο μαρτυρία για τους σκοπούς της Δ.18 αφήνοντας την ένσταση του εφεσείοντος στο αίτημα για συνοπτική απόφαση χωρίς νομικό έρεισμα. Το Ανώτατο Δικαστήριο ακολουθεί το δεσμευτικό δικαστικό προηγούμενο που υπάρχει επί του θέματος αυτού, αφού δεν υποβλήθηκε αίτημα για απόκλισή του.
Β. Υπό Αρτεμίδη, Π.:
Στην υπό συζήτηση έφεση, δεν μπορεί να παραβλεφθεί, σαν θέμα ουσιαστικής δικαιοσύνης, ότι η φύση της συναλλαγής και τα στοιχεία που την συνιστούσαν είναι ακριβώς τα ίδια με τις εφέσεις στις Zevros v. Euroinvestments & Finance Ltd (2003) 1(Γ) 1968 και Αγαθοκλής Σχίζας ν. Euroinvestments & Finance Ltd (2004) 1 A.A.Δ. 1866 όπου το Εφετείο ακύρωσε την πρωτόδικη απόφαση και έδωσε άδεια στους εφεσείοντες/εναγόμενους να υποβάλουν την υπεράσπισή τους ώστε η υπόθεση να προχωρήσει σε δίκη. Στην παρούσα έφεση το στοιχείο της αμέλειας που οι εκεί εφεσείοντες πρόβαλαν ως στοιχείο υπεράσπισης, δεν έχει όντως περιληφθεί στην ένορκη δήλωση του εφεσείοντος. Παραπέμπει όμως σε άλλη ένορκη δήλωση που καταχώρησε σε άλλο ένδικο διάβημα, που βρίσκεται στον ίδιο φάκελο, όπου με λεπτομέρεια εκθέτει τους λόγους υπεράσπισής του, μεταξύ αυτών και την επίδειξη αμέλειας εκ μέρους των εφεσιβλήτων κατά την εφαρμογή των συμφωνηθέντων. Επιπλέον, με δεδομένη την εκτενή διατύπωση της αγωγής, το πρωτόδικο Δικαστήριο όφειλε να μη εκδώσει συνοπτική απόφαση χωρίς να δώσει στον εφεσείοντα τη δυνατότητα να ακουστεί επί της ουσίας.
Η έφεση απορρίφθηκε κατά πλειοψηφία με έξοδα.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Zevros v. Euroinvestment & Finance Ltd (2003) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1968,
Σχίζας ν. Euroinvestment & Finance Ltd (2004) 1 Α.Α.Δ. 1866,
Interpartemental Concern "Uralmetrom" v. Besuno Ltd (2004) 1 Α.Α.Δ. 557,
Λούκος Λτδ κ.ά. ν. Εθνικής Τράπεζας Ελλάδος Α.Ε. (Αρ. 1) (2001) 1 Α.Α.Δ. 418,
Μιχαηλίδης Λτδ ν. Δρουσιώτη κ.ά. (1995) 1 Α.Α.Δ. 877.
Έφεση.
Έφεση από τον εναγόμενο κατά της ενδιάμεσης απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας που δόθηκε στις 22/5/03 (Αρ. Αγωγής 6583/02) με την οποία αποδέχτηκε την αίτηση των εναγόντων για συνοπτική απόφαση και επιδίκασε υπέρ αυτών και εναντίον του εναγόμενου ποσό £43.663,21 συν τόκο και έξοδα, ως χρεωστικό υπόλοιπο λογαριασμού του για την παροχή σ' αυτόν από τους ενάγοντες πιστωτικών διευκολύνσεων και δανείων για αγορά χρεωγράφων και άλλων αξιών εισηγμένων στο Χ.Α.Κ. δυνάμει γραπτής μεταξύ τους συμφωνίας ημερ. 29/8/99, κρίνοντας ότι οι εφεσίβλητοι ικανοποιούσαν τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στις πρόνοιες της Δ.18, θ.1(α) των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών και ότι ο εφεσείων απέτυχε να αποσείσει το βάρος απόδειξης ότι έχει καλή υπεράσπιση για να του δοθεί το δικαίωμα προβολής της.
Κ. Χ. Βελάρης, για τον Εφεσείοντα.
Φ. Πελίδης, για τους Εφεσίβλητους.
Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π.: Η απόφαση της πλειοψηφίας του Δικαστηρίου θα δοθεί από το Δικαστή Κραμβή. Με αυτή συμφωνεί και ο Δικαστής Φωτίου. Εγώ οδηγούμαι σε διαφορετική κρίση και αποτέλεσμα.
ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Με κλητήριο ειδικώς οπισθογραφημένο που καταχωρήθηκε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας οι εφεσίβλητοι αξίωσαν από τον εφεσείοντα £43.663,21 με τόκο προς 10,5% ετησίως από 22.5.2002 μέχρι εξοφλήσεως δυνάμει χρεωστικού υπολοίπου λογαριασμού πλέον έξοδα, τέλη ιδιωτικής επίδοσης και ΦΠΑ.
Αναφέρεται στην Έκθεση Απαίτησης ότι οι αιτητές ασκούν νόμιμα τραπεζικές εργασίες μεταξύ των οποίων, εργασίες χρηματοδότησης επενδύσεων στο Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου (το «ΧΑΚ»). Δυνάμει γραπτής συμφωνίας ημερομηνίας 29.8.1999 οι εφεσίβλητοι συμφώνησαν να παρέχουν στον εφεσείοντα δάνεια και/ή πιστωτικές διευκολύνσεις για σκοπούς επενδύσεων στο ΧΑΚ. Για τους σκοπούς της συμφωνίας, ο εφεσείων εξουσιοδότησε το χρηματιστηριακό γραφείο Severis & Athienitis Securities Ltd να ενεργεί για λογαριασμό του. Στις 22.12.99 ο εφεσείων ανακάλεσε το πληρεξούσιο του προς το πιο πάνω χρηματιστηριακό γραφείο. Κατά ή περί τις 23.12.99 ο εφεσείων υπέγραψε νέα συμφωνία χρηματοδότησης με τους εφεσίβλητους σε αντικατάσταση της προηγούμενης και εξουσιοδότησε το χρηματιστηριακό γραφείο AAA United Stockbrokers Ltd να τον εκπροσωπεί σε όλες τις σχέσεις του με τους εφεσίβλητους που απορρέουν από τη συμφωνία. Η εν λόγω συμφωνία, διαλάμβανε σειρά όρων που αφορούσαν στη λειτουργία του λογαριασμού που θα ανοιγόταν με βάση τη συμφωνία στο όνομα του εφεσείοντα και καθόριζε το ποσό των £40.000 ως ανώτατο όριο των διευκολύνσεων που θα παρείχαν οι εφεσίβλητοι προς τον εφεσείοντα. Οι διευκολύνσεις θα χρησιμοποιούνταν αποκλειστικά για την αγορά μετοχών, χρεογράφων, δικαιωμάτων αγοράς μετοχών (warrants) τραπεζικών οργανισμών ή άλλων αξιών εισηγμένων στο ΧΑΚ, βάσει εντολών που θα έδιδε ο εφεσείων στο χρηματιστηριακό γραφείο που ο ίδιος εξουσιοδότησε να ενεργεί για λογαριασμό του για τους σκοπούς της συμφωνίας. Στην έκθεση απαίτησης γίνεται επίσης εκτενής αναφορά στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των διαδίκων με βάση τη συμφωνία, καθώς και στο σύστημα λειτουργίας των εξασφαλίσεων που ο εφεσείων ήταν υποχρεωμένος να παρέχει στους εφεσίβλητους με βάση τη συμφωνία για τις παρεχομένες διευκολύνσεις. H συμφωνία, μεταξύ άλλων, διελάμβανε ότι οι αξίες που θα αγοράζονται με χρήση των διευκολύνσεων θα εγγράφονται για σκοπούς εγγύησης στο όνομα των εφεσιβλήτων ή της θυγατρικής τους εταιρείας EMF Investors Limited και θα παρέμεναν εγγεγραμμένες ενόσω υπάρχει υπόλοιπο οφειλόμενο από τον εφεσείοντα προς τους εφεσίβλητους. Οι εφεσίβλητοι θα είχαν δικαίωμα πώλησης των αξιών που αγοράσθηκαν και είσπραξης του εισοδήματος της πώλησης προς εξόφληση οποιουδήποτε ποσού οφειλόμενου από τον εφεσείοντα στους εφεσίβλητους άνευ επηρεασμού του δικαιώματος τους να απαιτήσουν από τον εφεσείοντα οποιοδήποτε οφειλόμενο προς αυτούς ποσό. Στη συμφωνία, προβλεπόταν επίσης η κατάθεση μετρητών από τον εφεσείοντα προς περαιτέρω εξασφάλιση των υποχρεώσεων του προς τους εφεσίβλητους. Στην έκθεση απαίτησης γίνεται εκτενής αναφορά των διαφόρων πτυχών της συμφωνίας που αφορούν στη λειτουργία του συστήματος εξασφάλισης των εφεσιβλήτων για τις διευκολύνσεις που θα παρείχαν, συμπεριλαμβανομένου και του δικαιώματός τους για ρευστοποίηση αξιών που μεταβιβάστηκαν σ' αυτούς προς εξασφάλιση των διευκολύνσεων για εξόφληση οποιουδήποτε υπόλοιπου του λογαριασμού του εφεσείοντα.
Στην έκθεση απαίτησης αναφέρεται ότι στα πλαίσια της συμφωνίας έγιναν συναλλαγές, δοσοληψίες κλπ με αντίστοιχες πιστωχρεώσεις του λογαριασμού του εφεσείοντα. Στην πορεία των συναλλαγών, διαφάνηκε ότι το υπόλοιπο του λογαριασμού ήταν χρεωστικό και ότι η συνολική αξία των εξασφαλίσεων δεν ήταν στο προβλεπόμενο από τη συμφωνία επίπεδο. Οι εφεσίβλητοι προειδοποίησαν τον εφεσείοντα ότι αν δεν ενεργούσε εντός 7 ημερών,
(α) θα πωλούσαν τις αγορασθείσες αξίες του που ήταν εγγεγραμμένες στο όνομα των εφεσιβλήτων ή της θυγατρικής τους εταιρείας,
(β) θα πίστωναν με το προϊόν της πώλησης το λογαριασμό,
(γ) θα τερμάτιζαν τη συμφωνία και τη λειτουργία του λογαριασμού και θα προχωρούσαν με δικαστικά μέτρα εναντίον του εφεσείοντα για το χρεωστικό υπόλοιπο του λογαριασμού.
Οι εφεσίβλητοι ισχυρίζονται ότι λόγω της παράλειψης του εφεσείοντα να λάβει οποιαδήποτε διορθωτικά μέτρα, προχώρησαν στην πώληση των αγορασθεισών αξιών και στην πίστωση του λογαριασμού με το προϊόν της πώλησης. Μετά την εν λόγω πίστωση, ο λογαριασμός παρουσίαζε χρεωστικό υπόλοιπο £43.663,21 ποσό το οποίο, οι εφεσίβλητοι απαιτούν με την αγωγή.
Στις 8.10.2002 οι εφεσίβλητοι καταχώρησαν αίτηση για συνοπτική απόφαση. Ο εφεσείων καταχώρησε ένσταση στις 20.12.2002 και την ίδια ημέρα καταχώρησε εκπρόθεσμα και χωρίς προηγούμενη άδεια του δικαστηρίου υπεράσπιση και ανταπαίτηση στην αγωγή. Ο εφεσείων στην ένσταση ως κατακλείδα αναφέρει,
«Τα γεγονότα στα οποία στηρίζεται η παρούσα ένσταση είναι εμφανή στο φάκελο του Δικαστηρίου και συμπληρώνονται από την επισυνημμένη ένορκη δήλωση του Γιώργου Καϊμη από τη Λευκωσία.»
Η ένορκη δήλωση που συνοδεύει την ένσταση είναι γενικόλογη. Γενικά και αόριστα προβάλλονται ισχυρισμοί χωρίς να παρατίθενται τα στοιχεία που απαιτούνται προς τεκμηρίωση της βασικής θέσης του εφεσείοντα ότι έχει καλή/συζητήσιμη υπεράσπιση και ότι η περίπτωση δεν είναι κατάλληλη για να εκδοθεί συνοπτική απόφαση με βάση τις πρόνοιες της Δ.18 κ.1(α). Ωστόσο ο εφεσείων, υιοθετεί με τη δήλωσή του το περιεχόμενο της υπεράσπισης και ανταπαίτησης του και επιβεβαιώνει ότι οι ισχυρισμοί και τα γεγονότα που αναφέρονται στα εν λόγω δικόγραφα είναι ορθά και αληθή.
Ενόψει των πιο πάνω εγείρεται ζήτημα προς εξέταση κατά πόσο η ένορκη υιοθέτηση του περιεχομένου της υπεράσπισης και ανταπαίτησης καθιστά τούτο μαρτυρία για τους σκοπούς της Δ.18. Η απάντηση είναι αρνητική. Επί του θέματος υπάρχει δεσμευτικό προηγούμενο. Η προσέγγιση της νομολογίας* σύμφωνα με την οποία, η υιοθέτηση του περιεχομένου της αίτησης ή δικογραφήματος δεν καθιστά τούτο μαρτυρία ενώπιον του δικαστηρίου είναι μεν αυστηρή πλην όμως δεν υπάρχει διέξοδος απόκλισης. Εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι δεν έχει ζητηθεί να αποστούμε από τη νομολογία που καθιέρωσε το προμνησθέν δεσμευτικό προηγούμενο. Ακολουθεί, πως η υιοθέτηση του περιεχομένου της υπεράσπισης και ανταπαίτησης, που ομολογουμένως θα προσφερόταν προς τεκμηρίωση της θέσης του εφεσείοντα εάν τούτο αποτελούσε παραδεκτή μαρτυρία, δεν παρέχει υπό τις περιστάσεις νόμιμο έρεισμα στην ένσταση του εφεσείοντα στο αίτημα για έκδοση συνοπτικής απόφασης. Στις Zevros v. Euroinvestment & Finance Ltd (2003) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1968 και Αγαθοκλής Σχίζας ν. Euroinvestment & Finance Ltd (2004) 1 Α.Α.Δ. 1866 το Εφετείο παραμέρισε τις πρωτόδικες αποφάσεις αφού διαπίστωσε ότι δεν εκτιμήθηκε σωστά η μαρτυρία και ότι τα στοιχεία που παρουσίασαν οι εφεσείοντες στην καθεμιά υπόθεση ήταν αρκετά για να τους δοθεί δικαίωμα προβολής της υπεράσπισής τους.
Οι αρχές με βάση τις οποίες προσεγγίζεται το αίτημα για έκδοση συνοπτικής απόφασης έχουν αποκρυσταλλωθεί από τη νομολογία. Οι εν λόγω αρχές συνοπτικά εκτίθενται στην Λούκος Λτδ. κ.ά. ν. Εθνικής Τράπ. Ελλάδος Α.Ε. (Αρ. 1) (2001) 1 Α.Α.Δ. 418 ως εξής:
«Συνοπτική απόφαση δεν εκδίδεται όπου προβάλλονται σχετικοί με το θέμα ισχυρισμοί που θα μπορούσαν, όσο απομακρυσμένη και αν φαίνεται η πιθανότητα επιτυχίας, να δικαιολογήσουν τη διεξαγωγή κανονικής δίκης. Εφόσον προκύπτει μεταξύ των διαδίκων διαφορά που χρήζει επίλυσης, ο εναγόμενος δεν στερείται της δυνατότητας υπεράσπισης και προβολής σχετικής επί του θέματος ανταπαίτησης, με εκ των προτέρων υπολογισμούς αναφορικά με τις πιθανότητες επιτυχίας καιμε ευρήματα έξω από το πλαίσιο δίκης στην αγωγή. Συνοπτική απόφαση εκδίδεται μόνο όπου το Δικαστήριο διαπιστώνει πως δεν υπάρχει στην πραγματικότητα διαφορά ώστε να δικαιολογείται η δίκη. Τέτοια διαπίστωση γίνεται όταν το πράγμα είναι προφανές και όχι ως εγχείρημα αξιολόγησης και στάθμισης. Αυτή είναι η φιλοσοφία της Δ.18. Υπάρχει δε πλούσια νομολογία. Είναι εδώ αρκετό απλώς να παραπέμψουμε στις Αγγλικές αποφάσεις στις οποίες γίνεται αναφορά στη CY.E.M.S. Co. v. Central Co-operative Industries (1982) 1 C.L.R. 897 στις σελ. 902-905.»
Η ακρόαση της αίτησης για συνοπτική απόφαση γίνεται σύμφωνα με τις πρόνοιες της Δ.18. Οι λεπτομέρειες και τα στοιχεία προς τεκμηρίωση του ισχυρισμού για ύπαρξη καλόπιστης υπεράσπισης κλπ ώστε το δικαστήριο να ικανοποιηθεί ότι υπάρχουν οι προϋποθέσεις για να δώσει δικαίωμα στον εναγόμενο να προβάλει την υπεράσπισή του πρέπει να εκτίθενται στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την ένσταση και η οποία, ως στοιχείο μαρτυρίας, εκτιμάται ανάλογα από το δικαστήριο.
Για τους λόγους που έχουμε αναφέρει, η υιοθέτηση του περιεχομένου της υπεράσπισης και ανταπάντησης αντίκειται στις αρχές της νομολογίας οι οποίες αποτελούν δεσμευτικό προηγούμενο. Ο,τι απομένει στη δήλωση δεν τεκμηριώνει καλή υπεράσπιση ούτε αποκαλύπτει τέτοια γεγονότα που να θεωρούνται ικανοποιητικά για να παρασχεθεί στον εφεσείοντα δικαίωμα υπεράσπισης. Έχουμε τη γνώμη πως η απλή επίκληση της φύσης της υπόθεσης χωρίς ο,τιδήποτε άλλο δεν διασώζει την ένσταση.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π.: Οι εφεσίβλητοι-ενάγοντες είναι δημόσια εταιρεία, και καθώς οι ίδιοι λέγουν στην έκθεση απαίτησης τους, που καταχωρίστηκε σε ειδικώς οπισθογραφημένο κλητήριο ένταλμα στις 21.8.2002, έχουν άδεια από την Κεντρική Τράπεζα άσκησης τραπεζικών εργασιών και διεξάγουν, μεταξύ άλλων, εργασίες χρηματοδότησης επενδύσεων στο Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου. Με την αγωγή τους απαιτούσαν από τον εφεσείοντα-εναγόμενο £43.537,20 με τόκο 10,5% από 22.5.2002, υπόλοιπο λογαριασμού που προέκυψε μετά την παροχή χρηματικών διευκολύνσεων προς αυτόν, που χρησιμοποιούνταν αποκλειστικά για την αγορά μετοχών, χρεωγράφων ή άλλων αξιών εισηγμένων στο ΧΑΚ, σύμφωνα με τις εντολές του σε χρηματιστηριακό γραφείο το οποίο ο ίδιος επέλεξε.
Στις 8.10.2002 οι εφεσίβλητοι καταχώρισαν αίτηση για συνοπτική απόφαση, όπως διαλαμβάνεται στις πρόνοιες της Δ.18 Κ.1(α). Ο εφεσείων έφερε ένσταση στην αίτηση, αλλά το Δικαστήριο στις 22.5.2003 αποδέκτηκε το αίτημα των εφεσιβλήτων και εξέδωσε απόφαση εναντίον του εφεσείοντα. Η απόφαση αυτή είναι το αντικείμενο της έφεσης.
Το εφετείο μας έχει εκδώσει δύο αποφάσεις, στις οποίες τα γεγονότα της υπόθεσης είναι πανομοιότυπα, με τους ίδιους μάλιστα εφεσίβλητους, στις οποίες ακύρωσε την πρωτόδικη απόφαση και έδωσε άδεια στους εφεσείοντες/εναγόμενους να υποβάλουν την υπεράσπιση τους, ώστε η υπόθεση να προχωρήσει σε δίκη, (δες: Zervos ν. Euroinvestment & Finance Ltd (2003) 1(Γ) σελ. 1968) και Αγαθοκλής Σχίζας ν. Euroinvestment & Finance Ltd (2004) 1 Α.Α.Δ. 1866. Υπεδείχθησαν στους δικηγόρους των εφεσιβλήτων οι πιο πάνω δύο αποφάσεις, όπου οι ίδιοι ενεργούσαν ως δικηγόροι των εφεσιβλήτων. Έγινε όμως εισήγηση πως τα γεγονότα στην παρούσα έφεση διαφοροποιούνται από τις δύο προηγούμενες γιατί στην υπό εκδίκαση έφεση, στην ένορκη δήλωση που καταχώρισε ο εφεσείων για να στηρίξει την ένσταση του ενάντια στην συνοπτική απόφαση, δεν περιέχονται καθόλου στοιχεία από τα οποία να αναδύεται συζητήσιμη υπόθεση, ώστε να δώσει το Δικαστήριο άδεια να καταχωριστεί υπεράσπιση.
Πράγματι η ένορκη δήλωση που καταχώρισε ο εφεσείων για να αιτιολογήσει την ένσταση του, είναι γενικόλογη και δεν συνάδει με τη νομολογία μας ως προς τα στοιχεία που αναμένεται να περιέχει, για να ενεργήσει το Δικαστήριο υπέρ της παροχής άδειας για υπεράσπιση. Η παραπομπή στην ένορκη δήλωση στο περιεχόμενο της δικογραφίας γίνεται κατ' αντίθεση της νομολογίας μας, που λέγει πως η υιοθέτηση ενόρκως του περιεχομένου οποιουδήποτε δικογραφήματος δεν το καθιστά μαρτυρία ενώπιον του Δικαστηρίου (δες: Μιχαηλίδης Λτδ ν. Κυριάκου Δρουσιώτη κ.ά. (1995) 1 Α.Α.Δ. 877). Βέβαια στην εδώ παραπομπή περιλαμβάνεται και ένορκη δήλωση που κατέθεσε ο εφεσείων για να στηρίξει άλλο αίτημα ενώπιον του Δικαστηρίου, και όπου σ΄αυτή δίδονται πλήρεις λεπτομέρειες της υπεράσπισης του στην αγωγή των εφεσιβλήτων.
Στο τέλος της απόφασης μας στην Zervos υποδείξαμε πως η συνοπτική διαδικασία που προβλέπεται στη Δ.18 πρέπει να περιορίζεται στις περιπτώσεις όπου έκδηλα καταδεικνύει ο ενάγων πως ο εναγόμενος δεν έχει καμιά υπεράσπιση στην εναντίον του αγωγή. Και τούτο γιατί η λειτουργία της διαδικασίας αυτής πρέπει πλέον να συνάδει με τις πρόνοιες του άρθρου 30 του Συντάγματος μας, και τις ανάλογες διατάξεις της Σύμβασης για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, που διασφαλίζουν την ελεύθερη πρόσβαση διαδίκου στο Δικαστήριο όπου και δικαιούται να προβάλει τους ισχυρισμούς του στην υπόθεση που αντιμετωπίζει.
Στην έφεση που συζητούμε δεν μπορώ να παραβλέψω, σαν θέμα ουσιαστικής δικαιοσύνης, ότι η φύση της συναλλαγής και τα στοιχεία που την συνιστούσαν είναι ακριβώς τα ίδια όπως στις πιο πάνω προηγούμενες εφέσεις. Είναι γεγονός πως εκεί οι εφεσείοντες πρόβαλαν ως στοιχείο υπεράσπισης τους, στην ένσταση που καταχώρισαν εναντίον της συνοπτικής απόφασης, ότι οι εφεσίβλητοι επέδειξαν αμέλεια κατά την εφαρμογή της μεταξύ τους σύμβασης, αποτέλεσμα της οποίας ήταν να υποστούν ζημίες, για τις οποίες θεωρούσαν υπεύθυνους τους εφεσίβλητους. Στην έφεση που εξετάζουμε αυτό το ουσιαστικό στοιχείο δεν έχει περιληφθεί στην ένορκη δήλωση του εφεσείοντα. Παραπέμπει όμως σε άλλη ένορκη δήλωση που καταχώρισε σε άλλο ένδικο διάβημα, που βρίσκεται στον ίδιο φάκελο, όπου με λεπτομέρεια αναφέρει τους λόγους της υπεράσπισης του, μεταξύ αυτών και την επίδειξη αμέλειας εκ μέρους των εφεσιβλήτων κατά την εφαρμογή των συμφωνηθέντων. Επιπλέον, αυτό που κυριαρχεί στη σκέψη μου είναι η αιτία της αγωγής των εφεσιβλήτων και οι λεπτομέρειες αναφορικά με τη σύμβαση στην οποία στηρίζουν την αγωγή τους. Στοιχεία των οποίων η διατύπωση καταλαμβάνει δώδεκα παραγράφους της Έκθεσης Απαίτησης. Δεσπόζον επομένως κριτήριο είναι, αν ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε πως αγωγή με τέτοιο περιεχόμενο προχωρεί με συνοπτική διαδικασία και εκδίδεται απόφαση χωρίς να δοθεί η ευκαιρία στον εφεσείοντα να ακουστεί επί της ουσίας. Η γνώμη μου είναι, ενόψει αυτών που αναφέρω πιο πάνω, πως τούτο δεν μπορούσε να γίνει. Θα επέτρεπα επομένως την έφεση.
Η�έφεση απορρίπτεται κατά πλειοψηφία με έξοδα.