ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2004) 1 ΑΑΔ 907
27 Απριλίου, 2004
[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]
ΤΑΣΟΣ ΧΡΙΣΤΟΦΙΔΗΣ,
Εφεσείων,
ν.
ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσιβλήτου.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 11580)
Χρηματιστήριο ― Αγοραστής μετοχών ο οποίος είχε υποστεί ζημία επειδή δεν κατέστη δυνατή η πώλησή τους όταν η τιμή ήταν συμφέρουσα, λόγω μη έκδοσης των τίτλων, ήγειρε αγωγή εναντίον της Κυπριακής Δημοκρατίας για ισχυριζόμενη παράλειψή της να ρυθμίσει νομοθετικά το θέμα της έκδοσης τίτλων εντός ευλόγου χρόνου ή την πώληση μετοχών χωρίς την κατοχή τίτλων ― Κατά πόσο ο αγοραστής είχε αγώγιμο δικαίωμα εναντίον του κράτους.
Στην υπόθεση αυτή ο εφεσείων επιχείρησε με την έκθεση απαίτησής του να αποδώσει ευθύνη στην Κυπριακή Δημοκρατία για ισχυριζόμενη παράλειψή της να λάβει νομοθετικά μέτρα που να ρυθμίζουν την έκδοση τίτλων μετοχών μέσα σε εύλογο χρόνο ή που να καθιστούσαν δυνατή την πώληση μετοχών χωρίς την ύπαρξη τίτλων.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο παρατήρησε ότι τα θέματα που προκύπτουν από την ύπαρξη του θεσμού του Χρηματιστηρίου στην Κύπρο ρυθμίζονται από νομοθεσία που αναθέτει στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς Κύπρου, νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, τη γενική εποπτεία της κεφαλαιαγοράς και των συναλλαγών κινητών αξιών που καταρτίζονται στο έδαφος της Δημοκρατίας, νομοθεσία η οποία ίσχυε κατά το χρόνο που ο εφεσείων δικεπεραίωσε τις επίδικες συναλλαγές του. Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε πως από τη στιγμή που η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς είναι ανεξάρτητο νομικό πρόσωπο με εξουσία να είναι διάδικος στο Δικαστήριο δεν θα μπορούσε το ίδιο το κράτος να ευθύνεται ούτε για πράξεις ούτε για παραλείψεις της. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχθηκε αίτηση του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, εφεσίβλητου, με την οποία ζητούσε τη διαγραφή της έκθεσης απαίτησης εναντίον του καθ' ότι δεν απεκαλύπτετο αγώγιμο δικαίωμα εναντιον του όπως και απόρριψη της αγωγής εναντίον του ως ανυπόστατης και καταχρηστικής.
Ο εφεσείων υποστήριξε κατ' έφεση ότι το κράτος έχει υποχρέωση να λάβει νομοθετικά μέτρα που να ρυθμίζουν την έκδοση τίτλων μετοχών σε εύλογο χρόνο ή που να καθιστούσαν δυνατή την πώληση μετοχών χωρίς την ύπαρξη τίτλων. Η δε παράλειψή του να το πράξει παρέχει σ' αυτόν αγώγιμο δικαίωμα. Ο εφεσείων παρέπεμψε στα Άρθρα 30, 35 και 172 του Συντάγματος και στα Άρθρα 1, 6 και 13 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.
Το Ανώτατο Δικαστήριο δεν διαπίστωσε έρεισμα στην έφεση, την οποία απέρριψε με έξοδα υπέρ του εφεσίβλητου.
Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα υπέρ του εφεσίβλητου.
Έφεση.
Έφεση από τον ενάγοντα κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας που δόθηκε στις 16/1/03 (Αρ. Αγωγής 6092/01) με την οποία απορρίφθηκε η αγωγή του για ύπαρξη οποιασδήποτε ευθύνης του εναγόμενου 1 - εφεσίβλητου για παράλειψή του να λάβει νομοθετικά μέτρα τα οποία να ρυθμίζουν τη λειτουργία της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς συνεπεία της οποίας ο ενάγοντας υπέστη ζημία λόγω της μη έκδοσης τίτλων των μετοχών του με αποτέλεσμα οι μετοχές του να πωληθούν αργότερα σε μη συμφέρουσα τιμή.
Χρ. Μάρκου για Γ. Γεωργιάδη, για τον Εφεσείοντα.
Χαρ. Χρυσάνθου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τον Εφεσίβλητο.
Cur. adv. vult.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Δ. Χατζηχαμπής.
ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.: Ο Εφεσείων ήγειρε αγωγή εναντίον των:
1. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας
2. Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου
3. Amathus Navigation Co Ltd
4. Sharelink Securities Ltd
5. Ellinas Finance Limited
6. Ellinas Finance (Custodian) Ltd
Σύμφωνα με την έκθεση απαίτησης, η Εναγόμενη 4 διαχειρίζετο το χαρτοφυλάκιο μετοχών του Ενάγοντα, η δε Εναγόμενη 5 του παρείχε πιστωτικές διευκολύνσεις για αγορά μετοχών. Με συμβουλή της Εναγόμενης 4 και χρηματοδότηση της Εναγόμενης 5, ο Εφεσείων αγόρασε μετοχές της Εναγόμενης 3. Το παράπονο του Εφεσείοντα είναι ότι, με υπόβαθρο τις ακολουθήσασες διαφοροποιήσεις των τιμών των μετοχών, δεν κατέστη δυνατή η πώληση των εν λόγω μετοχών του σύμφωνα με οδηγίες του όταν η τιμή ήταν συμφέρουσα υπό τις περιστάσεις, λόγω του ότι δεν είχαν εκδοθεί οι τίτλοι των μετοχών, με αποτέλεσμα οι μετοχές του να πωληθούν αργότερα από τις Εναγόμενες 4, 5 και 6 κατ΄επίκληση συμβατικού δικαιώματος τους στα πλαίσια των συμφωνιών που ρυθμίζουν την παροχή των εν λόγω υπηρεσιών και διευκολύνσεων προς τον Εφεσείοντα. Η ευθύνη του Εναγομένου 1, Εφεσίβλητου, όπως και του Εναγομένου 2, στοιχειοθετείται ως εξής στην έκθεση απαίτησης:
"(α) Παρέλειψαν να λάβουν οποιαδήποτε και/ή οποιαδήποτε επαρκή νομοθετικά και/ή άλλα μέτρα ελέγχου και/ή επίβλεψης ούτως ώστε να υποχρέωναν την Εναγόμενη 3 εταιρεία όπως εκδώσει τους τίτλους των μετοχών της άμεσα και/ή εντός εύλογου χρονικού διαστήματος από την ημερομηνία είσπραξης του χρηματικού ποσού που καταβλήθηκε σε αυτήν για την αγορά μετοχών με αποτέλεσμα να επιτραπεί στην Εναγόμενη 3 εταιρεία να ελέγχει το χρόνο κατά τον οποίο ο Ενάγοντας θα προέβαινε σε πώληση των μετοχών του και/ή να του στερήσει την ευκαιρία να πωλήσει τις μετοχές σε χρόνο που ο ίδιος επιθυμούσε και/ή που ήτο προς το συμφέρον του να το πράξει.
(β) Παρέλειψαν να λάβουν οποιαδήποτε και/ή οποιαδήποτε επαρκή νομοθετικά και/ή άλλα μέτρα ούτως ώστε να παρέχεται η δυνατότητα στους επενδυτές να προβαίνουν σε πωλήσεις των μετοχών τους χωρίς να κατέχουν τίτλους ούτως ώστε να μην παρέχεται η δυνατότητα στις εταιρείες να ελέγχουν το χρόνο κατά τον οποίο οι μέτοχοι και ειδικότερα, ο Ενάγοντας, θα πωλήσουν τις μετοχές τους.
(γ) Παράλειψαν να λάβουν οποιαδήποτε και/ή οποιαδήποτε επαρκή νομοθετικά και/ή κανονιστικά μέτρα και/ή μέτρα επίβλεψης και/ή ελέγχου για την προστασία του Ενάγοντα, ως μετόχου και επενδυτή και/ή του επενδυτικού κοινού γενικά κατά παράβαση του περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Αξιών Νόμων του 1993-1995."
Ο Εφεσίβλητος καταχώρησε αίτηση με την οποία ζητούσε τη διαγραφή της έκθεσης απαίτησης εναντίον του καθ΄ ότι δεν απεκαλύπτετο αγώγιμο δικαίωμα εναντίον του όπως και απόρριψη της αγωγής εναντίον του ως ανυπόστατης και καταχρηστικής.
Ο ευπαίδευτος Πρόεδρος ενώπιον του οποίου ήχθη η αίτηση την ενέκρινε. Αναφερθείς σε έκταση στη νομολογία, παρατήρησε τα ακόλουθα:
"Με βάση το Νόμο 14(1)/93 και συγκεκριμένα με βάση τις πρόνοιες του άρθρου 7 η γενική εποπτεία του Χρηματιστηρίου ανατίθεται στο Υπουργείο Οικονομικών και ασκείται από τον Υπουργό μέσον επιτροπής. Εξ άλλου με βάση το Νόμο 64(1)/01, και συγκεκριμένα το άρθρο 5, συνιστάται νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου υπό την επωνυμία Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς Κύπρου στην οποία μεταξύ άλλων ανατίθενται και όλες οι αρμοδιότητες που δίδοντο στην επιτροπή με βάση το Νόμο 14(1)/93. Στην εν λόγω επιτροπή με βάση το άρθρο 4 του ίδιου Νόμου ανατίθεται η γενική εποπτεία της κεφαλαιαγοράς και των συναλλαγών κινητών αξιών που καταρτίζονται στο έδαφος της Δημοκρατίας. Το άρθρο 26 του ίδιου Νόμου απαριθμεί τις αρμοδιότητες της επιτροπής.
Προκύπτει σαφώς από τα πιο πάνω δύο νομοθετήματα ότι υπάρχει και υπήρχε κατά το χρόνο που ο ενάγων διεκπεραίωσε τις επίδικες συναλλαγές νομοθεσία η οποία ρύθμιζε με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο τα θέματα που προέκυπταν από την ύπαρξη του Θεσμού του Χρηματιστηρίου στην Κύπρο.
Ο ενάγων επομένως είχε αποδεχθεί όπως καθορίσει τις σχέσεις του με τις εταιρείες με τις οποίες επέλεξε όπως συμβληθεί επί τη βάση της τότε ισχύουσας νομοθεσίας. Δεν υπάρχει ισχυρισμός ότι η νομοθεσία μετεβλήθη προς το χειρότερο μεταξύ του χρόνου που άρχισε η διαδικασία αγοράς των μετοχών και του χρόνου που οι μετοχές του πωλήθηκαν. Αυτό που στην πραγματικότητα ο ενάγων επιδιώκει με την αγωγή του είναι να καταστήσει τη Δημοκρατία υπεύθυνη για παραλείψεις να λάβει νομοθετικά μέτρα ούτως ώστε να προστατεύονται κατά την άποψη του καλύτερα τα συμφέροντα του. Είναι μια ευθύνη του κράτους, δηλαδή η δια παραλείψεως νομοθετικής ρύθμισης επέλευση ζημιάς στον πολίτη, την οποία όσο η έρευνα μου ήταν δυνατό να αποκαλύψει δεν υπάρχει νομική σχετική αυθεντία η οποία να αποδίδει στο κράτος. Απόδοση ευθύνης στο κράτος λόγω θέσπισης νομοθετήματος που κατά θετικό τρόπο προκαλεί ζημιά στον πολίτη είναι δυνατό να υπάρξει, όχι όμως το αντίστροφο με τον τρόπο που ο ενάγοντας εισηγείται."
Κατέληξε δε ως εξής:
"Εδώ το Δικαστήριο θα ήθελε να σημειώσει και τα εξής: Γίνεται προσπάθεια από τον ενάγοντα ν΄αποδοθούν ευθύνες στον εναγόμενο 1 για παραλείψεις του Υπουργού Οικονομικών και της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς. Όσον αφορά τον Υπουργό Οικονομικών το θέμα καλύπτεται από όσα πιο πάνω εξετέθηκαν. Σε σχέση όπως με την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς υπάρχει ένας πρόσθετος λόγος γιατί είναι εντελώς άτοπη η προσπάθεια να καταστεί υπεύθυνος ο εναγόμενος 1 για δικές της ενέργειες. Με βάση τη σχετική νομοθεσία για τη σύσταση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς αυτή είναι νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου (βλ. άρθρο 5 του Νόμου). Εξ άλλου με βάση το άρθρο 26(ιη) του Νόμου η Επιτροπή μπορεί να προβαίνει στη λήψη αστικής φύσεως δικαστικών μέτρων. Δεν υπάρχει η ίδια ρητή πρόνοια ότι η επιτροπή μπορεί να ενάγεται, όπως είναι αυτονόητο ότι σαν νομικό πρόσωπο και εφόσον έχει τη δυνατότητα να ενάγει, κατά τον ίδιο τρόπο μπορεί και να ενάγεται.
Από τη στιγμή επομένως που η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς είναι ανεξάρτητο νομικό πρόσωπο με εξουσία να είναι διάδικος στο Δικαστήριο δεν θα μπορούσε το ίδιο το κράτος να ευθύνεται ούτε για πράξεις, ούτε για παραλείψεις της.
Αυτό που το Δικαστήριο σημειώνει είναι ότι κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες το κράτος δεν μπορεί να θεωρείται υπεύθυνο για παράλειψη του να νομοθετήσει. Στη συγκεκριμένη δε περίπτωση ο ενάγων σαν πολίτης της Δημοκρατίας αποδέχθηκε όπως συμβληθεί με βάση ένα νομικό καθεστώς που τεκμαίρεται ότι γνώριζε και αποδέχθηκε όπως το κάμει αναλαμβάνοντας ο ίδιος τους κινδύνους. Είναι επιλογή να μη συμβληθεί αλλά το έκαμε. Το κράτος δεν παρενέβη με νέα νομοθεσία στη συνέχεια για να επηρεάσει τα δικαιώματα του. Δεν είναι δυνατό το κράτος να ευθύνεται."
Η ουσία της αποδιδόμενης από τον Εφεσείοντα ευθύνης στη Δημοκρατία είναι η παράλειψη της να λάβει νομοθετικά μέτρα που να υποχρέωναν την Εναγόμενη 3 να εκδίδει τίτλους σε εύλογο χρόνο ή που να καθιστούσαν δυνατή την πώληση μετοχών χωρίς την ύπαρξη τίτλων. Η εφεσιβαλλόμενη απόφαση βασίζεται ευθέως στην απόρριψη της ύπαρξης υποχρέωσης στο κράτος να νομοθετήσει κατά τέτοιο θετικό τρόπο. Ο Εφεσείων ισχυρίζεται ότι το κράτος έχει τέτοια υποχρέωση και ότι η παράλειψη του να νομοθετήσει όπως προσδιορίζεται παρέχει αγώγιμο δικαίωμα στον Εφεσείοντα. Παραπέμπει στα Άρθρα 30, 35 κα 172 του Συντάγματος και στα Άρθρα 1, 6 και 13 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Τα άρθρα 30 και 35 του Συντάγματος και τα Άρθρα 1 και 6 της Σύμβασης δεν αναπτύσσονται καθόλου και εν πάση περιπτώσει βεβαίως δεν θα ήσαν σχετικά. Ο Εφεσείων παραπέμπει και στο Άρθρο 13 της Σύμβασης, ούτε αυτό όμως βοηθά καθ΄όσον αναφέρεται γενικά στο αγώγιμο δικαίωμα προσώπου εναντίον του κράτους. Το άρθρο 172 του Συντάγματος εξετάσθηκε από τον ευπαίδευτο Πρόεδρο, η αναφορά όμως που γίνεται σε αυτό σε ευθύνη της Δημοκρατίας για "ζημιογόνον άδικον πράξιν ή παράλειψιν" της προϋποθέτει, ως προς την παράλειψη, την ύπαρξη καθήκοντος θετικής ενέργειας που είναι και το ζητούμενο. Δεν έχει λεχθεί οτιδήποτε που να θεμελιώνει την ύπαρξη τέτοιου καθήκοντος στη Δημοκρατία.
Ο Εφεσείων εισηγείται περαιτέρω ότι το Δικαστήριο παρέβλεψε ότι η νομοθετική ρύθμιση του θεσμού του Χρηματιστηρίου από τη Δημοκρατία προκάλεσε ζημιά στον Εφεσείοντα ως εκ του τρόπου λειτουργίας του. Να παρατηρήσουμε ως προς τούτο μόνο ότι η αποδιδόμενη από τον Εφεσείοντα ευθύνη στη Δημοκρατία μέσα στην έκθεση απαίτησης, όπως την παραθέσαμε, βασίζεται όχι στις συνέπειες της νομοθετικής ρύθμισης της λειτουργίας του Χρηματιστηρίου αλλά στην παράλειψη νομοθετικής ρύθμισης των εν λόγω επί μέρους θεμάτων. Αν και γίνεται μια παράλληλη αναφορά σε παράλειψη της Δημοκρατίας να λάβει "άλλα μέτρα ελέγχου και/ή επίβλεψης ως προς την υποχρέωση έκδοσης τίτλων σε εύλογο χρονικό διάστημα ή τη δυνατότητα των επενδυτών να προβαίνουν σε πωλήσεις χωρίς να κατέχουν τους τίτλους ή γενικά την προστασία των επενδυτών, το ουσιαστικό παράπονο του Εφεσείοντα παραμένει η παράλειψη νομοθετικής ρύθμισης της έκδοσης τίτλων ή της δυνατότητας πώλησης μετοχών χωρίς την κατοχή τίτλου, ενώ και οι άλλες αναφορές σε παράλειψη λήψης άλλων μέτρων ελέγχου και επίβλεψης δεν εξειδικεύονται καθόλου και δεν αναδεικνύονται πέραν του συσχετισμού τους προς την παράλειψη λήψης νομοθετικών μέτρων.
Ο Εφεσείων παραπονείται τέλος για το ότι η εφεσιβαλλόμενη απόφαση θεωρεί ότι η οποιαδήποτε ευθύνη του κράτους για τη λειτουργία του Χρηματιστηρίου μετατίθεται στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, ενώ, όπως υποδεικνύει, το κράτος, μέσω του Υπουργείου Οικονομικών, έχει την υποχρέωση της γενικής εποπτείας του Χρηματιστηρίου. Να παρατηρήσουμε και πάλι μόνο, και πέραν των ήδη παρατηρηθέντων συναφών ανωτέρω, ότι η αποδιδόμενη από τον Εφεσείοντα ευθύνη στη Δημοκρατία μέσα στην έκθεση απαίτησης, όπως την παραθέσαμε, ήταν για την παράλειψη της να λάβει νομοθετικά μέτρα για ρύθμιση της έκδοσης τίτλων μέσα σε εύλογο χρόνο ή της πώλησης μετοχών χωρίς την ύπαρξη τίτλων και όχι για πλημμελή εποπτεία του Χρηματιστηρίου στη βάση των υφιστάμενων νομοθετικών ρυθμίσεων.
Δεν διαπιστώνουμε λοιπόν έρεισμα στην έφεση η οποία αποτυγχάνει και απορρίπτεται με έξοδα υπέρ του Εφεσίβλητου και εναντίον του Εφεσείοντα.
H�έφεση απορρίπτεται με έξοδα υπέρ του εφεσίβλητου.