ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2004) 1 ΑΑΔ 751
24 Μαρτίου, 2004
[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 155(4) ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΚΑΙ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 3 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964,
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΗΣ ΚΟΙΝΟΠΡΑΞΙΑΣ ΑΣΦΑΛΙΣΤΩΝ ΟΧΗΜΑΤΩΝ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΧΡΗΣΕΩΣ ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΓΙΑ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΕΝΤΑΛΜΑ ΤΗΣ
ΦΥΣΗΣ CERTIORARI,
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΕΝΤΑΛΜΑ ΕΚΤΕΛΕΣΗΣ ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΑΡΝΑΚΟΣ ΠΟΥ ΕΞΕΔΟΘΗ ΤΗΝ 03/07/2003 ΣΤΗΝ ΑΓΩΓΗ ΥΠ' ΑΡΙΘΜΟΝ 2058/01 ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΑΡΝΑΚΟΣ ΚΑΙ ΑΠΕΣΤΑΛΗ ΓΙΑ ΕΚΤΕΛΕΣΗ ΣΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ, ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΣΧΕΣΗ ΚΑΙ ΠΩΛΗΣΗ ΤΗΣ ΚΙΝΗΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΗΣ ΚΟΙΝΟΠΡΑΞΙΑΣ ΑΣΦΑΛΙΣΤΩΝ ΟΧΗΜΑΤΩΝ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΧΡΗΣΕΩΣ ΠΡΟΣ ΕΞΟΦΛΗΣΗ ΤΗΣ ΔΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΠΟΥ ΕΞΕΔΟΘΗ ΣΤΗΝ ΕΝ ΛΟΓΩ ΑΓΩΓΗ.
(Αίτηση Αρ. 107/2003)
Προνομιακά εντάλματα ― Certiorari ― Ένταλμα κατάσχεσης και πώλησης κινητών το οποίο είχε εκδοθεί εναντίον ασφαλιστικής εταιρείας χωρίς να έχει τηρηθεί η προϋπόθεση του Άρθρου 23 του περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων (Ασφάλιση Ευθύνης έναντι Τρίτου) Νόμου του 2000 (Ν. 96(I)/2000) ― Ακυρώθηκε με ένταλμα Certiorari.
Οι αιτητές είναι οι ασφαλιστές του οχήματος της εναγομένης, εναντίον των οποίων εκδόθηκε ένταλμα κατάσχεσης και πώλησης κινητών, προς ικανοποίηση απόφασης για αποζημιώσεις ύψους £6.135 πλέον τόκους και έξοδα, που εξασφάλισε ο ενάγων-καθ' ου η αίτηση, εναντίον της εναγομένης, επειδή δεν καταχώρησε σημείωμα εμφάνισης, για ζημιές τις οποίες κατ' ισχυρισμό υπέστη ο ίδιος συνεπεία τροχαίου ατυχήματος. Το κλητήριο ένταλμα επιδόθηκε στην εναγομένη την ημέρα καταχώρησης της αγωγής και λίγες μέρες αργότερα ο καθ' ου η αίτηση το απέστειλε μαζί με ειδοποίηση σύμφωνα με το Άρθρο 15 του περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων (Ασφάλιση Ευθύνης έναντι Τρίτου) Νόμου του 2000 [Ν. 96(I)/2000] (ο Νόμος) στους αιτητές.
Ο καθ' ου η αίτηση, με ex parte αίτηση στην οποία αναφερόταν το Άρθρο 23 του Νόμου, εξασφάλισε διάταγμα για την επίδοση στους αιτητές, ως ασφαλιστή της εναγομένης, της έκθεσης απαίτησης.
Οι αιτητές, μετά την παραχώρηση άδειας από το Ανώτατο Δικαστήριο, καταχώρησαν την παρούσα αίτηση για έκδοση εντάλματος Certiorari προς ακύρωση του εντάλματος κατάσχεσης και πώλησης κινητών. Υποστήριξαν ότι δεν τηρήθηκαν οι προϋποθέσεις του Άρθρου 23 του Νόμου για την ενεργοποίηση των διατάξεων του και συγκεκριμένα η διάταξη για τη μη διαμονή του εναγομένου στη Δημοκρατία ώστε να είναι αδύνατη η επίδοση σ' αυτόν του κλητηρίου εντάλματος στη Δημοκρατία.
Ο καθ' ου η αίτηση υποστήριξε πως: (α) σε περίπτωση όπως η παρούσα, πρέπει η έκθεση απαίτησης να εξομοιωθεί προς το κλητήριο ένταλμα, (β) οι αιτητές δεν αξιοποίησαν την εναλλακτική θεραπεία για παραμερισμό από το ίδιο το Επαρχιακό Δικαστήριο του διατάγματος για επίδοση σ' αυτούς της έκθεσης απαίτησης και, κατ' επέκταση της απόφασης για αποζημιώσεις που εξεδόθη κατά της εναγομένης, (γ) το ένταλμα ως μέσο εκτέλεσης κατά το Άρθρο 14(1) του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 6 και το Άρθρο 47 του περί Δικαστηρίων Νόμου (Ν. 14/60), δεν υπόκειται σε ακύρωση με Certiorari, (δ) προσφερόταν εναλλακτική θεραπεία διά μέσου της Δ.40, θ.7(β) και θ.15 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας και (ε) η αίτηση για άδεια για Certiorari υποβλήθηκε με καθυστέρηση.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Το Άρθρο 23 του Νόμου προϋποθέτει τη μη διαμονή του εναγομένου στη Δημοκρατία. Εν προκειμένω, ενόσω η εναγομένη βρισκόταν στη Δημοκρατία της επιδόθηκε το κλητήριο ένταλμα. Επομένως η περίπτωση εξέρχεται του πλαισίου της ρύθμισης, ακόμα και του προφανούς στόχου του Άρθρου 23.
2. Οι έννοιες του κλητηρίου εντάλματος και της έκθεσης απαίτησης διακρίνονται σαφώς στο δικονομικό μας σύστημα.
3. Η επίδοση της έκθεσης απαίτησης στους αιτητές βρισκόταν εκτός των πλαισίων του Άρθρου 23 και εξ αντικειμένου δεν ήταν δυνατό να θεωρηθεί ότι ενεργοποιούσε τις διατάξεις του.
4. Σε διάφορες περιπτώσεις χειρισμοί ή αποφάσεις του Πρωτοκολλητή, ως δικαστικής φυσιογνωμίας, ελέγχθηκαν με Certiorari.
5. Οι ισχυρισμοί για ύπαρξη εναλλακτικής θεραπείας διά μέσου της Δ.40 θ.7(β) και θ.15, δεν σχετίζονται με τα θέματα που εγείρονται στην παρούσα υπόθεση.
6. Ο ισχυρισμός για καθυστέρηση στην υποβολή της αίτησης για άδεια για Certiorari, είναι αβάσιμος.
Η αίτηση έγινε δεκτή.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Padley v. Dobson κ.ά. (1999) 1 Α.Α.Δ. 1583,
Κόσμος Ασφαλιστική Εταιρεία Λτδ ν. Χ"Σάββα (2001) 1 A.A.Δ. 612,
Lion Insurance Agency Ltd v. Κωνσταντίνου, Πολιτική Έφεση Αρ. 10988, ημερ. 28.2.02,
Παγκυπριακή Ασφαλιστική Λτδ ν. Μηνά (2003) 1 Α.Α.Δ. 1818,
Evand Promotions Ltd κ.ά., Αίτηση Αρ. 62/98, ημερ. 15.7.98,
Evand Promotions Ltd κ.ά. ν. Rutman (1999) 1 A.A.Δ. 568,
Yerolemides v. Nicosia M/ty (1985) 1 C.L.R. 104,
Christofi a.o. v. Iacovidou (1986) 1 C.L.R. 236,
Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου, Αίτηση Αρ. 37/02, ημερ. 22.7.02.
Αίτηση.
Αίτηση από τους αιτητές για έκδοση διατάγματος Certiorari κατόπιν χορηγηθείσας στις 17/10/03 σχετικής άδειας, προς ακύρωση του εντάλματος για την κατάσχεση και πώληση της κινητής περιουσίας τους το οποίο εκδόθηκε στις 3/7/03 στην αγωγή Αρ. 2058/01 του Ε.Δ. Λάρνακας και απεστάλη προς εκτέλεση στο Ε.Δ. Λευκωσίας προς εξόφληση της δικαστικής απόφασης η οποία εκδόθηκε στην πιο πάνω αγωγή.
Θ. Ιωαννίδης, για τους Aιτητές.
Α. Δειλινός, για τους Kαθ' ων η αίτηση.
Cur. adv. vult.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Ο καθ΄ου η αίτηση, με την αγωγή 2058/01 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας που καταχωρήθηκε στις 29.6.01, διεκδίκησε από την εναγομένη αποζημιώσεις για τραύματα και ζημιές από οδικό ατύχημα που επεσυνέβη πέντε μέρες προηγουμένως, στις 24.6.01. Το Κλητήριο Ένταλμα επιδόθηκε στην εναγομένη αυθημερόν και στις 3.7.01 ο καθ΄ου η αίτηση το απέστειλε, μαζί με ειδοποίηση, όπως αναφέρεται σ΄αυτή, σύμφωνα με το άρθρο 15 του περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων (Ασφάλιση Ευθύνης έναντι Τρίτου) Νόμου του 2000 [Ν.96(Ι)/2000] (ο Νόμος) στους αιτητές, ως τον ασφαλιστή της εναγομένης. Κατά το άρθρο 15, αποτελεί προϋπόθεση για την πληρωμή από τον ασφαλιστή ποσού που επιδικάζεται εναντίον ασφαλισμένου δυνάμει παραδοθέντος πιστοποιητικού ασφάλισης, μεταξύ άλλων, η παροχή ειδοποίησης προς αυτόν, εντός επτά ημερών από την έναρξη της διαδικασίας στην οποία εκδίδεται τέτοια απόφαση.
Οι αιτητές, με την επιστολή τους ημερομηνίας 9.7.01, πληροφόρησαν τον καθ΄ου η αίτηση πως το όχημα που αναφερόταν στο Κλητήριο Ένταλμα δεν ήταν ασφαλισμένο σ΄αυτούς κατά το χρόνο του ατυχήματος αλλά αυτό δεν αντέκοψε τις διεκδικήσεις του καθ΄ου η αίτηση εναντίον τους, πλέον σε άλλη βάση, όπως θα δούμε.
Στις 14.1.02, μήνες μετά την επίδοση του Κλητηρίου Εντάλματος στην εναγομένη, ο καθ΄ου η αίτηση υπέβαλε αίτηση για απόφαση εναντίον της επειδή είχε παραλείψει να καταχωρήσει σημείωμα εμφάνισης. Για να την αποσύρει, όμως, στις 28.1.02. Είδα στην ένσταση και στην αγόρευση του καθ΄ου η αίτηση να υποστηρίζεται πως η αίτηση απεσύρθη επειδή δεν ήταν δυνατό να υλοποιηθεί διαταγή του δικαστηρίου για επίδοσή της, όπως και Έκθεσης Απαίτησης, στην αλλοδαπή εναγομένη η οποία, όπως αναφέρεται, είχε εγκαταλείψει την Κύπρο. Για την τάξη σημειώνω πως δεν υπάρχει τέτοια διαταγή του δικαστηρίου. Σύμφωνα με τα πρακτικά, στις 28.1.02 ο καθ΄ου η αίτηση απλώς απέσυρε την αίτηση για απόφαση και το δικαστήριο την απέρριψε.
Όσα ακολούθησαν συνδέονται με την εκτίμηση του καθ΄ου η αίτηση αναφορικά με τις επιλογές που είχε. Εξηγεί πως αφού η εναγομένη δεν βρισκόταν πλέον στην Κύπρο, μόνο με βάση το άρθρο 23 του Νόμου μπορούσε πλέον να προχωρήσει. Αυτό το άρθρο βρίσκεται στο επίκεντρο των επιχειρημάτων ουσίας που αναπτύχθηκαν, και ίσως είναι καλύτερα να το παραθέσω από τώρα.
"(1) Για τους σκοπούς του Νόμου αυτού όπου, λόγω μη διαμονής του εναγόμενου στη Δημοκρατία, δεν είναι δυνατή η επίδοση σε αυτόν στη Δημοκρατία του κλητηρίου εντάλματος σε σχέση με οποιαδήποτε αγωγή, επίδοση στον ασφαλιστή, που διατάσσεται από το Δικαστήριο κατόπιν αίτησης για τέτοια επίδοση, λογίζεται ως επίδοση στον εναγόμενο. Σε τέτοια περίπτωση ο ασφαλιστής έχει το δικαίωμα καταχώρησης εμφάνισης και διορισμού δικηγόρου εκ μέρους και για λογαριασμό του εναγομένου.
Nοείται ότι, για τους σκοπούς του εδαφίου αυτού, ο όρος "ασφαλιστής" περιλαμβάνει και το Ταμείον Ασφαλιστών, στις περιπτώσεις κατά τις οποίες δεν υπάρχει σε ισχύ ασφαλιστήριο που να καλύπτει τον εναγόμενο.
(2) Οποιαδήποτε απόφαση που εκδίδεται σε αγωγή που έχει επιδοθεί με βάση τις διατάξεις του παρόντος άρθρου δε θα είναι εκτελεστή εναντίον του εναγόμενου, αλλά ο ενάγων θα έχει έναντι του ασφαλιστή τα ίδια δικαιώματα τα οποία θα είχε, αν η αγωγή είχε επιδοθεί προσωπικά στον εναγόμενο.
(3) Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται και στην περίπτωση όπου ο εναγόμενος ενάγεται για ευθύνη η οποία προέκυψε, είτε ολικά είτε μερικά, από ή σε σχέση με τη χρήση μηχανοκίνητου οχήματος που καλύπτεται από οποιοδήποτε από τα πιστοποιητικά που αναφέρονται στο εδάφιο (1) του άρθρου 6 του Νόμου αυτού ή που δε διαθέτει οποιαδήποτε ασφαλιστική κάλυψη:
Νοείται ότι, σε τέτοια περίπτωση και για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, ασφαλιστής λογίζεται και το Κυπριακό Γραφείο Διεθνούς Ασφάλισης:
Νοείται περαιτέρω, ότι, για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου ο όρος 'κλητήριο ένταλμα' περιλαμβάνει και ειδοποίηση τριτοδιαδίκου, ο όρος 'εναγόμενος' περιλαμβάνει και τον τριτοδιάδικο και ο όρος 'ενάγων' περιλαμβάνει και τον εναγόμενο που υποβάλλει αίτηση τριτοδιαδίκου.»
Στις 30.1.02 ο καθ΄ου η αίτηση, με ex parte αίτηση στην οποία αναφερόταν αυτό το άρθρο, ζήτησε διάταγμα για την επίδοση στους αιτητές, ως τον ασφαλιστή της εναγομένης, Έκθεσης Απαίτησης που στο μεταξύ είχε καταχωρήσει και το πρωτόδικο δικαστήριο, στις 6.2.02, ενέκρινε την αίτηση. Για να ακολουθήσει νέα ex parte αίτηση, ημερομηνίας 26.3.02, για "απόφαση ως η έκθεση απαίτησης" επειδή οι αιτητές παρέλειψαν να καταχωρήσουν σημείωμα εμφάνισης. Αφού προσάχθηκε δε μαρτυρία, στις 9.7.02 κρίθηκε πως την αποκλειστική ευθύνη για το ατύχημα την είχε η εναγομένη εναντίον της οποίας και εκδόθηκε απόφαση για το συνολικό ποσό των £6.135 πλέον τόκους και έξοδα, χωρίς οτιδήποτε άλλο. Όπως αναφέρεται όμως στη συνταγμένη απόφαση, ενόψει της παράλειψης της εναγομένης να εμφανιστεί ενώ της είχε επιδοθεί αντίγραφο του Κλητηρίου Εντάλματος.
Αντίθετα προς ό,τι ο καθ΄ου η αίτηση αντιλαμβανόταν, κατά τη δική του θέση, ως τη μόνη του επιλογή, στις 11.11.02 καταχώρησε την αγωγή 4251/02 με την οποία αξίωνε πληρωμή του ποσού που επιδικάστηκε κατά της εναγομένης από τους αιτητές. Λέγει τώρα πως στο μεταξύ αντιλήφθηκε το λάθος του οπότε και την απέσυρε στις 7.11.03, ας σημειωθεί αφού ήδη είχα χορηγήσει άδεια, στις 17.10.2003, για την καταχώρηση της παρούσας.
Εκκρεμούσας, λοιπόν, εκείνης της αγωγής, την 1.7.03 ο καθ' ου η αίτηση ζήτησε από τον Πρωτοκολλητή την έκδοση και σφράγιση εντάλματος για την εκποίηση της κινητής περιουσίας των αιτητών ως του ασφαλιστή του οχήματος που οδηγούσε η εναγομένη, όπως και έγινε. Με την παρούσα αίτηση επιδιώκεται η έκδοση certiorari προς ακύρωση του εντάλματος.
Τα επιχειρήματα ουσίας των δυο πλευρών αφορούν στην έννοια του άρθρου 23 του Νόμου, ειδικά στις προϋποθέσεις που αυτό θέτει για την ενεργοποίηση των διατάξεων του. Στο πλαίσιο δε της δικής του αντίληψης αναφορικά με το νόημα του άρθρου, ο καθ΄ου η αίτηση ανέπτυξε και επιχειρήματα σε σχέση με το τι θα έπρεπε να προσβληθεί, στο πλαίσιο δυνατοτήτων που παρέχονταν, για να ήταν δυνατό να εκπέσει και το ένταλμα.
Το άρθρο 23 το έχω παραθέσει. Είναι ορθό πως, όπως έχει αποφασιστεί στις υποθέσεις Padley v. Dobson κ. ά. (1999) 1 Α.Α.Δ. 1583 και Κόσμος Ασφαλιστική Εταιρεία Λτδ ν. Σάββα Χ"Σάββα (2001) 1 Α.Α.Δ. 612 μάλιστα πριν την τελευταία τροποποίησή του με το Ν. 96(Ι)/00 όταν η διατύπωσή του άφηνε την εσφαλμένη εντύπωση πως ήταν δικονομικής φύσης, παρέχει ουσιαστικό δικαίωμα κατά του ασφαλιστή. Όμως, υπό σαφείς προϋποθέσεις. Το άρθρο 23 προϋποθέτει μη διαμονή του εναγομένου στη Δημοκρατία ώστε να είναι αδύνατη η επίδοση σ΄αυτόν του Κλητηρίου Εντάλματος στη Δημοκρατία. Εν προκειμένω, ενόσω η εναγομένη βρισκόταν στη Δημοκρατία, της επιδόθηκε το Κλητήριο Ένταλμα. Επομένως, εκδήλως η περίπτωση εξέρχεται του πλαισίου της ρύθμισης, ακόμα και του προφανούς στόχου του άρθρου 23.
Υποστηρίζει, βέβαια, ο καθ΄ου η αίτηση πως σε περίπτωση όπως η παρούσα, πρέπει η Έκθεση Απαίτησης να εξομοιωθεί προς το Κλητήριο Ένταλμα. Να θεωρήσουμε δηλαδή πως όταν ο νόμος αναφέρεται σε Κλητήριο Ένταλμα εννοεί ειδικώς οπισθογραφημένο και πως λειτουργεί το άρθρο και όταν προκύπτει αδυναμία επίδοσης της Έκθεσης Απαίτησης, με την οποία θα συγκεκριμενοποιούνταν οι ισχυρισμοί και οι αξιώσεις. Είναι σαφώς διακριτές όμως οι δυο έννοιες στο δικονομικό μας σύστημα και η υιοθέτηση τέτοιας εισήγησης θα επαγόταν ανεπίτρεπτη διαφοροποίηση των ρητών προνοιών του νόμου. Αυτό, πέρα από το ότι η εισήγηση παραγνωρίζει και τη Δ.17 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας ως προς τις επιπτώσεις και τα δικαιώματα από την παράλειψη καταχώρησης σημειώματος εμφάνισης, μετά την επίδοση Κλητηρίου Εντάλματος, ειδικώς ή γενικώς οπισθογραφημένου. Μεταξύ των οποίων και ο θ. 11 σύμφωνα με τον οποίο, στην περίπτωση αγωγής για την οποία δεν γίνεται ειδική ρύθμιση, ενόψει παράλειψης καταχώρησης σημειώματος εμφάνισης μέσα στην τασσόμενη προθεσμία, εφόσον το Κλητήριο Ένταλμα δεν είναι ειδικώς οπισθογραφημένο, αφού αποδειχθεί επίδοση ο ενάγοντας δικαιούται να υποβάλει ex parte αίτηση για απόφαση καταθέτοντας Έκθεση Απαίτησης.
Υποστηρίζει ο καθ΄ου η αίτηση πως, εν πάση περιπτώσει, κακώς οι αιτητές στρέφονται κατά του ίδιου του εντάλματος. Θα έπρεπε, εισηγούνται, να είχαν επιδιώξει την ακύρωση του διατάγματος για επίδοση σ΄αυτούς της Έκθεσης Απαίτησης και, κατ΄επέκταση, της απόφασης για αποζημιώσεις που εξεδόθη κατά της εναγομένης, η οποία εξεδόθη μετά από αίτησή της που αναφερόταν σε παράλειψη καταχώρησης σημειώματος εμφάνισης από τους αιτητές. Μάλιστα, αξιοποιώντας σε πρώτο στάδιο, την εναλλακτική θεραπεία για παραμερισμό από το ίδιο το Επαρχιακό Δικαστήριο. Σ΄αυτό το πλαίσιο επικαλέστηκαν την Lion Insurance Agency Ltd v. Tάγιας Kωνσταντίνου, Πολιτική Έφεση 10988 ημερομηνίας 28.2.02. Έχω υπόψη μου και την Παγκυπριακή Ασφαλιστική Λτδ ν. Χρίστου Μηνά (2003) 1 Α.Α.Δ. 1818 στην οποία επικυρώθηκε η απόρριψη της αίτησης ασφαλιστικής εταιρείας να προστεθεί στην αγωγή για αποζημιώσεις ως εναγομένη και/ή να παρέμβει στη διαδικασία αφού αρνείτο ότι είχε ευθύνη η ίδια για κάλυψη της απόφασης που ενδεχομένως θα εκδιδόταν κατά του εναγομένου, όπως εν προκειμένω αρνούνται τέτοια ευθύνη και οι αιτητές. Είναι όμως γεγονός πως στην Lion (ανωτέρω) κρίθηκε πως η ασφαλιστική εταιρεία, παρά το ότι αρνείτο ευθύνη, είχε δικαίωμα παρέμβασης ενόψει των ειδικών προνοιών του άρθρου 23 (τότε 15Β). Εφόσον όμως είχε επιδοθεί το Κλητήριο Ένταλμα μετά από επί τούτου διαταγή του Δικαστηρίου. Δεν μπορώ, λοιπόν, να συμμεριστώ τις σκέψεις του καθ΄ου η αίτηση. Υπό το πρίσμα των σαφών προνοιών του Νόμου, όσα συνδέονται προς την επίδοση της Έκθεσης Απαίτησης είναι αναποτελεσματικά και, σε τελική ανάλυση, αδιάφορα ως προς τους αιτητές. Ο Νόμος είναι σε διαταγή του δικαστηρίου για επίδοση του Κλητηρίου Εντάλματος, το οποίο δεν είναι δυνατό να επιδοθεί στον εναγόμενο, που αναφέρεται και τέτοιο διάταγμα δεν έχει εκδοθεί. Η επίδοση της Έκθεσης Απαίτησης στους αιτητές ήταν κίνηση εκτός των πλαισίων του άρθρου 23 και εξ αντικειμένου δεν ήταν δυνατό να θεωρηθεί ότι ενεργοποιούσε τις διατάξεις του. Είτε για καταχώρηση εμφάνισης από τους αιτητές είτε για οτιδήποτε άλλο.
Ο Πρωτοκολλητής είχε ενώπιόν του τη συνταγμένη απόφαση του Δικαστηρίου και έχουμε δει την αναφορά της σε παράλειψη εμφάνισης της εναγομένης. Είναι προφανές πως η εν τέλει σφράγιση του εντάλματος περιείχε εκτίμηση αναφορικά με την εμβέλεια της δικαστικής απόφασης ενόψει των αναφερθέντων, ακόμα και στην αίτηση για την έκδοσή του, σε σχέση με το άρθρο 23. Κατά πρόδηλη όμως πλάνη εμφανή στο ένταλμα αλλά και εκτός δικαιοδοσίας αφού αυτό αφορά σε κινητή περιουσία άλλου από τον εξ αποφάσεως οφειλέτη, ελλειπουσών των δικαιοδοτικής φύσης προϋποθέσεων για τη λειτουργία, σε βάρος των αιτητών, του άρθρου 23.
Ατεκμηρίωτες είναι και οι τελικές εισηγήσεις του καθ΄ου η αίτηση. Κατά την πρώτη, το ένταλμα, ως μέσο εκτέλεσης κατά το άρθρο 14(1) του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου Κεφ. 6 και το άρθρο 47 του περί Δικαστηρίων Νόμου (Ν.14/60), δεν υπόκειται σε ακύρωση με certiorari. Επιχειρηματολογία επ' αυτού δεν αναπτύχθηκε. Οι καθ' ων η αίτηση περιορίστηκαν στην πιο πάνω δήλωση, μάλιστα χωρίς αναφορά σε σχετική νομολογία. Σε διάφορες περιπτώσεις χειρισμοί ή αποφάσεις του Πρωτοκολλητή, ως δικαστικής φυσιογνωμίας, ελέγχθηκαν με certiorari (βλ. Evand Promotions Ltd κ.ά., Αίτηση Αρ. 62/98, ημερομηνίας 15.7.98, Evand Promotions Ltd κ.ά. v. Rutman (1999) 1 A.A.Δ. 568). Aλλά, ειδικότερα, στην υπόθεση Υerolemides v. Nicosia M/ty (1985) 1 C.L.R. 104 ακριβώς ακυρώθηκε με certiorari ένταλμα κατάσχεσης κινητών που εκδόθηκε για είσπραξη προστίμου, κατ' εφαρμογήν στην περίπτωση των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας. Λαμβάνω συναφώς υπόψη πως στην παρούσα περίπτωση ο Πρωτοκολλητής προφανώς άσκησε κρίση όπως προσπάθησα να εξηγήσω. (Βλ. και Christofi and Others v. Iacovidou (1986) 1 C.L.R. 236).
Κατά τη δεύτερη εισήγηση του καθ΄ου η αίτηση, προσφερόταν εναλλακτική θεραπεία δια μέσου της Δ.40 θ.7(β) και θ.15. Ούτε και επ' αυτού πρόσθεσε οτιδήποτε. Όμως o θ.7(β) αναφέρεται στην εξουσία του Δικαστηρίου για αναστολή της εκτέλεσης και δεν μπορώ να διακρίνω πώς αυτά όπως και η υπόθεση Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου, Αίτηση Αρ. 37/02, ημερομηνίας 22.7.02 την οποία επικαλέστηκε, συσχετίζονται προς το θέμα. Από την άλλη, ο θ.15, που αφορά στη δυνατότητα αναζήτησης οδηγιών από το δικαστήριο, αναφέρεται σε θέματα σχετιζόμενα προς την εκτέλεση, εννοείται ενόψει εντάλματος νομίμως και κατά δικαιοδοσία εκδοθέντος. Εξ ου και το σχετικό αίτημα το υποβάλλει και ο λειτουργός που είναι εντεταλμένος με την εκτέλεση και όχι ο ίδιος ο Πρωτοκολλητής που εν προκειμένω εκδίδει και σφραγίζει το ένταλμα. Δεν έχω, συναφώς, ικανοποιηθεί ότι ο θ.15 προσφέρεται ως μέσο για τον έλεγχο από το Επαρχιακό Δικαστήριο του κύρους εντάλματος και για ακύρωσή του ως εκδοθέντος από τον Πρωτοκολλητή κατά πλάνη περί το Νόμο ή χωρίς δικαιοδοσία. Κατά την τελευταία εισήγηση, αβάσιμη και αυτή, η αίτηση για άδεια για certiorari υποβλήθηκε με καθυστέρηση. Χωρίς οτιδήποτε πέραν τούτου και, όπως εξηγούν οι αιτητές, το ένταλμα εκδόθηκε μόλις στις 3.7.03 για να ακολουθήσει η διαδικασία της Δ.40 θ.16 για τη μεταφορά του από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας προς εκτέλεση. Οπότε και υποβλήθηκε η αίτηση για άδεια, στις 3.9.03.
Η αίτηση επιτυγχάνει, με έξοδα. Εκδίδεται διάταγμα certiorari και το ένταλμα κατάσχεσης που εκδόθηκε και σφραγίστηκε από τον Πρωτοκολλητή ακυρώνεται.
Η αίτηση γίνεται δεκτή.