ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2004) 1 ΑΑΔ 720
23 Μαρτίου, 2004
[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]
1. C.T.A. TECHNO MARKETING LTD.,
2. ΚΩΣΤΑΣ ΤΑΝΤΗΣ,
Εφεσείοντες-Εναγόμενοι,
v.
ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΚΥΠΡΟΥ ΛΤΔ.,
Εφεσιβλήτων-Εναγόντων.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 11449)
Συμβάσεις ― Σύμβαση παραχώρησης τραπεζικού δανείου και σύμβαση εγγύησης ― Αμφισβήτηση εγκυρότητας των συμβάσεων ― Ισχυρισμοί για υπερχρέωση τόκου και για ανατοκισμό ― Έκδοση απόφασης για το χρεωστικό υπόλοιπο του λογαριασμού της πρώτης εφεσείουσας το οποίο εγγυήθηκε ο δεύτερος εφεσείων, επικυρώθηκε κατ' έφεση.
Η εφεσίβλητη εξασφάλισε απόφαση εναντίον των εφεσειόντων για το ποσό των £23.484,69 πλέον τόκους ως χρεωστικό υπόλοιπο λογαριασμού της πρώτης εφεσείουσας το οποίο εγγυήθηκε ο δεύτερος εφεσείων.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχθηκε τη μαρτυρία της εφεσίβλητης και απέρριψε τους ισχυρισμούς των εφεσειόντων για ακυρότητα της σύμβασης μεταξύ της εφεσίβλητης και της εφεσείουσας 1, την ακυρότητα της σύμβασης εγγύησης του εφεσείοντος 2, την υπερχρέωση τόκου και του ανατοκισμού που, κατ' ισχυρισμό των εφεσειόντων, καθιστούσε την σύμβαση άκυρη.
Οι εφεσείοντες εφεσίβαλαν την απόφαση προβάλλοντας τους ακόλουθους λόγους έφεσης:
1) Το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι υπήρχε έγκυρη συμφωνία μεταξύ των διαδίκων και ότι η εφεσείουσα 1 όφειλε να καταβάλει το ποσό της απόφασης, είναι εσφαλμένο.
2) Λανθασμένα το Δικαστήριο επιδίκασε τόκους προς 9% επί του ποσού της απόφασης.
3) Ο ανατοκισμός που επέβαλε η εφεσίβλητη στο υπόλοιπο του λογαριασμού τους, καθιστούσε ολόκληρη τη συμφωνία παράνομη και ως τέτοια έπρεπε να κηρυχθεί άκυρη από το Δικαστήριο.
4) Το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η σύμβαση εγγύησης ήταν έγκυρη και εκτελεστή, είναι εσφαλμένο.
Ο εφεσείων 2 προβάλλει τον ισχυρισμό ότι δεν έπρεπε να εκδοθεί απόφαση εναντίον του γιατί αυτός «δεν οχλήθηκε» για να πληρώσει ως διελάμβανε ο όρος 10 της σύμβασης.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Οι ισχυρισμοί των εφεσειόντων δεν ευσταθούν, αντίθετα αντικρούονται από τη μαρτυρία που παρουσίασε η εφεσίβλητη.
2. Το παράπονο των εφεσειόντων 1 ότι οι επιταγές τους επί του επίδικου λογαριασμού θα ετιμούντο μόνο αν υπήρχαν διαθέσιμα κεφάλαια είτε στον ίδιο τον λογαριασμό τους υπό προειδοποίηση και ότι ουδέποτε ζήτησαν, αποδέχθηκαν ή συμφώνησαν την παραχώρηση από την τράπεζα παρατραβήγματος, αντικρούεται από επιστολή των εφεσειόντων 1 ημερ. 24.5.96, το Τεκμήριο 1, όπου ρητά αναφέρεται ότι οι εν λόγω εφεσείοντες εξουσιοδοτούν την τράπεζα να τιμά όλες τις επιταγές τους και να χρεώνει με τις επιταγές αυτές τον ή τους λογαριασμούς τους τόσο καθ' ον χρόνο ο ή οι λογαριασμοί είναι πιστωτικοί ή χρεωστικοί ή δύνανται να καταστούν χρεωστικοί σαν αποτέλεσμα της ρηθείσης χρέωσης.
3. Το ποσό της απόφασης αποδεικνύεται από τις σχετικές καταστάσεις που καθώς αποφάνθηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδίδουν την αληθινή και πραγματική εικόνα των χρεώσεων και πιστώσεων στον επίδικο λογαριασμό.
4. Οι λόγοι έφεσης 2) και 3) ανωτέρω δεν αναπτύσσονται επαρκώς στη γραπτή αγόρευση του δικηγόρου τους. Το Ανώτατο Δικαστήριο δεν έχει κληθεί να αποστεί από το λόγο της απόφασης Τράπεζα Κύπρου & Άλλοι v. Koudounaris Food Products Ltd και Άλλων, στην οποία αποφασίστηκε ότι η προσθήκη τόκου 9% επί του συνόλου της οφειλής, που περιλάμβανε και τόκους, ήταν παράνομη και άκυρη. Κατά συνέπεια το Εφετείο ακύρωσε τον όρο αυτό αλλά η σύμβαση παρέμεινε έγκυρη.
Το τεκμήριο 1 οι όροι του οποίου ενσωματώθηκαν στην συμφωνία των εναγόντων με τους εναγομένους 1 δεν εμπεριείχε πρόνοια που αντίβαινε στον νόμο. Η χρέωση παράνομου τόκου στην πράξη στην συνέχεια δεν προσδίδει παράνομο χαρακτήρα στην σύμβαση. Οι ενάγοντες δικαιούνται στο μέρος εκείνο της αξίωσης τους που ο νόμος επιτρέπει δηλαδή το κεφάλαιο και τους συμφώνως του νόμου υπολογισθέντες τόκους (βλ. Τράπεζα Κύπρου κ.ά. ν. Koudounaris Food Products Ltd κ.ά. (1995) 1 Α.Α.Δ. 641).
5. Ο ισχυρισμός των εφεσειόντων ότι δεν υπήρχε νόμιμη αντιπαροχή γι' αυτό και η σύμβαση εγγύησης δεν ήταν έγκυρη είναι αντίθετος προς τη δικογραφημένη θέση τους και δεν νομιμοποιούνται να τον εγείρουν κατ' έφεση ενόψει και του ότι δεν παρουσίασαν μαρτυρία στο Δικαστήριο που να αποδεικνύει τον εν λόγω ισχυρισμό τους.
6. Ο λόγος ότι ο εφεσείων 2 δεν οχλήθηκε για να πληρώσει δεν ευσταθεί ενόψει επιστολής της εφεσίβλητης ημερ. 31.8.98 που απευθύνετο και προς αυτόν που συνιστούσε γραπτή ζήτηση προς πληρωμή και εξόφληση του χρέους.
Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Μαρσέλ κ.ά. ν. Λαϊκής Κυπριακής Τράπεζας Λτδ (2001) 1 A.A.Δ. 1858,
Τράπεζα Κύπρου κ.ά. ν. Koudounaris Food Products Ltd κ.ά. (1995) 1 Α.Α.Δ. 641.
Έφεση.
Έφεση από τους εναγόμενους κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού που δόθηκε στις 5/7/02 (Αρ. Αγωγής 5936/99) με την οποία δέκτηκε την εισήγηση ότι συνάφθηκε έγκυρη συμφωνία μεταξύ των εναγομένων και της ενάγουσας Τράπεζας και εξέδωσε απόφαση ως η αξίωση της ενάγουσας για το ποσό των £23.484,69 σεντ πλέον τόκους ως χρεωστικό υπόλοιπο λογαριασμού της πρώτης εφεσίβλητης το οποίο εγγυήθηκε ο δεύτερος εφεσίβλητος.
Χρ. Κατσούρης για Χρ. Πουργουρίδη, για τους Εφεσείοντες.
Στ. Χαραλάμπους για Γ. Σαββίδη, για τους Εφεσίβλητους.
Cur. adv. vult.
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: H ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από το Δικαστή Μ. Κρονίδη.
ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ.: Η εφεσίβλητη, Τράπεζα Κύπρου Λτδ., ενήγαγε τους εφεσείοντες στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού αξιώνοντας απόφαση για το ποσό των £23.484,69 σεντ πλέον τόκους ως χρεωστικό υπόλοιπο λογαριασμού της πρώτης εφεσίβλητης το οποίο εγγυήθηκε ο δεύτερος εφεσίβλητος.
Η εφεσίβλητη κάλεσε επτά μάρτυρες ενώπιον του Δικαστηρίου, όλοι υπάλληλοι της, για να αποδείξει την υπόθεση της. Οι εφεσείοντες δεν παρουσίασαν καμιά μαρτυρία προς υπεράσπιση τους.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού σχολίασε εκτεταμένα την ενώπιον του μαρτυρία που παρουσίασε η εφεσίβλητη, την αποδέχθηκε στην ολότητα της. Με βάση αυτή κατέληξε σε ευρήματα με τα οποία απέρριψε τους ισχυρισμούς των εφεσειόντων για ακυρότητα της σύμβασης μεταξύ της εφεσίβλητης και της εφεσείουσας 1, την ακυρότητα της σύμβασης εγγύησης του εφεσίβλητου 2, την υπερχρέωση τόκου και του ανατοκισμού που, κατ' ισχυρισμό των εφεσειόντων, καθιστούσε την σύμβαση άκυρη.
Οι εφεσείοντες με την έφεση τους και τους σχετικούς λόγους προβάλλουν και ενώπιον μας τους ίδιους ισχυρισμούς.
Με τους πρώτους δύο λόγους έφεσης προσβάλλεται ως εσφαλμένο το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι υπήρχε έγκυρη συμφωνία μεταξύ των διαδίκων και ότι η εφεσείουσα αρ. 1 όφειλε να καταβάλλει στην εφεσίβλητη το ποσό της απόφασης.
Έχουμε μελετήσει τους ισχυρισμούς των εφεσειόντων, όπως αυτοί αναπτύσσονται στη γραπτή αγόρευση του δικηγόρου τους. Οι ισχυρισμοί των εφεσειόντων δεν ευσταθούν, αντίθετα αντικρούονται από τη μαρτυρία που παρουσίασε η εφεσίβλητη. Περαιτέρω δε, όπως και το πρωτόδικο Δικαστήριο παρατηρεί, οι εφεσείοντες παραδέχονται στην Έκθεση Υπεράσπισης τους ότι ανοίχθηκε ο λογαριασμός δυνάμει υφιστάμενης συμφωνίας μεταξύ της εφεσείουσας 1 και της εφεσίβλητης. Επί του θέματος η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου μας βρίσκει σύμφωνους. Παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα:-
«Το πρώτο σημείο που ήγειρε ο ευπαίδευτος συνήγορος των Εναγομένων 1 και 2 κατά την τελική του αγόρευση ήταν πως δεν αποδείχθηκε συμφωνία ως δικογράφεται στην παράγραφο 2 της Έκθεσης Απαίτησης. Ότι ζητήθηκε με το Τεκμήριο 1, ανέφερε, δεν σημαίνει ότι έγινε αποδεχτό. Δεν υπάρχει επί τούτου μαρτυρία, υποστήριξε.
Δεν συμμερίζομαι την άποψη του συνηγόρου. Ο μάρτυρας Α. Γεωργίου τότε διευθυντής του υποκαταστήματος της Λεωφόρου Ομονοίας μαρτύρησε πως ανοίχθηκε ο λογαριασμός αφού ο Εναγόμενος 2 υπόγραψε την απόφαση της Εναγομένης 1 παραπέμποντας στο Τεκμήριο 1. Ο μάρτυρας Χ. Ηλία μαρτύρησε πως ο ίδιος «άνοιξε» τον λογαριασμό. Είναι πρόδηλο πως για να ανοιχτεί ο λογαριασμός η Ενάγουσα αποδέχτηκε την αίτηση - πρόταση της Εναγομένης 1.
Ότι ανοίχτηκε λογαριασμός και ότι υφίστατο συμφωνία προς τούτο μεταξύ της Ενάγουσας και των Εναγομένων 1 αποδέχονται οι Εναγόμενοι με τις παραγράφους 2 και 3 της Έκθεσης Υπεράσπισης τους.
Στην παράγραφο 3 της Εκθέσεως Υπερασπίσεως οι Εναγόμενοι διατείνονται πως ήταν όρος της συμφωνίας μεταξύ των Εναγόντων και των Εναγομένων 1 πως οι επιταγές των τελευταίων επί του επιδίκου λογαριασμού θα ετιμούντο μόνον εάν υπήρχαν διαθέσιμα κεφάλαια είτε στον ίδιο τον λογαριασμό τους υπό προειδοποίηση. Οι Εναγόμενοι 1, συνεχίζει, ουδέποτε ζήτησαν, απεδέχθησαν ή συμφώνησαν την παραχώρηση από την τράπεζα παρατραβήγματος.
Ως εκ τούτου καταλογίζεται στους Ενάγοντες, στην παράγραφο 10 της Έκθεσης Υπερασπίσεως, πως ενήργησαν χωρίς εξουσιοδότηση ή και καθ΄ υπέρβαση της εξουσιοδότησης που είχαν.
Παραπονούνται, δηλαδή, οι Εναγόμενοι γιατί η τράπεζα ετίμησε επιταγές των Εναγομένων 1 χωρίς να διαθέτουν οι τελευταίοι τα απαραίτητα κεφάλαια.
Είναι γεγονός πως αρχικά οι λογαριασμοί των Εναγομένων 1 λειτούργησαν κατ΄ αυτό τον τρόπο. Υπήρχαν κεφάλαια στον υπό προειδοποίηση που μεταφέρονταν στον όψεως όταν απαιτείτο για να καλύπτονται οι επιταγές των Εναγομένων 1 που η Τράπεζα ετιμούσε.
Η κατάσταση αυτή, που προδήλως ακολουθήθηκε προς εξασφάλιση των συμφερόντων της τράπεζας, δεν προμηνούσε απαρέκκλιτα πως δεν θα μπορούσε η τράπεζα να τιμήσει επιταγές των Εναγομένων 1 έστω και αν δεν υπήρχαν διαθέσιμα κεφάλαια στους λογαριασμούς τους.
Η συμφωνία για το άνοιγμα του επίδικου λογαριασμού δεν είναι γραπτή, μαρτυρείται όμως γραπτώς από την επιστολή/αίτηση των Εναγομένων 1 της 24.5.96, το Τεκμήριο 1, όπου ρητά στην παράγραφο 2 αναφέρεται πως οι Εναγομένοι 1 εξουσιοδοτούν την τράπεζα να τιμά όλες τις επιταγές τους και να χρεώνει με τις επιταγές αυτές τον ή τους λογαριασμούς των Εναγομένων 1 τόσον καθ' όν χρόνο ο ή οι λογαριασμοί είναι πιστωτικοί ή χρεωστικοί ή δύνανται να καταστούν χρεωστικοί σαν αποτέλεσμα της ρηθείσης χρέωσης.
Είναι στην βάση αυτής της επιστολής που συμφωνήθηκε και ανοίχτηκε ο επίδικος λογαριασμός συνεπώς οι Εναγόμενοι 1 και εζήτησαν και εσυμφώνησαν σε τέτοια τραπεζιτική διευκόλυνση, άσχετο αν η Τράπεζα δεν την παράσχε εξ υπαρχής.
Όμως και αργότερα όταν προέκυψε ζήτημα ανεπάρκειας των πιστωτικών τους υπολοίπων οι Εναγόμενοι 1 εζήτησαν διά του διευθυντή του Εναγομένου 2 από τον μάρτυρα Α. Γεωργίου να τιμηθούν οι επιταγές τους δίδοντας μάλιστα διαβεβαιώσεις για σύντομο κάλυψη τους με κεφάλαια από το εξωτερικό.
Ακόμη, η κάθε μια από τις επιταγές που τιμήθηκαν κατ' αυτό τον τρόπο συνιστούσε εντολή των Εναγομένων 1 προς την Τράπεζα για να πληρώσει τον δικαιούχο (βλ. άρθρα 3(1) και 73 του Περί Συναλλαγματικών Νόμου, Κεφ. 262).
Είμαι της ισχυράς άποψης πως τα όσα οι Εναγόμενοι διατείνονται στις παραγράφους 3 και 10 της υπερασπίσεως τους δεν μπορούν να ευσταθήσουν.»
Οι εφεσείοντες περαιτέρω αμφισβητούν και το ποσό της απόφασης. Ισχυρίζονται ότι δεν αποδείχθηκε το ύψος του ποσού με τη μαρτυρία που παρουσίασε η εφεσίβλητη. Το πρωτόδικο Δικαστήριο στηρίχθηκε στη μαρτυρία που είχε ενώπιον του και ειδικότερα τις καταστάσεις λογαριασμού, που παρουσιάσθηκαν ως Τεκμήριο 6, παράγωγα του ηλεκτρονικού υπολογιστή.
Βασιζόμενο το Δικαστήριο στην ενώπιον του μαρτυρία και έχοντας κατά νου την αυθεντία Μαρσέλ κ.ά. ν. Λαϊκής Κυπριακής Τράπεζας Λτδ. (2001) 1 Α.Α.Δ. 1858 κατέληξε, ορθά, ως ακολούθως:-
«Υπενθυμίζω πως στην παρούσα υπόθεση η υπεράσπιση ουδεμία μαρτυρία επρόσφερε. Δεν παρήλασε οιοσδήποτε μάρτυρας που να εισηγηθεί ότι η Α ή Β χρέωση στον επίδικο λογαριασμό δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα ή ότι πρόκειται για λανθασμένη καταχώριση. Ούτε εις οιονδήποτε των μαρτύρων των Εναγόντων επροτάθηκε κάτι τέτοιο. Αντιπαραθέτοντας τα δεδομένα με την υπόθεση Μαρσέλ (πιο πάνω) σημειώνω πως ο Εναγόμενος 2 πέραν από εγγυητής των Εναγομένων 1 ήταν και ο διευθυντής τους και από πλευράς τους το φυσικό πρόσωπο που διεύθυνε τις επιχειρήσεις και λογαριασμούς τους. Είχε προσωπική ανάμειξη σε πλήρες επίπεδο στα του επιδίκου λογαριασμού. Όπως και οι Εναγόμενοι 1 έτσι και αυτός είχε πλήρη ευχέρεια, αν έτσι ήταν η πραγματικότητα, να αμφισβητήσει τις χρεώσεις που καταγράφονται στο Τεκμήριο 6.
Η μη προσφορά μαρτυρίας από τους Εναγομένους δεν ενδυναμώνει την υπόθεση των Εναγόντων, όμως ανεξάρτητα τούτου υπό τις περιστάσεις αισθάνομαι ικανοποιημένος ότι οι σχετικές καταστάσεις αποδίδουν την αληθινή και πραγματική εικόνα των χρεώσεων και πιστώσεων στον επίδικο λογαριασμό.»
Με τον τρίτο λόγο έφεσης οι εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι λανθασμένα το Δικαστήριο επεδίκασε τόκους προς 9% επί του ποσού της απόφασης. Ο λόγος αυτός δεν ανταπτύσσεται επαρκώς στη γραπτή αγόρευση του δικηγόρου των εφεσειόντων και θεωρούμε ότι έχει εγκαταλειφθεί. Εν πάση όμως περιπτώσει, έχουμε καταλήξει ότι το μέρος αυτό της απόφασης του Δικαστηρίου υποστηρίζεται επαρκώς τόσο από την πραγματική όσο και την προφορική μαρτυρία.
Με τον τέταρτο λόγο έφεσης οι εφεσείοντες προβάλλουν τον ισχυρισμό ότι ο ανατοκισμός που επέβαλε η εφεσίβλητη στο υπόλοιπο του λογαριασμού τους καθιστούσε ολόκληρη τη συμφωνία παράνομη και ως τέτοια έπρεπε να κηρυχθεί από το Δικαστήριο άκυρη. Υποβάλλουν, με το περίγραμμα τους, οι εφεσείοντες ότι η αυθεντία Τράπεζα Κύπρου και Άλλοι ν. Koudounaris Food Products Ltd. και Άλλων (1995) 1 Α.Α.Δ. 641 δεν έπρεπε να τύχει εφαρμογής στην παρούσα υπόθεση γιατί όπως αναφέρουν «είναι ασυμβίβαστη με τον περί Συμβάσεων Νόμο και τις πρόνοιες του Νόμου 42/77.»
Η γενική αυτή τοποθέτηση δεν αναπτύσσεται στο περίγραμμα του δικηγόρου τους. Δεν έχουμε κληθεί να αποστούμε από το λόγο της πιο πάνω απόφασης. Στην υπόθεση Koudounaris αποφασίστηκε ότι η προσθήκη τόκου 9% επί του συνόλου της οφειλής, που περιλάμβανε και τόκους, ήταν παράνομη και άκυρη. Κατά συνέπεια το Εφετείο ακύρωσε τον όρο αυτό αλλά η σύμβαση παρέμεινε έγκυρη.
Παρόμοια επιχειρήματα οι εφεσείοντες ανέπτυξαν και ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου το οποίο αποφάσισε, ορθά, ως εξής:-
«Αναφορικά με το ζήτημα του τόκου, ο συνήγορος των Εναγομένων υποστήριξε κατά την τελική του αγόρευση πως ο ανατοκισμός συνιστούσε υπό τις περιστάσεις χρέωση τόκου πέραν του ανώτατου επιτρεπτού ορίου και ήταν παράνομος. Εισηγήθηκε πως ως εκ τούτου η σύμβαση μεταξύ των Εναγόντων και των Εναγομένων 1 ήταν άκυρη αφού εμπεριείχε πρόνοια για παρανομία.
Δεν συμμερίζομαι τη θέση του συνηγόρου υπεράσπισης. Ο όρος 7 του Τεκμηρίου 1 είναι ξεκάθαρος επί το ότι πέραν της επιβολής του μέγιστου εν ισχύ επιτοκίου θα γίνεται κεφαλαιοποίηση δύο φορές τον χρόνο νοουμένου ότι τέτοια κεφαλαιοποίηση δεν θα αντίβαινε στην εκάστοτε εν ισχύ νομοθεσία.
Συνεπώς το Τεκμήριο 1 οι όροι του οποίου ενσωματώθηκαν στην συμφωνία των Εναγόντων με τους Εναγομένους 1 δεν εμπεριείχε πρόνοια που αντίβαινε στον νόμο. Η χρέωση παράνομου τόκου στην πράξη στην συνέχεια δεν προσδίδει παράνομο χαρακτήρα στην σύμβαση. Οι Ενάγοντες δικαιούνται στο μέρος εκείνο της αξίωσης τους που ο νόμος επιτρέπει δηλαδή το κεφάλαιο και τους συμφώνως του νόμου υπολογισθέντες τόκους (βλ. Τράπεζα Κύπρου κ.ά. ν. Koudounaris Ltd. κ.ά. (1995) 1 Α.Α.Δ. 641).»
Επικροτούμε το πιο πάνω απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση και απορρίπτουμε το λόγο έφεσης.
Με τον τελευταίο λόγο έφεσης προσβάλλεται ως λανθασμένο το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η σύμβαση εγγύησης ήταν έγκυρη και εκτελεστή. Τη θέση αυτή οι εφεσείοντες τη στηρίζουν στον ισχυρισμό ότι δεν υπήρχε νόμιμη αντιπαροχή. Εφόσον ισχυρίζονται οι εφεσείοντες ότι η εφεσίβλητη δεν παραχώρησε προς την εφεσείουσα 1 οποιεσδήποτε διευκολύνσεις μετά την υπογραφή της σύμβασης εγγύησης η τελευταία δεν ήταν έγκυρη και ο εφεσείων 2 δεν υπείχε καμιά υποχρέωση.
Η σύμβαση εγγύησης με τον εφεσείοντα 2 υπογράφτηκε μετά από αίτημα του ίδιου, μεταξύ άλλων «και/ή δώσει ή δίδει οποιαδήποτε παράταση χρόνου στον πρωτοφειλέτη, προσωπικά και/ή από κοινού με οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο ή πρόσωπα...»
Το πρωτόδικο Δικαστήριο στην εμπεριστατωμένη απόφαση του αναφέρει για το θέμα της αντιπαροχής τα ακόλουθα:-
«Αντιπαροχή υφίστατο. Ότι προφανώς ήθελε να ισχυριστεί ο Εναγόμενος 2 είναι πως υπήρξε εκ των υστέρων αποτυχία της αντιπαροχής αφού είναι κοινό έδαφος πως μετά την συνομολόγηση της σύμβασης εγγυήσεως την 25.6.1997 ουδεμία τραπεζιτική διευκόλυνση εδόθηκε από την Ενάγουσα τράπεζα στην Εναγομένη 1 εταιρεία. Έχουμε δε σαν γεγονός πως 6 μήνες αργότερα την 31.12.1997 η τράπεζα δι' επιστολής της εζήτησε την εξόφληση του χρέους της Εναγομένης 1 εταιρείας εντός ενός μηνός και στην συνέχεια με επιστολή της ημερομηνίας 31.8.1998, 14 μήνες μετά την σύμβαση εγγύησης τερμάτισε την λειτουργία του λογαριασμού της Εναγομένης 1 εταιρείας και ένα ακόμη χρόνο μετά στις 17.8.1999 κατεχώρησε την παρούσα αγωγή.
Ότι χρήζει ιδιαίτερης προσοχής από την προαναφερθείσα παράγραφο 1 του εγγράφου της 25.6.1997 είναι η φράση «ή δώσει ή δίδει οποιαδήποτε παράταση χρόνου στον πρωτοφειλέτη». Η χρήση του διαζευκτικού «ή» υποδηλεί πως ακόμη και αν η μόνη παραχώρηση που η τράπεζα ως γεγονός προσέφερε ήταν η παροχή χρονικής παρατάσεως προς την Εναγομένη 1 εταιρεία αυτό θα συνιστούσε καλή αντιπαροχή. Ο Εναγόμενος 2 το αποδέκτηκε αυτό προτείνοντας το ο ίδιος στην τράπεζα.
Στους Pollock & Mulla (πιο πάνω) αναφέρεται στην σελ. 948 - 949 πως αποφυγή/υπομονή (forbearance) να ενάξεις κάποιον είναι η πιο διαδεδομένη αντιπαροχή σε μια σύμβαση εγγυήσεως.»
Και πιο κάτω στην απόφαση αναφέρονται τα ακόλουθα:-
«Στην προκειμένη περίπτωση αναμφίβολα εδόθηκε λογικός χρόνος υπό τις περιστάσεις, αφού οι Εναγομένοι 1 οχλήθηκαν για να πληρώσουν μόλις στις 31.12.97, η λειτουργία του λογαριασμού τερματίστηκε στις 31.8.1998 ενώ η αγωγή καταχωρίστηκε 26 μήνες μετά την σύμβαση της εγγύησης.
Σημειώνω δε στο στάδιο τούτο πως στην παράγραφο 7 της Έκθεσης Υπερασπίσεως γίνεται παραδεχτό πως: «...... οι Ενάγοντες παραχώρησαν τραπεζιτικές διευκολύνσεις προς τους Εναγομένους 1 μετά την υπογραφή της εγγυήσεως ....». Συνεπώς το ζήτημα δεν ήταν καν επίδικο.»
Είναι γεγονός ότι στην Έκθεση Υπεράσπισης των εφεσειόντων γίνεται ρητά παραδοχή ότι η εφεσίβλητη παραχώρησαν τραπεζικές διευκολύνσεις στην εφεσείουσα 1 μετά την υπογραφή της εγγύησης. Σημειώνουμε επίσης ότι οι εφεσείοντες δεν παρουσίασαν καμιά μαρτυρία στο Δικαστήριο για την απόδειξη των δικών τους ισχυρισμών. Οι εφεσείοντες δεν νομιμοποιούνται σήμερα να εγείρουν τέτοιους ισχυρισμούς, αντίθετους με τη δικογραφημένη θέση τους.
Επικροτούμε ως ορθές τις θέσεις της πρωτόδικης απόφασης όπως εκφράζονται στα πιο πάνω αποσπάσματα.
Περαιτέρω ο εφεσείων 2 προβάλλει τον ισχυρισμό ότι δεν έπρεπε να εκδοθεί απόφαση εναντίον του γιατί αυτός δεν «οχλήθηκε» για να πληρώσει ως διελάμβανε ο όρος 10 της σύμβασης εγγύησης.
Ο ισχυρισμός αυτός δεν ευσταθεί. Όπως ορθά αποφαίνεται και το πρωτόδικο Δικαστήριο η επιστολή της εφεσίβλητης, ημερ. 31.8.1998, που απευθύνετο και στον εφεσείοντα 2 συνιστούσε γραπτή ζήτηση προ πληρωμή και εξόφληση του χρέους. Επίσης είναι ορθή η θέση του πρωτόδικου Δικαστηρίού ότι το θέμα δεν ήταν επίδικο αφού οι εφεσείοντες δεν αρνήθηκαν αντίθετους ισχυρισμούς της παραγράφου 5 της Έκθεσης Απαίτησης της εφεσίβλητης.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.