ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2004) 1 ΑΑΔ 629
12 Μαρτίου, 2004
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΟ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ
[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π., ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]
ΝΤΕΡΕΚ ΝΤΑΓΚΛΑΣ,
Εφεσείων,
ν.
ΝΟΤΑΣ ΝΤΑΓΚΛΑΣ,
Εφεσίβλητης.
(Έφεση Αρ. 170)
Αποφάσεις και διατάγματα ― Ενδιάμεσο διάταγμα που εκδόθηκε με μονομερή αίτηση ― Ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση ― Η συνολική της επάρκεια συναρτάται τόσο προς τη φύση του περιεχομένου της όσο και προς την ύπαρξη στοιχείων που να στηρίζουν τους ισχυρισμούς που εκτίθενται σ' αυτή ― Αναμφιβόλως, οποιοδήποτε τεκμήριο μπορεί να βεβαιώσει τους ισχυρισμούς στην ένορκη δήλωση είναι ορθό να προσκομίζεται μαζί της.
Αποφάσεις και διατάγματα ― Ενδιάμεσο διάταγμα που εκδόθηκε με μονομερή αίτηση ― Ισχυρισμός για παράλειψη αποκάλυψης ουσιωδών γεγονότων και για μη ικανοποίηση της τρίτης προϋπόθεσης του Άρθρου 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 (Ν. 14/60) ― Δεν τεκμηριώθηκαν.
Αποφάσεις και διατάγματα ― Ενδιάμεσο διάταγμα που εκδόθηκε με μονομερή αίτηση ― Εξουσία του Δικαστηρίου δυνάμει του Άρθρου 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 (Ν. 14/60) ― Δεν υπεισέρχεται σε διάγνωση της ουσίας της αγωγής.
Εφετείο ― Παρατηρήσεις Εφετείου αναφορικά με την καθυστέρηση που σημειώθηκε μεταξύ της έκδοσης διατάγματος ex parte και της τελικής διαμόρφωσής του με την απόφαση του Δικαστηρίου.
Στις 6.8.1999 η εφεσίβλητη καταχώρησε αίτηση στο Οικογενειακό Δικαστήριο για διευθέτηση των περιουσιακών της απαιτήσεων κατά του πρώην συζύγου της, του εφεσείοντος. Αυτές αφορούσαν, μεταξύ άλλων, ένα διαμέρισμα το οποίο ήταν εγγεγραμμένο κατά ήμισυ μερίδιο στον κάθε διάδικο και ως προς το οποίο η εφεσίβλητη ζητούσε το ήμισυ του αγοραίου ενοικίου του, καθ' όσον τούτο κατείχετο από τον εφεσείοντα, ένα χωράφι με αποθήκες εγγεγραμμένο στο όνομα του εφεσείοντος αναφορικά προς το οποίο η εφεσίβλητη ζητούσε διάταγμα για το ήμισυ μερίδιο ως η συνεισφορά της, και τραπεζικούς λογαριασμούς ως προς τους οποίους η εφεσίβλητη ζητούσε επίσης το ήμισυ μερίδιο ως η συνεισφορά της. Ταυτόχρονα, η εφεσίβλητη καταχώρησε και αίτηση ex parte με την οποία ζητούσε διάταγμα για τη δέσμευση των πιο πάνω περιουσιακών στοιχείων του εφεσείοντος.
Η αίτηση έγινε δεκτή ως προς το διαμέρισμα, το χωράφι και τους δύο από τους τέσσερις λογαριασμούς. Το εκδοθέν διάταγμα έγινε οριστικό με μια διαφοροποίηση ώστε αντί ολόκληρο το χωράφι να αφορά τα δύο τρίτα μερίδια αυτού.
Ο εφεσείων εφεσίβαλε την απόφαση προβάλλοντας τους ακόλουθους λόγους:
1. Κακώς είχε εκδοθεί το ex parte διάταγμα στη βάση μόνο της ένορκης δήλωσης της εφεσίβλητης χωρίς την προσκόμιση στοιχείων που να αποδείκνυαν τους ισχυρισμούς της.
2. Λανθασμένα το Οικογενειακό Δικαστήριο θεώρησε ότι η μη αποκάλυψη ορισμένων στοιχείων από την εφεσίβλητη στην ένορκη δήλωσή της δεν ήταν ουσιώδης.
3. Το Οικογενειακό Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη ότι υπήρχε αμφισβήτηση γεγονότων σχετικά με την απόκτηση των εν λόγω περιουσιακών στοιχείων και ότι το κύριο μέρος της περιουσίας του εφεσείοντος, επί της οποίας εγείρει απαίτηση η εφεσίβλητη είχε κληρονομική προέλευση ή εδημιουργήθει πριν από το γάμο.
4. Η διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι αν δεν συνέχιζε σε ισχύ το διάταγμα υπήρχε πιθανότητα να μην ικανοποιηθεί τελικά η απαίτηση της εφεσίβλητης, ήταν εσφαλμένη.
5. Οι δύο από τους λογαριασμούς του που δεν εδεσμεύτηκαν, ήταν ο μεν ένας χρεωστικός ο δε άλλος είχε κλείσει και το υπόλοιπό του είχε μεταφερθεί στον ένα από τους δύο δεσμευθέντες λογαριασμούς, ώστε να του ήταν δώρο άδωρο.
6. Δεν εδικαιολογείτο η δέσμευση του ενός δευτέρου μεριδίου του στο διαμέρισμα.
7. Μεσολάβησε πολύς χρόνος μεταξύ της έκδοσης του διατάγματος ex parte στις 6.8.1999 και της τελικής διαμόρφωσής του με την απόφαση του Οικογενειακού Δικαστηρίου στις 18.11.2002 με αποτέλεσμα να παραβιασθούν τα δικαιώματά του κάτω από τα Άρθρα 6 και 8 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.
Οι νομικές αρχές που το Ανώτατο Δικαστήριο εφάρμοσε, απορρίπτοντας την έφεση φαίνονται επαρκώς στις πιο πάνω περιληπτικές σημειώσεις.
Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα εναντίον του εφεσείοντος.
Παρατηρήσεις Εφετείου: Το Εφετείο δεν εξέτασε την εισήγηση του εφεσείοντος που αναφέρεται στην παράγραφο 7 ανωτέρω, επειδή δεν αναπτύχθηκε με αναφορά στα γεγονότα ή στη νομολογία. Εξέφρασε όμως την έκπληξη και την ανησυχία του για την καθυστέρηση που σημειώθηκε στην παρούσα υπόθεση.
Έφεση.
Έφεση από τον καθ' ου η αίτηση κατά της απόφασης του Οικογενειακού Δικαστηρίου Λευκωσίας που δόθηκε στις 19/11/02 (Αρ. Αγωγής 143/99) με την οποία έγινε δεκτή ex parte αίτηση της αιτήτριας για δέσμευση διαφόρων περιουσιακών στοιχείων του πρώην συζύγου της, ο γάμος των οποίων λύθηκε στις 16/3/98, ως προς το μερίδιο της συνεισφοράς της στην απόκτηση της περιουσίας αυτής και με την οποία το σχετικό διάταγμα ως προς τις απαιτήσεις της κατέστη οριστικό.
Ο Εφεσείων εμφανίζεται προσωπικά.
Α. Χριστοφίδου, για την Εφεσίβλητη.
Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Χατζηχαμπής, Δ..
ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.: Ο γάμος των διαδίκων λύθηκε στις 16.3.1998. Στις 6.8.1999 η Εφεσίβλητη κατεχώρησε Αίτηση στο Οικογενειακό Δικαστήριο για διευθέτηση των περιουσιακών απαιτήσεων της κατά του Εφεσείοντα. Αυτές αφορούσαν ένα διαμέρισμα το οποίο ήταν εγγεγραμμένο κατά ήμισυ μερίδιο στον κάθε διάδικο και ως προς το οποίο η Εφεσίβλητη ζητούσε το ήμισυ του αγοραίου ενοικίου του καθ' όσον τούτο κατείχετο από τον Εφεσείοντα, ένα χωράφι με αποθήκες το οποίο ήταν εγγεγραμμένο στο όνομα του Εφεσείοντα και ως προς το οποίο η Εφεσίβλητη ζητούσε το ήμισυ μερίδιο ως η συνεισφορά της, και άλλα περιουσιακά στοιχεία, περιλαμβανομένων τραπεζικών λογαριασμών, άλλου ακινήτου και ενοικίων, ως προς τα οποία η Εφεσίβλητη ζητούσε επίσης το ήμισυ μερίδιο ως η συνεισφορά της. Μαζί με την Αίτηση της η Εφεσίβλητη κατεχώρησε και αίτηση ex parte με την οποία ζητούσε τη δέσμευση του διαμερίσματος, του χωραφιού και των τραπεζικών λογαριασμών του Εφεσείοντα. Η αίτηση έγινε δεκτή ως προς το διαμέρισμα, το χωράφι και τους δύο από τους τέσσερις λογαριασμούς αφού εκρίθη ότι η απαίτηση της Εφεσίβλητης διασφαλίζετο επαρκώς και ότι θα έπρεπε να αφεθεί και εύλογη οικονομική ευχέρεια στον Εφεσείοντα. Κατά την ακρόαση που ακολούθησε, εφ΄ όσον ο Εφεσείων έφερε ένσταση στη συνέχιση του εκδοθέντος διατάγματος, το διάταγμα έγινε οριστικό με μια διαφοροποίηση ώστε αντί ολόκληρο το χωράφι να αφορά τα δύο τρίτα μερίδια αυτού.
Ένας από τους λόγους έφεσης (ο πρώτος) διατυπώνει το παράπονο ότι κακώς είχε εκδοθεί το ex parte διάταγμα στη βάση μόνο της ένορκης δήλωσης της Εφεσίβλητης χωρίς την προσκόμιση στοιχείων που να αποδείκνυαν τους ισχυρισμούς της. Δεν υπάρχει όμως κανόνας ότι τα αναφερόμενα σε ένορκη δήλωση προς υποστήριξη ex parte αίτησης πρέπει και να τεκμηριώνονται με τον τρόπο που εισηγείται ο Εφεσίβλητος. Αναμφιβόλως, οποιοδήποτε τεκμήριο μπορεί να βεβαιώσει τους ισχυρισμούς στην ένορκη δήλωση είναι ορθό να προσκομίζεται μαζί της. Η συνολική επάρκεια όμως της ένορκης δήλωσης συναρτάται τόσο προς τη φύση του περιεχομένου της όσο και προς την ύπαρξη στοιχείων που να τους στηρίζουν. Εδώ η Εφεσίβλητη είχε προβεί σε επαρκή εξειδίκευση των απαντήσεων και της συνεισφοράς της και δεν αναμένετο να περιλάβει στην αίτηση της κάθε αποδεικτικό στοιχείο τούτων. Δεν μπορεί να λησμονείται ότι προς εκδίκαση δεν ήταν η ίδια η απαίτηση της, ως προς την οποία η μαρτυρία που είχε θα ήταν σχετική, αλλά το αίτημα της για ενδιάμεσο διάταγμα, ως προς το οποίο το Δικαστήριο δεν θα προέβαινε σε ευρήματα αξιοπιστίας σε σχέση με τη συνολική και τελική έκβαση της υπόθεσης αλλά μόνο σε σχέση με την ύπαρξη των προϋποθέσεων για έκδοση του αιτούμενου διατάγματος.
Διατυπώνεται επίσης παράπονο (στον έκτο λόγο έφεσης) ότι λανθασμένα το Οικογενειακό Δικαστήριο θεώρησε ότι η μη αποκάλυψη ορισμένων στοιχείων από την Εφεσίβλητη στην ένορκη δήλωσή της δεν ήταν ουσιώδης. Ο ευπαίδευτος Πρόεδρος όμως είχε ορθή αντίληψη των αρχών που διέπουν το θέμα, όπως προκύπτουν από τη νομολογία στην οποία αναφέρθηκε, και προέβη σε ορθή εφαρμογή τους καθ' όσον τα στοιχεία τα οποία ο Εφεσείων ισχυρίζετο ότι δεν απεκαλύφθησαν είτε έτυχαν εξήγησης είτε δεν ήταν δυνατό να είναι γνωστά είτε αμφισβητούντο είτε όντως δεν ήσαν ουσιώδη. Συμφωνούμε πλήρως με τη λεπτομερή αναφορά που ο ευπαίδευτος Πρόεδρος έκανε σε κάθε ένα από αυτά τα στοιχεια και στην άποψη του ως προς αυτά.
Σημαντικό μέρος της έφεσης (αφορά κυρίως τους λόγους έφεσης 2 και 5) συναρτάται προς την ουσία της κυρίως υπόθεσης. Το Οικογενειακό Δικαστήριο, λέγεται, δεν έλαβε υπ' όψη του ότι υπήρχε αμφισβήτηση γεγονότων σχετικά με την απόκτηση των εν λόγω περιουσιακών στοιχείων και ότι το κύριο μέρος της περιουσίας του Εφεσείοντα, επί της οποίας εγείρει απαίτηση η Εφεσίβλητη, απεκτήθη από κληρονομική περιουσία του Εφεσείοντα ή εδημιουργήθη πριν από το γάμο. Η επιχειρηματολογία που αναπτύσσεται προς υποστήριξη των εισηγήσεων αυτών απευθύνεται λοιπόν περισσότερο προς την ουσία της υπόθεσης παρά προς τα διέποντα ενδιάμεσα διατάγματα. Το Οικογενειακό Δικαστήριο δεν παραγνώρισε τη διαφορά που υπήρχε μεταξύ των διαδίκων και, αναφερόμενο με ορθή πληροφόρηση και αντίληψη στη νομολογία, αντίκρυσε το θέμα υπό το φως των προϋποθέσεων του άρθρου 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 σε συνάρτηση με τη βάση της απαίτησης της Εφεσίβλητης δυνάμει του άρθρου 14 του Ν 232/91 για να καταλήξει ότι, για σκοπούς της αίτησης, και σοβαρό ζήτημα προς εκδίκαση και οριακή πιθανότητα επιτυχίας υπήρχε, τοσούτο μάλιστα εν όψει της τεκμαιρόμενης στο άρθρο 14(2) συνεισφοράς της Εφεσίβλητης (η οποία εργάζετο αλλά και φρόντιζε την οικογένεια καθ΄ όλη τη διάρκεια του γάμου) κατά το ένα τρίτο ως προς την επίδικη περιουσία που αποκτήθηκε μετά το γάμο. Ορθά όμως απέφυγε να υπεισέλθει σε κρίση επί των εκατέρωθεν εκδοχών ως προς τη συνεισφορά εκάστου συζύγου, υποδεικνύοντας ότι η διαφωνία των διαδίκων, ιδιαίτερα για συνεισφορά της Εφεσίβλητης πέραν του ενός τρίτου:
"... αφορούσε γεγονότα πάνω στα οποία θα περιστραφεί τελικά το αποτέλεσμα της αγωγής και τα οποία άπτονται των δικαιωμάτων των μερών και κατ' επέκταση το πλαίσιο μέσα στο οποίο θα αναζητηθεί η επίλυση της βρίσκεται έξω από τα πλαίσια της παρούσας διαδικασίας".
Ο Εφεσείων ζητά ουσιαστικά την αποδοχή της δικής του εκδοχής των πραγμάτων στο στάδιο της αίτησης. Κάτι τέτοιο θα ήταν αντινομικό και θα αντιστρατεύετο το σκοπό της επίδικης διαδικασίας.
Αλλά και ως προς τη διαπίστωση του ευπαιδεύτου Προέδρου ότι ικανοποιείτο και η τρίτη προϋπόθεση του άρθρου 32 παραπονείται ο Εφεσείων (με τον έβδομο λόγο έφεσης). Το παράπονο του επικεντρώνεται στη διαπίστωση του ευπαιδεύτου Προέδρου ότι η πιθανότητα να μην ικανοποιείτο τελικά η απαίτηση της Εφεσίβλητης αν δεν συνέχιζε σε ισχύ το διάταγμα ενισχύετο από το γεγονός ότι ο Εφεσίβλητος, όπως μάλιστα ο ίδιος κατέθεσε, είχε πρόθεση να υποθηκεύσει την περιουσία του για εξασφάλιση δανείου προς αποπεράτωση των κτιρίων στο εν λόγω χωράφι. Η προσέγγιση του Δικαστηρίου ήταν όμως ορθή, καθ' όσον η προτιθέμενη υποθήκευση θα περιόριζε ανάλογα την αξία όσο και τη διαθεσιμότητα της περιουσίας (έστω και αν, όπως λέγει ο Εφεσείων, η αξία της περιουσίας μπορεί να αυξάνετο με την ανέγερση άλλων κτιρίων) και έτσι και τις δυνατότητες απονομής πλήρους δικαιοσύνης στο τέλος της ημέρας. Το Δικαστήριο εξ άλλου δεν βασίσθηκε μόνο στην πρόθεση του Εφεσείοντα να υποθηκεύσει την περιουσία αλλά, και σε συνάρτηση, και στη διακηρυχθείσα προς την Εφεσίβλητη πρόθεση του να αποξενώσει την περιουσία, να εγκατασταθεί στο εξωτερικό και να χρησιμοποιήσει τα έσοδα για δικούς του σκοπούς. Δεν μπορεί μάλιστα να λησμονείται το γεγονός ότι το Δικαστήριο δέσμευσε τελικά μόνο τα δύο τρίτα μερίδια στο χωράφι, κρίνοντας τούτο επαρκή δέσμευση προς ικανοποίηση ενδεχόμενης επιτυχίας της Εφεσίβλητης και αφήνοντας έτσι σημαντική δυνατότητα και στον Εφεσείοντα για σκοπούς προώθησης των σχεδίων του. Έχουμε την άποψη ότι το Δικαστήριο τήρησε την ορθή ισορροπία υπό τις περιστάσεις και δεν παρέχεται πεδίο προς παρέμβασή μας.
Παραπονείται ακόμα ο Εφεσείων (στο λόγο έφεσης 4) για τη δέσμευση των δύο λογαριασμών του. Παρατηρεί ότι, αν και εδεσμεύθησαν μόνο δύο από τους τέσσερις λογαριασμούς για τους οποίους εζητείτο το διάταγμα για να του αφήνεται και εκείνου εύλογη οικονομική ευχέρεια, εν τούτοις, όπως διεφάνη στην ακρόαση, ο ένας από τους δύο μη δεσμευθέντες λογαριασμούς ήταν χρεωστικός ο δε άλλος (που ήταν στην Αγγλία) είχε κλείσει και το υπόλοιπο του είχε μεταφερθεί στον ένα από τους δύο δεσμευθέντες λογαριασμούς, ώστε να του ήταν δώρο άδωρο. Δεν είναι όμως έτσι που πρέπει να δούμε τα πράγματα. Εκτός του ότι ο Εφεσείων δεν κατάδειξε, ούτε ισχυρίζεται στην έφεση, καταπίεση ή αδυναμία διατήρησης του επιπέδου διαβίωσης ή δραστηριότητας του λόγω του διατάγματος, το αναγκαίο της δέσμευσης των δύο λογαριασμών δεν διαφοροποιείτο ως εκ της εκ των υστέρων διαπίστωσης της κατάστασης των άλλων δύο λογαριασμών. Η δέσμευση του εκρίθη αναγκαία στη βάση της απαίτησης της Εφεσίβλητης και της ικανοποίησης των προϋποθέσεων του άρθρου 32 και η διαπίστωση αυτή δεν ανατρέπεται.
Αλλά και για τη δέσμευση του ενός δευτέρου μεριδίου του στο διαμέρισμα παραπονείται ο Εφεσείων (με το λόγο έφεσης 3). Η εισήγηση του είναι ότι, καθ' όσον η ίδια η Εφεσίβλητη ανεγνώριζε ότι ήταν ιδιοκτήτης κατά το ένα δεύτερο μερίδιο δυνάμει συμφωνίας τους και δεν είχε οποιαδήποτε απαίτηση ως προς το εν λόγω ένα δεύτερο μερίδιο του, δεν δικαιολογείτο η δέσμευση του. Παραγνωρίζει η εισήγηση ότι η δέσμευση δεν γίνεται στη βάση απαίτησης επί της συγκεκριμένης περιουσίας αλλά στη γενικότερη βάση του άρθρου 32 προς διασφάλιση της δυνατότητας απονομής πλήρους δικαιοσύνης στο τέλος της ημέρας. Και ως προς τούτο, δεν έχουμε κληθεί, ούτε θεωρούμε ότι υπάρχει πεδίο παρέμβασής μας, με τη διακριτική εξουσία του Οικογενειακού Δικαστηρίου να καθαρίσει το εύρος της περιουσίας που έκρινε αναγκαίο να δεσμεύσει και που περιλάμβανε και το εν λόγω μερίδιο στο διαμέρισμα.
Με τον όγδοο και τελευταίο λόγο έφεσης ο Εφεσείων παραπονείται για τον πολύ χρόνο που μεσολάβησε μεταξύ της έκδοσης του διατάγματος ex parte στις 6.8.1999 και της τελικής διαμόρφωσης του με την απόφαση του Οκογενειακού Δικαστηρίου στις 18.11.2002. Όλο αυτό το διάστημα, λέγει, το διάταγμα ήταν σε ισχύ ως προς όλο το συμφέρον του στο χωράφι αντί μόνο ως προς τα δύο τρίτα μερίδια, όπως τελικά διαμορφώθηκε, η δε καθυστέρηση παραβίαζε τα δικαιώματα του κάτω από τα άρθρα 6 και 8 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Η εισήγηση όμως δεν αναπτύσσεται με αναφορά στα γεγονότα ή στη νομολογία και δεν είναι έτσι δυνατό να εξετασθεί περαιτέρω. Τα ενώπιον μας πρακτικά του Οικογενειακού Δικαστηρίου δείχνουν ότι η ακρόαση του διατάγματος άρχισε μόλις στις 8.3.2002. Δεν μας πληροφόρησε ο Εφεσείων που οφείλεται η καθυστέρηση στην εκδίκαση της. Παρά ταύτα, αν και ο λόγος έφεσης δεν μπορεί να επιτύχει, κρίνουμε αναγκαίο να εκφράσουμε την έκπληξη και την ανησυχία μας για το γεγονός ότι όχι μόνο η ακρόαση του διατάγματος καθυστέρησε τόσο αλλά και η ακρόαση της ίδιας της κυρίως Αίτησης προφανώς δεν διεξήχθη μέχρι τότε.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα υπέρ της Εφεσίβλητης και εναντίον του Εφεσείοντα.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εναντίον του εφεσείοντος.