ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2004) 1 ΑΑΔ 616
4 Μαρτίου, 2004
[ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στής]
FLENSBURGER SPARKASSE,
Ενάγουσα,
ν.
ΤΟΥ ΠΛΟΙΟΥ NAIME S (EX URANUS I) (ΑΡ. 1),
Εναγομένου.
(Αγωγή Ναυτοδικείου Αρ. 4/2004)
Ναυτοδικείο ― Διάταγμα σύλληψης πλοίου το οποίο εκδόθηκε με μονομερή αίτηση ― Ένσταση υπό του εναγόμενου πλοίου, με την οποία αμφισβητείτο η ορθότητά του εκδοθέντος διατάγματος, για ισχυριζόμενη μη αποκάλυψη ουσιωδών γεγονότων στην ένορκη δήλωση που συνόδευε την αίτηση και για αντικανονικότητα της ενόρκου δηλώσεως ― Κατά πόσο η ένσταση ευσταθούσε.
Ναυτοδικείο ― Θεσμοί Ναυτοδικείου θ.51 ― Ένορκος δήλωση που συνοδεύει μονομερή αίτηση με την οποία ζητείται διάταγμα σύλληψης πλοίου ― Τι πρέπει να περιέχει ― Σύμφωνα με το θ.54 το Δικαστήριο μπορεί να χορηγήσει διάταγμα σύλληψης πλοίου έστω και αν η ένορκος δήλωση δεν περιέχει όλες τις λεπτομέρειες.
Οι ιδιοκτήτες του εναγόμενου πλοίου καταχώρησαν ένσταση με την οποία αμφισβητούσαν την ορθότητα έκδοσης διατάγματος σύλληψης του, που εκδόθηκε, μετά από μονομερή αίτηση της ενάγουσας, ενυπόθηκου δανειστή του πλοίου, στις 20.2.2004. Στις 27.7.2004, όταν η αίτηση ήταν ορισμένη για ακρόαση, ο δικηγόρος της ενάγουσας καταχώρησε, μετά από άδεια του Δικαστηρίου, συμπληρωματική ένορκη δήλωση με την οποία υποστηρίζετο ότι, η ενάγουσα, παρόλο που ως ενυπόθηκος δανειστής του πλοίου, δεν όφειλε να αποκαλύψει την ύπαρξη συμφωνιών μεταξύ του νυν και του τέως ιδιοκτήτη του εναγόμενου πλοίου που όμως δεν τελεσφόρησαν, το έπραξε με το Τεκμήριο 2 που συνόδευε την αίτηση της 20.2.2004.
Η αίτηση έχει ως νομική βάση τους θεσμούς Ναυτοδικείου 50, 51, 54, 205, 206, 212 και 237. Υποστηρίζεται από ένορκο δήλωση του δικηγόρου κ. Μ. Μουσιούττα, σύμφωνα με την οποία, κατά τις πληροφορίες της ενάγουσας και/ή των Γερμανών δικηγόρων της και/ή εξόσων φαίνεται από τα Τεκμήρια 1 και 2, τα οποία επισυνάπτονται στην ένορκο δήλωση, η ενάγουσα είναι ενυπόθηκος δανειστής του εναγόμενου πλοίου δυνάμει πρώτης προτεραιότητας υποθήκης για το ποσό των Euro 6.186.631,76 εις εξασφάλιση για την παραχώρηση διαφόρων δανείων στο πλοίο.
Η ένσταση έχει ως νομική βάση ότι:
1) Οι ενάγοντες-αιτητές έχουν παραβεί τους κανόνες της επιείκειας επειδή δεν αποκάλυψαν όλα τα ουσιώδη γεγονότα όταν αποτάθηκαν μονομερώς στο Δικαστήριο.
2) Η ένορκος δήλωση η οποία συνοδεύει την αίτηση είναι αντικανονική και εισάγει ανεπίτρεπτη μαρτυρία και/ή μαρτυρία που το Δικαστήριο θα πρέπει να αγνοήσει.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Το περιεχόμενο της ενόρκου δήλωσης με την οποία ζητείται διάταγμα σύλληψης πλοίου πρέπει, σύμφωνα με το θ.51, να περιέχει τη φύση της αξίωσης. Πρέπει, επίσης, να αναφέρει ότι η αξίωση δεν έχει ικανοποιηθεί και ότι χρειάζεται τη βοήθεια του Δικαστηρίου για ικανοποίησή της. Περαιτέρω, σύμφωνα με το θ.54, το Δικαστήριο μπορεί να χορηγήσει το διάταγμα σύλληψης πλοίου έστω και αν η ένορκος δήλωση δεν περιέχει όλες τις λεπτομέρειες.
2. Στην παρούσα υπόθεση, η ένορκος δήλωση εκ μέρους της ενάγουσας ικανοποιεί πλήρως τις προϋποθέσεις των Θεσμών. Η αξίωση είναι in rem, η δε ενάγουσα, ως ενυπόθηκος δανειστής, έχει νομικό δικαίωμα το οποίο ακολουθεί το πλοίο, ανεξάρτητα από τυχόν αλλαγή στην ιδιοκτησία του. Συνεπώς τα όσα επικαλείται ο συνήγορος του εναγόμενου πλοίου ότι δεν αποκαλύφθηκαν και που αφορούν τις συμφωνίες που αναφέρονται ανωτέρω, είναι άσχετα με την in rem αξίωση της ενάγουσας. Αλλά και αν ακόμη θεωρηθεί ότι έχουν σχέση, η σχέση αυτή δεν είναι ουσιώδης, υπό την έννοια ότι εάν αποκαλύπτετο στο Δικαστήριο θα μπορούσε, ενδεχομένως, να απορριφθεί η αίτηση για διάταγμα σύλληψης του πλοίου.
3. Δεν είναι ορθό η αναφορά στις πηγές των πληροφοριών του ενόρκως δηλούντα να γίνεται διαζευκτικά. Στην παρούσα όμως υπόθεση το Τεκμήριο 2 αποτελεί πηγή των πληροφοριών του ενόρκως δηλούντα από την ίδια την ενάγουσα στη βάση των οποίων μπορούσε να εκδοθεί το διάταγμα, χωρίς να ληφθεί υπόψη η πληροφόρηση από τους δικηγόρους της ενάγουσας όπως αυτή περιέχεται στο Τεκμήριο 1, το οποίο επίσης επισυνάπτεται στην ένορκο δήλωση.
Το διάταγμα σύλληψης παρέμεινε σε ισχύ. Τα έξοδα επιδικάσθηκαν εις βάρος του εναγόμενου πλοίου.
Αγωγή Ναυτοδικείου.
Ένσταση εκ μέρους του ιδιοκτήτη του εναγόμενου πλοίου εναντίον του διατάγματος σύλληψης του πλοίου το οποίο εκδόθηκε κατόπιν μονομερούς αίτησης της ενάγουσας ημερ. 20/2/04 σε αγωγή in rem της ενάγουσας η οποία βάσει ένορκης δήλωσης είναι ενυπόθηκος δανειστής του πλοίου δυνάμει πρώτης προτεραιότητας υποθήκης για το ποσό των Euro 6.186.631,76 προς εξασφάλιση για την παραχώρηση διαφόρων δανείων στο πλοίο.
Γ. Χριστοδούλου, για την Ενάγουσα.
Α. Γιωρκάτζης, για τον Εναγόμενο.
Cur. adv. vult.
ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ.: Με αγωγή που καταχώρησε στις 20.2.2004 η ενάγουσα, ως ενυπόθηκος δανειστής, βάσει υποθήκης ημερομηνίας 24.2.1987, αξίωσε εναντίον του εναγόμενου πλοίου (α) το ποσό των Euro 2.113.754, το οποίο αντιπροσωπεύει το οφειλόμενο ποσό βάσει της υποθήκης, πλέον τόκο και (β) έξοδα.
Μετά από μονομερή αίτηση της ενάγουσας, ημερομηνίας 20.2.2004, εξέδωσα αυθημερόν διάταγμα για τη σύλληψη του εναγόμενου πλοίου στο λιμάνι της Λεμεσού. Εξέδωσα το διάταγμα, αφού ικανοποιήθηκα από τα γεγονότα, όπως εκτίθενται στην ένορκο δήλωση η οποία καταχωρήθηκε εκ μέρους της ενάγουσας, ότι η σύλληψη του πλοίου εδικαιολογείτο. Όταν η αίτηση επιδόθηκε στο πλοίο οι δικηγόροι του ιδιοκτήτη καταχώρησαν ένσταση με την οποία αμφισβητούν την ορθότητα της έκδοσης του διατάγματος επιδιώκοντας την ακύρωσή του. Στις 27.2.2004, όταν η αίτηση ήταν ορισμένη για ακρόαση, ο δικηγόρος της ενάγουσας ζήτησε την άδεια του Δικαστηρίου να καταχωρήσει συμπληρωματική ένορκο δήλωση. Αφού άκουσα και το δικηγόρο του εναγόμενου πλοίου, χορήγησα την άδεια για καταχώρηση συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης μέχρι την 1.3.2004, ημέρα κατά την οποία όρισα και την ακρόαση της αίτησης.
Η αίτηση έχει ως νομική βάση τους θεσμούς Ναυτοδικείου 50, 51, 54, 205, 206, 212 και 237. Υποστηρίζεται από ένορκο δήλωση του δικηγόρου κ. Μ. Μουσιούττα, σύμφωνα με την οποία, κατά τις πληροφορίες της ενάγουσας και/ή των Γερμανών δικηγόρων της και/ή εξόσων φαίνεται από τα Τεκμήρια 1 και 2, τα οποία επισυνάπτονται στην ένορκο δήλωση, η ενάγουσα είναι ενυπόθηκος δανειστής του εναγόμενου πλοίου δυνάμει πρώτης προτεραιότητας υποθήκης για το ποσό των Euro 6.186.631,76 εις εξασφάλιση για την παραχώρηση διαφόρων δανείων στο πλοίο. Η υποθήκη είναι εγγεγραμμένη στο Γερμανικό νηολόγιο του Flensburg προς όφελος της ενάγουσας. Το πλοίο έφερε προηγουμένως το όνομα URANUS I και ήταν και εξακολουθεί να είναι εγγεγραμμένο στο Γερμανικό νηολόγιο του Flensburg, στους Seefrancht Kontor Flensburg GmbH & Co Uranus KG (Seefrancht). Τώρα φέρει τη σημαία των νήσων Commoros και το όνομα NAIME S. Ούτε οι Γερμανικές αρχές ούτε η ενάγουσα, ως ενυπόθηκος δανειστής, συγκατατέθηκαν οποτεδήποτε για την παράλληλη εγγραφή του πλοίου στα νησιά Commoros ή για την αλλαγή σημαίας. Η ενάγουσα εξακολουθεί να είναι ενυπόθηκος δανειστής του πλοίου το οποίο και όφειλε να της καταβάλει, κατά ή περί την 31.12.2003, το ποσό των Euro 2.113.754 (πλέον τόκους και έξοδα), ποσό το οποίο, παρά τις επανειλημμένες εκκλήσεις της ενάγουσας, παρέλειψε και παραλείπει να της καταβάλει, με αποτέλεσμα η βοήθεια του Δικαστηρίου να είναι απαραίτητη για την εξασφάλιση της αξίωσης της ενάγουσας.
Η ένσταση έχει ως νομική βάση ότι "1. Οι Ενάγοντες-Αιτητές έχουν παραβεί τους κανόνες της επιείκειας καθ΄ότι, αν και αποτάθηκαν στο Δικαστήριο μονομερώς, εν τούτοις δεν αποκάλυψαν στο Δικαστήριο όλα τα ουσιώδη γεγονότα ή και παραπλάνησαν το Δικαστήριο. 2. Η Ένορκος Δήλωση η οποία συνοδεύει την αίτηση είναι αντικανονική και εισάγει ανεπίτρεπτη μαρτυρία και/ή μαρτυρία που το Δικαστήριο θα πρέπει να αγνοήσει." Υποστηρίζεται από ένορκο δήλωση της δικηγόρου κας Μ. Λαμάρη σύμφωνα με την οποία, ως την πληροφορεί ο ιδιοκτήτης του εναγόμενου πλοίου Sami Ismail ("Sami"), αυτός αγόρασε το πλοίο από τη Seefrancht. Στις 23.6.2003 πραγματοποιήθηκε στο Κάιρο συνάντηση για επίλυση των διαφορών που προέκυψαν από την πώληση του πλοίου μεταξύ εκπροσώπων του Sami, εκπροσώπων της Seefrancht και της ενάγουσας. Κατά τη συνάντηση υπεγράφη συμφωνία διευθέτησης των διαφορών μεταξύ του Sami και της Seefrancht και της ενάγουσας. (Τεκμήριο 3). Δυνάμει της συμφωνίας ο Sami θα κατέβαλλε $50.000, κατά ή πριν την 1.7.2003, και $170.000, κατά ή πριν την 30.7.2003, δια εκχωρήσεως ναύλου. Με την πληρωμή του ποσού των $170.000 η ενάγουσα και η Seefrancht θα παρέδιδαν στο Sami πιστοποιητικό το οποίο να επιβεβαιώνει τη διαγραφή του πλοίου από το Γερμανικό νηολόγιο ως και το νηολόγιο του Παναμά καθώς και επιστολή εκ μέρους της ενάγουσας η οποία να επιβεβαιώνει ότι όλες οι υποθήκες επί του πλοίου έχουν αποσυρθεί. Στις 19.7.2003 ο Sami κατέβαλε στην ενάγουσα το ποσό των $50.000. Αργότερα, προέκυψε διαφορά μεταξύ του Sami και της Seefrancht η οποία είχε ως αποτέλεσμα τη μη καταβολή του ποσού των $170.000 κατά ή πριν την 30.7.2003 ή σε οποιοδήποτε μεταγενέστερο χρόνο. Σύμφωνα με την ίδια ένορκο δήλωση η παράλειψη της ενάγουσας να αποκαλύψει στο Δικαστήριο την πιο πάνω συμφωνία του Καΐρου, όπως αποκλήθηκε, και τα συνακόλουθά της, συνιστούσε παράλειψη αποκάλυψης ουσιωδών γεγονότων και ή παραπλάνηση του Δικαστηρίου. Περαιτέρω, σύμφωνα πάντοτε με την ίδια ένορκο δήλωση, η αίτηση της ενάγουσας αιτήτριας θα πρέπει να απορριφθεί για το λόγο ότι η ένορκος δήλωση η οποία τη συνοδεύει "είναι αντικανονική και/ή παράτυπη με τον τρόπο που έχει γίνει, η δε μαρτυρία που περιέχει, προέρχεται από τους δικηγόρους των Εναγόντων στην Γερμανία Dr Shackow & Partner καθιστώντας έτσι την αίτηση των Εναγόντων χωρίς πραγματική υπόβαθρο αφού οι πληροφορίες που προέρχονται από τους δικηγόρους των Εναγόντων δεν συνιστά επαρκή πηγή πληροφόρησης και επομένως ούτε και επιτρεπτή και αποδεκτή μαρτυρία."
Με τη συμπληρωματική ένορκο δήλωση του δικηγόρου κ. Μ. Μουσιούττα υποστηρίζεται ότι η ενάγουσα, ως ενυπόθηκος δανειστής του πλοίου, δεν όφειλε να αποκαλύψει σε αγωγή in rem τη συμφωνία του Καΐρου η οποία, μάλιστα, σύμφωνα με την ίδια την ένορκο δήλωση της κας Μ. Λαμάρη, δεν τελεσφόρησε. Εν πάση περιπτώσει, η ενάγουσα, χωρίς να έχει υποχρέωση, με το Τεκμήριο 2 που συνόδευε την αίτηση της 20.2.2004, αποκάλυψε την ύπαρξη συμφωνιών μεταξύ των ενδιαφερομένων οι οποίες δεν τελεσφόρησαν. Όσον αφορά την πηγή γνώσης των πληροφοριών της ενόρκου δήλωσης της 20.2.2004 υποστηρίζεται ότι με το Τεκμήριο 1 και, κυρίως, με το Τεκμήριο 2 της ενόρκου δήλωσης της 20.2.2004, αποκαλύπτεται καθαρά ότι πηγή γνώσης του κ. Μ. Μουσιούττα ήταν τόσο οι δικηγόροι της ενάγουσας στη Γερμανία όσο και η ίδια η ενάγουσα.
Το περιεχόμενο της ενόρκου δήλωσης με την οποία ζητείται διάταγμα σύλληψης πλοίου πρέπει, σύμφωνα με το Θ.51, να περιέχει τη φύση της αξίωσης. Πρέπει, επίσης, να αναφέρει ότι η αξίωση δεν έχει ικανοποιηθεί και ότι χρειάζεται τη βοήθεια του Δικαστηρίου για ικανοποίησή της. Περαιτέρω, σύμφωνα με το θ.54, το Δικαστήριο μπορεί να χορηγήσει το διάταγμα σύλληψης πλοίου έστω και αν η ένορκος δήλωση δεν περιέχει όλες τις λεπτομέρειες. Στην Abdul Hamid Borgol and Co. v. The Ship "Akak Progress" (1985) 1 C.L.R. 672 (απόφαση Πική, Δ., όπως ήταν τότε) υποδεικνύεται ότι, εφόσον οι ενάγοντες συμμορφωθούν με τους Θεσμούς, δε μπορούν να επικριθούν γιατί δεν έχουν προβεί σε μια πιο εκτεταμένη αποκάλυψη γεγονότων.
Στην παρούσα υπόθεση κρίνω ότι η ένορκος δήλωση εκ μέρους της ενάγουσας ικανοποιεί πλήρως τις προϋποθέσεις των Θεσμών. Η αξίωση είναι in rem, εναντίον, δηλαδή, του πλοίου, η δε ενάγουσα, ως ενυπόθηκος δανειστής, έχει νομικό δικαίωμα το οποίο ακολουθεί το πλοίο, ανεξάρτητα από τυχόν αλλαγή στην ιδιοκτησία του. Συνεπώς, η συμφωνία του Καΐρου η οποία, μάλιστα, ως είναι κοινό έδαφος, δεν τελεσφόρησε, είναι άσχετη με την in rem αξίωση της ενάγουσας. Αλλά και αν ακόμη θεωρηθεί ότι έχει σχέση, η σχέση αυτή δεν είναι ουσιώδης, υπό την έννοια ότι εάν αποκαλύπτετο στο Δικαστήριο θα μπορούσε, ενδεχομένως, να απορριφθεί η αίτηση για διάταγμα σύλληψης του πλοίου. Ούτε, βέβαια, εγείρεται θέμα παραπλάνησης του Δικαστηρίου. Κατ' ακολουθία, η υπ' αρ. 1 νομική βάση της ένστασης δεν ευσταθεί. Όσον αφορά την υπ΄ αρ. 2 νομική βάση της ένστασης, ότι δηλαδή η αίτηση είναι αντικανονική και εισάγει ανεπίτρεπτη μαρτυρία και/ή μαρτυρία την οποία θα πρέπει να αγνοήσει το Δικαστήριο, παρατηρώ ότι, όντως, δεν είναι ορθό η αναφορά στις πηγές των πληροφοριών του ενόρκως δηλούντα να γίνεται διαζευκτικά. Όμως, στην προκείμενη περίπτωση, προκύπτει ξεκάθαρα ότι το μεν Τεκμήριο 1, το οποίο επισυνάπτεται στην ένορκο δήλωση του κ. Μ. Μουσιούττα, αποτελεί την πηγή των πληροφοριών του από τους δικηγόρους της ενάγουσας , το δε Τεκμήριο 2 αποτελεί την πηγή των πληροφοριών του από την ίδια την ενάγουσα. Και στα δύο Τεκμήρια αναφέρονται τα ίδια απαραίτητα στοιχεία στη βάση των οποίων μπορούσε να δικαιολογηθεί η αίτηση για διάταγμα σύλληψης του πλοίου. Το διάταγμα, επομένως, μπορούσε να εκδοθεί και χωρίς να ληφθεί υπόψη η πληροφόρηση από τους δικηγόρους της ενάγουσας όπως αυτή περιέχεται στο Τεκμήριο 1, το οποίο επισυνάπτεται στην ένορκο δήλωση του κ. Μ. Μουσιούττα.
Ενόψει των ανωτέρω, το διάταγμα σύλληψης του εναγόμενου πλοίου παραμένει. Τα έξοδα επιδικάζονται εις βάρος του εναγόμενου πλοίου.
To διάταγμα σύλληψης παραμένει σε ισχύ. Τα έξοδα επιδικάζονται εις βάρος του εναγόμενου πλοίου.