ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
ΚΕΦ.224 - Immovable Property (Tenure, Registration and Valuation) Law
ΚΕΦ.224 - Immovable Property (Tenure, Registration and Valuation) Law
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
(2004) 1 ΑΑΔ 546
18 Φεβρουαρίου, 2004
[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]
ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΠΑΠΑΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ,
Εφεσείων,
ν.
1. ΧΡΙΣΤΟΥ ΠΑΠΑΣΤΑΥΡΟΥ,
2. ΔΙΕΥΘΥΝΤΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΚΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟΥ ΚΑΙ ΧΩΡΟΜΕΤΡIΑΣ,
Εφεσιβλήτων.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 10809)
Ακίνητη Ιδιοκτησία ― Απόρριψη από το Επαρχιακό Δικαστήριο εφέσεων οι οποίες είχαν υποβληθεί δυνάμει του Άρθρου 80 του περί Ακινήτου Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτίμηση) Νόμου, Κεφ. 224, εναντίον αποφάσεων του Διευθυντή του Κτηματολογίου αναφορικά με συνοριακή διαφορά ― Αποφασίστηκε κατ' έφεση στο Ανώτατο Δικαστήριο ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο ενήργησε εντός των ορθών πλαισίων και επίσης ότι οι εκθέσεις του Διευθυντή δεν εστερούντο αιτιολογίας.
Ακίνητη Ιδιοκτησία ― Έφεση κατ' αποφάσεως του Διευθυντή Κτηματολογίου δυνάμει του Άρθρου 80 του περί Ακινήτου Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτίμηση) Νόμου, Κεφ. 224 ― Εξουσία Επαρχιακού Δικαστηρίου ― Δεν περιορίζεται στον έλεγχο της νομιμότητας της απόφασης του Διευθυντή, αλλά επεκτείνεται και στο θέμα της ορθότητάς της.
Ακίνητη Ιδιοκτησία ― Αποφάσεις Διευθυντή του Κτηματολογίου ― Δικαστικός έλεγχος ― Το βάρος αποδείξεως ότι η απόφαση του Διευθυντή ήταν λανθασμένη το φέρει ο εφεσείων.
Η παρούσα έφεση στρέφεται εναντίον της απορριπτικής απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου των εφέσεων-αιτήσεων του εφεσείοντος, δυνάμει του Άρθρου 80 του περί Ακινήτου Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτίμηση) Νόμου, Κεφ. 224, με τις οποίες αμφισβητούσε την ορθότητα απόφασης του Διευθυντή του Κτηματολογίου αναφορικά με διευθέτηση συνοριακής διαφοράς μεταξύ του κτήματός του και των κτημάτων των εφεσιβλήτων. Βασική εισήγηση του εφεσείοντος ήταν ότι έπασχε η μαρτυρία του χωρομέτρη του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας ο οποίος είχε διεξαγάγει τη χωρομετρική εργασία προς επίλυση της διαφοράς, στην οποία το Δικαστήριο στηρίχθηκε για να διαπιστώσει την ορθότητα των αποφάσεων του Διευθυντή. Ο εφεσείων παραπονείτο και για το ότι το Δικαστήριο αποφάσισε ότι δεν μπορούσε να εξετάσει εισήγηση του ότι οι αποφάσεις του Διευθυντή δεν ήσαν αιτιολογημένες καθ' όσον τέτοια εισήγηση δεν περιείχετο στους λόγους που αναφέροντο στις αιτήσεις-εφέσεις ως οι λόγοι για τους οποίους οι αποφάσεις του Διευθυντή προσβάλλονταν.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Η προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο χωρομέτρης του Τμήματος ".. εξετέλεσε τα εντεταλμένα καθήκοντά του με τον τρόπο που ανάφερε και συμφώνως της πρακτικής που ακολουθείται", είναι ορθή. Η εργασία του εν λόγω μάρτυρος ήταν, όπως παρατηρείται, εργασία γενόμενη για το Διευθυντή για σκοπούς των αιτήσεων, η δε ορθότητά της στήριζε ως ορθές και τις επ' αυτών αποφάσεις του Διευθυντή.
2. Η εξέταση από το Δικαστήριο της ουσιαστικής ορθότητας της εργασίας του Χωρομέτρη του Τμήματος και η κατάληξή του ως προς αυτή καθιστούσε και τις εκθέσεις του Διευθυντή αιτιολογημένες.
Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα υπέρ των εφεσιβλήτων και εναντίον του εφεσείοντος.
Αναφερόμενη υπόθεση:
Kafieros v. Theocharous (1978) 1 C.L.R. 619.
Έφεση.
Έφεση από τον εφεσείοντα-αιτητή κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας που δόθηκε στις 5/4/00 (Αρ. Αίτησης 650/97 & 651/97) με την οποία απορρίφθηκαν οι εφέσεις-αιτήσεις τις οποίες άσκησε κατά των αποφάσεων του καθ' ου η αίτηση 2 με τις οποίες δικαίωσε τους εφεσίβλητους οι οποίοι ως ιδιοκτήτες κτήματος όμορου με αυτό του εφεσείοντα, θεωρώντας ότι περίφραξη, την οποία κατασκεύαζε ο εφεσείων, του κτήματός του επενέβαινε στα κτήματα τους, αποτάθησαν στο Διευθυντή του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας για διευθέτηση συνοριακής διαφοράς στα πλαίσια του Άρθρου 58 του περί Ακινήτου Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτίμηση) Νόμου, Κεφ. 224.
Μ. Βορκάς, για τον Εφεσείοντα και στις δύο αιτήσεις.
Δ. Κυνηγοπούλου για Α. Ευαγγέλου, για τον Εφεσίβλητο 1 στην Αίτηση 650/97.
Ε. Χειμώνας για Θεμιστοκλέους, για τον Εφεσίβλητο 1 στην Αίτηση 651/97.
Cur. adv. vult.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Δ. Χατζηχαμπής.
ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.: Το κτήμα του Εφεσείοντα έχει κοινά σύνορα με τα κτήματα των Εφεσιβλήτων. Οι Εφεσίβλητοι, θεωρώντας ότι περίφραξη, την οποία κατασκεύαζε ο Εφεσείων, του κτήματος του επενέβαινε στα κτήματα τους, αποτάθησαν στο Διευθυντή του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας για διευθέτηση συνοριακής διαφοράς στα πλαίσια του άρθρου 58 του περί Ακινήτου Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτίμηση) Νόμου, Κεφάλαιο 224. Οι αποφάσεις του Διευθυντή δικαίωσαν του Εφεσίβλητους. Ο Εφεσείων απετάθη τότε στο Δικαστήριο με εφέσεις-αιτήσεις δυνάμει του άρθρου 80, αμφισβητώντας την ορθότητα των αποφάσεων του Διευθυντή. Οι εφέσεις-αιτήσεις απερρίφθησαν και ο Εφεσείων προσέβαλε, με την ενώπιον μας έφεση, τις αποφάσεις εκείνες.
Η βασική εισήγηση του Εφεσείοντα περιεχόμενη στους λόγους έφεσης 1 και 2, είναι ότι έπασχε η μαρτυρία του μάρτυρα Λιάτσου, του χωρομέτρη του Τμήματος ο οποίος διεξήγαγε τη χωρομετρική εργασία προς επίλυση της διαφοράς, στην οποία το Δικαστήριο στηρίχθηκε για να διαπιστώσει την ορθότητα των αποφάσεων του Διευθυντή. Η εισήγηση αυτή έχει ως επίκεντρο το ότι ο Λιάτσος παρουσίασε στο Δικαστήριο μόνο το σχέδιο (Τεκμήριο 7) στο οποίο φαίνονται τα αποτελέσματα της εργασίας του και δεν παρουσίασε τα στοιχεία των μετρήσεων τις οποίες έκανε από τα σταθερά σημεία τα οποία, όπως ήταν κοινό έδαφος, παρείχαν τη βάση για τις μετρήσεις που έπρεπε να γίνουν για σκοπούς της χωρομετρικής εργασίας. Και τούτο διότι, όπως ο ίδιος ο Λιάτσος ανέφερε, τα στοιχεία των μετρήσεων που γίνονται από τα σταθερά σημεία ελέγχονται κατά τη διεξαγωγή της χωρομετρικής εργασίας αλλά δεν καταγράφονται. Ως εκ τούτου, εισηγείται ο Εφεσείων, το μόνο στοιχείο που ήταν ενώπιον του Διευθυντή προς λήψη των αποφάσεων του ήταν το Τεκμήριο 7 και όχι τα στοιχεία εκείνα που θα καταδείκνυαν την ορθότητα της εικόνας που έδιδε το Τεκμήριο 7. Έπασχαν έτσι, καταλήγει η εισήγηση, και οι αποφάσεις του Διευθυντή αλλά και η ίδια η εφεσιβαλλόμενη απόφαση που πιστοποίησε την ορθότητά τους.
Η εισήγηση αυτή ετέθη και πρωτοδίκως και απαντήθηκε με αναφορά στο ότι το βάρος απόδειξης ότι η απόφαση του Διευθυντή δεν ήταν ορθή έφερε ο Εφεσείων (ίδε και Kafieros v. Theocharous (1978) 1 C.L.R. 619) και ότι το βάρος αυτό δεν απεσείσθη. Και τούτο διότι το Δικαστήριο αφ΄ ενός μεν απεδέχθη τη μαρτυρία του Λιάτσου και την ορθότητα της εργασίας που διεξήγαγε αφ΄ ετέρου δε ο Εφεσείων δεν παρουσίασε μαρτυρία που να καταδείκνυε ότι η εργασία την οποία διεξήγαγε ο Λιάτσος ήταν εσφαλμένη.
Έχουμε και εμείς την ίδια άποψη του πράγματος. Αν ο Λιάτσος είχε παρουσιάσει μόνο το Τεκμήριο 7, θα είχε έρεισμα εισήγηση για ανεπάρκεια της μαρτυρίας του. Ο Λιάτσος όμως έδωσε πλήρη μαρτυρία ως προς την εργασία που διεξήγαγε για να προβεί στις ενδεικνυόμενες μετρήσεις από τα σταθερά τριγωνομετρικά σημεία τα οποία, όπως ήδη υποδείξαμε, ήταν κοινό έδαφος ότι αποτελούσαν τα σημεία από τα οποία έπρεπε να είχαν γίνει οι μετρήσεις. Μάλιστα εβασίσθη στα αρχικά σχέδια, στα οποία τα εν λόγω σταθερά τριγωνομετρικά σημεία εσημειώνοντο με κουκίδα αντί με ορθογώνιο όπως στα εν χρήσει σχέδια, τα οποία παρείχαν έτσι το πλεονέκτημα μεγαλύτερης ακρίβειας μετρήσεων. Ακόμα δε, είχε υπ' όψη του και βασίσθηκε σε προηγούμενες χωρομετρικές εργασίες για διαχωρισμό οικοπέδων αλλά και φρεάτιο, ως επιπρόσθετα στοιχεία για τις μετρήσεις του. Ο Λιάτσος εξήγησε πλήρως την εργασία στην οποία προέβη για να κάμει τις αναγκαίες επί εδάφους μετρήσεις από τα σταθερά τριγωνομετρικά σημεία, ελέγχοντας τις και ως ορθές. Επικουρική δε ήταν και η μαρτυρία του τοπογράφου Σολιάτη ως προς τη μεγάλη ακρίβεια του οργάνου που χρησιμοποίησε ο Λιάτσος, αλλά και τον τρόπο διεξαγωγής τέτοιου είδους χωρομετρικής εργασίας. Με αυτά τα δεδομένα, η επάρκεια και ορθότητα της εργασίας του Λιάτσου δεν επηρεάζετο καθόλου από την έλλειψη των πρόχειρων σημειώσεων του κατά τη διενέργεια των επί του εδάφους μετρήσεων, που συνιστούσε τη "μηχανική" πτυχή του όλου εγχειρήματος με την έννοια της μετάδοσης των αποστάσεων που καταδείκνυαν οι μέθοδοι μέτρησης που εφαρμόσθησαν. Ήταν ορθή λοιπόν η προσέγγιση του ευπαίδευτου Δικαστή ότι ο Λιάτσος:
"...εξετέλεσε τα εντεταλμένα καθήκοντά του με τον τρόπο που ανάφερε και συμφώνως της πρακτικής που ακολουθείται. Δέχομαι την θέση του πως επροέβηκε σε χωρομετρική εργασία από τα σταθερά σημεία που ανάφερε με τη βοήθεια των βοηθών που παραδεκτά είχε μαζί του. ...... Έχω ικανοποιηθεί πως με την εμπειρία του και ακολουθώντας την πεπατημένη επροέβη σε ακριβή και ορθή μέτρηση."
Επιπροσθέτως, όπως παρατήρησε περαιτέρω ο ευπαίδευτος Δικαστής ως προς τον Εφεσείοντα:
"Η παρουσίαση της υπόθεσης του είχε την εγγενή αδυναμία ότι η πλευρά του δεν παρουσίασε χωρομετρική εργασία που να καταδεικνύει πως η γενόμενη, δια τον διευθυντή, από τον Α. Λιάτσο περιείχε σφάλμα. Επιχείρησε ουσιαστικά να πολεμήσει την υπόθεση του προσφέροντας μαρτυρία για συγκεκριμένη μέτρηση που διαφέρει από την κατάληξη του Α. Λιάτσου, δεν έπεισε όμως η μαρτυρία των μαρτύρων του πως αυτοί είχαν υπολογίσει ορθά την απόσταση και όχι ο μάρτυρας Α. Λιάτσος που και έμπειρος και ειλικρινής, το Δικαστήριο αποδέχθηκε ότι ήταν, και προέβηκε στη σχετική μέτρηση επί του αρχικού κτηματικού σχεδίου με τον ενδεδειγμένο τρόπο μέτρησης με χάρακα τόσο σε μέτρα όσο και σε πόδια."
Η εργασία την οποία έκαμε ο Λιάτσος ήταν, όπως παρατηρείται, εργασία γενόμενη για το Διευθυντή για σκοπούς των αιτήσεων, η δε ορθότητά της στήριζε ως ορθές και τις επ' αυτών αποφάσεις του Διευθυντή. Δεν υπήρχε άλλη εργασία που θα έκανε ο Διευθυντής προς λήψη απόφασης επί των αιτήσεων. Τούτο απαντά και τον τέταρτο λόγο έφεσης που, συμπλεκόμενος τα μέγιστα με τους λόγους έφεσης 1 και 2 προς τη μαρτυρία του Λιάτσου, προσβάλλει την ορθότητα των αποφάσεων του Διευθυντή. Το Δικαστήριο είναι την ίδια την ουσιαστική ορθότητα της απόφασης του Διευθυντή που ήλεγξε, και η οποία εξαρτάτο βεβαίως από την ορθότητα της εργασίας του Λιάτσου, ορθά αντιλαμβανόμενο τα πλαίσια του ρόλου του αφού, όπως υπέδειξε:
"Στα πλαίσια των υπό εκδίκαση εφέσεων το Δικαστήριο δεν περιορίζεται σε έλεγχο της νομιμότητας των αποφάσεων του Διευθυντή, αλλά επεκτείνεται και στο θέμα της ορθότητας τους (βλ. Αθανασάκη και Άλλοι ν. Χατζημάμα και Άλλου (1990) 1 Α.Α.Δ. 208, σελ. 211)."
Απομένει ο τρίτος λόγος έφεσης με τον οποίο ο Εφεσείων παραπονείται ότι κακώς το Δικαστήριο απεφάσισε ότι δεν μπορούσε να εξετάσει εισήγηση του Εφεσείοντα ότι οι αποφάσεις του Διευθυντή δεν ήσαν αιτιολογημένες καθ΄ όσον τέτοια εισήγηση δεν περιείχετο στους λόγους που αναφέροντο στις αιτήσεις-εφέσεις ως οι λόγοι για τους οποίους οι αποφάσεις του Διευθυντή προσβάλλονταν. Η προσέγγιση αυτή ήταν βεβαίως λανθασμένη αφού, όπως και το ίδιο το Δικαστήριο υπέδειξε, οι εφέσεις-αιτήσεις, καταχωρηθείσες στις 2.9.1997, δεν ήταν δυνατό να περιείχαν αναφορά στις αιτιολογημένες εκθέσεις του Διευθυντή που καταχωρήθησαν 17.9.1997, μετά που οι εφέσεις-αιτήσεις επιδόθησαν στο Διευθυντή, το δε αιτιολογημένο των αποφάσεων του Διευθυντή δεν ήταν επί μέρους λόγος αλλά το καθόλου ζητούμενο. Δεν υπήρξε όμως οποιαδήποτε συνέπεια ως εκ τούτου. Η αιτιολογία των εκθέσεων του Διευθυντή εταυτίζετο με την ορθότητα της διεξαχθείσας εργασίας στην οποία και εβασίσθησαν και δεν περιείχε οποιοδήποτε άλλο στοιχείο, ούτε θα αναμένετο να περιείχε. Εξ άλλου, και οι ίδιες οι εφέσεις-αιτήσεις είναι την ορθότητα της εργασίας εκείνης που προσέβαλλαν. Η εξέταση από το Δικαστήριο της ουσιαστικής ορθότητας της εργασίας του Λιάτσου και η κατάληξη της ως προς αυτή καθιστούσε και τις εκθέσεις του Διευθυντή αιτιολογημένες.
Η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται με έξοδα υπέρ των Εφεσιβλήτων και εναντίον του Εφεσείοντα.
Η�έφεση απορρίπτεται με έξοδα υπέρ των εφεσιβλήτων και εναντίον του εφεσείοντος.