ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2004) 1 ΑΑΔ 398
10 Φεβρουαρίου, 2004
[ΠΙΚΗΣ, Π., ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στές]
IACOVOU BROTHERS (CONSTRUCTIONS) LTD,
Εφεσείοντες,
v.
ΠΑΝΤΕΛΗ ΚΡΙΚΚΗ,
Εφεσιβλήτου.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 11158)
Αμέλεια ― Εργατικό ατύχημα ― Ευθύνη εργοδότη ― Παράλειψη νόμιμου καθήκοντος εργοδότη για παροχή ασφαλούς συστήματος και μέσων εργασίας για εργοδοτούμενό του ― Οδηγός οδοστρωτήρα ενώ βρισκόταν στην υπηρεσία των εργοδοτών του και εκτελούσε διατεταγμένη εργασία για εκτέλεση οδικών έργων, είχε υποστεί σοβαρές σωματικές κακώσεις όταν πήδηξε από τον οδοστρωτήρα, ο οποίος εξ αιτίας μηχανικής βλάβης, κινήθηκε ανεξέλεγκτα στον κατήφορο ― Η υπεράσπιση του αναπόφευκτου δυστυχήματος (inevitable accident) και του κρυμμένου ελαττώματος (latent defect), απορρίφθηκε ― Αποκλειστική ευθύνη για το ατύχημα είχαν οι εργοδότες.
Αμέλεια ― Συντρέχουσα αμέλεια ― Οδηγός οδοστρωτήρα ο οποίος πήδηξε από αυτόν για να σωθεί όταν ο οδοστρωτήρας λόγω μηχανικής βλάβης κινήθηκε ανεξέλεγκτα σε κατήφορο, δεν ήταν ένοχος συντρέχουσας αμέλειας ― Η επιλογή του τρόπου διάσωσης του κρίθηκε ως ο πλέον ακίνδυνος υπό το πρίσμα της αγωνίας της στιγμής και του διλήμματος στο οποίο βρέθηκε.
Αποζημιώσεις ― Ειδικές αποζημιώσεις ― Απώλεια απολαβών για την περίοδο από την ημερομηνία πρόκλησης εργατικού ατυχήματος και για τους επόμενους τρεις μήνες κατά τους οποίους ο εργοδοτούμενος ελάμβανε ανεργιακό επίδομα ― Με βάση τις πρόνοιες του Άρθρου 65(β) του Περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148, όπως τροποποιήθηκε με το Νόμο 4/87 και το Άρθρο 18 του περί Υποχρεωτικής Ασφάλισης και Ευθύνης Εργοδοτών Νόμου του 1989 (Ν. 174/89) το επίδομα ασθενείας δεν λαμβάνεται υπόψη στον υπολογισμό των αποζημιώσεων.
Αποζημιώσεις ― Ειδικές αποζημιώσεις ― Απώλεια απολαβών ― Υπολογίσθηκαν πρωτοδίκως στη βάση εσφαλμένης αντίληψης του θέματος που άπτεται του σκοπού και της φιλοσοφίας του τρόπου λειτουργίας των αποζημιώσεων.
Αποζημιώσεις ― Γενικές αποζημιώσεις ― Πολλαπλασιαστής και πολλαπλασιαστέος ― Απώλεια μελλοντικών απολαβών ― Μείωση ικανότητας για εργασία ― Εργοδηγός ηλικίας 38 ετών κατά το ατύχημα ― Απώλεια μελλοντικών απολαβών υπολογίσθηκε πρωτόδικα με εσφαλμένη μέθοδο ― Κατ' έφεση χρησιμοποιήθηκε ο πολλαπλασιαστής 10 με πολλαπλασιαστέο τη διαφορά που προκύπτει από την εργασία του αν δεν συνέβαινε το ατύχημα.
Αποζημιώσεις ― Μείωση ικανότητας για εργασία ― Αποτυχία του ενάγοντος να εργοδοτηθεί σε ελαφρότερη εργασία ― Δεν συνιστά παράγοντα επιδίκασης αποζημιώσεων.
Δικαστική παρέμβαση ― Παράμετροι επέμβασης του Δικαστηρίου κατά τη διαδικασία της ακρόασης.
Στις 16.3.1996, ο εφεσίβλητος ο οποίος βρισκόταν στην υπηρεσία των εφεσειόντων και εκτελούσε διατεταγμένη εργασία ως οδηγός οδοστρωτήρα ιδιοκτησίας των εφεσειόντων, εργολάβων των υπό εκτέλεση οδικών έργων στο δρόμο Παρεκκλησιάς-Κελλακίου, έπαθε σοβαρές σωματικές βλάβες, πόνο και ταλαιπωρία όταν, μετά από εκδήλωση μηχανικής βλάβης στον οδοστρωτήρα σε κατηφορικό δρόμο, αποφάσισε να πηδήξει στο δρόμο για να σωθεί. Για σκοπούς θεραπείας παρέμεινε εκτός εργασίας μέχρι τις 30.11.1997. Η υγεία του δεν αποκαταστάθηκε πλήρως και περιορίστηκε η ικανότητά του για εργασία με επιπτώσεις στις απολαβές του.
Ο εφεσίβλητος με αγωγή που καταχώρησε εναντίον των εργοδοτών του (εφεσειόντων) διεκδίκησε ειδικές και γενικές αποζημιώσεις για τις ζημιές που υπέστη εξαιτίας του δυστυχήματος για την πρόκληση του οποίου, θεώρησε τους εφεσείοντες ως αποκλειστικά υπεύθυνους. Οι τελευταίοι καταχώρησαν υπεράσπιση και το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού κατόπιν ακρόασης της υπόθεσης, καταλόγισε στους εφεσείοντες αποκλειστική ευθύνη για το δυστύχημα και επιδίκασε εναντίον τους και προς όφελος του εφεσίβλητου γενικές και ειδικές αποζημιώσεις £93.240 και £31.041 αντίστοιχα, τόκους και έξοδα.
Οι εφεσείοντες εφεσίβαλαν την απόφαση. Οι λόγοι έφεσης αφορούν:
1) Το θέμα της ευθύνης.
2) Τις αποζημιώσεις.
3) Δικονομικά σφάλματα που κατ' ισχυρισμό διέπραξε το Δικαστήριο κατά την ακροαματική διαδικασία.
Αναφορικά με το θέμα των αποζημιώσεων, οι εφεσείοντες υποστήριξαν ότι το Δικαστήριο δεν υπολόγισε σωστά τη χρονική περίοδο ανικανότητας του εφεσίβλητου με αποτέλεσμα να επιδικάσει προς όφελός του μεγαλύτερο ποσό αποζημιώσεων από ότι αυτός θα εδικαιούτο για απώλεια απολαβών. Ισχυρίζονται επίσης ότι το ποσό της αποζημίωσης για απώλεια μελλοντικών απολαβών δεν εδικαιολογείτο από τη μαρτυρία που το Δικαστήριο είχε ενώπιόν του και εν πάση περιπτώσει λανθασμένα κρίθηκε ότι οι εφεσείοντες είχαν το βάρος να αποδείξουν τη μείωση των εισοδημάτων του εφεσίβλητου.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Η μαρτυρία που δόθηκε από την πλευρά του εφεσίβλητου ότι η βλάβη στον οδοστρωτήρα οφειλόταν σε φυσική φθορά παρέμεινε ακλόνητη. Ενόψει τούτου αλλά και των ελλειμμάτων στη μαρτυρία των εφεσειόντων με αυτή τη πτυχή της υπόθεσης, η διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι το δυστύχημα δεν ήταν αναπόφευκτο, είναι ορθή. Εκ των πραγμάτων, διαφάνηκε ότι οι εφεσείοντες παρέλειψαν να λάβουν εύλογη φροντίδα για την ασφάλεια του οδηγού του οδοστρωτήρα προς αποφυγή περιττού κινδύνου, ο οποίος ήταν εύλογα προβλεπτός. Ο εργοδότης έχει καθήκον να συντηρεί εξοπλισμό και μηχανήματα που παρέχει για εργασία στους εργοδοτούμενους του και να αντικαθιστά τα πεπαλαιωμένα και επικίνδυνα εξαρτήματα με κατάλληλα καινούργια ώστε η προστασία και ασφάλεια των εργοδοτούμενων να βρίσκεται συνεχώς σε ψηλό επίπεδο.
2. Οι εφεσείοντες απέτυχαν να αποσείσουν το βάρος απόδειξης ότι υπήρχε κρυμμένο ελάττωμα (latent defect) η αποκάλυψη του οποίου ήταν αδύνατη ακόμα και με την άσκηση εύλογης επιμέλειας.
3. Η διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η ενέργεια του εφεσίβλητου να πηδήξει κάτω από τον οδοστρωτήρα για να σωθεί δεν συνιστούσε στοιχείο καταλογισμού σε βάρος του συντρέχουσας αμέλειας, είναι απολύτως ορθή.
4. Με βάση τις πρόνοιες του Άρθρου 65(β) του Περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου Κεφ. 148, όπως τροποποιήθηκε και το Άρθρο 18 του περί Υποχρεωτικής Ασφάλισης και Ευθύνης Εργοδοτών Νόμου του 1989 (Ν. 174/89), το επίδομα ασθενείας δεν λαμβάνεται υπόψη στον υπολογισμό των αποζημιώσεων. Ο μισθός που οι εφεσείοντες κατέβαλαν στον εφεσίβλητο για τους πιο πάνω τρεις μήνες έπρεπε να είχε υπολογισθεί και να αφαιρεθεί από το σχετικό κονδύλι των αποζημιώσεων.
5. Οι απολαβές του εφεσίβλητου πριν από το δυστύχημα ήταν £112,14 την εβδομάδα με προοπτική αύξησης στις £123,28 την εβδομάδα από 1.7.97. Η ικανότητά του για εργασία από τις 30.11.97 ήταν πλέον μειωμένη. Αναζήτησε εργασία αλλά δεν κατέστη δυνατή η εργοδότησή του.
Στις 12.10.1998 προσλήφθηκε από τους εφεσείοντες ως εργάτης με απολαβές £127.- την εβδομάδα. Τον Μάιο 1999 απολύθηκε λόγω πλεονασμού. Εργοδοτήθηκε ως οδηγός κρέτας για ένα μήνα με απολαβές £110 την εβδομάδα. Έκτοτε και μέχρι την έκδοση της πρωτόδικης απόφασης στις 29.6.01 δεν μπόρεσε να εξασφαλίσει εργασία.
Σύμφωνα με διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου η οποία δεν είναι υπό αμφισβήτηση, αν ο εφεσίβλητος συνέχιζε κανονικά την εργασία του ως μηχανοδηγός στους εφεσείοντες θα είχε απολαβές κατά το χρόνο έκδοσης της απόφασης £162.- την εβδομάδα.
Η αποζημίωση στην οποία δικαιούται ο εφεσίβλητος για απώλεια απολαβών αφορά τη χρονική περίοδο που λόγω του δυστυχήματος ήταν ανίκανος για εργασία. Στην προκείμενη περίπτωση αυτή η περίοδος είναι καθορισμένη από 16.3.96 μέχρι 30.11.97 με απώλεια απολαβών 89 περίπου εβδομάδων. Δοθέντος ότι οι απολαβές του εφεσίβλητου κατά το χρόνο του δυστυχήματος ήταν £112.- και το ποσό παρέμεινε αναλλοίωτο από τότε μέχρι και την 1.7.97, σύνολο 67 εβδομάδες, η απώλεια γι' αυτή την περίοδο υπολογίζεται στις £7.504 ήτοι, £112Χ67=£7.504. Οι απολαβές θα αυξάνονταν από 1.7.97 στο ποσό των £123,28 εβδομαδιαίως και συνεπώς από 1.7.97 μέχρι 30.11.97, σύνολο 22 εβδομάδες, η απώλεια εισοδήματος γι' αυτή την περίοδο, υπολογίζεται στις £2.712 (£123,28Χ22=£2.712). Συνάγεται από τα πιο πάνω ότι για την περίοδο από 16.3.96 μέχρι 30.11.97 που ο εφεσίβλητος ήταν πλήρως ανίκανος για εργασία δικαιούται αποζημιώσεις για απώλεια απολαβών συνολικού ύψους £10.216 (£7.504+£2.712=£10.216) (αντί £31.041 που καθορίστηκε πρωτοδίκως).
6. Επειδή δεν υπάρχουν στοιχεία μαρτυρίας αναφορικά με το ύψος των απολαβών του μηχανοδηγού κατά τη χρονική περίοδο από 30.11.97 που έληξε η αναρρωτική του άδεια μέχρι 29.6.01, ημερομηνία έκδοσης της απόφασης και δοθέντος ότι ο εφεσίβλητος μετά την ανάρρωση διατηρούσε τη δυνατότητα να κερδίζει σε άλλη εργασία όσα περίπου κέρδιζε ως μηχανοδηγός, θεωρείται πως δεν υπήρχε πρόσφορο έδαφος επιδίκασης αποζημιώσεων για απώλεια απολαβών για την πιο πάνω περίοδο.
7. Για τον υπολογισμό των αποζημιώσεων για την απώλεια μελλοντικών απολαβών θα πρέπει να πολλαπλασιαστεί η διαφορά που προκύπτει μεταξύ του εισοδήματος του αν δεν συνέβαινε το ατύχημα δηλαδή £162.- εβδομαδιαίως και των απολαβών που μπορεί να έχει από εργασία μετά την ανάρρωση του λαμβανομένης υπόψη της μείωσης της ικανότητάς του για εργασία. Το εισόδημα αυτό μπορεί κατά μέσο όρο να υπολογιστεί στις £115.- την εβδομάδα. Επομένως το γινόμενο του ποσού της διαφοράς των £47.- την εβδομάδα με τον πολλαπλασιαστή, 10 χρόνια/520 εβδομάδες, (όπως καθορίστηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο) αντικατοπτρίζει το ποσό της αποζημίωσης για την απώλεια μελλοντικών απολαβών ήτοι 520Χ£47=£24.440 (αντί £84.420 που καθορίστηκε πρωτοδίκως).
Από τα γεγονότα της υπόθεσης έχουν προκύψει σταθερά στοιχεία στη βάση των οποίων το δικαστήριο διατηρούσε τη δυνατότητα εφαρμογής της μεθόδου του συντελεστή και του πολλαπλασιαστέου για τον καθορισμό των αποζημιώσεων αναφορικά με την απώλεια των μελλοντικών εισοδημάτων αντί της επιδίκασης εντός κατ' αποκοπή ποσού.
8. Δεν έχει διαπιστωθεί ότι οι οποιεσδήποτε παρεμβάσεις του Δικαστηρίου επηρέασαν δυσμενώς ή καθ' οιονδήποτε άλλο τρόπο την υπεράσπιση ή γενικά την υπόθεση των εφεσειόντων.
Η έφεση επιτράπηκε μερικώς με έξοδα υπέρ των εφεσειόντων.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Φιλίππου ν. Οδυσσέως (1989) 1 Α.Α.Δ. 1,
Vasiliko Cement Works v. Σταύρου (1978) 1 Α.Α.Δ. 389,
Νικολάου ν. Σταύρου (1992) 1 Α.Α.Δ. 746,
Star Fiber Glass Ltd v. Elneda Trading Ltd (1992) 1 A.A.Δ. 875,
Θεοσκέπαστη Φαρμ ν. Δημοκρατίας (1990) 1 Α.Α.Δ. 954,
The Tunnel Portland Cement Co Ltd v. The Prince Line Ltd a.o. (1963) 2 C.L.R. 181,
Theodoulou v. Pelopidha (1981) 1 C.L.R. 230,
Socratous v. Loizou a.o. (1988) 1 C.L.R. 299,
Καμέρης ν. Σούλη κ.ά. (1990) 1 Α.Α.Δ. 880,
Athanasiou v. A.G. (1969) 1 C.L.R. 160,
Δήμος Λεμεσού ν. Χαραλάμπους (1989) 1 (Ε) Α.Α.Δ. 423,
Κυριάκου ν. Φιλίππου (1992) 1 (Α) Α.Α.Δ. 642,
Evangelou a.o. v. Ambizas a.o. (1982) 1 C.L.R. 41.
Έφεση.
Έφεση από τους εναγόμενους κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού που δόθηκε στις 29/6/01 (Αρ. Αγωγής 1631/98) με την οποία καταλόγισε σ' αυτούς πλήρη ευθύνη για το ατύχημα το οποίο συνέβη στον ενάγοντα με αποτέλεσμα τον τραυματισμό του ενώ αυτός βρισκόταν στην υπηρεσία του εκτελώντας διατεταγμένη εργασία και επιδίκασε εναντίον τους και προς όφελος του ενάγοντα γενικές και ειδικές αποζημιώσεις £93.240 και £31.041 αντίστοιχα, τόκους και έξοδα.
Κ. Δημητριάδης και Κ. Κνώφος, για τους Εφεσείοντες.
Τ. Κατσικίδης, για τον Εφεσίβλητο.
Cur. adv. vult.
ΠΙΚΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Α. Κραμβής.
ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Ο εφεσίβλητος είναι το θύμα εργατικού ατυχήματος που συνέβηκε στις 16.3.1996 στο δρόμο Παρεκκλησιάς - Κελλακίου όταν ο εφεσίβλητος βρισκόταν στην υπηρεσία των εφεσειόντων και εκτελούσε διατεταγμένη εργασία ως οδηγός οδοστρωτήρα ιδιοκτησίας των εφεσειόντων, εργολάβων των υπό εκτέλεση (τότε) οδικών έργων στον πιο πάνω δρόμο.
Ενώ ο εφεσίβλητος εκτελούσε την εργασία του, εκδηλώθηκε μηχανική βλάβη στον οδοστρωτήρα. Επειδή ο δρόμος ήταν κατηφορικός, ο οδοστρωτήρας εξαιτίας της βλάβης, κινήθηκε ανεξέλεγκτα στον κατήφορο. Η κίνηση (φορά) του οδοστρωτήρα θα μπορούσε να εξασθενίσει σταδιακά ή να ανακοπεί με βίαιη πρόσκρουση σε εμπόδιο. Προς τις δυο πλευρές του δρόμου υπήρχε κρημνός και ο κίνδυνος που δημιουργήθηκε για τον εφεσίβλητο ήταν άμεσος και ορατός. Ο εφεσίβλητος εκτιμώντας τη δύσκολη κατάσταση στην οποία βρέθηκε αποφάσισε να πηδήξει στο δρόμο για να σωθεί. Από τη πτώση του στο έδαφος, έπαθε σοβαρές σωματικές κακώσεις, πόνο και ταλαιπωρία. Για σκοπούς θεραπείας παρέμεινε εκτός εργασίας με αναρρωτική άδεια μέχρι τις 30.11.1997. Η υγεία του δεν αποκαταστάθηκε πλήρως και η ικανότητα του για εργασία περιορίστηκε με επιπτώσεις στις απολαβές του.
Μετά από έλεγχο που έγινε στον οδοστρωτήρα, διαπιστώθηκε ότι η βλάβη του μηχανήματος συνίστατο στην αποκοπή ενός μαρκουτζιού μεταφοράς λαδιού με πίεση που επέφερε σε ελάχιστο χρόνο τη διαφυγή του λαδιού και την παράλυση του συστήματος ελέγχου κίνησης του μηχανήματος.
Ο εφεσίβλητος με αγωγή που καταχώρησε εναντίον των εργοδοτών του (εφεσειόντων) διεκδίκησε ειδικές και γενικές αποζημιώσεις για τις ζημιές που υπέστη εξαιτίας του δυστυχήματος για την πρόκληση του οποίου, θεώρησε τους εφεσείοντες ως αποκλειστικά υπεύθυνους. Οι τελευταίοι καταχώρησαν υπεράσπιση και το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού κατόπιν ακρόασης της υπόθεσης, καταλόγισε στους εφεσείοντες αποκλειστική ευθύνη για το δυστύχημα και επιδίκασε εναντίον τους και προς όφελος του εφεσίβλητου γενικές και ειδικές αποζημιώσεις £93.240 και £31.041 αντίστοιχα, τόκους και έξοδα.
Οι εφεσείοντες αμφισβητούν την ορθότητα των πρωτόδικης απόφασης και ζητούν τον παραμερισμό της. Οι λόγοι έφεσης μπορούν να χωριστούν σε τρεις ενότητες. Η πρώτη ενότητα αφορά στο θέμα της ευθύνης, η δεύτερη στις αποζημιώσεις και η τρίτη σε δικονομικά σφάλματα που κατ' ισχυρισμό διέπραξε το δικαστήριο κατά τη διεξαγωγή της ακροαματικής διαδικασίας.
Αναφορικά με το πρώτο ζήτημα, οι εφεσείοντες υποβάλλουν ότι το πρωτόδικο δικαστήριο λανθασμένα δεν αποδέχθηκε τη θέση τους ότι το δυστύχημα ήταν αναπόφευκτο και/ή ότι αυτό οφειλόταν σε φυσική φθορά του σωλήνα μεταφοράς υγρού των φρένων ή/και σε κρυμμένο ελάττωμα (latent defect) του μηχανήματος άγνωστο στους εφεσείοντες ή/και το οποίο οι εφεσείοντες δεν μπορούσαν έστω και με εξάσκηση λογικής και εύλογης φροντίδας και ικανότητας να προβλέψουν ή να είχαν οποιοδήποτε έλεγχο προς ανακάλυψη του ελαττώματος ή/και της φυσικής φθοράς πριν από το δυστύχημα. Εισηγούνται επίσης ότι λανθασμένα το πρωτόδικο δικαστήριο θεώρησε ως δικαιολογημένη υπό τις περιστάσεις την ενέργεια του εφεσίβλητου να πηδήξει κάτω από τον οδοστρωτήρα και ότι δεν υπέχει ο ίδιος για τον τραυματισμό του οποιοδήποτε ποσοστό ευθύνης.
Αναφορικά με το θέμα των αποζημιώσεων, οι εφεσείοντες εισηγούνται ότι το δικαστήριο δεν υπολόγισε σωστά τη χρονική περίοδο κατά την οποία ο εφεσίβλητος ήταν πραγματικά ανίκανος για εργασία με αποτέλεσμα να επιδικάσει προς όφελος του μεγαλύτερο ποσό αποζημιώσεων από ό,τι αυτός θα εδικαιούτο για απώλεια απολαβών. Ισχυρίζονται επίσης ότι το ποσό της αποζημίωσης που το δικαστήριο επιδίκασε υπέρ του εφεσίβλητου για απώλεια μελλοντικών απολαβών δεν δικαιολογείται από τη μαρτυρία που το δικαστήριο είχε ενώπιόν του και εν πάση περιπτώσει λανθασμένα κρίθηκε ότι οι εφεσείοντες είχαν το βάρος να αποδείξουν τη μείωση των εισοδημάτων του εφεσίβλητου.
Οι εφεσείοντες παραπονούνται ότι ο πρωτόδικος δικαστής επενέβαινε κατά την εξέταση και αντεξέταση των μαρτύρων σε κρίσιμα σημεία της μαρτυρίας πλήττοντας έτσι την υπεράσπιση τους και υποβοηθώντας την υπόθεση του εφεσίβλητου. Τέλος, εισηγούνται ότι λανθασμένα το δικαστήριο απέρριψε αίτημα των εφεσειόντων για αναβολή κατά την τελευταία ημέρα της ακρόασης προκειμένου να προσκομίσουν περαιτέρω μαρτυρία του μισθού που παίρνει ένας ανθυποπλοίαρχος, επάγγελμα που ενασκούσε ο εφεσίβλητος προτού εργαστεί ως μηχανοδηγός και θα μπορούσε να εξασκήσει στην κατάσταση που περιήλθε μετά το ατύχημα.
Αποτέλεσε κοινό έδαφος ότι η βλάβη στο σύστημα κίνησης του οδοστρωτήρα οφειλόταν στην αποκοπή του μαρκουτζιού μέσα από το οποίο περνούσε με πίεση λάδι που διέφυγε μέσα σε ελάχιστο χρόνο καθιστώντας ανενεργό το σύστημα ελέγχου κίνησης του μηχανήματος.
Υποστηρίχθηκε από τον εφεσίβλητο ότι η αποκοπή του μαρκουτζιού οφειλόταν σε φυσική φθορά (κόπωση του υλικού από το οποίο είναι κατασκευασμένο) και ότι το συγκεκριμένο εξάρτημα ήταν ακατάλληλο και/ή μη συμβατό για χρήση στο συγκεκριμένο οδοστρωτήρα. Οι εφεσείοντες υποστήριξαν ότι κατά τον έλεγχο του οδοστρωτήρα που έγινε στις 23.2.1996 δεν διαπιστώθηκε οποιαδήποτε βλάβη, ελάττωμα ή ο,τιδήποτε άλλο που θα δικαιολογούσε υποψία ότι το μαρκούτζι ήταν σε κακή κατάσταση.
Από πλευράς εφεσίβλητου κατέθεσε ο αστυνομικός εξεταστής ατυχημάτων Ρηγίνος Δημοσθένους. Ο εν λόγω μάρτυρας εξέτασε τον οδοστρωτήρα μετά το δυστύχημα και διαπίστωσε ότι το μαρκούτζι ήταν από καουτσούκ και ήταν κομμένο στο σημείο της ένωσης. Αυτό ήταν παλαιό και λόγω φυσικής φθοράς (κόπωση του ελαστικού) δεν άντεξε κατά τη δεδομένη στιγμή στη μεγάλη πίεση με αποτέλεσμα να εκραγεί. Ο μάρτυρας κατέθεσε ότι η λειτουργία του συγκεκριμένου μαρκουτζιού είναι ζωτικής σημασίας και ότι είναι από τα εξαρτήματα που πρέπει να ελέγχονται συχνά και να αντικαθιστώνται τακτικά. Τόσο ο έλεγχος όσο και η διαπίστωση της κατάστασης του μαρκουτζιού γίνονται με ευκολία ενώ σε περίπτωση διαρροής λαδιού η διαπίστωση γίνεται με γυμνό μάτι. Η κίνηση (μπροστά-πίσω) του οδοστρωτήρα καθώς και η ακινητοποίηση του μηχανήματος γίνονται με χειρομοχλούς που χειρίζεται ο οδηγός και οι οποίοι, εργάζονται με την πίεση λαδιού. Όταν κοπεί το μαρκούτζι από το οποίο διέρχεται με πίεση το λάδι, το σύστημα κίνησης του οδοστρωτήρα παύει να λειτουργεί και αν ο οδοστρωτήρας βρίσκεται σε κατήφορο η κίνηση του μηχανήματος στο έδαφος καθίσταται ανεξέλεγκτη. Αν όμως ο οδοστρωτήρας κινείται σε ισόπεδο έδαφος τότε ο οδηγός διατηρεί δυνατότητα ακινητοποίησης του μηχανήματος με κατάλληλους χειρισμούς άλλων μέσων. Στην προκείμενη περίπτωση, η βλάβη παρουσιάστηκε όταν ο οδοστρωτήρας βρισκόταν σε κατωφέρεια με αποτέλεσμα να αναπτύξει ταχύτητα μέχρι την πρόσκρουση του σε όχθο όπου ακινητοποιήθηκε.
Αναφορικά με το θέμα της συντήρησης κλπ του οδοστρωτήρα κατέθεσε ο υπεύθυνος μηχανικός συντήρησης και επιδιόρθωσης μηχανημάτων των εφεσειόντων. Ο εν λόγω μάρτυρας ανέφερε ότι γίνεται προληπτικός έλεγχος και συντήρηση των μηχανημάτων των εφεσειόντων μέσα σε τακτικά χρονικά διαστήματα και όταν διαπιστώνεται βλάβη γίνονται οι αναγκαίες επιδιορθώσεις κλπ. Τηρείται επίσης αρχείο στο οποίο καταχωρούνται οι έλεγχοι, επιδιορθώσεις, αντικαταστάσεις, συντήρηση κλπ του κάθε μηχανήματος χωριστά. Ο συγκεκριμένος οδοστρωτήρας εξετάστηκε στις 23.6.96 από συνεργείο των εφεσειόντων στα πλαίσια καθιερωμένου προληπτικού ελέγχου. Εξέτασε ο ίδιος τον οδοστρωτήρα μετά το ατύχημα και διαπίστωσε «κρεπάρισμα του μαρκουτζιού και διαφυγή του λαδιού». Επρόκειτο, όπως ανέφερε, για ένα σπάνιο και απρόβλεπτο γεγονός χωρίς ωστόσο, να τεκμηριώσει αυτή την άποψη. Κατέθεσε συναφώς ότι η πίεση που ασκείται στο μαρκούτζι από την κυκλοφορία του λαδιού είναι 3500 λίπρες ανά τετραγωνική ίντζα. Το συγκεριμένο μαρκούτζι είναι κυπριακής κατασκευής γεγονός το οποίο, υποδηλώνει ότι δεν ήταν αυτό που αρχικά τοποθετήθηκε από τους κατασκευαστές. Ο μάρτυρας δεν ήταν σε θέση να προσδιορίσει το χρόνο που τοποθετήθηκε το συγκεκριμένο μαρκούτζι στον οδοστρωτήρα ούτε να καθορίσει τη διάμετρο του μαρκουτζιού και την πίεση στην οποία μπορούσε να αντέξει σύμφωνα με τις προδιαγραφές των κατασκευαστών του εξαρτήματος. Δέχτηκε ότι οι καιρικές συνθήκες όπως και άλλοι εξωγενείς παράγοντες είναι σχετικοί και επηρεάζουν το χρόνο ζωής του μαρκουτζιού.
Ο μηχανικός των εφεσειόντων Ι. Ιωαννίδης (ΜΥ4) ήταν αυτός που διενήργησε έλεγχο/συντήρηση του οδοστρωτήρα στις 23.2.96. Ηλεγξε όπως ανέφερε το μαρκούτζι χωρίς να διαπιστώσει οποιαδήποτε βλάβη. Δεν γνώριζε πότε είχε αντικατασταθεί το μαρκούτζι και δεν είχε υπόψη τί αναγραφόταν στα αγγλικά πάνω στο εξάρτημα γιατί δεν γνωρίζει την αγγλική γλώσσα.
Το πρωτόδικο δικαστήριο με αναφορά στη νομολογία* η οποία διέπει τη μαρτυρία πραγματογνωμόνων αξιολόγησε τη μαρτυρία του Ρηγίνου Δημοσθένους (ΜΕ1) ως αξιόπιστη μαρτυρία εμπειρογνώμονα και με σαφήνεια εξήγησε τους λόγους για τους οποίους προτίμησε να στηριχθεί στη μαρτυρία του εν λόγω μάρτυρα παρά στη μαρτυρία των μηχανικών των εφεσειόντων εφόσον οι τελευταίοι δεν ήταν σε θέση να προσδιορίσουν το χρόνο αντικατάστασης του μαρκουτζιού, τις προδιαγραφές και καταλληλότητα του εν λόγω εξαρτήματος.
Ορθά επισημαίνεται στην εκκαλούμενη απόφαση πως παρά το γεγονός ότι οι εφεσείοντες τηρούσαν, όπως ισχυρίστηκαν, αρχείο στο οποίο εγίνοντο καταχωρήσεις για κάθε μηχάνημα εντούτοις δεν παρουσίασαν στοιχεία προς απόδειξη ελέγχων συντήρησης του ζωτικής σημασίας εξαρτήματος του μαρκουτζιού, τις προδιαγραφές, καταλληλότητα και αντοχή του εξαρτήματος κάτω από τις δοσμένες συνθήκες λειτουργίας του οδοστρωτήρα.
Η υπεράσπιση του αναπόφευκτου δυστυχήματος (inevitable accident) κρίθηκε ανεδαφική. Το πρωτόδικο δικαστήριο ορθά διαπίστωσε ότι οι εφεσείοντες απέτυχαν να προσκομίσουν οποιαδήποτε επιστημονική ή άλλη μαρτυρία προς θεμελίωση της ειδικής αυτής υπεράσπισης με τρόπο πειστικό και αξιόπιστο ότι το δυστύχημα όντως ήταν αναπόφευκτο. Ο συγκεκριμένος ισχυρισμός συνίσταται βασικά από άρνηση αμέλειας και από εισήγηση ότι το δυστύχημα δεν μπορούσε να αποφευχθεί με την επίδειξη εύλογης επιμέλειας και προσοχής στο βαθμό που αναμένεται από ένα μέσο άνθρωπο. Βλ. The Tunnel Portland Cement Co Ltd v. The Prince Line Limited and Αnother (1963) 2 C.L.R. 181, Theodoulou v. Pelopidha (1981) 1 C.L.R. 230, Socratous v. Loizou & Another (1988) 1 C.L.R. 299, Καμέρης ν. Σούλη κ.ά. (1990) 1 Α.Α.Δ. 680.
Η μαρτυρία που δόθηκε από την πλευρά του εφεσίβλητου ότι το μαρκούτζι ήταν παλαιό και ότι η αποκοπή του οφειλόταν σε φυσική φθορά (κόπωση του υλικού) παρέμεινε ακλόνητη. Ενόψει τούτου αλλά και των ελλειμμάτων που παρουσίασε η μαρτυρία και γενικά η εκδοχή των εφεσειόντων αναφορικά με αυτή τη πτυχή της υπόθεσης, θεωρούμε ότι ορθά αποφάσισε το δικαστήριο ότι το δυστύχημα δεν ήταν αναπόφευκτο. Οι εφεσείοντες γνώριζαν ή όφειλαν να γνωρίζουν ότι το μαρκούτζι είναι σημαντικό εξάρτημα για τη λειτουργία του συστήματος κίνησης του μηχανήματος και είχαν υποχρέωση να το ελέγχουν συχνά και προσεκτικά και να το αντικαθιστούν σε τακτά χρονικά διαστήματα χάριν της ασφάλειας και της προστασίας των εργαζομένων γενικά και του οδηγού του οδοστρωτήρα ειδικότερα. Εκ των πραγμάτων, διαφάνηκε ότι οι εφεσείοντες παρέλειψαν να λάβουν εύλογη φροντίδα για την ασφάλεια του οδηγού του οδοστρωτήρα προς αποφυγή περιττού κινδύνου. Βλ. Athanasiou v. A.G. (1969) 1 C.L.R. 160 και Δήμος Λεμεσού ν. Χαραλάμπους (1989) 1(E) Α.Α.Δ. 423. Εδώ ο κίνδυνος ήταν εύκολα προβλεπτός. Με εύλογη επιμέλεια και φροντίδα θα μπορούσε να διαπιστωθεί ότι το μαρκούτζι ήταν παλαιό λόγω φυσικής φθοράς και η μη αντικατάσταση του εγκυμονούσε κινδύνους. Ο εργοδότης έχει καθήκον να συντηρεί τον εξοπλισμό και μηχανήματα που παρέχει για εργασία στους εργοδοτούμενους του και να αντικαθιστά τα πεπαλαιωμένα και επικίνδυνα εξαρτήματα με κατάλληλα καινούργια ώστε η προστασία και ασφάλεια των εργοδοτούμενων να βρίσκεται συνεχώς σε ψηλό επίπεδο.
Η υπεράσπιση του κρυμμένου ελαττώματος (latent defect) δεν βρίσκει έρεισμα επιτυχίας. Ενόψει των όσων έχουν ήδη ειπωθεί προκύπτει πως αν οι εφεσείοντες ασκούσαν εύλογη φροντίδα και επιμέλεια εύκολα θα διαπίστωναν ότι το μαρκούτζι ήταν πεπαλαιωμένο και έχρηζε αντικατάστασης λόγω φυσικής φθοράς/ακαταλληλότητας. Οι εφεσείοντες απέτυχαν να αποσείσουν το βάρος απόδειξης ότι υπήρχε ελάττωμα η αποκάλυψη του οποίου ήταν αδύνατη ακόμα και με την άσκηση εύλογης επιμέλειας (not reasonably discoverable).
Η διαπίστωση του δικάσαντος δικαστηρίου ότι η ενέργεια του εφεσίβλητου να πηδήξει κάτω από τον οδοστρωτήρα για να σωθεί δεν συνιστούσε στοιχείο καταλογισμού σε βάρος του συντρέχουσας αμέλειας είναι απολύτως ορθή. Ο εφεσίβλητος πήρε την απόφαση να πηδήξει ύστερα από μάταιες προσπάθειες ελέγχου του μηχανήματος και αφού διαπίστωσε ότι η κίνηση του οδοστρωτήρα στην κατωφέρεια ήταν εντελώς ανεξέλεγκτη με κίνδυνο, στην αρχή, πτώσης του οδοστρωτήρα σε κρημνό ή βίαιης πρόσκρουσης του σε όχθο. Η αντίδραση του εφεσίβλητου πρέπει να κριθεί υπό το πρίσμα της αγωνίας της στιγμής και του διλήμματος στο οποίο βρέθηκε για επιλογή του πλέον ανώδυνου τρόπου διάσωσης και αποφυγής του χειρότερου. Βλ. Κυριάκου ν. Φιλίππου (1992) 1(Α) Α.Α.Δ. 642.
Οι εφεσείοντες εισηγούνται ότι λανθασμένα το πρωτόδικο δικαστήριο επιδίκασε αποζημιώσεις για απώλεια απολαβών για την περίοδο από 16.3.96 (ημερομηνία του δυστυχήματος) μέχρι 16.6.96 εφόσον γι' αυτή ακριβώς τη χρονική περίοδο των τριών μηνών οι εφεσείοντες κατέβαλαν κανονικά στον εφεσίβλητο τους μισθούς του. Εδώ πρέπει να σημειωθεί πως οι δύο πλευρές έχουν αποδεχθεί ότι οι εφεσείοντες παρέλαβαν από τον εφεσίβλητο τις επιταγές του για το ανεργιακό επίδομα στο οποίο εδικαιούτο για την πιο πάνω χρονική περίοδο (16.3.96-16.6.96) και ότι εισέπραξαν τα ποσά των εν λόγω επιταγών προφανώς για να πάρουν πίσω τους μισθούς της ίδιας περιόδου που πλήρωσαν στον εφεσίβλητο.
Με βάση τις πρόνοιες του άρθρου 65(β) του Περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου Κεφ. 148 όπως τροποποιήθηκε με το νόμο 4/87 και το άρθρο 18 του περί Υποχρεωτικής Ασφάλισης και Ευθύνης Εργοδοτών Νόμου του 1989 (Ν. 174/89) το επίδομα ασθενείας δεν λαμβάνεται υπόψη στον υπολογισμό των αποζημιώσεων. Ο μισθός που οι εφεσείοντες κατέβαλαν στον εφεσίβλητο για τους πιο πάνω τρεις μήνες έπρεπε να είχε υπολογισθεί και να αφαιρεθεί από το σχετικό κονδύλι των αποζημιώσεων. Επειδή η διαφορά μεταξύ του συνολικού ποσού των επιταγών που εισέπραξαν οι εφεσείοντες και του αναλογούντως ποσού που έχουν καταδικαστεί να πληρώσουν ως αποζημίωση για τη συγκεκριμένη περίοδο είναι κατά πάσα πιθανότητα μικρή, θεωρούμε πως η περίπτωση δεν είναι κατάλληλη για να διαταχθεί η επανεκδίκαση της υπόθεσης. Επαφίεται στους διαδίκους αν θα προβούν στις σχετικές επί του θέματος αναπροσαρμογές.
Όταν έγινε το δυστύχημα στις 16.3.1996 ο εφεσίβλητος ήταν 38 χρόνων. Εξαιτίας του δυστυχήματος κατέστη εντελώς ανίκανος για εργασία μέχρι την αποθεραπεία του που έληξε στις 30.11.97 δηλαδή για χρονικό διάστημα 89 εβδομάδων. Οι απολαβές του εφεσίβλητου πριν από το δυστύχημα ήταν £112,14 την εβδομάδα με προοπτική αύξησης στις £123,28 την εβδομάδα από 1.7.97. Η ικανότητα του για εργασία από τις 30.11.97 ήταν πλέον μειωμένη. Αναζήτησε εργασία μέσω του Γραφείου Εργασίας πλην όμως δεν κατέστη δυνατή η εργοδότησή του σε εργασία ανάλογη των προσόντων και ικανοτήτων του.
Στις 12.10.1998 προσλήφθηκε από τους εφεσείοντες ως εργάτης με απολαβές £127.- την εβδομάδα. Το Μάιο 1999 απολύθηκε από τους εφεσείοντες λόγω πλεονασμού. Εργοδοτήθηκε σε εταιρεία ως οδηγός κρέτας για ένα μήνα με απολαβές £110.- εβδομαδιαίως. Εκτοτε και μέχρι την έκδοση της πρωτόδικης απόφασης στις 29.6.01 δεν μπόρεσε να εξασφαλίσει οποιαδήποτε εργασία.
Τα πιο πάνω στοιχεία αποτέλεσαν τη βάση υπολογισμού των ειδικών αποζημιώσεων που αφορούν στην απώλεια απολαβών. Εδώ πρέπει να παρεμβάλουμε ότι σύμφωνα με διαπίστωση του δικάσαντος δικαστηρίου η οποία δεν είναι υπό αμφισβήτηση, αν ο εφεσίβλητος συνέχιζε κανονικά την εργασία του ως μηχανοδηγός στους εφεσείοντες θα είχε απολαβές κατά το χρόνο έκδοσης της απόφασης (29.6.01) £162.- την εβδομάδα.
Στο πιο κάτω απόσπασμα της πρωτόδικης απόφασης περιέχεται το σκεπτικό του καθορισμού των αποζημιώσεων που αφορούν στην απώλεια απολαβών:
«Το Δικαστήριο δέχεται την μαρτυρία του Ενάγοντα (Μ.Ε.3), του Ιωάννου (Μ.Ε.5) και του Τιμοθέου (Μ.Υ.3) και βρίσκει ότι ο Ενάγοντας είχε απώλεια εισοδήματος από 16.3.96 μέχρι την 1.7.97 ύψους £7,056 ήτοι £112 Χ 63 εβδομάδες. Από 1.7.97 μέχρι 12.10.98, που εργοδοτήθηκε από τους Ενάγοντες προς £123,28 την εβδομάδα, απώλεσε το ποσό των £8,259,76 ήτοι £123,28 Χ 67 εβδομάδες. Από 7.5.99 όταν απολύθηκε από την υπηρεσία των Εναγομένων λόγω πλεονασμού μέχρι τις 20.9.99 που εργοδοτήθηκε από την εταιρεία Νέμεσης απώλεσε το ολικό ποσό των £2,413 ήτοι £127 Χ 19 εβδομάδες. Από 15.10.99 όταν έφυγε από την εταιρεία Νέμεσης μέχρι τις 31.12.99 απώλεσε το ποσό των £1.397 ήτοι £127 Χ 11 εβδομάδες. Από 1.1.00 μέχρι τις 6.6.00 απώλεσε το ποσό των 2,985,40 ήτοι 23 εβδομάδες προς £129,80 ήτοι £127 συν £2,80 αύξηση από 1.1.00. Από 6.6.00 μέχρι 28.6.01 ημέρα εκδόσεως αποφάσεως ο Ενάγοντας απώλεσε το ποσό των £8,910 ήτοι £162 Χ 55 εβδομάδες μισθό μηχανοδηγού βαρέως οχήματος σύμφωνα με τη μαρτυρία του Ιωάννου (Μ.Ε.5).»
Είναι φανερό ότι οι πιο πάνω υπολογισμοί έγιναν υπό το κράτος άγνοιας ή λανθασμένης αντίληψης του θέματος που άπτεται του σκοπού και της φιλοσοφίας του τρόπου λειτουργίας των αποζημιώσεων. Δεν θα δούμε το λάθος του δικάσαντος δικαστηρίου με ακαδημαϊκή διάθεση γιατί δεν είναι αυτός ο σκοπός. Το ζήτημα είναι νομίζουμε απλό. Ωστόσο, υπάρχουν και τα επιστημονικά συγγράμματα στα οποία μπορεί να ανατρέξει εκείνος που θέλει για να αντλήσει τη γνώση και τις πληροφορίες που ίσως του χρειάζονται.
Η αποζημίωση στην οποία δικαιούται ο εφεσίβλητος για απώλεια απολαβών αφορά στη χρονική περίοδο που λόγω του δυστυχήματος ήταν ανίκανος για εργασία. Στην προκείμενη περίπτωση αυτή η περίοδος είναι καθορισμένη από 16.3.96 μέχρι 30.11.97 με απώλεια απολαβών 89 περίπου εβδομάδων. Δοθέντος ότι οι απολαβές του εφεσίβλητου κατά το χρόνο του δυστυχήματος ήταν £112.- και το ποσό παρέμεινε αναλλοίωτο από τότε μέχρι και την 1.7.97, σύνολο 67 εβδομάδες, η απώλεια γι' αυτή την περίοδο υπολογίζεται στις £7.504 ήτοι, £112Χ67=£7.504. Οι απολαβές θα αυξάνονταν από 1.7.97 στο ποσό των £123.28 εβδομαδιαίως και συνεπώς από 1.7.97 μέχρι 30.11.97, σύνολο 22 εβδομάδες, η απώλεια εισοδήματος γι' αυτή την περίοδο, υπολογίζεται στις £2.712 (£123,28Χ22=£2.712). Συνάγεται από τα πιο πάνω ότι για την περίοδο από 16.3.96 μέχρι 30.11.97 που ο εφεσίβλητος ήταν πλήρως ανίκανος για εργασία δικαιούται αποζημιώσεις για απώλεια απολαβών συνολικού ύψους £10.216 (£7.504+£2.712=£10.216).
Από 30.11.97 που έληξε η αναρρωτική άδεια μέχρι τις 29.6.01 που εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση ο εφεσίβλητος δεν ήταν ικανός να εργαστεί πλέον ως μηχανοδηγός. Μπορούσε όμως λόγω της μείωσης της ικανότητας του για εργασία να εργαστεί σε ελαφρότερη εργασία. Όταν εργάστηκε για χρονικό διάστημα οκτώ περίπου μηνών ως εργάτης στους εφεσείοντες έπαιρνε £127.- την εβδομάδα. Επειδή δεν υπάρχουν στοιχεία μαρτυρίας αναφορικά με το ύψος των απολαβών του μηχανοδηγού κατά τη χρονική περίοδο από 30.11.97 μέχρι 29.6.01, ημερομηνία έκδοσης της απόφασης και δοθέντος ότι ο εφεσίβλητος στην κατάσταση που βρισκόταν μετά την ανάρρωση διατηρούσε τη δυνατότητα να κερδίζει σε άλλη εργασία όσα περίπου κέρδιζε ως μηχανοδηγός, θεωρούμε πως δεν υπήρχε πρόσφορο έδαφος επιδίκασης αποζημιώσεων για απώλεια απολαβών για την πιο πάνω περίοδο.
Διαπιστώθηκε πρωτοδίκως ότι οι απολαβές που θα είχε ο εφεσίβλητος ως μηχανοδηγός κατά το χρόνο ακρόασης της υπόθεσης ήταν £162.- την εβδομάδα. Δοθέντος ότι η πιο πάνω διαπίστωση δεν είναι υπό αμφισβήτηση και ότι καθορίστηκε ως πολλαπλασιαστής τα 10 χρόνια για τον υπολογισμό της απώλειας μελλοντικών απολαβών, ο πρωτόδικος δικαστής και πάλιν εντελώς απαράδεκτα ακολούθησε εσφαλμένη μέθοδο υπολογισμού της αποζημίωσης για την απώλεια των μελλοντικών απολαβών του εφεσίβλητου. Μεταφέρουμε την πιο κάτω περικοπή από την εκκαλούμενη απόφαση χωρίς άλλα σχόλια ή παρατηρήσεις.
«Το εισόδημα του Ενάγοντα ως μηχανοδηγού βαρέως οχήματος κατά τον χρόνο του ατυχήματος ήταν £112 εβδομαδιαίως ενώ σήμερα βάσει μαρτυρίας την οποία έχει δεχθεί το Δικαστήριο ανέρχεται στο ποσό των £162 εβδομαδιαίως ο δε Ενάγοντας μετά το ατύχημα του δεν μπορεί πλέον να εργαστεί ως μηχανοδηγός βαρέως μηχανήματος και θα πρέπει να εκτελεί ελαφράς μορφής εργασία την οποία προσπάθησε να βρει χωρίς κανένα αποτέλεσμα είτε με προσωπικές του ενέργειες είτε μέσω του Γραφείου Εργασίας και το γεγονός αυτό έγινε εκ συμφώνου αποδεκτό μεταξύ των συνηγόρων των διαδίκων και έτσι ο Ενάγοντας έχει απώλεια ετήσιου εισοδήματος £8,424 ήταν 52 εβδομάδες προς £162 την εβδομάδα και το οποίο πολλαπλασιαζόμενο επί 10 έτη μας δίδει το συνολικό ποσό των £84,240 το οποίο καθορίζει το Δικαστήριο ως απώλεια μελλοντικού εισοδήματος του Ενάγοντα το οποίο του επιδικάζει ως αποζημιώσεις εάν ο μαθηματικός υπολογισμός είναι σωστός.»
Παίρνουμε σαν δεδομένο ότι ο εφεσίβλητος δεν θα μπορεί να κερδίζει ό,τι θα κέρδιζε από την ίδια ή ανάλογη εργασία που ασκούσε πριν από το δυστύχημα και ότι εκ των πραγμάτων η εργασία του θα είναι ελαφρότερη και συνακόλουθα δυνητικά χαμηλότερο το εισόδημά του. Αν δεν συνέβαινε το ατύχημα, το εισόδημα του εφεσίβλητου ως μηχανοδηγού θα ήταν £162.- την εβδομάδα. Με μειωμένη την ικανότητά του για εργασία απέδειξε ότι μπορούσε να κερδίζει γύρω στις £120.- την εβδομάδα από ελαφρότερη εργασία. Αυτό διαφάνηκε όταν εργοδοτήθηκε από τους εφεσείοντες ως εργάτης για οκτώ μήνες με εισόδημα £123.- την εβδομάδα και μετά σε άλλη εταιρεία με £110.- την εβδομάδα. Επομένως για τον υπολογισμό των αποζημιώσεων για την απώλεια μελλοντικών απολαβών θα πρέπει να πολλαπλασιαστεί η διαφορά που προκύπτει μεταξύ του εισοδήματος που θα είχε από την εργασία του αν δεν συνέβαινε το ατύχημα δηλαδή, £162.- εβδομαδιαίως και των απολαβών που μπορεί να έχει από εργασία μετά την ανάρρωσή του λαμβανομένης υπόψη της μείωσης της ικανότητάς του για εργασία. Με βάση τα στοιχεία, το εισόδημα αυτό μπορεί κατά μέσο όρο να υπολογιστεί στις £115.- την εβδομάδα. Επομένως το γινόμενο του πολλαπλασιασμού της διαφοράς των £47.- την εβδομάδα με τον πολλαπλασιαστή, 10 χρόνια/520 εβδομάδες, αντικατοπτρίζει το ποσό της αποζημίωσης για την απώλεια μελλοντικών απολαβών ήτοι 520Χ£47=£24.440.
Η αποτυχία του εφεσίβλητου να εργοδοτηθεί σε ελαφρότερη εργασία δεν συνιστά παράγοντα επιδίκασης αποζημιώσεων. Η αντίθετη για το θέμα αντίληψη του δικάσαντος δικαστηρίου είναι ολότελα εσφαλμένη.
Το παράπονο των εφεσειόντων ότι το δικαστήριο εσφαλμένα επέλεξε τη μέθοδο του συντελεστή για τον καθορισμό των αποζημιώσεων που αφορούν στην απώλεια μελλοντικών απολαβών δεν ευσταθεί. Από τα γεγονότα της υπόθεσης έχουν προκύψει σταθερά στοιχεία στη βάση των οποίων το δικαστήριο διατηρούσε τη δυνατότητα εφαρμογής της μεθόδου του συντελεστή και του πολλαπλασιαστέου για τον καθορισμό των αποζημιώσεων αναφορικά με την απώλεια των μελλοντικών εισοδημάτων αντί της επιδίκασης ενός κατ' αποκοπή ποσού.
Εξετάσαμε με προσοχή το παράπονο των εφεσειόντων για παρεμβάσεις του πρωτόδικου δικαστή κατά την εξέταση και αντεξέταση των μαρτύρων οι οποίες, καθώς λέγουν, επηρέασαν την υπεράσπισή τους και υποβοήθησαν την υπόθεση του εφεσίβλητου. Τα πρακτικά της διαδικασίας αποκαλύπτουν συχνές και εν πολλοίς αχρείαστες παρεμβάσεις του πρωτόδικου δικαστή τόσο κατά την εξέταση όσο και κατά την αντεξέταση των μαρτύρων. Ελάχιστες είναι οι περιπτώσεις που οι παρεμβάσεις αποσκοπούσαν στην διευκρίνιση της μαρτυρίας για σκοπούς καλύτερης κατανόησης. Ωστόσο, δεν έχουμε διαπιστώσει ότι αυτές οι παρεμβάσεις επηρέασαν δυσμενώς ή καθ' οιονδήποτε άλλο τρόπο την υπεράσπιση ή γενικά την υπόθεση των εφεσειόντων. Το θέμα των αχρείαστων παρεμβάσεων του δικαστή απασχόλησε επανειλημμένα το Ανώτατο Δικαστήριο και επί του θέματος υπάρχει νομολογία η οποία καθορίζει τα όρια λειτουργίας του δικαστή στο αντιπαραθετικό σύστημα που ισχύει στη χώρα μας. Στην Evangelou & Another v. Ambizas & Another (1982) 1 C.L.R. 41 το Εφετείο (απόφαση Πική, Δ., όπως ήταν τότε) αναφέρει τα εξής:
"Although a judge may intervene in order to ensure that the proceedings follow the course ordained by the rules of evidence and procedure, he must avoid interfering beyond the limits indicated above, and especially refrain from passing unnecessary comments that may create the impression of his descending into the arena of trial. A judge must invariably distance himself from the conflict that unfolds before him and maintain strictly his arbitral position throughout the proceedings. (See, Jones v. National Coal Board [1957] 2 All E.R. 155, and Yianni v. Yianni [1966] 1 All E.R. 231). Any departure from this stance of aloofness may compromise, in the eyes of the litigants, as well as third parties, his impartiality. It is upon the unquestionable impartiality of the judiciary that the rule of law rests. (See, Duport Steels Ltd. & Others v. Sirs and Others [1980] 1 All E.R. 529 (H.L.))."
Η ενδιάμεση απόφαση του δικάσαντος δικαστηρίου με την οποία απέρριψε αίτημα των εφεσειόντων για αναβολή προκειμένου να προσκομίσουν μαρτυρία προς απόδειξη μισθοδοσίας ανθυποπλοιάρχου είναι ζήτημα το οποίο αναγόταν στη διακριτική εξουσία του δικαστηρίου. Εξετάσαμε τους λόγους απόρριψης του αιτήματος και δεν έχουμε διακρίνει οποιοδήποτε σφάλμα στην επί του προκειμένου απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου.
Για τους λόγους που έχουν εξηγηθεί η έφεση επιτυγχάνει μερικώς. Η πρωτόδικη απόφαση κατά την έκταση που αφορά στο θέμα των αποζημιώσεων για την απώλεια εισοδήματος και της αποζημίωσης για απώλεια μελλοντικών απολαβών παραμερίζεται και αντικαθίσταται ως ακολούθως:
(α) Το ποσό των αποζημιώσεων για την απώλεια εισοδήματος καθορίζεται στις £10.216 (αντί £31.041 που καθορίστηκε πρωτοδίκως).
(β) Το ποσό των αποζημιώσεων για την απώλεια μελλοντικών απολαβών καθορίζεται στις £24.440 με τόκο προς 8% ετησίως από 29.6.01, ημερομηνία έκδοσης της απόφασης (αντί £84.420 που καθορίστηκε πρωτοδίκως).
Η πρωτόδικη απόφαση κατά το υπόλοιπο μέρος της παραμένει ως έχει. Τα έξοδα της έφεσης επιδικάζονται πλήρως υπέρ των εφεσειόντων. Δεν εκδίδεται οποιαδήποτε διαταγή για τροποποίηση της πρωτόδικης απόφασης αναφορικά με τα έξοδα.
Η έφεση επιτρέπεται μερικώς με έξοδα υπέρ των εφεσειόντων.