ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
(2004) 1 ΑΑΔ 243
23 Ιανουαρίου, 2004
[ΠΙΚΗΣ, Π., ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στές]
1. ΓΕΩΡΓΙΑ ΨΗΛΟΓΕΝΗ,
2. ΔΗΜΗΤΡΗΣ Α. ΙΩΑΝΝΟΥ,
3. ΕΛΕΝΗ Κ. ΓΕΩΡΓΙΟΥ,
4. ΚΩΣΤΑΣ Γ. ΨΗΛΟΓΕΝΗ,
Εφεσείοντες,
ν.
1. ΝΕΑΣ ΣΥΝΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΠΑΝΩ ΠΛΑΤΡΩΝ,
2. ΣΤΕΛΙΟΥ ΜΙΧΑΗΛ,
Εφεσιβλήτων.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 11682)
Διαιτησία ― Άρθρο 9(2) του περί Διαιτησίας Νόμου, Κεφ. 4 ― Παρέχει διακριτική ευχέρεια στο Δικαστήριο να αποτρέπει ή να εμποδίζει τη διεξαγωγή διαιτησίας σε υποθέσεις στις οποίες εγείρονται θέματα δόλου ― Παρόμοια πρόνοια συναντάται και στο Άρθρο 24(2) της Αγγλικής Arbitration Act, 1950.
Στις 13.11.2002 οι εφεσείοντες καταχώρησαν κλητήριο ένταλμα γενικά οπισθογραφημένο αξιώνοντας δήλωση του Δικαστηρίου ότι η εφεσείουσα 1 δεν οφείλει οιονδήποτε ποσό στους εφεσίβλητους 1 και συνεπώς οι εφεσείοντες 2, 3 και 4 έχουν απαλλαγεί από την εγγύηση που έδωσαν υπέρ της εφεσείουσας 1. Αξίωσαν επίσης αποζημιώσεις ύψους £52.000 για δόλο και/ή συνωμοσία των εφεσιβλήτων 1 και/ή 2 και/ή των αντιπροσώπων τους προς εξαπάτηση των εφεσειόντων 1-4.
Την ίδια ημερομηνία καταχώρησαν μονομερή αίτηση με την οποία οι εφεσείοντες ζητούσαν την έκδοση προσωρινού διατάγματος με το οποίο να εμποδίζονται οι εφεσίβλητοι 1 ή οι υπάλληλοι τους να προωθήσουν την έναρξη διαιτητικής διαδικασίας η οποία άρχιζε την ίδια ημερομηνία. Ζήτησαν, επίσης, διάταγμα του Δικαστηρίου που να παγοποιεί και να αναστέλλει τη συνέχιση και/ή προώθηση της διαιτητικής διαδικασίας εναντίον των εφεσειόντων 1-4. Κρίθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι η φύση της αίτησης αλλά και το γεγονός ότι από 8.10.2002 είχε δοθεί η ειδοποίηση για έναρξη της διαδικασίας διαιτησίας η αίτηση θα έπρεπε να επιδοθεί. Επιδόθηκε και ακούστηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο.
Νομικό στήριγμα της αίτησης ήταν τα Άρθρα 4, 5 και 9 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 6, το Άρθρο 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου 1960 (Ν. 14/60), τα Άρθρα 2, 7, 8 και 9 του περί Διαιτησίας Νόμου, Κεφ. 4, τα Άρθρα 51 και 52 του περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμου του 1985-2001, και οι εγγενείς εξουσίες και πρακτική του Δικαστηρίου.
Στην ένορκη δήλωσή τους και ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, οι εφεσείοντες υποστήριξαν ότι η φύση της υπόθεσης των εφεσιβλήτων εναντίον τους δεν δύναται να εκδικαστεί από τον Διαιτητή ενόψει του γεγονότος ότι εναντίον των εφεσιβλήτων εγείρονται θέματα απάτης και δόλου και μόνο το Δικαστήριο είναι σε θέση να τα εξετάσει.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι δεν επληρούτο η τρίτη προϋπόθεση του Άρθρου 32(1), αλλά και αν ακόμη επληρούτο «και πάλι τα γεγονότα της υπόθεσης είναι τέτοια που δεν είναι ούτε δίκαιο ούτε πρόσφορο να εκδώσω το αιτούμενο διάταγμα. Η όποια απόφαση του διαιτητή υπόκειται σε έφεση και δεν θα πρέπει το Δικαστήριο να επεμβαίνει και να αναστέλλει προβλεπόμενη από το νόμο διαδικασία».
Οι εφεσείοντες εφεσίβαλαν την απόφαση. Νομικό έρεισμα των θέσεων τους ήταν το Άρθρο 9(2)(3) του περί Διαιτησίας Νόμου, Κεφ. 4. Η συνήγορός τους υπέβαλε ότι εν όψει του πιο πάνω άρθρου το Δικαστήριο έχει εξουσία να τερματίσει μία συμφωνία και να δώσει άδεια όπως συμφωνία στην οποία προνοείται ρητώς ότι η επίλυση διαφορών παραπέμπεται σε διαιτησία ανακληθεί, εάν η εγειρόμενη διαφορά μεταξύ των μερών σχετίζεται με το θέμα του κατά πόσο ένα συμβαλλόμενο μέρος υπήρξε ένοχο δόλου (fraud). Το πρωτόδικο Δικαστήριο εν πλήρει αντιθέσει προς τας σχετικάς αρχάς αποφάσισε ότι οι ισχυρισμοί των εφεσειόντων περί απάτης και/ή συνομωσίας προς εξαπάτησιν έπρεπε να εγερθούν και εκδικαστούν ενώπιον του Διαιτητή.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Στην παρούσα υπόθεση η διαφορά μεταξύ των εφεσειόντων και των εφεσιβλήτων 1 έχει παραπεμφθεί σε διαιτησία δυνάμει του Άρθρου 52 των περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμου του 1985 μέχρι 2001.
2. Σύμφωνα με το Άρθρο 52(2)(β) η διαιτησία «διεξάγεται συμφώνως προς τας διατάξεις της εκάστοτε ισχυούσης νομοθεσίας περί διαιτησίας». Στην παρούσα υπόθεση ενδιαφέρει η πρόνοια του Άρθρου 9(2) του περί Διαιτησίας Νόμου, Κεφ. 4.
3. Στην Russell v. Russell αποφασίστηκε ότι σε υπόθεση όπου διατυπώνεται κατηγορία για δόλο, το Δικαστήριο γενικώς θα αρνηθεί να παραπέμψει την υπόθεση σε διαιτησία αν ο διάδικος που κατηγορείται για δόλο επιθυμεί δημόσια έρευνα. Πλην όμως όπου η ένσταση στη διαιτησία εγείρεται από το διάδικο που διατυπώνει την κατηγορία για δόλο, το δικαστήριο δεν θα δεχθεί κατ' ανάγκη την ένσταση, και δεν θα το πράξει ποτέ, εκτός αν αποδειχθεί εκ πρώτης όψεως υπόθεση δόλου.
4. Σκοπός του Άρθρου 9(2) του Κεφ. 4 είναι η παροχή διακριτικής ευχέρειας στο Δικαστήριο να αποτρέπει ή εμποδίζει τη διεξαγωγή διαιτησίας σε υποθέσεις δόλου. Ωστόσο το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν ασχολήθηκε με το κατά πόσο θα ασκούσε τη διακριτική του ευχέρεια υπέρ του αιτήματος των εφεσειόντων. Υπό το φως των γεγονότων της παρούσας υπόθεσης, η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου θα έπρεπε να ασκηθεί υπέρ του αιτήματος των εφεσειόντων.
Η έφεση επιτράπηκε με έξοδα.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Russell v. Russell [1880] 14 Ch. D. 471,
Cunningham-Reid a.o. v. Buchanan-Jardine [1988] 2 All E.R. 438.
Έφεση.
Έφεση από τους ενάγοντες κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού που δόθηκε στις 21/4/03 (Αρ. Αγωγής 7904/02) με την οποία απέρριψε την αίτησή τους για έκδοση προσωρινού διατάγματος με το οποίο να εμποδίζονται οι εφεσίβλητοι να προωθήσουν ή να συνεχίσουν ή να επιδιώκουν την έναρξη διαιτητικής διαδικασίας προς επίλυση της μεταξύ τους διαφοράς καθώς και διάταγμα του Δικαστηρίου που να παγοποιεί και να αναστέλλει τη συνέχιση και/ή προώθηση καθ' οιονδήποτε τρόπο της διαιτητικής διαδικασίας εναντίον των εφεσειόντων 1-4.
Ε. Κουδουνάρη για Ν. Πιριλλίδη, για τους Εφεσείοντες.
Σ. Σωφρονίου, για τους Εφεσίβλητους.
Cur. adv. vult.
ΠΙΚΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Π. Καλλής.
ΚΑΛΛΗΣ, Δ.: Στις 13.11.2002 οι ενάγοντες-εφεσείοντες (οι εφεσείοντες) καταχώρησαν στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού (το Πρωτόδικο Δικαστήριο) κλητήριο ένταλμα γενικά οπισθογραφημένο. Αξίωσαν δήλωση του Δικαστηρίου ότι η εφεσείουσα 1 δεν οφείλει οιονδήποτε ποσό στους εφεσίβλητους 1 και συνεπώς οι εφεσείοντες 2, 3 και 4 έχουν απαλλαγεί από τη δοθείσα εγγύηση υπέρ της εφεσείουσας 1. Αξίωσαν, επίσης, αποζημιώσεις ύψους £52.000. Επικαλέσθησαν δόλο και/ή συνωμοσία των εφεσιβλήτων 1 και/ή 2 και/ή των αντιπροσώπων των προς εξαπάτηση των εφεσειόντων 1-4. Το ίδιο ποσό αξίωσαν στη βάση αδικαιολόγητου πλουτισμού. Τέλος αξίωσαν διάφορες άλλες δηλώσεις που σχετίζονται με αναγνώριση ότι αποδείξεις που εκδόθηκαν από την εφεσείουσα 1 είναι εικονικές και δήλωση αποδέσμευσης ακίνητης περιουσίας, η οποία έχει υποθηκευθεί από τους εφεσείοντες προς όφελος των εφεσιβλήτων 1. Την ίδια ημερομηνία καταχώρησαν μονομερή αίτηση με την οποία οι εφεσείοντες επεδίωξαν την έκδοση προσωρινού διατάγματος με το οποίο να εμποδίζονται οι εφεσίβλητοι 1 ή υπάλληλοι τους να προωθήσουν ή να συνεχίσουν ή να επιδιώκουν την έναρξη διαιτητικής διαδικασίας η οποία θα άρχιζε την ίδια ημερομηνία. Ζήτησαν, επίσης, διάταγμα του Δικαστηρίου που να παγοποιεί και να αναστέλλει τη συνέχιση και/ή προώθηση καθ' οιονδήποτε τρόπο της διαιτητικής διαδικασίας εναντίον των εφεσειόντων 1-4. Κρίθηκε από το Πρωτόδικο Δικαστήριο ότι η φύση της αίτησης αλλά και το γεγονός ότι από 8.10.2002 είχε δοθεί η ειδοποίηση για έναρξη της διαδικασίας διαιτησίας η αίτηση θα έπρεπε να επιδοθεί. Επιδόθηκε και ακούστηκε από το Πρωτόδικο Δικαστήριο.
Παραθέτουμε τα γεγονότα που σχετίζονται με την αίτηση, όπως έχουν συνοψισθεί από το Πρωτόδικο Δικαστήριο:
Η εφεσείουσα 1 είναι σύζυγος του εφεσείοντος 2 και θυγατέρα των εφεσειόντων 3 και 4. Το 1999 εργοδοτήθηκε στην Συνεργατική Πιστωτική Εταιρεία Πλατρών και εκτελούσε καθήκοντα γραμματέα στα οποία περιλαμβάνονταν και χρέη ταμία. Γενικά ήταν η υπεύθυνη για ό,τι διαδραματιζόταν στους εφεσίβλητους 1. Ο εφεσίβλητος 2 κατά τον ουσιώδη χρόνο ήτο πελάτης της ΣΠΕ και διατηρούσε τρεχούμενο λογαριασμό και συνεργάζετο επί τακτικής βάσης με την εφεσείουσα 1. Με διάφορες υποσχέσεις έπειθε την εφεσείουσα 1 να του παραχωρεί υπέρβαση στον τρεχούμενο λογαριασμό του, την οποία όμως αργότερα με καταθέσεις εκάλυπτε. Οι καταθέσεις του ήταν πάντοτε χαμηλότερες από τες κατά καιρούς αναλήψεις και υπερβάσεις με αποτέλεσμα περί το τέλος του 2001 η υπέρβαση να ανέλθει στο ποσό των £90.000. Παρά τις επανειλημμένες προσκλήσεις προς τον εφεσίβλητο 2 για κάλυψη των υπερβάσεων ο εφεσίβλητος με τεχνάσματα καταθέσεων την παραπλανούσε. Επειδή στις 2.1.2002 θα διεξήγετο έλεγχος από τους ελεγκτές των εφεσιβλήτων 1 στο ταμείο της ο εφεσίβλητος 2 της παρέδωσε τρεις επιταγές συνολικού ύψους £41.000 προς το σκοπό εξόφλησης μέρους των οφειλομένων και υπεσχέθη ότι θα εξασφάλιζε δάνειο για ακόμη £40.000 και θα της παρέδιδε τα χρήματα. Παρέλαβε τις τρεις επιταγές τις οποίες πίστωσε στο λογαριασμό του, χωρίς όμως να δώσει απόδειξη καταθέσεως. Ήταν πάγια τακτική της πριν από την εισαγωγή του λογιστικού προγράμματος να διατηρεί ανοικτή μια απόδειξη επί του βιβλιαρίου των αποδείξεων την οποία χρησιμοποιούσε και έδιδε στον εφεσίβλητο 2 σε σχέση με τις καθυστερημένες ή μεταχρονολογημένες επιταγές που κατά καιρούς κατέθετε στο λογαριασμό του. Τούτο για να διατηρεί το ταμείο της ορθό και όταν οι υπερβάσεις είχαν φθάσει σε μεγάλα ποσά για να περιορίζεται με τις καταθέσεις επιταγών του εφεσίβλητου 2 στο βαθμό που ήταν επιτρεπτό. Στις 2.1.2002 λόγω επισκέψεως των ελεγκτών χρησιμοποίησε δυο από τις ανοικτές αποδείξεις από το μπλοκ των αποδείξεων με ημερομηνία 10.9.2001 για ποσό £20.000 με ένδειξη τοις μετρητοίς και μια ημερομηνία 5.10.2001 και πάλι για ποσό £20.000. Τις αποδείξεις αυτές δεν τις παρέδωσε στον εφεσίβλητο 2 αλλά τις κράτησε στο γραφείο της. Στις 3.1.2002 ο εφεσίβλητος 2 την επισκέφθηκε και της παρέδωσε άλλες τρεις επιταγές συνολικού ύψους £12.000 για τις οποίες ακολούθησε την ίδια τακτική ως προς την έκδοση αποδείξεων. Επιταγές ύψους £41.000 τις οποίες είχε παραδώσει ο εφεσίβλητος 2 επεστράφησαν με ένδειξη να ξαναπαρουσιαστούν και τότε λειτουργός του Γραφείου Εφόρου Συνεργατικών Εταιρειών και Συνεργατικής Ανάπτυξης επισκέφθη την εφεσείουσα 1 δια να διευκρινίσει τι συνέβη με τις επιταγές του εφεσίβλητου 2. Ανέφερε στο λειτουργό τι ακριβώς συνέβη με το λογαριασμό του εφεσίβλητου 2, όπως και τις καταθέσεις του, υπέδειξε μάλιστα και τις τρεις αποδείξεις καταθέσεων με ένδειξη τοις μετρητοίς τις οποίες κατείχε. Στην παρουσία του λειτουργού και κατόπιν εισηγήσεων και οδηγιών του προέβη σε νέα πράξη στο λογαριασμό του εφεσίβλητου 2, ώστε να φαίνεται κατάθεση των επιταγών του ποσού των £12.000 και £40.000 στις 30.12.2001 αντί στις 18.8.2001, 10.9.2001 και 5.10.2001 ως οι αποδείξεις και ταυτόχρονα ακύρωσε τις καταθέσεις και χρέωσε τον λογαριασμό του εφεσίβλητου 2 με τα ποσά των £40.000 και £12.000. Λόγω λάθους όμως παρέλειψε να ακυρώσει τις τρεις αποδείξεις καταθέσεως ημερ. 18.8.01, 10.9.01 και 5.10.2001 ταυτόχρονα με τη χρέωση του λογαριασμού του εφεσίβλητου 2 με τα πιο πάνω ποσά. Τον Δεκέμβριο του 2001 υπέβαλε παραίτηση. Στις 15.1.2002 έγινε συνεδρία στην οποία παρευρέθη παρόντων της νέας γραμματέως της ΣΠΕ του λειτουργού, ο οποίος την είχε συμβουλεύσει και του Α. Χ"Αντωνά από το Γραφείο του Εφόρου στη Λεμεσό. Συζήτησαν το ζήτημα που είχε δημιουργηθεί παρόντος του εφεσίβλητου 2, του πατέρα του και του λογιστή του. Δόθηκε κατάσταση του λογαριασμού στον εφεσίβλητο 2 και ο πατέρας του ανέλαβε να εξοφλήσει οιονδήποτε υπόλοιπο. Κατά τη συνεδρία αυτή της εξηγήθηκε ότι θα παρεπέμπετο σε διαιτησία. Ανευρέθη το οφειλόμενο από τον εφεσίβλητο 2 υπόλοιπο και υπέγραψαν ο εφεσίβλητος 2 με εγγυητές τους γονείς του και τα δυο αδέλφια του χρεωστικό γραμμάτιο για ποσό £99.000 υπό την επιφύλαξη εάν διαπιστώνετο μεταγενέστερη διαφορά στο οφειλόμενο ποσό να υπολογισθεί. Τον Μάρτιο του 2002 στην παρουσία του εφεσίβλητου 2, μελών της Επιτροπής, του Α. Χ" Αντωνά εκ μέρους του Εφόρου Συνεργατικής Αναπτύξεως στη Λεμεσό, μελών της Ελεγκτικής Υπηρεσίας της Συνεργατικής Εταιρείας, της παρουσίασαν τις δυο αποδείξεις για το ποσό των £40.000 τις οποίες είχε αφήσει στα γραφεία της ΣΠΕ να ευρίσκονται στην κατοχή του εφεσίβλητου 2. Οι αποδείξεις αυτές θα έπρεπε να είχαν ακυρωθεί από την ίδια αλλά εκ λάθους δεν ακυρώθηκαν και απεικόνιζαν κατάθεση ποσού £40.000 στο λογαριασμό του εφεσίβλητου 2. Ο εφεσίβλητος 2 για τις αποδείξεις αυτές δεν έδωσε εξήγηση πώς βρέθηκαν στην κατοχή του, ούτε αν καθ΄ οιονδήποτε χρόνο κατέθεσε το ποσό αυτό. Ήταν η θέση της πως εξαπατήθηκε από τους εφεσίβλητους 1 και 2, οι οποίοι προς το σκοπό περιορισμού της ευθύνης του εφεσίβλητου 2 συνωμότησαν και την εξαπάτησαν με την παρουσίαση των αποδείξεων αυτών εμφανίζοντας την ότι οικειοποιήθηκε συνολικό ποσό £52.000 ή/και £40.000 και χρησιμοποιούν τις αποδείξεις καταθέσεων εν γνώσει των ότι δεν είναι πραγματικές. Με αυτό τον τρόπο εμπλέκουν την ίδια και τους εγγυητές της, αφού έχουν δώσει εγγυήσεις και ενυπόθηκες εξασφαλίσεις προς την ΣΠΕ. Με διαταγή προσωρινής επιβάρυνσης του Έφορου Συνεργατικών Εταιρειών δεσμεύτηκαν λογαριασμοί της ίδιας και των εγγυητών της σε διάφορα Τραπεζικά ιδρύματα οι οποίοι αποδεσμεύτηκαν μετά την υπογραφή του χρεωστικού ομολόγου από τον εφεσίβλητο 2 επαναδεσμεύτηκαν όμως με νέα διαταγή ημερ. 3.4.2002. Ακολούθως οι εφεσίβλητοι ήγειραν Διαιτητική Διαδικασία, μεταξύ των εφεσειόντων και των εφεσιβλήτων 1, ενώπιον του Διαιτητή Τιμόθεου Τιμοθέου, δικηγόρου από τη Λεμεσό.
Νομικό στήριγμα της αίτησης ήταν τα αρ. 4, 5 και 9 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 6, το αρ. 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου 1960 (Ν 14/60), τα αρ. 2, 7, 8 και 9 του περί Διαιτησίας Νόμου, Κεφ. 4, τα αρ. 51 και 52 του περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμου του 1985-2001, και οι εγγενείς εξουσίες και πρακτική του Δικαστηρίου.
Ήταν η θέση των εφεσειόντων, στην ένορκη δήλωση τους και ενώπιον του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η φύση της υπόθεσης των εφεσιβλήτων 1 εναντίον τους, δεν «δύναται να ακροαστεί και εκδικαστεί από τον Διαιτητή» ενόψει του γεγονότος ότι εναντίον των εφεσιβλήτων εγείρονται θέματα απάτης και δόλου και μόνο το Δικαστήριο είναι σε θέση να εξετάσει τέτοιας φύσεως θέματα.
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο σημείωσε ότι η διαιτησία αφορά απαίτηση για συγκεκριμένο οφειλόμενο ποσό από την εφεσείουσα 1 το οποίο αρνείται ότι οφείλει καθ' ότι οι αποδείξεις που κατέχει ο εφεσίβλητος 2 και εκείνη κατήρτισε είναι εικονικές. Επί του προκειμένου το Πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι τον «ισχυρισμό αυτό θα πρέπει ακριβώς να τον εγείρει ενώπιον του διαιτητού ο οποίος και θα αποφασίσει εάν το ποσό το οποίο ισχυρίζονται οι καθ΄ ων η αίτηση ότι οφείλεται από την αιτήτρια πράγματι οφείλεται». Έκρινε, επίσης, ότι «το σημαντικό που θα αποφασισθεί στη διαιτησία είναι εάν η αιτήτρια αρ. 1 οφείλει οιονδήποτε ποσό και για να αποφασισθεί αυτό θα πρέπει να τεθούν τα γεγονότα ενώπιον του διαιτητή».
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ως εξής:
«Ανεξάρτητα όμως από τα πιο πάνω εξετάζοντας εάν πληρούνται οι τρεις προϋποθέσεις του άρθρου 32(1) δεν ευρίσκω να πληρούνται. Δεχόμενη έστω γιατί αυτό το στάδιο απαιτεί μόνο αποκάλυψη συζητήσιμης υπόθεσης και απλή πιθανότητα επιτυχίας ότι πληρούνται οι δύο πρώτες προϋποθέσεις, η τρίτη προϋπόθεση δεν πληρούται κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες.
.........................................................................................................
Στην εξεταζόμενη υπόθεση η θεραπεία των αποζημιώσεων δοθέντος ότι δεν υπάρχει ισχυρισμός ότι οι αποζημιώσεις δεν μπορούν να υπολογισθούν ούτε ότι οι καθ΄ ων η αίτηση αρ. 1 δεν έχουν την οικονομική δυνατότητα να αποζημιώσουν τους αιτητές, κρίνω ότι δεν δικαιολογείται η έκδοση του αιτούμενου διατάγματος.
Περαιτέρω κι' αν ακόμη γινόταν δεκτό που δεν γίνεται ότι επληρούτο και η τρίτη προϋπόθεση και πάλι τα γεγονότα της υπόθεσης είναι τέτοια που δεν είναι ούτε δίκαιο ούτε πρόσφορο να εκδώσω το αιτούμενο διάταγμα. Η όποια απόφαση του διαιτητή υπόκειται σε έφεση και δεν θα πρέπει το Δικαστήριο να επεμβαίνει και να αναστέλλει προβλεπόμενη από το νόμο διαδικασία.»
Η έφεση.
Οι εφεσείοντες ισχυρίστηκαν ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα και αδικαιολόγητα δεν εξέτασε και δεν έλαβε υπόψη τη θέση των εφεσειόντων ότι με δεδομένους ισχυρισμούς απάτης και/ή συνομωσίας προς εξαπάτηση ο διορισθείς διαιτητής δεν είχε την εξουσία και/ή τη νομική δυνατότητα να εκδικάσει και αποφασίσει τα εν λόγω θέματα απάτης τα οποία ήγειραν οι εφεσείοντες. Ισχυρίστηκαν, επίσης, ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα και αδικαιολόγητα αποφάσισε ότι οι εφεσείοντες πρέπει να εγείρουν τους ισχυρισμούς τους ενώπιον του Διαιτητή και όχι ενώπιον του Πρωτόδικου Δικαστηρίου.
Νομικό έρεισμα των πιο πάνω θέσεων ήταν το αρ. 9(2)(3) του περί Διαιτησίας Νόμου, Κεφ. 4, το οποίο προβλέπει:
«(2) Όταν συμφωνία μεταξύ συμβαλλομένων προβλέπει ότι τυχόν διαφορές που δυνατόν να προκύψουν μεταξύ τους στο μέλλον παραπέμπονται σε διαιτησία και σε κάποια διαφορά που αναφύεται στη συνέχεια εγείρεται το ζήτημα κατά πόσο οποιοσδήποτε από τους συμβαλλομένους έχει καταστεί ένοχος δόλου, το Δικαστήριο έχει εξουσία, στην έκταση που είναι αναγκαίο όπως το ζήτημα αυτό αποφασιστεί από το Δικαστήριο, να διατάξει όπως η συμφωνία παύσει να ισχύει και να παραχωρήσει άδεια για ακύρωση οποιουδήποτε συνυποσχετικού που έγινε βάσει της συμφωνίας αυτής.
(3) Σε οποιαδήποτε περίπτωση στην οποία το Δικαστήριο δυνάμει του άρθρου αυτού έχει εξουσία να διατάξει όπως συνυποσχετικό παύσει να ισχύει ή να παραχωρήσει άδεια για ακύρωση συνυποσχετικού, δύναται να αρνηθεί να διατάξει την αναστολή οποιασδήποτε αγωγής που ασκήθηκε για παράβαση της συμφωνίας.»
Η κα. Κουδουνάρη, εκ μέρους των εφεσειόντων, υπέβαλε ότι εν όψει του πιο πάνω άρθρου το Δικαστήριο έχει εξουσία να τερματίσει μία συμφωνία και να δώσει άδεια όπως συμφωνία στην οποία προνοείται ρητώς ότι η επίλυση διαφορών παραπέμπεται σε διαιτησία ανακληθεί, εάν η εγειρόμενη διαφορά μεταξύ των μερών σχετίζεται με το θέμα του κατά πόσο ένα συμβαλλόμενο μέρος υπήρξε ένοχο δόλου (fraud). Και σε περιπτώσεις όπου το Δικαστήριο έχει τέτοια εξουσία, δυνατόν να αρνηθεί να αναστείλει οποιαδήποτε αγωγή η οποία κινήθηκε κατά παράβαση της συμφωνίας. Είναι ξεκάθαρο από το λεκτικό του εδαφίου (2) του πιο πάνω αρ. 9, του Κεφ. 4 - συνέχισε η κα. Κουδουνάρη - ότι εισάγεται σαν λόγος για τον οποίο το Δικαστήριο δυνατόν να αρνηθεί να αναστείλει δικαστική διαδικασία το γεγονός ότι η εγειρόμενη διαφορά σχετίζεται με ισχυρισμό δια δόλο (fraud).
Σε υποθέσεις όπου υπάρχει κατηγορία δια δόλο (fraud) - συμπλήρωσε η ευπαίδευτη συνήγορος - το Δικαστήριο γενικά αρνείται να παραπέμψει μία διαφορά σε διαιτησία, εάν ο διάδικος ο οποίος βαρύνεται με τέτοιον ισχυρισμό επιθυμεί δημόσια εξέταση.
Ενώ - κατέληξε η ευπαίδευτη συνήγορος - οι σχετικές αρχές ρητώς αναφέρουν ότι το Δικαστήριο σε τέτοιες περιπτώσεις εξασκεί εξουσία «προς αποφυγήν εκδικάσεως τέτοιων ισχυρισμών ενώπιον του Διαιτητού, το Πρωτόδικο Δικαστήριο εν πλήρει αντιθέσει προς τας σχετικάς αρχάς απεφάσισε ότι οι ισχυρισμοί των εφεσειόντων περί απάτης και/ή συνομωσίας προς εξαπάτησιν έπρεπε να εγερθούν και εκδικαστούν ενώπιον και υπό του Διαιτητού».
Σημειώνουμε ότι στην παρούσα υπόθεση η διαφορά μεταξύ των εφεσειόντων και των εφεσιβλήτων 1 έχει παραπεμφθεί σε διαιτησία δυνάμει του αρ. 52 των περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμων του 1985 μέχρι 2001 το οποίο έχει ως εξής:
«52.-(1) Οσάκις εγείρεται οιαδήποτε διαφορά αφορώσα τας εργασίας εγγεγραμμένης εταιρείας-
(α) μεταξύ μελών, πρώην μελών, και προσώπων αξιούντων μέσω μελών· ή
(β) μεταξύ μέλους, πρώην μέλους ή προσώπου αξιούντος μέσω μέλους, πρώην μέλους ή αποβιώσαντος μέλους και της εταιρείας, της επιτροπείας ή του συμβουλίου αυτής ή οιουδήποτε αξιωματούχου, αντιπροσώπου ή υπαλλήλου της εταιρείας·
........................................................................................................
(2) Ο Έφορος δύναται, επί τη λήψει της δυνάμει του εδαφίου (1) παραπομπής:
(α) να επιχειρήση συνδιαλλαγήν της διαφοράς· ή
(β) να παραπέμψη την διαφοράν προς επίλυσιν εις διαιτησίαν ήτις διεξάγεται συμφώνως προς τα διατάξεις της εκάστοτε ισχυούσης νομοθεσίας περί διαιτησίας.
......................................................................................................»
Σύμφωνα λοιπόν με το αρ. 52(2)(β) η διαιτησία «διεξάγεται συμφώνως προς τας διατάξεις της εκάστοστε ισχυούσης νομοθεσίας περί διαιτησίας». Στην παρούσα υπόθεση η πρόνοια του περί Διαιτησίας Νόμου, Κεφ. 4, που μας ενδιαφέρει είναι εκείνη του αρ. 9(2) (έχει παρατεθεί στη σελ. 7, πιο πάνω). Παρόμοια πρόνοια συναντούμε και στο αρ. 24(2) της Αγγλικής Arbitration Act, 1950.
Στον Russel on the Law of Arbitration, 20η εκ., σελ. 148, υποδεικνύεται ότι δεν υπάρχει Αγγλική αυθεντία ερμηνευτική της εφαρμογής του αρ. 24(2) και σε προηγούμενες εκδόσεις διατυπώνεται η άποψη ότι προφανώς η διακριτική ευχέρεια θα εφαρμόζεται με τον ίδιο τρόπο που εφαρμόζεται η διακριτική ευχέρεια για άρνηση αναστολής της διαδικασίας σε ταυτόχρονη αγωγή*.
Στην Russell v. Russell [1880] 14 Ch. D. 471 o Jessel M.R. αποφάσισε ότι:
«In the case where fraud is charged, the Court will in general refuse to send the dispute to arbitration if the party charged with the fraud desires a public inquiry. But where the objection to arbitration is by the party charging the fraud, the Court will not necessarily accede to it, and will never do so unless a prima facie case of fraud is proved.»
Σε μετάφραση:
«Σε υπόθεση όπου διατυπώνεται κατηγορία για δόλο, το Δικαστήριο γενικώς θα αρνηθεί να παραπέμψει την υπόθεση σε διαιτησία αν ο διάδικος που κατηγορείται για δόλο επιθυμεί δημόσια έρευνα. Πλην όμως όπου η ένσταση στη διαιτησία εγείρεται από το διάδικο που διατυπώνει την κατηγορία για δόλο, το δικαστήριο δεν θα δεχθεί κατ' ανάγκη την ένσταση, και δεν θα το πράξει ποτέ, εκτός αν αποδειχθεί εκ πρώτης όψεως υπόθεση δόλου.»
Η πιο πάνω απόφαση υιοθετήθηκε από το Αγγλικό Εφετείο στην Cunningham-Reid and Another v. Buchanan-Jardine [1988] 2 All E.R. 438.
Στην παρούσα υπόθεση μια από τις αξιώσεις των εφεσειόντων αποτελείται από γενικάς και/ή ειδικάς αποζημιώσεις ύψους Λ.Κ.52.000 «δια δόλον και/ή δια συνομωσίαν προς εξαπάτηση των εφεσειόντων». Περαιτέρω στην ένορκη δήλωση τους ήγειραν σαφώς θέματα απάτης, δόλου και συνομωσίας. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο δέχθηκε ότι οι εφεσείοντες αποκάλυψαν συζητήσιμη υπόθεση και απλή πιθανότητα επιτυχίας. Λαμβανομένης υπόψη της βάσης της αγωγής θεωρούμε ότι η πιο πάνω αποδοχή του Πρωτόδικου Δικαστηρίου εξισώνεται με απόδειξη εκ πρώτης όψεως δόλου. Ωστόσο το Πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι οι εφεσείοντες έπρεπε να προβάλουν τους ισχυρισμούς τους για δόλο ενώπιον του διαιτητή. Έχουμε την άποψη πως σκοπός του αρ. 9(2) του Κεφ. 4 είναι η παροχή διακριτικής ευχέρειας στο Δικαστήριο να αποτρέπει ή εμποδίζει την διεξαγωγή διαιτησίας σε υποθέσεις στις οποίες εγείρονται θέματα δόλου. Ωστόσο το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν ασχολήθηκε με το κατά πόσο θα ασκούσε τη διακριτική του ευχέρεια υπέρ του αιτήματος των εφεσειόντων. Υπό το φως των γεγονότων της παρούσας υπόθεσης θεωρούμε πως η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου θα έπρεπε να ασκηθεί υπέρ του αιτήματος των εφεσειόντων. Επομένως κατ' εφαρμογή του αρ. 9(2) του Κεφ. 4 έπρεπε να είχε εκδοθεί το αιτηθέν διάταγμα. Κατά συνέπεια εκδίδεται διάταγμα ως οι παραγ. (Α) και (Β) της αίτησης.
Εν όψει της πιο πάνω κατάληξης μας δεν παρίσταται ανάγκη να εξετάσουμε τους υπόλοιπους λόγους της έφεσης.
Η έφεση επιτρέπεται ως ανωτέρω με έξοδα.
Η έφεση επιτρέπεται με έξοδα.