ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2004) 1 ΑΑΔ 1800
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 11762)
2 Νοεμβρίου, 2004
[Π. ΑΡΤΕΜΗΣ, Τ. ΗΛΙΑΔΗΣ, Μ. ΦΩΤΙΟΥ, Δ/στές]
ΕΥΡΙΔΙΚΗ ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΑΟΥ,
Εφε σείουσα-Ενάγουσα,
ν.
ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΚΟΤΣΑΠΑ,
Εφεσίβλητης-Εναγόμενης.
----------
Γ. Μηχανικός και Θ. Ανδρέου, για την εφεσείουσα
Γ. Λουκαϊδης, για την εφεσίβλητη.
Η απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον
Π. Αρτέμη, Δ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Π. ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Στις 8.11.99 η εφεσείουσα-ενάγουσα καταχώρησε αγωγή απαιτώντας γενικές και ειδικές αποζημιώσεις για ζημιές που προκλήθηκαν από τροχαίο ατύχημα. Μετά την επίδοση της αγωγής στις 13.11.99, καταχωρήθηκε σημείωμα εμφάνισης στις 14.1.00. Στις 28.9.01, δηλαδή περίπου ένα χρόνο και εννέα μήνες αργότερα, η εφεσείουσα καταχώρησε την Έκθεση Απαίτησης και ακολούθησε η Υπεράσπιση στις 8.1.02. Σε αίτημα της εφεσείουσας για ορισμό, η αγωγή ορίστηκε για «προγραμματισμό» στις 11.4.02. Κατά την πιο πάνω ημερομηνία εμφανίστηκε μόνο ο δικηγόρος της εφεσείουσας και η υπόθεση αναβλήθηκε ξανά για «προγραμματισμό» στις 16.5.02. Την ημερομηνία εκείνη δεν εμφανίστηκε οποιοσδήποτε από τους διαδίκους ή τους δικηγόρους τους και το Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή. Μετά την παρέλευση 7 και πλέον μηνών, η εφεσείουσα-ενάγουσα καταχώρησε αίτηση για επαναφορά της αγωγής στις 27.12.02, την οποία ο πρωτόδικος Δικαστής απέρριψε. Εναντίον της απορριπτικής απόφασης καταχωρήθηκε η παρούσα έφεση.
Θα επιληφθούμε πρώτα του δεύτερου λόγου έφεσης, με τον οποίο η εφεσείουσα υπέβαλε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν είχε εξουσία να επιληφθεί της αίτησης, γιατί τούτο θα έπρεπε να κάμει ο Δικαστής που είχε απορρίψει την αγωγή. Η αρχή που διέπει το θέμα εκφράστηκε στην υπόθεση Mesolongitis v. Koutas (1986) 1 C.L.R. 161, όπου αποφασίστηκε ότι η δικαιοδοσία εκδίκασης αίτησης για επαναφορά αγωγής ανήκει στο πρωτόδικο Δικαστήριο και όπου τούτο είναι δυνατόν είναι προτιμητέο να εξετάζεται από το Δικαστή που είχε επιληφθεί της υπόθεσης. Οι λόγοι που δεν εκδικάστηκε από τον ίδιο Δικαστή σε αυτή την υπόθεση παραμένουν άγνωστοι σε μας. Εν πάση όμως περιπτώσει, η εκδίκαση της αίτησης από άλλο Δικαστή δεν καθιστά άκυρη την απόφαση, αφού, όπως αναφέραμε, η δικαιοδοσία είναι εκείνη του πρωτόδικου Δικαστηρίου γενικά. Ο λόγος αυτός της έφεσης, κατά την κρίση μας, θα πρέπει να απορριφθεί.
Με τον πρώτο λόγο έφεσης, η εφεσείουσα προβάλλει πως η απόρριψη της αίτησης για επαναφορά ήταν εσφαλμένη, αφού αυτή βασίστηκε στην μοναδική αιτιολογία ότι υπήρχε καθυστέρηση στην υποβολή της, που έδειχνε αδιαφορία και καταφρόνηση της δικαστικής διαδικασίας και των δικαιωμάτων του αντίδικου.
Ας σημειωθεί ότι η εφεσείουσα βάσισε την αίτηση της στην Δ.33 θ.1, κάμνοντας και αναφορά στη Δ.57 που δίδει εξουσία στο Δικαστήριο να παρατείνει τις προθεσμίες. Θεωρούμε όμως πως η Ο.57 δεν έχει εφαρμογή, καθότι δεν ετίθετο θέμα προθεσμίας και εν πάση περιπτώσει η εφεσείουσα δεν είχε υποβάλει οποιοδήποτε αίτημα για παράταση προθεσμίας.
Η Δ.33 θ.1 προνοεί τα ακόλουθα:
«Ιf on the day fixed for trial the parties do not appear when the trial is called on, upon proof that they (or the party at whose instance such day was fixed) had notice, the action υπόκειται σε απόρριψη and shall not subsequently be heard, unless upon application to the Court, the Court orders reinstatement of the action on the ground that it is equitable so to do in the circumstances of the case."
Παρατηρούμε πως, ενώ η εφεσείουσα βασίζει την αίτηση της σε θεσμό που αναφέρεται στην απόρριψη αγωγής κατά την ημέρα της δίκης, εντούτοις σε άλλα σημεία του περιγράμματος και της αγόρευσής του συνηγόρου της, υποβάλλεται στο Εφετείο πως δεν ισχύουν οι πρόνοιες της Δ.33, εφόσον στην προκειμένη περίπτωση η υπόθεση δεν ήταν ορισμένη για ακρόαση, αλλά για «προγραμματισμό». Επισημαίνουμε πως δεν μπορεί η εφεσείουσα ταυτόχρονα να επικαλείται εφαρμογή του σχετικού θεσμού και συνάμα να αρνείται κάτι τέτοιο.
Θα θέλαμε σε αυτό το στάδιο να παρατηρήσουμε ότι οι Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας δεν προβλέπουν για διαδικασία «προγραμματισμού». Μια αγωγή μπορεί να οριστεί για «οδηγίες» (Διαταγή 30, θεσμός 1(α)) ή για «ακρόαση» (Διαταγή 31, θεσμός 1). Στην παρούσα περίπτωση το πρωτόδικο Δικαστήριο όρισε την αγωγή για «προγραμματισμό», που ουσιαστικά ήταν ορισμός για «οδηγίες» μέσα στα πλαίσια της Διαταγής 30, θεσμός 1(α), που με βάση τη νέα επιφύλαξή του, το Δικαστήριο μπορεί να ενεργήσει αυτεπάγγελτα.
Η αγωγή προφανώς απορρίφθηκε για μη προώθησή της, οι δε γενικές αρχές που ισχύουν και για παραμερισμό απόφασης και επαναφορά της αγωγής έχουν ανάλογη εφαρμογή και στην παρούσα περίπτωση. Κρίνουμε πως το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά ενήργησε με το να απορρίψει την αίτηση της εφεσείουσας λόγω της μεγάλης καθυστέρησης που παρατηρήθηκε στην καταχώρησή της και την έλλειψη οποιασδήποτε δικαιολογίας για το γεγονός αυτό.
Στην ένορκη δήλωση που συνόδευε την αίτηση αναφέρονται τα ακόλουθα:
«Η απουσία μου οφείλετο στο γεγονός ότι κατά την ανωτέρω ημερομηνία ευρισκόμουν ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας εις την ακρόαση της αγωγής 5158/1999. Είχαμε συμφωνήσει με το συνάδελφο κ. Θεοφάνη Ανδρέου όπως εμφανισθεί, όμως λόγω προσωπικού κωλύματος δεν μπόρεσε ούτε αυτός να παρευρεθεί.»
Κρίνουμε πως ο λόγος αυτός είναι εντελώς ανεπαρκής για να δικαιολογήσει την παράλειψη εμφάνισης της εφεσείουσας και των δικηγόρων της την ημέρα που είχε ορισθεί η αγωγή. Στην υπόθεση Στυλιανού ν. Σκύρα Λίμα Λτδ (2003) 1 Α.Α.Δ. 1234 λέχθηκε πως οι δικηγόροι θα πρέπει να προβαίνουν στα κατάλληλα διαβήματα για τον ορθό προγραμματισμό των υποχρεώσεών τους και έτσι λόγοι όπως αυτός δεν θα μπορούσαν να αποτελέσουν τη βάση για να δικαιολογηθεί επαναφορά της αγωγής. Επιπρόσθετα, επισημαίνουμε πως η ένορκη δήλωση δεν περιέχει κανένα στοιχείο που να υποστηρίζει τις πιθανότητες επιτυχίας της αγωγής.
Όπως έχει επανειλημμένα τονισθεί, πρέπει να διασφαλίζονται από τη μια το δικαίωμα ακρόασης του διάδικου και από την άλλη η ανάγκη ταχείας διεκπεραίωσης των δικαστικών υποθέσεων. Η άνευ φειδούς επανάνοιξη υπόθεσης δημιουργεί αβεβαιότητα στην τελεσιδικία και γι΄αυτό, αν η συμπεριφορά διαδίκου είναι τέτοια που πλήττει τα θεμέλια της απονομής της δικαιοσύνης και καταδεικνύει καταφρόνηση της δικαστικής διαδικασίας, το Δικαστήριο μπορεί να αρνηθεί το αίτημα του διαδίκου. (Δέστε σχετικά Άννα Νικολάου Χαραλάμπους ν. Κ & T. Andreou Ltd κ.α. Π.Ε. 11120, ημερ. 13.9.02 και Phylactou v. Michael (1982) 1 C.L.R. 204).
Κάτω από τις πιο πάνω συνθήκες, κρίνουμε πως ο πρωτόδικος Δικαστής ενήργησε εντός των πλαισίων της διακριτικής του ευχέρειας, με τρόπο ώστε να μην χωρεί οποιαδήποτε επέμβαση εκ μέρους μας.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εναντίον της εφεσείουσας.
Δ. Δ. Δ.
/Χ.Π.