ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2004) 1 ΑΑΔ 1866
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Εφεση Αρ. 11749)
9 Νοεμβρίου, 2004
[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π., ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στές]
ΑΓΑΘΟΚΛΗΣ ΣΧΙΖΑΣ,
Εφεσείων,
v.
EUROINVESTMENT & FINANCE LTD,
Εφεσιβλήτ ων.
― ― ― ― ―
Ρ. Σχίζας, για τον Εφεσείοντα.
Φ. Πελίδης και Γ. Σαζεϊδου, για τους Εφεσίβλητους.
― ― ― ― ―
ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Α. Κραμβής.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ
.: Οι εφεσίβλητοι με ειδικά οπισθογραφημένο κλητήριο ένταλμα, αξίωσαν υπόλοιπο επενδυτικού λογαριασμού. Ο λογαριασμός ανοίχθηκε δυνάμει συμφωνίας μεταξύ εφεσιβλήτων και εφεσείοντα για την παραχώρηση πιστωτικών διευκολύνσεων από τους εφεσίβλητους στον εφεσείοντα για σκοπούς επένδυσης σε αξίες εισηγμένες στο Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου. Οι εφεσίβλητοι καταχώρησαν αίτηση με βάση τη Δ.18 κ.1(α) για συνοπτική απόφαση. Ο εφεσείων υπέβαλε ένσταση και μετά από ακρόαση, δικαστής του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας αποδέχθηκε την αίτηση και εξέδωσε απόφαση εναντίον του εφεσείοντα ως η απαίτηση, πλέον έξοδα.Ο εφεσείων, αμφισβητεί την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης και επιδιώκει την ανατροπή της. Παραθέτουμε τους λόγους έφεσης:
(Α) Το Πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλε όταν αποδεχόταν την ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση των Αιτητών ως ικανοποιητική μαρτυρία ότι είχε θετική γνώση των γεγονότων για να εκδώσει την απόφαση του σε βάρος του Εναγομένου και επομένως έσφαλε όταν αποφάσισε ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις της Διαταγής 18 των Περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών για έκδοση συνοπτικής απόφασης.
(Β) Το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε ότι μπορούσε να εκδώσει την απόφαση του ότι η απαίτηση των Εναγόντων είναι καθαρή χωρίς ο Εναγόμενος να καταχωρήσει υπεράσπιση στηριζόμενο στην παρ. 3 της ένορκης δήλωσης που συνόδευε την αίτηση για συνοπτική απόφαση και λανθασμένα έκρινε ότι με το περιεχόμενο της παραγράφου αυτής γίνεται με ικανοποιητικό τρόπο επαλήθευση της αιτίας αγωγής.
(Γ) Το Πρωτόδικο Δικαστήριο όλως διόλου εσφαλμένα και χωρίς καμιά απολύτως δικαιολογία αλλά και κατά παράβαση του συνταγματικού δικαιώματος του Εναγομένου να εγείρει την Υπεράσπιση του ως και του κατοχυρωμένου ατομικού δικαιώματος του να προβάλει τις θέσεις του ενώπιον του Δικαστηρίου, απεφάνθη ότι ο Εναγόμενος δεν έχει καλή υπεράσπιση και στέρησε σε αυτόν το δικαίωμα να καταχωρήσει την Υπεράσπιση του και να αντικρούσει τους ισχυρισμούς των Εναγόντων.
(Δ) Το Πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλε με την έκδοση της εκκαλούμενης απόφασης αφού κατά παράβαση της πάγιας νομολογιακά καθιερωμένης αρχής μετέτρεψε την διαδικασία συνοπτικής απόφασης σε δίκη επί της ουσίας.»
Ο ευπαίδευτος πρωτόδικος δικαστής διαπίστωσε ότι όλες οι προϋποθέσεις της Δ.18 κ.1(α) έχουν ικανοποιηθεί και έγινε δεόντως επαλήθευση της αιτίας της αγωγής και του ποσού της απαίτησης. Στην απόφαση αναφέρεται ότι το αξιούμενο ποσό και οι τόκοι, αποτελούν υπόλοιπο το οποίο κατέστη οφειλόμενο δυνάμει συγκεκριμένης συμφωνίας χρηματοδότησης. Διαπιστώθηκε συναφώς ότι ένας από τους όρους της συμφωνίας, παρείχε δικαίωμα στους εφεσίβλητους να τερματίσουν τη συμφωνία με επιστολή χωρίς οποιαδήποτε αιτία και να απαιτήσουν πληρωμή, πράγμα που έγινε, και έτσι κατέστη πληρωτέο το οφειλόμενο ποσό. Αναφέρεται επίσης ότι οι εφεσίβλητοι, ασκώντας άλλο συμβατικό τους δικαίωμα, ρευστοποίησαν τις εξασφαλίσεις που παραχώρησε ο εφεσείων σε μετοχές και μειώθηκε έτσι η οφειλή στο ποσό που αυτοί απαιτούν με την αγωγή.
Το πρωτόδικο δικαστήριο διαπίστωσε ότι ο εφεσείων στη δήλωσή του που συνοδεύει την ένσταση, διατυπώνει επιχειρήματα βασισμένα μόνο στην πληροφόρηση που είχε κατά καιρούς από τους εφεσίβλητους για το υπόλοιπο της οφειλής του το οποίο, κάθε φορά ήταν διαφορετικό, και στις αναφορές τους για το επιτόκιο χρέωσης του λογαριασμού μετά από την πώληση των μετοχών που είχαν στην κατοχή τους ως εξασφάλιση. Εν ολίγοις, το συμπέρασμα του δικαστηρίου είναι ότι ο εφεσείων απέτυχε να στοιχειοθετήσει με μαρτυρία τον ισχυρισμό του ότι οι προμνησθείσες αναφορές των εφεσιβλήτων είναι λανθασμένες και ούτε δίδει οποιεσδήποτε απαντήσεις με αναφορά σε όρους της επίδικης συμφωνίας από τις οποίες να προκύπτει ότι υπάρχουν πράγματι διαφορές οι οποίες θα πρέπει να επιλυθούν μέσω κανονικής ακρόασης. Παρατηρεί επίσης ότι ο εφεσείων απέτυχε να καταδείξει με μαρτυρία ότι έγινε ανατοκισμός και αυθαίρετες χρεώσεις και διαπιστώνει ότι οι ισχυρισμοί του εφεσείοντα για αμέλεια και παραβάσεις της συμφωνίας από μέρους των εναγόντων, περιορίζονται σε γενικόλογες αναφορές χωρίς να δίδονται λεπτομέρειες σε τί ακριβώς συνίστανται. Η κατάληξη είναι ότι ο εναγόμενος όχι μόνο απέτυχε να προσφέρει οποιαδήποτε μαρτυρία με την οποία να διαπιστώνεται η ύπαρξη καλής υπεράσπισης αλλά αντίθετα, οι ισχυρισμοί του είναι σε μεγάλο βαθμό ευκαιριακοί, αφού βασίζονται στα έγγραφα που οι ενάγοντες λανθασμένα καταχώρησαν ως τεκμήρια νοουμένου ότι δεν απαιτείτο από αυτούς να δώσουν οποιαδήποτε μαρτυρία. Αναφορικά με το τελευταίο ζήτημα που έχει θιγεί, δηλαδή τις γενικόλογες και χωρίς λεπτομέρειες αναφορές, παρατίθεται στην εκκαλούμενη απόφαση το πιο κάτω απόσπασμα από την Kyprianides v. Ioannou (1966) 1 CLR 265:
«The defendant´s affidavit must "condescend upon particulars" and should as far as possible, deal specifically with the plaintiff´s claim and affidavit and state clearly and concisely what the defence is, and what facts are relied upon as supp
orting it.»
Ο εφεσείων στη δήλωσή που υπέβαλε προς υποστήριξη της ένστασης του αναφέρει πως με την υπογραφή της συμφωνίας, παρέδωσε και μεταβίβασε στους εφεσίβλητους μετοχές και μετρητά, η αξία των οποίων, κάλυπτε πλήρως (100%) το ποσό των £30.000 που ήταν το όριο της χρηματοδότησης του σύμφωνα με τις πρόνοιες της συμφωνίας. Επειδή ο ίδιος είναι γιατρός και δεν είχε γνώση του αντικειμένου, εμπιστεύτηκε τους εφεσίβλητους οι οποίοι, λόγω ειδικότητας αλλά και των εξουσιών που είχαν με βάση τη συμφωνία, προέβησαν σε αγοραπωλησίες μετοχών χρεώνοντας και πιστώνοντας το λογαριασμό του. Και ενώ ο ίδιος ήταν βέβαιος ότι οι εφεσίβλητοι θα ενεργούσαν επιμελώς και θα προέβαιναν στους ορθούς χειρισμούς, αυτοί επέδειξαν αμέλεια και εξ αιτίας των κακών τους χειρισμών όχι μόνο χάθηκαν οι αξίες των £30.000 που τους παρέδωσε προς εξασφάλιση των ορίων της χρηματοδότησης αλλά απαιτούν επιπροσθέτως με την αγωγή £30.220,52. Ο εφεσείων στη δήλωσή του, παραθέτει συνοπτικά αλλά με σαφήνεια, σειρά στοιχείων τα οποία εκ πρώτης όψεως, φαίνεται ότι μπορούν να θεμελιώσουν συζητήσιμη υπεράσπιση. Λέγει, μεταξύ άλλων, ότι αυθαίρετα χρεώθηκε ο λογαριασμός του με τόκους πέραν του συμφωνηθέντος επιτοκίου και ότι υπήρξε ανατοκισμός. Λέγει επίσης ότι οι εφεσίβλητοι απέκοψαν αυθαίρετα και χωρίς δικαιολογία διάφορα ποσά.
Η συνοπτική διαδικασία με βάση τις πρόνοιες της Δ.18 κ.(1)(α) που οι εφεσίβλητοι επέλεξαν για να προωθήσουν την υπόθεσή τους με προοπτική έκδοσης απόφασης ως η απαίτησή τους, δεν ήταν η δίκη της υπόθεσης όπου ο εφεσείων θα είχε την ευκαιρία να προσκομίσει τη μαρτυρία που διέθετε. Αυτό που αναμενόταν από τον εφεσείοντα στα πλαίσια της συγκεκριμένης διαδικασίας ήταν να δείξει πως έχει υπεράσπιση σε βαθμό που ενδείκνυται να του δοθεί το δικαίωμα της προβολής της.
Εχουμε την άποψη ότι τα στοιχεία που παρουσίασε ο εφεσείων ήταν αρκετά για να του δοθεί το δικαίωμα προβολής της υπεράσπισής του. Και εφόσον δεν επρόκειτο για την περίπτωση ενός απλού λογαριασμού, η θέση του εφεσείοντα ότι η συμφωνία λειτούργησε σε βάρος του εξ υπαιτιότητας των εφεσιβλήτων έπρεπε να είχε προσμετρήσει στην κρίση του δικαστηρίου και να του δοθεί το δικαίωμα να προβάλει την υπεράσπισή του όπου στη δίκη θα κρινόταν πλέον το βάσιμο της υπόθεσης.
Καταλήγοντας, θεωρούμε ότι η εκτίμηση του δικάσαντος δικαστηρίου είναι εσφαλμένη και θα πρέπει να ανατραπεί για να δοθεί στον εφεσείοντα η ευκαιρία να προβάλει την υπεράσπισή του. Ως κατακλείδα θα παραθέσουμε ό,τι και το Εφετείο καταληκτικά ανέφερε στην Zervos v. Euroinvestment & Finance Ltd (2003) 1(Γ) 1968 η οποία αφορούσε παρόμοια πραγματικά και νομικά ζητήματα.
«Εχουμε τη γνώμη πως θα έπρεπε να δοθεί η ευκαιρία στον εφεσείοντα να παρουσιάσει στο Δικαστήριο τη θέση του. Δεν πρόκειται για περίπτωση απλού υπόλοιπου λογαριασμού, για τον οποίο δεν μπορούσε να προβληθεί οποιαδήποτε υπεράσπιση. Να υποδείξουμε αυτό που έχει λεχθεί πολλές φορές, και αποκτά μεγαλύτερη σημασία σήμερα ενόψει της ορθής αντίληψης που έχει επικρατήσει, ως προς τα δικαιώματα δηλαδή που έχει ο διάδικος βάσει των προνοιών του άρθρου 30 του συντάγματος μας και τις ανάλογες διατάξεις της σύμβασης για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Η συνοπτική διαδικασία που προβλέπεται στη Δ.18 Κ.1(α) πρέπει να περιορίζεται στις περιπτώσεις όπου έκδηλα καταδεικνύεται πως ο εναγόμενος δεν έχει καμιά υπεράσπιση στην εναντίον του αγωγή.»
Η έφεση επιτυγχάνει. Τα έξοδα της έφεσης και τα έξοδα στο πρωτόδικο δικαστήριο θα βαρύνουν τον εφεσίβλητο. Δίδεται άδεια
στον εφεσείοντα να προβάλει την υπεράσπισή του στην εναντίον του αγωγή.
B>ΧΡ. ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π.
Π. ΚΑΛΛΗΣ, Δ.
Α. ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.
ΣΦ.