ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2004) 1 ΑΑΔ 1734
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 11614)
20 Οκτωβρίου, 2004
[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π., ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στές]
Εφεσείοντες,
ΚΑΙ
MINERVA FINANCE & INVESTMENTS LTD,
Εφεσίβλητοι.
_________________________
Γ. Παπαθεοδώρου, για τους Εφεσείοντες.
Α. Χαβιαράς, για τους Εφεσίβλητους.
__________________________
ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής
Π. Καλλής.
____________________________
DIR>Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΑΛΛΗΣ, Δ.: Με αγωγή τους ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (το Πρωτόδικο Δικαστήριο) οι εφεσίβλητοι-ενάγοντες (οι εφεσίβλητοι) αξίωσαν από τους εφεσείοντες-εναγομένους (οι εφεσείοντες) ποσό της τάξεως των £41,390.96 πλέον τόκους από 1.1.98 προς 9% ετησίως, προερχόμενο «από γραμμάτιο κοινού τύπου και/ή εγγράφου αναγνωρίσεως χρέους και/ή σημειώσεως υποσχέσεως πληρωμής χρημάτων και/ή συναλλαγματική, και/ή άλλως έναντι καλού και νομίμου ανταλλάγματος και/ή εκ δανείου, υπογραφέντος εις Λεμεσόν, υπό μεν της εναγομένης εταιρείας αρ. 1 ως πρωτοφειλέτιδας υπό δε του εναγομένου αρ. 2 ως εγγυητή αλληλεγγύως και/ή κεχωρισμένως μετά της πρωτοφειλέτιδος και παραδοθέντος τούτου προς τους ενάγοντες και πληρωτέον εις διαταγήν των εναγόντων εις Λεμεσόν».
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο ύστερα από εκτεταμένη ανάλυση και αξιολόγηση της ενώπιον του μαρτυρίας διαπίστωσε ότι στις 3.1.96 οι εφεσίβλητοι χορήγησαν δάνειο στην εφεσείουσα εταιρεία 1 με εγγυητή τον εφεσείοντα 2. Διαπίστωσε, επίσης, ότι την επομένη - 4.1.96 - οι εφεσείουσες ανεγνώρισαν το πιο πάνω χρέος του με το να υπογράψουν το έγγραφο τεκμήριο 1. Η εφεσείουσα εταιρεία 1 υπέγραψε ως πρωτοφειλέτιδα, ο δε εφεσίβλητος 2 ως εγγυητής. Περαιτέρω το Πρωτόδικο Δικαστήριο διαπίστωσε ότι έναντι του πιο πάνω χρέους οι εφεσείοντες κατέβαλαν από τις 23.1.96 - 19.11.96 το ποσό των £4,086.20 το δε υπόλοιπο «κατέστη απαιτητό και πληρωτέο πλέον τόκοι».
Αναφορικά με τη νομική πτυχή το Πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι το έγγραφο, τεκμήριο 1, δεν ήταν γραμμάτιο συνήθους τύπου γιατί «δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του αρ. 78 του περί Συμβάσεως Νόμου, Κεφ. 149». Έκρινε περαιτέρω ότι η αξίωση των εφεσιβλήτων προέρχεται από δάνειο «προς την εναγομένη εταιρεία 1 ως πρωτοφειλέτιδα με εγγυητή τον εναγόμενο 2, το οποίο χρέος τους έχουν αναγνωρίσει με την υπογραφή του επίδικου εγγράφου, τεκμήριο 1, και η θέση αυτή έχει δικογραφηθεί και προωθηθεί με την προσαχθείσα εκ μέρους των εναγόντων μαρτυρία».
Ως αποτέλεσμα των πιο πάνω καταλήξεων του το Πρωτόδικο Δικαστήριο επεδίκασε υπέρ των εφεσιβλήτων και εναντίον των εφεσειόντων ποσό της τάξεως των «£41,360.96 πλέον τόκο 9% ετησίως από 1.1.98 μέχρι εξοφλήσεως».
Η έφεση.
Ο πρώτος λόγος της έφεσης στρέφεται κατά της αξιολόγησης της μαρτυρίας. Ο ευπαίδευτος συνήγορος των εφεσειόντων υποστήριξε ότι «η αξιολόγηση της μαρτυρίας και τα ευρήματα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου που στηρίχθηκαν επ΄ αυτής είναι εσφαλμένα και/ή μη εύλογα επιτρεπτά και/ή αντίθετα προς τους κανόνες της κοινής λογικής». Ο ευπαίδευτος συνήγορος τόνισε ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο δέχθηκε τη μαρτυρία της Μ.Ε.1 Παναγή γιατί, ανάμεσα σ΄ άλλα, η μαρτυρία της συνάδει και ενισχύεται από το έγγραφο τεκμήριο 1. Ωστόσο - συνέχισε - το ενισχυτικό αυτό στοιχείο «τελικά απορρίφθηκε από το Πρωτόδικο Δικαστήριο και δεν έγινε αποδεκτό».
Περαιτέρω ο ευπαίδευτος συνήγορος υπέβαλε ότι η απόφαση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου σχετικά με την αποδοχή της μαρτυρίας της Μ.Ε.1 είναι ασαφής, λανθασμένη και αναιτιολόγητη και «δεν ήταν τέτοια που θα μπορούσε να στηριχθεί το Δικαστήριο για να εξάξει τα επίδικα συμπεράσματα του». Υπέβαλε συναφώς ότι παρόλο ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο διαπίστωσε κάποιες μικροαντιφάσεις στη μαρτυρία της Μ.Ε.1 εντούτοις δεν τις εξειδίκευσε.
Αναφορικά με την εισήγηση που σχετίζεται με το έγγραφο τεκμήριο 1 παρατηρούμε ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν το απέρριψε. Απλώς δεν του αναγνώρισε την ιδιότητα του «γραμματίου συνήθους τύπου». Έπεται πως η σχετική εισήγηση δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.
Αναφορικά με την αξιολόγηση της μαρτυρίας παραθέτουμε τη θέση της νομολογίας όπως έχει συνοψισθεί στην πρόσφατη απόφαση στην R.K.B. Leathergoods Ltd v. Αγγελίδη, Πολιτική Έφεση 11390/3.6.2004:
«Αποτελεί πάγια θέση της νομολογίας ότι η αξιολόγηση της αξιοπιστίας των μαρτύρων αποτελεί κατ΄ εξοχήν έργο του πρωτόδικου δικαστηρίου το οποίο έχει τη δυνατότητα να ακούσει και να παρακολουθήσει τους μάρτυρες ενώ καταθέτουν. Το Εφετείο σπάνια επεμβαίνει. Διαθέτει ευχέρεια για παραγκωνισμό ευρημάτων που σχετίζονται με την αξιοπιστία μόνο όταν καταφαίνονται εξ αντικειμένου ανυπόστατα ή όταν είναι παράλογα ή αυθαίρετα ή δεν υποστηρίζονται από τη μαρτυρία που το πρωτόδικο δικαστήριο έχει αποδεχθεί ως αξιόπιστη. Εάν ήταν εύλογα επιτρεπτό στο πρωτόδικο δικαστήριο να κάμει τα ευρήματα τα οποία έκαμε σε σχέση με την αξιοπιστία το Εφετείο δεν επεμβαίνει (Βλ. Simadhiakos v. Police (1961) C.L.R. 64, Tofas v. Republic (1961) C.L.R. 99, Koumbaris v. Republic (1967) 2 C.L.R. 1 - Βλ. και Kyriakou v. Aristotelous (1970) 1 C.L.R. 172, 176, Charalambides v. Hjisoteriou & Son and Others (1975) 1 C.L.R. 269, 277, Γιαννή κ.α. ν. Χριστοφόρου (1995) 1 Α.Α.Δ. 340, Σοφοκλή ν. Λεωνίδου (1993) 1 Α.Α.Δ. 1003, Αθανασίου κ.α. ν. Κουνούνη, Πολιτική ΄Εφεση 9041/29.5.97 και Χριστοδούλου ν. Αγαθοκλέους, Πολιτική ΄Εφεση 9117/18.4.97).»
Έχουμε εξετάσει την εκκαλούμενη απόφαση σε συνάρτηση με τις εισηγήσεις των εφεσειόντων. Έχουμε την άποψη πως το Πρωτόδικο Δικαστήριο έχει αιτιολογήσει πλήρως την σχετική κατάληξη του, οι δε λόγοι αποδοχής της μαρτυρίας των εφεσιβλήτων και απόρριψης εκείνης των εφεσειόντων είναι από κάθε άποψη πειστικοί. Ενδεικτικά παραπέμπουμε σε ένα από τους λόγους απόρριψης της μαρτυρίας των εφεσειόντων για να καταδείξουμε πόσο ασφαλής ήταν η βάση επί της οποίας λειτούργησε το Πρωτόδικο Δικαστήριο:
«Επίσης θα πρέπει να πω ότι θεωρώ πολύ παράξενη και μη πειστική την εκδοχή του εναγομένου 2, σύμφωνα με την οποία όχι μόνο πείσθηκε να υπογράψει ένα ουσιαστικά εικονικό γραμμάτιο, απλά για να βοηθήσει τους ενάγοντες, αλλά και πλήρωσε μηνιαίες δόσεις έναντι τέτοιου γραμματίου. Αυτό υπερβαίνει και τα όρια της συμπεριφοράς του Καλού Σαμαρείτη. Μια τέτοια συμπεριφορά έπαυσε να ευδοκιμεί, ιδιαίτερα στις μέρες μας.»
Σε σχέση με το θέμα των μικροαντιφάσεων και της μη εξειδίκευσης τους θεωρούμε ότι η απουσία εξειδίκευσης δεν καθιστά την εκκαλούμενη απόφαση αναιτιολόγητη. Αυτό γιατί μια απόφαση πρέπει να εξετάζεται στο σύνολό της και όχι αποσπασματικά.
Ανάγνωση της εκκαλούμενης απόφασης στο σύνολό της αποκαλύπτει ότι ικανοποιεί πλήρως τις σχετικές με την αιτιολόγηση των δικαστικών αποφάσεων επιταγές της νομολογίας. Έπεται πως ο σχετικός λόγος της έφεσης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.
Τέλος οι εφεσείοντες υπέβαλαν ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν μπορούσε νομικά να εξετάσει άλλο θέμα «εκτός εκείνου που εκτίθεται στο κλητήριο ένταλμα που ήταν το γραμμάτιο κοινού τύπου είτε άλλο αξιόγραφο».
Η πιο πάνω εισήγηση δεν ευσταθεί για τους εξής λόγους:
Οι εφεσίβλητοι δεν περιόρισαν την αξίωση τους στο «γραμμάτιο κοινού τύπου». Αξίωσαν το επίδικο ποσό και «δυνάμει δανείου» και έδωσαν τις απαραίτητες λεπτομέρειες στην έκθεση απαιτήσεως. Επομένως ορθά το Πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι «η αξίωση προέρχεται από δάνειο». Πρόσθετα καθώς έχει νομολογηθεί «... το αγώγιμο δικαίωμα συναρτάται με τα γεγονότα τα οποία το στοιχειοθετούν και όχι με το χαρακτηρισμό ο οποίος του αποδίδεται. Παρέχεται η δυνατότητα χορήγησης οποιασδήποτε θεραπείας η οποία δικαιολογείται από τα γεγονότα, τα οποία στοιχειοθετούν το αγώγιμο δικαίωμα, βάσει της έκθεσης απαιτήσεως (Βλ. Χρυσάνθου ν. Παγκρατίου (1998) 1 Α.Α.Δ. 675, 681 και Kennedy Hotels Ltd v. Indirdjian (1992) 1 Α.Α.Δ. 400).
Βλ. επίσης Maison Jenny Ltd v. Krashias Footwear Industry Ltd, Πολιτική Έφεση 10881/24.7.2002: «Εφόσον στοιχειοθετούνται τα ουσιώδη γεγονότα τα οποία περιβάλλουν την απαίτηση είναι παραδεκτή η παροχή αρμόζουσας θεραπείες άσχετα από το ακριβές νομικό πέπλο κάτω από το οποίο τίθεται η απαίτηση». Βλ. και Γεωργίου ν. Γεωργίου, Έφεση 118/19.10.2001: «Είναι δυνατή και η παροχή θεραπείας χωρίς να έχει επιζητηθεί εφόσον στοιχειοθετούνται τα γεγονότα στο σώμα της απαίτησης». Βλ., επίσης, και Stylianou v. Papacleovoulou (1982) 3 C.L.R. 542, 552, Frederickou Schools Co. Ltd and Others v. Acuac Inc., Πολιτικές Εφέσεις 8266 και 8530/10.10.2002, D. & G. Products Ltd v. Αναστασίου, Πολιτική Έφεση 10744/13.9.2002, Αντωνιάδου ν. Λαϊκής Κυπριακής Τράπεζας, Πολιτική Έφεση 11342/21.4.2003.
Στην παρούσα υπόθεση οι εφεσίβλητοι αξίωσαν το επίδικο ποσό «δυνάμει γραμματίου κοινού τύπου και/ή εκ δανείου». Στο δε σώμα της έκθεσης απαίτησης έχουν προσδιορίσει τα γεγονότα τα οποία στοιχειοθετούν την πιο πάνω αξίωση τους. Περαιτέρω έχει δοθεί και σχετική μαρτυρία αναφορικά με τις συνθήκες υπό τις οποίες οι εφεσείοντες πήραν το επίδικο ποσό από τους εφεσίβλητους. Επομένως ορθά το Πρωτόδικο Δικαστήριο χορήγησε θεραπεία στη βάση της αιτίας αγωγής του δανείου.
Για όλους τους πιο πάνω λόγους η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται με έξοδα.
Π.
Δ.
/ΕΑΠ. Δ.