ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2004) 1 ΑΑΔ 1549

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

(Αίτηση Αρ. 136/2004)

17 Σεπτεμβρίου, 2004

[Ε. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155(4) ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΟ

ΑΡΘΡΟ 3 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ

(ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ 33 ΤΟΥ 1964

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΦΗ ΚΟΥΝΟΥΝΑ

ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΟΛΗ ΧΡΥΣΟΧΟΥΣ ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΑΔΕΙΑΣ

ΥΠΟΒΟΛΗΣ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΟΥ

ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΟΣ CERTIORARI ΚΑΙ MANDAMUS

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 74(1)(β) & (γ), 137 ΚΑΙ 40(1)

ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΝΟΜΟΥ ΚΕΦ. 155,

ΤΑ ΑΡΘΡΑ 25 ΚΑΙ 30 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΟ

ΑΡΘΡΟ 25 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ ΝΟΜΟΥ 14/60

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ

ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΠΑΦΟΥ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 14/6/04

ΠΟΥ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΝΤΙΜΟ ΔΙΚΑΣΤΗ

Κ. ΜΑΝΘΟ ΜΑΤΘΑΙΟΥ ΣΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΥΠΟΘΕΣΗ 4174/01

________________________

Ευ. Πουλλά-Μακαρούνα (κα), για τον Αιτητή.

________________________

 

 

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Στις 15/6/2004, το Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου, μετά που ολοκληρώθηκε η μαρτυρία για τον κατήγορο στην υπ' Αρ. 4174/2001 Ποινική Υπόθεση και αφού άκουσε εισήγηση, εκ μέρους του συνηγόρου των κατηγορουμένων, ότι δεν αποδείχθηκε εκ πρώτης όψεως υπόθεση, όπως και ότι η καταχώριση της ποινικής υπόθεσης συνιστούσε κατάχρηση της διαδικασίας, λόγω άλλης ποινικής υπόθεσης, για έκδοση και πάλι ακάλυπτης επιταγής από τους κατηγορούμενους προς τον παραπονούμενο, κατέληξε όπως ανακόψει τη διαδικασία ως καταχρηστική, παρά τη διαπίστωση ότι είχε αποδειχθεί εκ πρώτης όψεως υπόθεση εναντίον των κατηγορουμένων για να κληθούν σε απολογία. ΄Εκρινε ότι η ορθότερη επιλογή ήταν η ενεργοποίηση της σύμφυτης δικαιοδοσίας, που έχει, προς παρεμπόδιση κατάχρησης της δικαστικής διαδικασίας.

Ο αιτητής, διά της συνηγόρου του, αποτάθηκε στο Γενικό Εισαγγελέα, προς εξασφάλιση άδειας καταχώρισης έφεσης. Η απάντηση ήταν απορριπτική, για το λόγο ότι δεν υπήρχε αθωωτική απόφαση και, συνεπώς, δεν ετίθετο θέμα καταχώρισης έφεσης, δυνάμει του ΄Αρθρου 137 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, ΚΕΦ. 155, ως έχει τροποποιηθεί.

Πολύ περιληπτικά, τα γεγονότα της υπόθεσης έχουν ως εξής:-

Ο αιτητής, κατήγορος στην Ποινική Υπόθεση Αρ. 4174/2001, η οποία αντικατέστησε την Ποινική Υπόθεση 9269/2000, στην οποία καταχωρήθηκε αναστολή ποινικής δίωξης, είχε καταχωρίσει εναντίον των ιδίων κατηγορουμένων και την Ποινική Υπόθεση 9268/2000. Και οι δύο ποινικές υποθέσεις αφορούσαν ακάλυπτες επιταγές, οι οποίες εκδόθηκαν στη βάση της ίδιας συναλλαγής, όπως δηλώθηκε από τους συνηγόρους και των δύο πλευρών, δηλώσεις που αναφέρονται στην απόφαση και οι οποίες οδήγησαν στην εξαίρεση του Δικαστή που επιλήφθηκε και επιφύλαξε απόφαση στην Υπόθεση 9268/2000.

Το Δικαστήριο, σε μακροσκελή απόφαση και με αναφορά σε νομολογία, αφού στάθμισε όλα τα γεγονότα, τα οποία ήταν ενώπιόν του, στηριζόμενο στη σύμφυτη εξουσία που έχει για έλεγχο της δικαστικής διαδικασίας και αποτροπή καταχρήσεων αυτής από τους διαδίκους με κατάλληλους χειρισμούς και μηχανισμούς, κατέληξε στη διακοπή της διαδικασίας.

Παρατίθεται το απόσπασμα από την απόφαση, για το οποίο γίνεται ισχυρισμός στην αίτηση ότι καταδεικνύει το νομικό λάθος και τη μεροληψία του Δικαστηρίου:-

«Διαπιστώνεται δηλαδή ότι ο κατήγορος με την επιλογή καταχώρησης δύο ξεχωριστών ποινικών υποθέσεων έχει προκαλέσει την αχρείαστη ταλαιπωρία και καταπίεση των κατηγορουμένων, την έκθεση των κατηγορουμένων σε διπλό κίνδυνο καταδίκης από διαφορετικά Δικαστήρια κατά τον ίδιο χρόνο, την αχρείαστη ανάλωση ανεκτίμητου δικαστικού χρόνου ως επίσης και την υπονόμευση του κύρους και της αποτελεσματικότητας της δικαστικής διαδικασίας. ΄Ολα αυτά, ως αποτελέσματα της δικονομικής συμπεριφοράς του κατηγόρου, συνιστούν στο σύνολο τους κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας. ... Ουσιαστικά ο κατήγορος έχει ασκήσει με ιδιοτελή και καταπιεστικό τρόπο το ιδιωτικό δικαίωμα ποινικής δίωξης προφανώς - καθώς διατηρούνται υπόψη του Δικαστηρίου οι επιχειρηματικές και οικονομικές διαφορές του με τους κατηγορουμένους - για σκοπούς άλλους από εκείνους τους οποίους προορίζει ο Νόμος ...»

Με την παρούσα αίτηση, ζητείται άδεια για καταχώριση αίτησης για την έκδοση εντάλματος της φύσης "certiorari", προς ακύρωση του διατάγματος και/ή της απόφασης του Δικαστηρίου, και "mandamus", με το οποίο να υποχρεώνεται το Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου να ολοκληρώσει την ενώπιόν του διαδικασία και να καλέσει σε υπεράσπιση τους κατηγορούμενους.

Η απόφαση, ισχυρίζεται ο αιτητής, με την οποία ανακόπτεται η διαδικασία και απαλλάσσονται οι κατηγορούμενοι, είναι άκυρη και/ή παράνομη και/ή αντισυνταγματική και/ή αναιτιολόγητη και/ή έχει λανθασμένη αιτιολογία και/ή εκδόθηκε κατά παράβαση και/ή παρερμηνεία του Νόμου και της νομολογίας και/ή λήφθηκε καθ' υπέρβαση και/ή κατάχρηση δικαιοδοσίας, αποστερώντας από τον αιτητή το δικαίωμα έφεσης.

Προβάλλονται με την αίτηση 16 λόγοι, για τους οποίους η άδεια για καταχώριση αίτησης της φύσης certiorari πρέπει να δοθεί.

Προκύπτει από την αίτηση, περιλαμβανομένου και του περιεχομένου της ένορκης δήλωσης από τον ίδιο τον αιτητή και των όσων η συνήγορος ανέπτυξε ενώπιόν μου, ότι το Δικαστήριο παράνομα διέκοψε τη διαδικασία εναντίον των κατηγορουμένων στο στάδιο της εκ πρώτης όψεως υπόθεσης και ενώ έκρινε ότι εστοιχειοθετείτο εκ πρώτης όψεως υπόθεση εναντίον τους. Το παράπονο του αιτητή είναι ότι το Δικαστήριο υπερέβη τις εξουσίες του, αφού τα ΄Αρθρα 74(1)(β)(γ) και 77 του ΚΕΦ. 155 δεν του παρέχουν τέτοια εξουσία. Παραπονείται ότι, με τη διακοπή της διαδικασίας, χωρίς να υπάρξει αθώωση των κατηγορουμένων, έχει στερηθεί του συνταγματικά κατοχυρωμένου δικαιώματος έφεσης (΄Αρθρο 30.1 του Συντάγματος και 25 του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960, (Ν. 14/60)). Η μόνη εξουσία που έχει, με βάση την Ποινική Δικονομία, ΚΕΦ. 155, είναι, είτε να καλέσει τους κατηγορούμενους σε απολογία, είτε να τους αθωώσει.

΄Εγινε αναφορά και σε διάφορους άλλους λόγους, που, ουσιαστικά, άπτονται του τρόπου με τον οποίο το Δικαστήριο χειρίστηκε τη μαρτυρία που προσφέρθηκε, για να καταλήξει ότι η διαδικασία, σ' ό,τι αφορά την υπόθεση, ήταν καταχρηστική. Συγκεκριμένα, υποστηρίχτηκε ότι οι δηλώσεις των συνηγόρων δεν αποτελούσαν μαρτυρία και, συνεπώς, το Δικαστήριο δεν έπρεπε να τις λάβει υπόψη και ότι η μαρτυρία, που το Δικαστήριο έλαβε υπόψη, δεν οδηγούσε στο συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε.

Οι λόγοι, για τους οποίους εκδίδονται εντάλματα της φύσεως certiorari για ακύρωση απόφασης πρωτόδικου δικαστηρίου, περιλαμβάνουν υπέρβαση ή έλλειψη εξουσίας, έκδηλη παρανομία, προκατάληψη ή συμφέρον από τα πρόσωπα που λαμβάνουν την απόφαση, δόλο ή ψευδορκία στη λήψη της απόφασης και παραβίαση των αρχών της φυσικής δικαιοσύνης - (βλ. Γενικός Εισαγγελέας (1994) 1 Α.Α.Δ. 616).

Στο στάδιο αυτό, το Δικαστήριο εξετάζει κατά πόσο θα χορηγήσει την αιτούμενη άδεια και δεν προχωρεί στην ουσία της αίτησης. Σύμφωνα με τις αποφάσεις στις υποθέσεις Αθανάσιος Πογιατζή (Αρ. 2) (1995) 1 Α.Α.Δ. 868 και Δώρος Ιερόπουλος κ.ά. (1995) 1 Α.Α.Δ. 905, είναι αρκετό να προκύπτει εκ πρώτης όψεως υπόθεση.

Στην υπόθεση Μπάντσιου (1994) 1 Α.Α.Δ. 634, αναφέρονται τα εξής στη σελ. 638:-

«Η διαδικασία για την έκδοση εντάλματος Certiorari δεν έχει ως αντικείμενο την αναθεώρηση της ορθότητας των αποφάσεων κατώτερων δικαστηρίων η οποία ελέγχεται (εφόσον παρέχεται δικαίωμα έφεσης) στο πλαίσιο της δευτεροβάθμιας δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Η απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην In Re Kakos (1985) 1 C.L.R. 250, είναι αποκαλυπτική ως προς το πλαίσιο μέσα στο οποίο εξετάζεται η σύννομη άσκηση των δικαιοδοσιών του Επαρχιακού Δικαστηρίου. Εφόσο στοιχειοθετούνται οι προϋποθέσεις για την ανάληψη και άσκηση δικαιοδοσίας από το Επαρχιακό Δικαστήριο, το Ανώτατο Δικαστήριο δεν υπεισέρχεται στην αναθεώρηση της άσκησης των δικαιοδοσιών του εκτός αν αποκαλύπτεται νομικό σφάλμα καταφανές στο πρακτικό του δικαστηρίου.»

Βέβαια, είναι δυνατό, και σε περιπτώσεις ακόμα που προβλέπεται άλλο ένδικο μέσο, και ειδικά η διαδικασία της έφεσης, το Ανώτατο Δικαστήριο, κάτω από εξαιρετικές περιστάσεις, να χορηγήσει άδεια. Δεν εκδίδεται όμως ένταλμα certiorari, για να υπαγορευθεί στο κατώτερο δικαστήριο ο τρόπος με τον οποίο θα πρέπει να αποφασίσει ζήτημα που εμπίπτει στη δικαιοδοσία του ή ο τρόπος με τον οποίο θα ασκήσει τη διακριτική του ευχέρεια.

Η κ. Μακαρούνα εισηγήθηκε ότι το Δικαστήριο, από τη μια, υπερέβη τις εξουσίες του, διακόπτοντας τη διαδικασία, και, από την άλλη, λανθασμένα εφάρμοσε τις αρχές της υπόθεσης Χαραλαμπίδη ν. Κωμοδρόμου, Ποινική ΄Εφεση Αρ. 7063, 11/11/02.

Στην πιο πάνω υπόθεση, στην οποία παρέπεμψε η συνήγορος, γίνεται ιστορική αναδρομή στη δικαιοδοσία του δικαστηρίου για διακοπή της διαδικασίας, όταν αυτή απολήγει σε καταπίεση ή δυσμενή επηρεασμό του αντιδίκου. Χαρακτηριστικά, αναφέρονται τα εξής:-

«Η αναστολή της δίκης ή η απόρριψη υπόθεσης για κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας χωρεί μόνο εφόσο απολήγει σε καταπίεση ή δυσμενή επηρεασμό του αντιδίκου. Η δικαιοδοσία για πάταξη τέτοιων περιπτώσεων είναι σύμφυτη χωρίς να έχει οποιαδήποτε νομοθετική προέλευση. Είναι μια εξουσία αυτονόητη και απαραίτητη για την αποτελεσματική απονομή της δικαιοσύνης και την αξιοπιστία των θεσμών και μέσων επίτευξης των στόχων της».

Η σύμφυτη αυτή εξουσία του δικαστηρίου αναγνωρίστηκε και εφαρμόστηκε σε πολλές υποθέσεις, όπως Παπόρη ν. Maskinfabriken "S10" A/S (1996) 1 Α.Α.Δ. 1037 και Δ/ντής των Φυλακών ν. Τζεννάρο Περρέλλα (1995) 1 Α.Α.Δ. 217.

Είναι, συνεπώς, ο ισχυρισμός ότι το Δικαστήριο εστερείτο δικαιοδοσίας για διακοπή της διαδικασίας ανεδαφικός.

Το Δικαστήριο, στην πολυσέλιδη απόφασή του, η ορθότητα της οποίας δεν είναι ζήτημα που μπορεί να εξεταστεί στο πλαίσιο αυτής της διαδικασίας, αφού στάθμισε τους διάφορους παράγοντες, κατέληξε στη διακοπή της διαδικασίας, δηλαδή άσκησε τη διακριτική του εξουσία, ο έλεγχος της οποίας εκφεύγει αυτής της διαδικασίας.

Το γεγονός ότι ο αιτητής δεν έχει δικαίωμα έφεσης δεν μπορεί, αφ' εαυτού, να οδηγήσει τη διαδικασία της αίτησης της φύσης certiorari σε έφεση.

Ισχυρίστηκε, περαιτέρω, η συνήγορος, ότι λήφθηκε υπόψη από το Δικαστήριο μαρτυρία που δεν έπρεπε να ληφθεί. συγκεκριμένα, οι δηλώσεις των συνηγόρων, οι οποίες και οδήγησαν στην εξαίρεση του Δικαστή, ενώπιον του οποίου αρχικά είχε τεθεί η υπόθεση.

Οι δηλώσεις αποτελούσαν μέρος του πρακτικού του Δικαστηρίου και δεν αμφισβητήθηκε ότι έγιναν. Αδυνατώ να συμφωνήσω με τη συνήγορο ότι είναι μαρτυρία που δεν έπρεπε να ληφθεί υπόψη. ΄Ομως, και να λήφθηκε υπόψη μαρτυρία που δεν έπρεπε να ληφθεί, και πάλι αυτό δεν μπορεί να βοηθήσει την αίτηση, όπως δε βοηθά την αίτηση, εάν το Δικαστήριο ερμήνευσε ορθά ή εσφαλμένα το Νόμο και τη νομολογία, αφού η θέση του αιτητή εδώ είναι ότι, για την κατάληξή του, το Δικαστήριο έχει καθοδηγηθεί από την απόφαση της μειοψηφίας στην υπόθεση Χαραλαμπίδη ν. Κωμοδρόμου, (πιο πάνω).

Στην απόφαση του Κωνσταντινίδη, Δ., στη Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, Αίτηση Αρ. 127/04, 8/9/04, γίνεται αναφορά σε απόσπασμα από τους Halsbury´s Laws of England, 3rd Edition, Volume 11, σελ. 62, § 119, το οποίο και απαντά τη θέση της κ. Μακαρούνα:-

«"Where the proceedings are regular upon their face and the inferior tribunal had jurisdiction, the superior court will not grant the order of certiorari on the ground that the inferior tribunal had misconceived a point of law. When the inferior tribunal has jurisdiction to decide a matter, it cannot (merely because it incidentally misconstrues a statute, or admits illegal evidence, or rejects legal evidence, or misdirects itself as to the weight of the evidence, or convicts without evidence) be deemed to exceed or abuse its jurisdiction."

Σε μετάφραση:

'΄Οπου η διαδικασία είναι στην όψη της κανονική και το κατώτερο δικαστήριο είχε δικαιοδοσία, το ανώτερο δικαστήριο δεν θα εκδώσει ένταλμα certiorari για το λόγο ότι το κατώτερο δικαστήριο πλανήθηκε επί νομικού σημείου. ΄Οταν το κατώτερο δικαστήριο έχει δικαιοδοσία να αποφασίσει ένα θέμα, δεν μπορεί (απλώς επειδή παρεμπιπτόντως παρερμηνεύει ένα νόμο ή επιτρέπει την εισαγωγή παράνομης μαρτυρίας, ή απορρίπτει νόμιμη μαρτυρία, ή καθοδηγεί εσφαλμένα τον εαυτό του αναφορικά με το βάρος της μαρτυρίας, ή καταδικάζει χωρίς μαρτυρία) να θεωρηθεί ότι υπερβαίνει ή καταχράται τη δικαιοδοσία του.'»

Ούτε ο ισχυρισμός ότι η διακοπή της διαδικασίας από το Δικαστήριο, ουσιαστικά, έχει στερήσει τον αιτητή από το συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμά του για προσφυγή ενώπιον του δικαστηρίου ευσταθεί. Ο αιτητής είχε την ευκαιρία να παρουσιάσει την υπόθεσή του ενώπιον του Δικαστηρίου και να ακουσθεί. Ούτε τίθεται ζήτημα παραβίασης κανόνων φυσικής δικαιοσύνης. Το γεγονός, ότι τη διακοπή της διαδικασίας δεν ακολουθεί δικαίωμα έφεσης, δε συνιστά στέρηση του δικαιώματος προσφυγής στο δικαστήριο, ούτε και παραβιάζει το ΄Αρθρο 28 του Συντάγματος.

Στην υπόθεση In re Efthymiou (1987) 1 C.L.R. 329, αναφέρονται στη σελ. 333 τα εξής:-

"An individual right may be coupled with a duty. The efficacy of the judicial process is a fundamental objective of the Constitution. The unimpeded flow of the stream of justice is no less important a constitutional objective than the safeguard of fundamental rights. Where fundamental rights are interwoven with the efficacy of the judicial process, they must be interpreted and applied in a way harmonizing concurrent constitutional objectives."

(Ελληνική μετάφραση, ελεύθερη:

«Ατομικό δικαίωμα μπορεί να συνυπάρχει με καθήκον. Η εγκυρότητα της δικαστικής διαδικασίας αποτελεί θεμελιώδη σκοπό του Συντάγματος. Η ανεμπόδιστη ροή της δικαιοσύνης δεν είναι λιγότερο σημαντικός συνταγματικός στόχος από τη διαφύλαξη των θεμελιωδών δικαιωμάτων. ΄Οπου τα θεμελιώδη δικαιώματα είναι συνυφασμένα με την αποτελεσματικότητα της δικαστικής λειτουργίας πρέπει να ασκούνται και να εφαρμόζονται με τρόπο που να διασφαλίζονται οι παράλληλοι σκοποί του Συντάγματος.»

Το δικαίωμα προσφυγής στο δικαστήριο δεν μπορεί παρά να είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με την αποτελεσματικότητα της δικαστικής λειτουργίας και να ασκείται μέσα στα πλαίσια της λειτουργίας της και όχι σε αντίθεση με αυτά.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, στα πλαίσια της σύμφυτης δικαιοδοσίας που είχε, άσκησε διακριτική εξουσία. Η ορθότητα της κατάληξής του, αποτέλεσμα στάθμισης γεγονότων, και η κρίση του, δεν μπορούν να εξεταστούν στο πλαίσιο αυτής της διαδικασίας. Νομικό λάθος, εμφανές στο πρακτικό, ή υπέρβαση εξουσίας δε διαπιστώνονται. Συνεπώς, δεν υπάρχουν οι προϋποθέσεις για την αιτούμενη άδεια και η αίτηση απορρίπτεται.

 

 

 

Ε. Παπαδοπούλου,

Δ.

/ΜΠ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο