ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2004) 1 ΑΑΔ 1184
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 11433)
1 Ιουλίου, 2004
[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π., ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στές]
Εφεσείοντες,
ΚΑΙ
ΛΑΙΚΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΛΤΔ,
Εφεσίβλητης.
_________________________
Μ. Πιερίδης,
για τους Εφεσείοντες.Ν. Παπαδόπουλος, για την Εφεσίβλητη.
__________________________
ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π.
: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο ΔικαστήςΠ. Καλλής.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΑΛΛΗΣ, Δ.: Με αίτηση τους ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (το Πρωτόδικο Δικαστήριο) οι εφεσείοντες ζήτησαν όπως κηρυχθούν «εκτοπισθέντες και/ή πληγέντες οφειλέτες». Νομικό υπόβαθρο της αίτησης τους ήταν οι πρόνοιες του περί Ανακουφίσεως Οφειλετών (Προσωριναί Διατάξεις) Νόμου του 1979 (Ν 24/79, όπως έχει τροποποιηθεί).
Τα γεγονότα τα οποία είχαν επικαλεσθεί οι εφεσείοντες έχουν ως εξής:
Προ του έτους 1974 η εφεσείουσα 1 (η εταιρεία) έλαβε πιστωτικές διευκολύνσεις από τη National and Grindlays Bank, τις εργασίες της οποίας εξαγόρασαν το 1983 οι εφεσίβλητοι. Οι εφεσείοντες 2-4 ήταν οι εγγυητές. Η εταιρεία χρησιμοποίησε μέρος των διευκολύνσεων εκείνων για να ανεγείρει μια πολυκατοικία στην Κερύνεια. Η ανέγερση της πολυκατοικίας περατώθηκε 2-3 μέρες προ της εισβολής. Εν τω μεταξύ η εταιρεία είχε πωλήσει μερικά από τα διαμερίσματα εισπράττοντας £40.450, ποσό το οποίο κατέβαλε έναντι του επίδικου χρέους, το οποίο τον Αύγουστο του 1974 ανερχόταν περί της £56.000.
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο, ύστερα από παράθεση, αξιολόγηση και ανάλυση της μαρτυρίας, διαπίστωσε ότι το κόστος ανέγερσης της πολυκατοικίας ήταν £65.217. Ακολούθως σημείωσε ότι παρά την έλλειψη των δεδομένων για τη συγκεκριμενοποίηση της απώλειας, είτε ως κεφάλαιο, είτε ως εισόδημα, παραμένει ως γεγονός ότι η εταιρεία απώλεσε συνεπεία της εισβολής μια πολυκατοικία κόστους £65.217, εισπράττοντας προηγουμένως £40.450.
Ακολούθως το Πρωτόδικο Δικαστήριο έθεσε το ερώτημα κατά πόσο η απώλεια της πολυκατοικίας και γενικά οι συνέπειες της Τουρκικής εισβολής επηρέασαν καταλυτικά τη δυνατότητα της εταιρείας ν΄ ανταποκριθεί στη συγκεκριμένη υποχρέωση της.
Υπέδειξε ότι παρά την απώλεια μιας πολυκατοικίας στην Κερύνεια η εταιρεία συνέχισε να έχει κατά τον ουσιώδη χρόνο τα πιο κάτω περιουσιακά στοιχεία:
«(α) δύο πολυκατοικίες κι ένα άλλο κτίριο στη Λευκωσία, αξίας £100.000 πριν την εισβολή και ακαθόριστης αξίας αμέσως μετά. Το σχετικό βάρος ήταν βεβαίως στους ώμους των αιτητών.
(β) τόσα τοκοφόρα κεφάλαια, ώστε να έχει σημαντικά έσοδα - £2.308 το έτος 1974 και £2.517 το έτος 1975 - από τόκους, χωρίς οποιοδήποτε επηρεασμό από την εισβολή.
(γ) λαμβάνειν από τους συμβούλους της, ως στοιχείο του ενεργητικού της σύμφωνα με τους δικούς της λογαριασμούς, ποσό που ανερχόταν το 1974 σε £31.460, και το οποίο μετέφερε απλώς από χρόνο σε χρόνο χωρίς να απαιτεί την πληρωμή του, ώστε να ήταν και η ίδια σε θέση ν΄ ανταποκριθεί σε ανάλογο βαθμό στις δικές της οφειλές.»
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο απάντησε ως εξής το πιο πάνω ερώτημα:
«Με αυτά τα δεδομένα, έστω κι αν δεχθώ ότι η απώλεια συνεπεία της εισβολής ήταν περίπου £25.000 κάτι που όπως προσπάθησα να εξηγήσω δεν έχει στοιχειοθετηθεί - δεν μπορώ να προβώ σε εύρημα ότι η κατάσταση που δημιουργήθηκε συνεπεία της εισβολής ήταν τέτοια, ώστε λόγω αυτής της κατάστασης η εταιρεία να επηρεάστηκε σε τέτοιο βαθμό ώστε να μην ηδύνατο κατά τον ουσιώδη χρόνο ν΄ ανταποκριθεί στις συμβατικές της υποχρεώσεις, έστω κι αν διέθεσε το μεγαλύτερο μέρος - όπως ήταν θέση της - των πιστώσεων για την πολυκατοικία στην Κερύνεια.»
Τέλος το Πρωτόδικο Δικαστήριο υπέδειξε πως η εταιρεία μπορούσε να τύχει της αιτούμενης ανακούφισης αν στοιχειοθετούσε ότι «είναι, ούτως ή άλλως, 'εκτοπισθείς οφειλέτης'» εντός της έννοιας του αρ. 2 του πιο πάνω Νόμου. Κατέληξε πως η εταιρεία «έχει αποτύχει ν΄ αποδείξει πως είναι εκτοπισθείς οφειλέτης εντός της έννοιας του αρ. 2 του Νόμου 24/79». ΄Εθεσε το θέμα ως εξής:
«Εν προκειμένω η εταιρεία λειτούργησε για 10 χρόνια έχοντας αποκλειστική ενασχόληση με την περιουσία της στη Λευκωσία. Στη συνέχεια επένδυσε £65.217 στην Κερύνεια εισπράττοντας ποσό £40.450 χωρίς να καταδειχθεί με οποιαδήποτε ή, εν πάση περιπτώσει, με αποδεκτή μαρτυρία η εισοδηματική της προοπτική από το έργο αυτό. Παράλληλα συνέχισε τις παραδοσιακές επιχειρηματικές της δραστηριότητες σε σχέση με την περιουσία της στη Λευκωσία με τα εισοδήματα στα οποία αναφέρθηκα. Δεν έχει καταδειχθεί ότι η κύρια επιχειρηματική δραστηριότητα της εταιρείας ήταν στην Κερύνεια σε αντιδιαστολή με δευτερεύουσα δραστηριότητα στη Λευκωσία. Πολύ περισσότερο, δεν έχει καταδειχθεί ότι ο έλεγχος της διττής επιχειρηματικής της δραστηριότητας ασκείτο στην Κερύνεια, αλλά αντίθετα στοιχειοθετείται πως κέντρο διαχείρισης και ελέγχου των επιχειρήσεων ήταν η Λευκωσία.»
Επί του προκειμένου το Πρωτόδικο Δικαστήριο άντλησε καθοδήγηση από την Hadjimarcou v. Hardjiotis (1983) 1 C.L.R. 222, 225:
"A person could be said to have his center of business in one place if his business was multi-centered but control of the business was exercised from a particular center. On the other hand, the expression center of business points to the place where one΄s business activities were primarily centered; the main occupation as opposed to lesser ones. This is, in our opinion, the meaning of the expression 'center of business' in the context of section 2."
Σε μετάφραση:
«Ένα πρόσωπο μπορεί να λεχθεί ότι είχε το κέντρο των εργασιών του σε ένα μέρος αν οι εργασίες του ήταν πολυκεντρικές αλλά ο έλεγχος των εργασιών ασκείτο από ένα συγκεκριμένο κέντρο. Από την άλλη, ο όρος κέντρο των εργασιών υποδεικνύει τον τόπο όπου οι επιχειρηματικές δραστηριότητες κάποιου ήταν προτίστως συγκεντρωμένες
. ή κυρίως ενασχολήσεις σε αντίθεση με τις μικρότερες. Αυτή είναι, κατά την άποψη μου, η έννοια της φράσης 'κέντρο των εργασιών' στα πλαίσια του αρ 2.»
Η έφεση
.Η ορθότητα των πιο πάνω καταλήξεων του Πρωτόδικου Δικαστηρίου έχει αμφισβητηθεί με την παρούσα έφεση. Συγκεκριμένα έχει αμφισβητηθεί η ορθότητα των ευρημάτων ή συμπερασμάτων του Πρωτόδικου Δικαστηρίου που σχετίζονται με τα εξής στοιχεία:
Τα συμπεράσματα μας
:Τα ευρήματα με αρ. (1) - (3) πιο πάνω αποτελούν συμπεράσματα που στηρίζονται στην ενώπιον του Πρωτόδικου Δικαστηρίου μαρτυρία και στην αξιολόγηση της. Πρέπει επί του προκειμένου να υπενθυμίσουμε ότι το Εφετείο επεμβαίνει μόνο αν τα ευρήματα ή συμπεράσματα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου αντιστρατεύονται την κοινή λογική ή δεν δικαιολογούνται από τη μαρτυρία ή από τα ίδια τα ευρήματα του.
Εναπόκειτο στους εφεσείοντες, οι οποίοι αμφισβήτησαν τα σχετικά ευρήματα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου, να ικανοποιήσουν το Εφετείο ότι τα ευρήματα είναι εσφαλμένα (Sakellarides v. PapaSavva and Another (1966) 1 C.L.R. 259, 261, 262, Imam v. PapaCostas (1968) 1 C.L.R. 207, 208 και Charalambides v. Yiangos Hjisoteriou & Son and Others (
1975) 1 C.L.R. 269, 277). Η εισήγηση κατ΄ έφεση πως η γενομένη εκτίμηση της αξιοπιστίας είναι εσφαλμένη ή αδικαιολόγητη πρέπει να υποστηρίζεται με πολύ πειστικά επιχειρήματα (Ιωακείμ ν. Ιωαννίδη (1991) 1 Α.Α.Δ. 996, 998 και Fereos Ltd v. Martin Brothers Tobacco Company Inc. (1997) 1 C.L.R. 378, 383).Έχουμε εξετάσει προσεκτικά τις σχετικές εισηγήσεις του ευπαίδευτου συνήγορου των εφεσειόντων. Έχουμε, επίσης, εξετάσει τη μαρτυρία. Έχουμε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι τα εκκαλούμενα ευρήματα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι το αποτέλεσμα της ορθής και εμπεριστατωμένης αξιολόγησης της ενώπιον του μαρτυρίας και δεν παρέχεται πεδίο επέμβασης μας.
Υπενθυμίζουμε πως το Πρωτόδικο Δικαστήριο παρατήρησε πως ο μάρτυρας των εφεσειόντων «που είχαν το σχετικό βάρος, δεν αποκάλυψε πλήρως και με ειλικρίνεια τις οικονομικές δυνατότητες της εταιρείας κατά τον κρίσιμο χρόνο».
Αναφορικά με το εύρημα ή συμπέρασμα με αρ. (4) (βλ. σελ. 5, πιο πάνω) έχει νομολογηθεί ότι «η οικονομική κατάσταση του χρεώστη πρέπει να εξετάζεται από μια πλατειά σκοπιά. Το κριτήριο είναι κατά πόσο είναι λογικά σε θέση να ανταποκριθεί προς τις υποχρεώσεις του. Το βάρος βρίσκεται πάνω στον χρεώστη να ικανοποιήσει το δικαστήριο ότι δικαιούται σε θεραπεία» (Βλ.
Evangelou and Another v. Ambizas and Another (1982) 1 C.L.R. 41).Έχει, επίσης, νομολογηθεί ότι κατά την εξέταση του κατά πόσο η εργασία ή επιχείρηση ενός χρεώστη έχει επηρεασθεί πρέπει να λαμβάνεται υπόψη το σύνολο των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων του (Βλ. Grindlays Bank PLC κ.α. ν. Στέλιος Τρύφων και Υιοί Λτδ (1996) 1 Α.Α.Δ. 662
).Εξέταση του επίδικου συμπεράσματος του Πρωτόδικου Δικαστηρίου υπό το φως των πιο πάνω θέσεων της νομολογίας και των διαπιστώσεων του επί των γεγονότων αποκαλύπτει ότι το σχετικό συμπέρασμα είναι απόλυτα ταυτισμένο με τη νομολογία. Έπεται πως η σχετική εισήγηση των εφεσειόντων δεν ευσταθεί.
Τέλος, αναφορικά με το εύρημα ή συμπέρασμα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου, με το οποίο κρίθηκε ότι η εταιρεία δεν ήταν εκτοπισθείς οφειλέτης, όπως έχουμε ήδη υποδείξει, το Πρωτόδικο Δικαστήριο άντλησε καθοδήγηση από την απόφαση στην
Hadjimarcou (πιο πάνω). Υιοθετούμε την επί του προκειμένου προσέγγιση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου. Δικαιολογείται πλήρως από τα γεγονότα τα οποία περιβάλλουν την υπόθεση όπως έχουν διαπιστωθεί από το Πρωτόδικο Δικαστήριο ύστερα από αξιολόγηση της μαρτυρίας. Ο σχετικός λόγος της έφεσης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.Για όλους τους πιο πάνω λόγους η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται με έξοδα.
Π.
Δ.
/ΕΑΠ. Δ.