ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2004) 1 ΑΑΔ 1113

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Πολιτική Έφεση Αρ. 11123)

11 Ιουνίου, 2004

[ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]

 

1. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΣΠΗΤΑΛΙΩΤΗΣ,

2. ΝΙΚΟΣ ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ,

Εφεσείοντες/Εναγόμενοι 5&6,

ν.

LIBERTY LIFE INSURANCE LTD.,

Εφεσίβλητης/Ενάγουσας.

 

Α. Δημητρίου, για τους Εφεσείοντες.

Στ. Ερωτοκρίτου, για την Εφεσίβλητη.

 

ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Τ. Ηλιάδης.

Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ.: Με την παρούσα έφεση οι δύο εφεσείοντες αμφισβητούν την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης που εκδόθηκε εναντίον τους για το ποσό των £25.630,86 πλέον τόκους και έξοδα, ως αποτέλεσμα καταχώρισης από την εφεσίβλητη αίτησης για συνοπτική απόφαση.

(α) Τα γεγονότα.

Ο α΄ εφεσείων (Κωνσταντίνος Σπηταλιώτης) υπέγραψε την 1/9/1994 συμβόλαιο με την εφεσίβλητη (Liberty Life Insurance Ltd) με το οποίο αναλάμβανε την υποχρέωση να ενεργεί εκ μέρους της εφεσίβλητης σαν ασφαλιστικός αντιπρόσωπος.

Στις 22/11/96 ο α΄ εφεσείων υπέγραψε με την εφεσίβλητη γραπτή συμφωνία με την οποία αναγνώρισε ότι σύμφωνα με εκκαθαρισθέντα λογαριασμό (account stated) όφειλε στην εφεσίβλητη £29.462,37 για χρηματοδοτήσεις στις οποίες η εφεσίβλητη προέβηκε προς όφελος του. Το ποσό αυτό μειώθηκε αργότερα κατά £2.371,00 ως αποτέλεσμα πίστωσης του α΄ εφεσείοντος με υπερπρομήθειες για διάφορες εργασίες που διεξήγαγε προς όφελος της εφεσίβλητης. Ο α΄ εφεσείων συμφώνησε ότι το οφειλόμενο ποσό θα εξοφλείτο με αποκοπές που θα προέκυπταν μέχρι τις 30/6/96 τις οποίες θα παρουσίαζε μέχρι την 1/7/96 και με την καταβολή εκ μέρους του του ποσού των £200 μηνιαίως. Την εκτέλεση της πιο πάνω συμφωνίας εγγυήθηκαν προσωπικώς και αλληλεγγύως πέντε εγγυητές, μεταξύ των οποίων και ο β΄ εφεσείων. Επειδή ο α΄ εφεσείων παρέλειψε να συμμορφωθεί με τις υποχρεώσεις του που απέρρεαν από τη συμφωνία της 22/11/96, η εφεσίβλητη καταχώρησε την υπ' αρ. 1673/94 αγωγή εναντίον του α΄ εφεσείοντος και των πέντε εγγυητών και επέτυχε, κατόπιν καταχώρισης αίτησης για συνοπτική απόφαση, την έκδοση απόφασης εναντίον τόσο του α΄ εφεσείοντος όσο και των πέντε εγγυητών.

(β) Η έφεση.

Με την παρούσα έφεση οι δύο εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι η πρωτόδικη απόφαση είναι λανθασμένη γιατί,

  1. Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν είχε δικαιοδοσία να επιληφθεί της υπόθεσης αφού δεν είχαν ικανοποιηθεί οι προϋποθέσεις της Διαταγής 18, θ.1,
  2. Το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να εξετάσει την καθυστέρηση που σημειώθηκε στην καταχώριση της αίτησης για συνοπτική απόφαση και
  3. Το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα αποφάσισε ότι οι εφεσείοντες δεν ήγειραν οποιαδήποτε σοβαρά στοιχεία που θα επέτρεπαν την καταχώριση υπεράσπισης.

 

 

 

 

 

 

 

 

(i) Δεν υπήρξε ικανοποίηση των προϋποθέσεων για την ενεργοποίηση της Διαταγής 18.

Οι εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι η εφεσίβλητη απέτυχε να ικανοποιήσει τις προϋποθέσεις που μπορούσαν να θέσουν σε εφαρμογή τις διατάξεις της Διαταγής 18, θεσμός 1 και τούτο γιατί ο Παναγιώτης Χ" Παναγή που είχε υπογράψει την ένορκη δήλωση εκ μέρους της εφεσίβλητης που είχε επισυναφθεί στην αίτηση για απόφαση, με την ιδιότητα του Διευθυντή του Εσωτερικού Νομικού Τμήματος της εφεσίβλητης, δεν μπορούσε να αποφανθεί θετικά για τα γεγονότα που υπεστήριζαν την αίτηση. Πιο συγκεκριμένα υποβλήθηκε ότι ο πιο πάνω

(α) Δεν είχε προσωπική γνώση της υπογραφής της α΄ συμφωνίας μεταξύ των διαδίκων της 19/9/94,

(β) Δεν είχε προσωπική γνώση της υπογραφής του εγγυητηρίου της συμφωνίας της 22/11/96, και

(γ) Δεν είχε προσωπική γνώση των χρεοπιστώσεων που είχαν γίνει στο λογαριασμό του α΄ εφεσίβλητου.

 

Η Διαταγή 18, θεσμός 1 προνοεί ότι,

"(α) Όπου ο Εναγόμενος εμφανίζεται σε κλητήριο ένταλμα ειδικά οπισθογραφημένο σύμφωνα με τη Διάταξη 2 κανονισμός 6 ο Ενάγοντας μπορεί, με ένορκο δήλωση που θα κάμει ο ίδιος, ή άλλο πρόσωπο που μπορεί να ορκισθεί και πιστοποιήσει τα γεγονότα και να βεβαιώσει την αιτία της αγωγής και το ποσόν που απαιτείται (αν υπάρχει) και να αναφέρει ότι από ότι πιστεύει δεν υπάρχει υπεράσπιση στην αγωγή, να αποταθεί για απόφαση για το ποσό που απαιτείται μαζί με τόκο (αν υπάρχει) ή για ανάκτηση γης (με ή χωρίς ενοίκιο) ή για παράδοση ορισμένου κινητού πράγματος, ανάλογα με την περίπτωση, και τα έξοδα και μπορεί να δοθεί απόφαση υπέρ του Ενάγοντα εκτός αν ο Εναγόμενος ικανοποιήσει το Δικαστήριο ότι έχει καλή υπεράσπιση στην αγωγή ή να αποκαλύψει τέτοια γεγονότα που θα είναι ουσιώδη για να του δοθεί δικαίωμα υπεράσπισης."

 

 

 

 

 

 

 

 

Σε αίτηση για συνοπτική απόφαση σύμφωνα με τις πρόνοιες της Διαταγής 18, η ένορκη δήλωση μπορεί να υπογραφεί από τον ενάγοντα που έχει προσωπική γνώση των γεγονότων ή από πρόσωπο που μπορεί να ορκιστεί θετικά για τα γεγονότα (or by any other person who can swear positively to the facts). Σε περιπτώσεις εταιρειών ή τραπεζικών οργανισμών η ένορκη δήλωση βασίζεται σε δηλώσεις αξιωματούχων που έχουν αποκτήσει, σύμφωνα με τα καθήκοντα που εκτελούν, τις αναγκαίες γνώσεις για να προβούν στην απαραίτητη ένορκη δήλωση. Όπως ορθά σημειώνεται από το πρωτόδικο Δικαστήριο "από τη στιγμή που ο οργανισμός εξουσιοδοτεί το συγκεκριμένο άτομο να ορκιστεί επί της επαλήθευσης της απαίτησης από τη θέση που του έχει εμπιστευθεί εργοδοτώντας τον, σημαίνει ότι ικανοποιείται το κριτήριο της θετικής γνώσης".

Το ερώτημα που εγείρεται είναι κατά πόσο ο Παναγιώτης Χ" Παναγή μπορούσε να ορκιστεί θετικά για τα στοιχεία που έχει προβάλει στην ένορκη του δήλωση. Από το περιεχόμενο της ένορκης δήλωσης του πιο πάνω φαίνεται ότι αυτός κατείχε τη θέση του Διευθυντή του Εσωτερικού Νομικού Τμήματος της εφεσίβλητης και με αυτή την ιδιότητα είχε καλή γνώση των γεγονότων της παρούσας υπόθεσης. Ο μάρτυς ήταν ενήμερος των έγγραφων συμφωνιών της 19/9/94 και 22/11/96, γνώριζε προσωπικά τις πιστώσεις και χρεώσεις των λογαριασμών του α΄ εφεσείοντος αφού χειριζόταν το φάκελο του α΄ εφεσείοντος και έβλεπε τις διάφορες καταθέσεις, αλλά συμφώνησε ότι δεν καταχωρούσε ο ίδιος τους λογαριασμούς και δεν μπορούσε να γνωρίζει ότι ήταν ορθοί.

Αναφορικά με την υπογραφή της α΄ συμφωνίας μεταξύ της εφεσίβλητης και του α΄ εφεσείοντος της 19/9/94 ο μάρτυς ανέφερε ότι δεν ήταν παρών κατά την υπογραφή της (αφού είχε προσληφθεί από την εφεσίβλητη το 1996), αλλά ήταν παρών στις 22/11/96 όταν ο α΄ εφεσείων υπέγραψε την αναγνώριση του χρέους του προς την εφεσίβλητη, όταν και υπέγραψε σαν μάρτυς της υπογραφής του α΄ εφεσείοντος. Οι εγγυητές υπέγραψαν αργότερα στην παρουσία του Διευθυντή Πωλήσεων της εφεσίβλητης Κυριάκου Κυριάκου. Αναφορικά με τον τερματισμό της συμφωνίας, ο μάρτυς ανέφερε ότι ο ίδιος είχε αποστείλει στις 21/9/98 στον α΄ εφεσείοντα τη σχετική επιστολή τερματισμού και έτσι ο α΄ εφεσείων δεν εδικαιούτο στην παραχώριση δικαιώματος αγοράς μετοχών της εφεσίβλητης, αφού η απόφαση της Γενικής Συνέλευσης της εφεσίβλητης για την παραχώριση δικαιώματος αγοράς μετοχών έλαβε χώρα μετά τον τερματισμό της συμφωνίας.

Όπως έχει λεχθεί από το Δικαστή Buckley L.J. στην Pathθ Frιres Cinema Ltd., v. United Electric Theatres Limited (1914) 3 K.B. 1253 (που έχει υιοθετηθεί στην απόφαση Stavrinides v. Ceskoslovenska Obchondi Banka A.S. (1972) 1 CLR 130),

"In the present case the plaintiffs are a company; they cannot swear; somebody must therefore do it for them. The affidavit is made by a clerk in their employ; he describes himself as a clerk of the plaintiffs and in their employ and says that the facts are within his own knowledge; that, in my opinion, brings this affidavit reasonably within the rule. I think the affidavit complies with the requirements of the rule."

Σε ελεύθερη μετάφραση,

"Στην παρούσα περίπτωση η ενάγουσα είναι εταιρεία· δεν μπορούν να ορκιστούν· κάποιος πρέπει να το κάμει εκ μέρους των. Η ένορκη δήλωση έχει ετοιμασθεί από ένα υπάλληλο της εταιρείας. Περιγράφει τον εαυτό του σαν υπάλληλο της ενάγουσας και λέει ότι είναι γνώστης των γεγονότων. Αυτό κατά την άποψη μου τοποθετεί την ένορκη δήλωση μέσα στα πλαίσια του κανόνα. Νομίζω ότι η ένορκη δήλωση συμμορφώνεται προς τις απαιτήσεις του κανόνα."

 

Στην παρούσα περίπτωση φαίνεται ότι ο Παναγιώτης Χ" Παναγή ήταν γνώστης του περιεχομένου της συμφωνίας της 22/11/96 (που είχε ακυρώσει τη συμφωνία της 19/9/94), έχει επισυνάψει τα πιο πάνω έγγραφα στην ένορκη του δήλωση (Chain Gulf Trends v. Λαϊκή Τράπεζα (1997) 1 ΑΑΔ 1168), ήταν παρών στην υπογραφή της συμφωνίας της 22/11/96 από τον α΄ εφεσείοντα, γνώριζε από τα διάφορα έγγραφα της εφεσίβλητης τις κινήσεις του λογαριασμού του α΄ εφεσείοντος και είχε τερματίσει στις 21/9/98 ο ίδιος τη συμφωνία της εφεσίβλητης με τον α΄ εφεσείοντα. Όλα τα πιο πάνω γεγονότα τον καθιστούσαν σαν πρόσωπο που μπορούσε να ορκιστεί θετικά για το περιεχόμενο της ένορκης του δήλωσης. (Δημητρίου ν. Τράπεζας Κύπρου (1997) 1 ΑΑΔ 782). Η εισήγηση των εφεσειόντων απορρίπτεται.

 

(ii) Η καθυστέρηση στην καταχώριση της αίτησης για συνοπτική απόφαση.

Οι εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα δεν προέβηκε στην εξέταση της καθυστέρησης που παρατηρήθηκε στην καταχώριση της αίτησης για συνοπτική απόφαση και τούτο γιατί, όπως έχει νομολογιακά καθιερωθεί, μια τέτοια αίτηση πρέπει να υποβάλλεται μέσα σε εύλογο χρονικό διάστημα.

Το θέμα δεν εγέρθηκε πρωτόδικα και δεν μπορεί να αποτελέσει θέμα συζήτησης ως λόγος έφεσης.

 

(iii) Το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα αποφάνθηκε ότι οι εφεσείοντες δεν πρόβαλαν σοβαρά στοιχεία που θα οδηγούσαν στο συμπέρασμα ότι εδικαιούντο σε υπεράσπιση.

Η πιο πάνω προσέγγιση που περιορίζεται στο β΄ εφεσείοντα με την ιδιότητα του ως εγγυητή, βασίζεται στον ισχυρισμό ότι ο β΄ εφεσείων δεν εγγυήθηκε τον α΄ εφεσείοντα (πρωτοφειλέτη) και ότι δεν υπέγραψε τη σχετική εγγύηση.

Ο α΄ εφεσείων παραδέχθηκε ότι υπέγραψε τις δύο συμφωνίες της 19/9/94 και 22/11/96, ενώ ο β΄ εφεσείων ισχυρίζεται ότι δεν υπέγραψε τη συμφωνία της 19/9/94 ως εγγυητής του α΄ εφεσείοντος και ότι η υπογραφή του στο έγγραφο της 22/11/96 ήταν αποτέλεσμα ψευδών παραστάσεων και/ή δόλου εκ μέρους του α΄ εφεσείοντος.

Ο β΄ εφεσείων έχει προβάλει τον ισχυρισμό ότι ουδέποτε υπέγραψε τη συμφωνία της 19/9/94 ως εγγυητής και ότι η υπογραφή του στο έγγραφο της 22/11/96 ήταν αποτέλεσμα ψευδών παραστάσεων κα/ή δόλου εκ μέρους του α΄ εφεσείοντος.

Οι πιο πάνω εισηγήσεις δεν ενισχύουν τις θέσεις των εφεσειόντων σε βαθμό που θα δικαιολογούσαν την παροχή σε αυτούς του δικαιώματος να καταχωρίσουν υπεράσπιση. Και τούτο γιατί η διαζευκτική παράθεση δύο εκδοχών (της μη υπογραφής αλλά και της υπογραφής κατόπιν δόλου ή ψευδών παραστάσεων) δεν προσθέτουν πειστικότητα σε οποιοδήποτε από τους δύο ισχυρισμούς. Επιπρόσθετα δεν έχουν δοθεί οποιαδήποτε στοιχεία που θα μπορούσαν να υποστηρίξουν την ύπαρξη δόλιας συμπεριφοράς ή ψευδών παραστάσεων εκ μέρους του α΄ εφεσείοντος. Πιο σημαντικό δε είναι ότι η υποβολή καταγγελίας για δόλο και ψευδείς παραστάσεις εκ μέρους του β΄ εφεσείοντος κατευθύνεται εναντίον του α΄ εφεσείοντος και όχι εναντίον της εφεσίβλητης, που όπως πολύ ορθά επισημαίνει το πρωτόδικο Δικαστήριο είναι ένα θέμα που πρέπει να τεθεί μεταξύ του α΄ και του β΄ εφεσείοντος.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εναντίον των εφεσειόντων.

 

 

Δ.

 

 

 

Δ.

 

 

 

Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο