ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2004) 1 ΑΑΔ 1043
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Αίτηση Αρ. 14/2004)
25 Μαΐου, 2004
[ΝΙΚΟΛΑЇΔΗΣ, Δ/στής]
Επί τοις αφορώσι το Αρθρο 155.4 του Συντάγματος και τα άρθρα 3 και 9 των περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλαι Διατάξεις) Νόμου του 1964 όπως αυτή έχει τροποποιηθεί από τους Νόμους 33/64, 35/75, 72/77, 59/81, 3/87 και 158/88
ΚΑΙ
Επί τοις αφορώσι την αίτηση του Σταύρου Κλεάνθους από τη Λευκωσία για έκδοση Διατάγματος Certiorari
και
Eπί τοις αφορώσι την υπόθεση αρ. 263/03 του Οικογενειακού Δικαστηρίου Λευκωσίας - Δικαιοδοσία Διατροφής
και
Αναφορικά με την απόφαση του Οικογενειακού Δικαστηρίου Λευκωσίας στην υπόθεση 263/03 ημερ. 19.12.03
_________
Δ. Παπαχρυσοστόμου, για τον Αιτητή.
Κ. Βελάρης, για την Καθ΄ ης η Αίτηση.
__________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ
.: Στις 28.1.2004 παρασχέθηκε στον αιτητή άδεια για την καταχώρηση αίτησης για την έκδοση εντάλματος Certiorari.Η διαδικασία που αποτελεί τη βάση της παρούσας αίτησης, αφορούσε αίτηση θυγατέρας εναντίον του πατέρα της για συντήρησή της μέχρι αποπεράτωσης των σπουδών της στο πανεπιστήμιο του Νόττινχαμ στο Ηνωμένο Βασίλειο. Μαζί με την υπεράσπιση ο αιτητής είχε καταχωρήσει αίτηση για προσεπίκληση της μητέρας και αφού εξασφάλισε τη σχετική άδεια κατέθεσε ειδοποίηση τριτοδιάδικου. Στις 19.12.2003 που η υπόθεση ήταν ορισμένη για ακρόαση, παρ΄ όλον ότι η δικογραφία δεν είχε ακόμα συμπληρωθεί, γιατί δεν είχε γίνει ανταλλαγή δικογράφων μεταξύ του αιτητή και της τριτοδιαδίκου, το Δικαστήριο, αφού απέρριψε αίτηση για αναβολή της υπόθεσης, προχώρησε στη λήψη μαρτυρίας.
Ο αιτητής αξιώνει την έκδοση εντάλματος Certiorari, υποστηρίζοντας ότι λόγω έλλειψης δικαιοδοσίας και νομικής πλάνης το Δικαστήριο δεν είχε αρμοδιότητα να προχωρήσει στη λήψη μαρτυρίας πριν τη συμπλήρωση των δικογράφων.
Με την απόφαση ημερ. 28.1.2004 με την οποία δόθηκε άδεια για καταχώρηση της παρούσας αίτησης, έγινε δεκτό ότι με την ενέργειά του αυτή το Δικαστήριο παρέβη ουσιώδη δικονομικό κανόνα και στέρησε από τον αιτητή τη δυνατότητα να υπερασπίσει τον εαυτό του, όσο καλύτερα μπορούσε.
Αυτή η διαπίστωση ουσιαστικά δεν αμφισβητήθηκε από τον ευπαίδευτο συνήγορο της καθ΄ ης η αίτηση, ο οποίος υποστήριξε όμως ότι η παρούσα διαδικασία συνιστά κατάχρηση διαδικασίας, αφού ο αιτητής στην πραγματικότητα δεν αποστερήθηκε οποιονδήποτε των δικαιωμάτων του. Επισημαίνει ότι μετά την έκδοση του διατάγματος και τη χορήγηση άδειας έκδοσης και επίδοσης διαδικασίας προσεπίκλησης στη μητέρα, ο αιτητής καθυστέρησε να προχωρήσει, επέδωσε δε το διάταγμα μόνο μετά την απόρριψη του αιτήματός του για αναβολή.
Ακόμα κι΄ αν πράγματι ο αιτητής επέδειξε κάποια καθυστέρηση στην επίδοση, δεν αίρεται για το λόγο αυτό η παράβαση από το Δικαστήριο ουσιώδους δικονομικού κανόνα, αφού επετράπη η έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας πριν τη συμπλήρωση των δικογράφων. Το Δικαστήριο θα έπρεπε να αντιμετωπίσει την τυχόν αδικαιολόγητη καθυστέρηση της διαδικασίας με άλλο τρόπο.
Η καθ΄ ης η αίτηση αντιτείνει επίσης ότι ο αιτητής απέκρυψε ουσιώδες γεγονός. ΄Οτι προχώρησε σε αντεξέτασή της, παρ΄ όλον ότι επεδείχθη από την τριτοδιάδικο η θέλησή της να συνεισφέρει στα έξοδα των σπουδών της θυγατέρας της. Ο αιτητής, κατ΄ ισχυρισμόν, απέκρυψε την πιο πάνω θέληση της τριτοδιαδίκου, με αποτέλεσμα το Δικαστήριο να παραπλανηθεί.
Δεν θεωρώ ότι έγινε οποιαδήποτε απόκρυψη ουσιώδους γεγονότος που να επηρεάζει το αποτέλεσμα. Ακόμα κι΄ αν η τριτοδιάδικος εξέφρασε τη διάθεση να συνεισφέρει, το θέμα που παραμένει είναι το γεγονός ότι ο αιτητής κατά την αντεξέταση της αιτήτριας δεν γνώριζε με ακρίβεια τους ισχυρισμούς της τριτοδιαδίκου, με αποτέλεσμα να επηρεαστεί η δυνατότητά του να υπερασπίσει τον εαυτό του με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Η απλή έκφραση διάθεσης συνεισφοράς, χωρίς την καταγραφή σαφών θέσεων, δεν είναι αρκετή.
Η καθ΄ ης η αίτηση εγείρει επίσης τον ισχυρισμό, ότι ο αιτητής είχε στη διάθεσή του άλλο ένδικο μέσο, αφού θα μπορούσε από τη μια να εφεσιβάλει την άρνηση για αναβολή, ενώ από την άλλη δεν θα έπρεπε να καταχωρήσει αίτηση για έκδοση εντάλματος Certiorari, αλλά εντάλματος Mandamus.
Κατ΄ αρχήν ο αιτητής δεν είχε τη δυνατότητα καταχώρησης έφεσης εναντίον της συγκεκριμένης απόφασης του Οικογενειακού Δικαστηρίου. Μπορούσε μόνο να ασκήσει έφεση εναντίον του τελικού αποτελέσματος. Κάτω από τις περιστάσεις η δυνατότητα αυτή κρίνεται ως ατελέσφορη, δαπανηρή και χωρίς πρακτικό αποτέλεσμα. Για να ασκήσει έφεση ο αιτητής θα έπρεπε να περιμένει τη συμπλήρωση μιας διαδικασίας η οποία στηρίζεται, στο μεγαλύτερο της μέρος, σε παράβαση δικονομικών αρχών, με αποτέλεσμα να χρειαστεί, ίσως, ύστερα από πάρα πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα, η επανάληψη της διαδικασίας εξ υπαρχής.
Ούτε το επιχείρημα για την ανάγκη καταχώρησης αίτησης για Mandamus με βρίσκει σύμφωνο. ΄Ενα τέτοιο ένταλμα εκδίδεται για να διαταχθεί πρόσωπο, αρχή ή κατώτερο δικαστήριο, να προβεί σε κάποια συγκεκριμένη πράξη που καθορίζεται, η οποία αρμόζει στο αξίωμά του και είναι εκ της φύσης της δημόσιο καθήκον (Halsbury΄s Laws of England, 3η έκδοση, τόμος 11, παραγρ. 107).
Αντίθετα, στην παρούσα περίπτωση, χρειάζεται διάταγμα για την έκδοση εντάλματος Certiorari, που είναι διάταγμα το οποίο απευθύνεται σε κατώτερο δικαστήριο και απαιτεί όπως ο φάκελος της υπόθεσης μεταφερθεί στο Ανώτατο Δικαστήριο για χειρισμό του από εκεί. Διάταγμα Certiorari εκδίδεται σε διαδικασίες κατώτερου δικαστηρίου, που έχουν αρχίσει λόγω υποτιθέμενης άσκησης εξουσίας που παρέχεται σε κατώτερο δικαστήριο από νόμο, αν το Ανώτατο Δικαστήριο κρίνει ότι η έναρξη της διαδικασίας αυτής δεν ήταν η ορθή άσκηση των εξουσιών, που παρέχονται από το νόμο (
R. v. Paddington and St. Marylebone Rent Tribunal, Ex parte Bell London and Provincial Properties Ltd., (1949) 1 All E.R. 720).΄Εχει επανειλημμένα λεχθεί ότι το ένταλμα Certiorari αποσκοπεί, μεταξύ άλλων, στον έλεγχο των κατώτερων δικαστηρίων, ούτως ώστε οι ενέργειες και αποφάσεις τους να διατηρούνται αυστηρά μέσα στα πλαίσια της δικαιοδοσίας που τους παρέχουν οι σχετικοί νόμοι (Lindos Constructions Ltd (1989) 1(E) A.A.Δ. 648
).Τέλος, η καθ΄ ης η αίτηση υποστηρίζει ότι το διάταγμα Certiorari θα εκδοθεί επί ματαίω, αφού έχει ήδη δοθεί αναβολή και η εκδίκαση της υπόθεσης έχει αρχίσει, με αποτέλεσμα το τυχόν εκδοθέν διάταγμα να μην έχει οποιοδήποτε αποτέλεσμα.
Πράγματι, θέματα που εμπίπτουν εντός της διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου, δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο έκδοσης διατάγματος Certiorari (Σιμιλλίδης κ.α. (Αρ.2) (1996) 1 Α.Α.Δ. 469
).Το ένταλμα Certiorari δεν προσφέρεται για έλεγχο της ορθότητας της απόφασης, γι΄αυτό και η άσκηση της διακριτικής εξουσίας του δικαστηρίου, μέσα στα όρια που την προδιαγράφουν, δεν ελέγχεται με προνομιακά εντάλματα. ΄Αλλως, αν προκύπτει υπέρβαση των ορίων έχουμε παρανόηση, πλάνη νόμου και η απόφαση ελέγχεται, εφ΄ όσον η πλάνη διακρίνεται στο πρακτικό (
Armah v. Government of Ghana & another (1966) 3 All E.R. 177 και Τράπεζα Κύπρου Λτδ (1999) 1(Β) Α.Α.Δ. 1010).Στην παρούσα υπόθεση τα πράγματα δεν είναι απλά. Κατ΄ αρχάς δεν έχουμε απλώς ένα διαδικαστικό θέμα που δεν προοιωνίζει το αποτέλεσμα, αφήνοντας άθικτα τα δικαιώματα των διαδίκων (Γενικός Εισαγγελέας (Αρ.3) (1993) 1 Α.Α.Δ. 442). Η συγκεκριμένη απόφαση επηρεάζει σαφώς και το αποτέλεσμα και τα δικαιώματα των διαδίκων. Περαιτέρω δεν βρισκόμαστε αντιμέτωποι απλώς με λανθασμένη άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου, αλλά με παράβαση νομικού κανόνα.
Το αιτούμενο διάταγμα δεν στρέφεται εναντίον της απόφασης για απόρριψη αιτήματος αναβολής, αλλά στην απόφαση έναρξης της ακροαματικής διαδικασίας και στη λήψη μαρτυρίας, πριν συμπληρωθούν τα δικόγραφα, με αποτέλεσμα ένας από τους διαδίκους να στερηθεί της δυνατότητας αποτελεσματικής υπεράσπισης. Ολόκληρη η διαδικασία που ακολουθήθηκε είναι γι΄αυτό το λόγο τρωτή και συνεπώς δεν τίθεται μόνο θέμα απόρριψης του αιτήματος για αναβολή. Με τη ληφθείσα απόφαση έχουν θιγεί ουσιαστικά τα δικαιώματα του αιτητή και έχει επηρεαστεί ολόκληρη η διαδικασία που ακολούθησε. Γι΄ αυτό αποφάσισα να εγκρίνω το αίτημα.
Η απόφαση του Οικογενειακού Δικαστηρίου Λευκωσίας ημερ. 19.12.2003, στην υπόθεση με αρ. 263/03, με την οποία άρχισε η ακροαματική διαδικασία και η λήψη μαρτυρίας ακυρώνεται.
Εν όψει της δήλωσης του κ. Παπαχρυσοστόμου στην αγόρευσή του, η κάθε πλευρά να καταβάλει τα έξοδά της.
Φρ. Νικολαΐδης, Δ.