ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2004) 1 ΑΑΔ 992

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 11495)

 

14 Μαίου, 2004

 

[ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ, ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στές]

 

ΜΑΡΙΑ ΙΑΚΩΒΟΥ,

Εφεσείουσα,

ν.

 

ΛΑΙΚΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ (ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΗΣΕΙΣ) ΛΤΔ,

 

Εφεσιβλήτων.

_________________________

Α. Παντελίδης, για την Εφεσείουσα.

Μ. Ματθαίου Σουρουλλά (κα.), για τους Εφεσίβλητους.

__________________________

ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής

Π. Καλλής.

____________________________

Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΚΑΛΛΗΣ, Δ.: Στις 18.6.99 οι εφεσίβλητοι-εναγόμενοι (οι εφεσίβλητοι) καταχώρισαν στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας (το Πρωτόδικο Δικαστήριο) την αγωγή με αρ. 2785/99 εναντίον της εφεσείουσας-ενάγουσας (η εφεσείουσα) στην παρούσα έφεση, της Ευανθίας Κατείφη και της Αλεξίας Μουσιαβέσιη (οι εγγυήτριες).

Ισχυρίσθηκαν ότι ήταν ιδιοκτήτες διαφόρων επίπλων - ενός τραπεζιού τραπεζαρίας με 8 καρέκλες, 2 καναπέδων, 2 πολυθρόνων κλπ - τα οποία ευρίσκοντο στην κατοχή της εφεσείουσας. Ισχυρίσθηκαν, επίσης, ότι δυνάμει συμφωνίας ενοικιαγοράς ημερ. 18.12.97 (η συμφωνία ενοικιαγοράς) ενοικίασαν και παρέδωσαν τα πιο πάνω έπιπλα «αντί της συμπεφωνημένης τιμής ενοικιαγοράς εκ Λ.Κ.7000.- στην εφεσείουσα υπό την αλληλέγγυο εγγύηση και εις ολόκληρο» των πιο πάνω δύο εγγυητριών, και με δικαίωμα αγοράς «άμα τη εξοφλήσει». Περαιτέρω ισχυρίσθηκαν ότι η εφεσείουσα «άμα τη υπογραφή» της συμφωνίας ενοικιαγοράς έλαβε κατοχή των εν λόγω επίπλων. Τέλος ισχυρίσθηκαν ότι μετά την συμφωνία ενοικιαγοράς η εφεσείουσα πλήρωσε το ποσό των Λ.Κ.1608.98 και «καθυστερεί την πληρωμή του ποσού των Λ.Κ.1,645.02 πλέον τόκο προς 9% επί των καθυστερημένων δόσεων ήτοι τις δόσεις από 18.9.98 (μέρος) μέχρι 18.5.99 ήτοι Λ.Κ.7,561.92». Με την πιο πάνω αγωγή τους οι εφεσίβλητοι αξίωσαν:

«(α) Διάταγμα του Δικαστηρίου διατάττον την παράδοση των πιο πάνω επίπλων από την εναγομένη.

(β) Διάταγμα του Δικαστηρίου διατάττον την δια δημόσιου πλειστηριασμού πώληση των επίπλων.

(γ) Λ.Κ.7,561.02 σ. ως υπόλοιπο ενοικίου.»

Για τους λόγους που θα παραθέσουμε στη συνέχεια (βλ. σελ. 4, πιο κάτω) η εφεσείουσα δεν κατεχώρησε εμφάνιση. Ως αποτέλεσμα της παραλείψεως της να καταχωρήσει εμφάνιση εκδόθηκε - στις 10.4.2000 - απόφαση εναντίον της για το ποσό των Λ.Κ.7,561.02 ύστερα από μονομερή αίτηση των εφεσιβλήτων ημερ. 4.4.2000. Σημειώνεται ότι στην ένορκη δήλωση του υπαλλήλου των εφεσιβλήτων, η οποία συνόδευε την μονομερή αίτηση, αναφέρετο ότι τα γεγονότα τα οποία εκτίθενται στην έκθεση απαιτήσεως ήταν «ως προσωπικώς γνωρίζει αληθή και ακριβή».

Την 9.6.2000 οι εφεσίβλητοι καταχώρησαν αίτηση για «τη διεξαγωγή έρευνας» ως προς την ικανότητα και μέσα της εφεσείουσας να πληρώσει το εξ αποφάσεως χρέος της με μηνιαίες δόσεις.

Στις 11.5.2001 η εφεσείουσα κατεχώρησε εναντίον των εφεσιβλήτων την Αγωγή 1522/2001 η οποία αποτελεί και το αντικείμενο της παρούσας διαδικασίας. Αξίωσε:

«(α) Την ακύρωση της απόφασης ημερ. 10.4.2000 που εκδόθηκε στην πιο πάνω αγωγή 2785/89 λόγω του ότι είχε ληφθεί 'κατόπιν δόλου των υπαλλήλων των εναγομένων, δια τας πράξεις των οποίων ευθύνονται οι εναγομένοι και/ή διότι η εν λόγω απόφασις ελήφθη υπό περιστάσεις συνωμοσίας ή συμπαιγνίας μεταξύ εναγομένων και/ή υπαλλήλων και/ή υπηρετών των εναγομένων και ενός άλλου προσώπου'.

(β) Γενικές και /ή ειδικές αποζημιώσεις για δόλο.

(γ) Νόμιμον τόκον.

(δ) Έξοδα.»

Παραθέτουμε τους ισχυρισμούς της εφεσείουσας στην Αγωγή 1522/2001 όπως είχαν καταγραφεί στην έκθεση απαιτήσεως και είχαν συνοψισθεί από το Πρωτόδικο Δικαστήριο:

«Η ενάγουσα ήταν η εναγομένη αρ. 1 στην αγωγή 2785/99 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας. Η εναγομένη αρ. 2 στην ίδια αγωγή Ευανθία Κατείφη ήτο εργοδότης της ενάγουσας δια περίοδον 10 περίπου μηνών από τον Ιούλιο του έτους 1997 μέχρι τον Απρίλιο του έτους 1998. Η εναγομένη αρ. 3 στην ίδια αγωγή Αλεξία Μουσιαβέση είναι συγγενής της εναγομένης αρ. 2. Η ενάγουσα ουδέποτε μετέβη εις τα γραφεία των εναγομένων στην Λάρνακα ή σε άλλη πόλη, ουδέποτε συνήψε οποιοδήποτε δάνειο από οποιοδήποτε κατάστημα των εναγομένων στην Λάρνακα ή σε άλλη πόλη και/ή ουδέποτε έκαμε οποιαδήποτε ενοικιαγορά επίπλων με χρηματοδότηση των εναγομένων και/ή ουδέποτε πήρε οποιαδήποτε έπιπλα από οποιοδήποτε πρόσωπο με χρηματοδότηση των εναγομένων.

Στις αρχές του έτους 1999 η ενάγουσα έλαβε την αγωγή 2785/99 την οποία εκίνησαν οι εναγόμενοι εναντίον της ενάγουσας, της Ευανθίας Κατείφη και της Αλεξίας Μουσιαβέσιη και 'εξεπλάγη τα μέγιστα'. Η ενάγουσα 'επικοινώνησε μετά της Ευανθίας Κατείφη και της ανέφερε τα της αγωγής, η δε Κατείφη την καθησύχασε και της είπε να μην ανησυχεί και ότι θα περνούσε από την οικία της να λάβει το κλητήριο ένταλμα ως επίσης θα διευθετούσε το όλο θέμα μετά των εναγομένων'. Η Κατείφη πράγματι πέρασε και έλαβε το κλητήριο ένταλμα, η δε ενάγουσα έμεινε ήσυχη ότι το όλο θέμα θα διευθετείτο. Οποιοδήποτε έγγραφο 'ενοικιαγοράς επίπλων και/ή δανείου και/ή χρηματοδοτήσεως το οποίο φέρεται να υπέγραψε η ίδια, αποτελεί πλαστογραφία και/ή πλαστοπροσωπία των εναγομένων και/ή υπαλλήλου ή υπαλλήλων αυτών, δια τας πράξεις των οποίων ευθύνονται οι εναγόμενοι και/ή συνετάχθησαν κατόπιν δόλου και/ή υπό περιστάσεις ισοδυναμούσας προς δόλον των εναγομένων και/ή υπαλλήλου ή υπαλλήλων αυτών, δια τας πράξεις των οποίων φέρουν ευθύνη οι εναγόμενοι'.

Η ενάγουσα ισχυρίσθηκε διαζευκτικά ότι το εγγραφο 'συνετάχθη κατόπιν συνομωσίας των εναγομένων και/ή υπαλλήλου ή υπαλλήλων αυτών. Δια τις πράξεις αυτές, φέρουν ευθύνη οι εναγόμενοι και δια τους λόγους αυτούς είναι άκυρον και/ή ακυρώσιμο και/ή διαζευκτικώς το έγγραφο είναι αποτέλεσμα ποινικών αδικημάτων διαπραχθέντων υπό υπαλλήλου ή υπαλλήλων των εναγομένων και επομένως άκυρον'.

Τέλος η ενάγουσα ισχυρίσθηκε ότι οι εφεσίβλητοι 'χρησιμοποιώντας το ανωτέρω πλαστό έγγραφο εξασφάλισαν απόφαση εναντίον της ενάγουσας'.»

Ενώπιον του Πρωτόδικου Δικαστηρίου δόθηκε μαρτυρία από την εφεσείουσα και από δύο άλλους μάρτυρες της - την γραφολόγο της Αστυνομίας και την Πρωτοκολλητή. Οι εφεσίβλητοι δεν παρουσίασαν οποιαδήποτε μαρτυρία.

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο ύστερα από εκτεταμένη παράθεση και αξιολόγηση της ενώπιον του μαρτυρίας δέχθηκε τη μαρτυρία της εφεσείουσας εκτός του μέρους εκείνου που δεν καλύπτετο από τα δικόγραφα και του μέρους που «έχει δοθεί ενάντια στους κανόνες απόδειξης». Δέχθηκε επίσης την μαρτυρία των δύο μαρτύρων της εφεσείουσας. Ως αποτέλεσμα της αξιολόγησης της μαρτυρίας το Πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στα πιο κάτω ευρήματα:

  1. Ότι «η ενάγουσα ποτέ δεν υπέγραψε επί του συμβολαίου ενοικιαγοράς υπ΄αρ. 3943518 02 204 (Τεκμήριο 1) ως επίσης ότι δεν ανέγραψε οτιδήποτε επί του τεκμηρίου αυτού».
  2. Ότι «η αναγραφή του ονόματος της ενάγουσας επί του Τεκμηρίου 1 ως επίσης των προσωπικών της στοιχείων και η υπογραφή της είναι προϊόν πλαστογραφίας».
  3. Ότι «η ενάγουσα ουδέποτε έλαβε οποιαδήποτε έπιπλα ή χρηματικό ποσό από τους εναγομένους στα πλαίσια σύμβασης ενοικιαγοράς μεταξύ των εναγομένων και της ενάγουσας».
  4. Ότι «εναντίον της ενάγουσας, της Κατείφη και της Μουσιαβέσιη κινήθηκε υπό των εναγομένων η αγωγή 2785/99 Ε.Δ. Λάρνακας. Η αγωγή 2785/99 Ε.Δ. Λάρνακας βασίστηκε επί του συμβολαίου ενοικιαγοράς ημερ. 18.12.97 δηλαδή επί του Τεκμηρίου 1. Επιδόθηκε στην ενάγουσα προσωπικά πιστό αντίγραφο του κλητηρίου εντάλματος στην ως άνω αγωγή».
  5. Ότι «όταν της επιδόθηκε το κλητήριο ένταλμα η ενάγουσα επικοινώνησε με την Κατείφη η οποία μετέβηκε στην οικία της ενάγουσας και το παρέλαβε από την ενάγουσα».
  6. Ότι λόγω της μη καταχώρησης εμφάνισης «εκ μέρους της ενάγουσας στην αγωγή 2785/99 Ε.Δ. Λάρνακας οι εναγόμενοι προχώρησαν κατόπιν αιτήσεως τους ημερ. 4.4.2000 (Τεκμήριο 4Δ) σε έκδοση απόφασης εναντίον της ενάγουσας την 10.4.2000. Κατά τον ως άνω χρόνο το πρωτότυπο του Τεκμηρίου 1 ευρίσκετο ήδη κατατεθειμένο ενώπιον του Δικαστηρίου, κατατεθέν επισυναπτόμενο ως Τεκμήριο Α στην ένορκη δήλωση ημερ. 3.9.99 (τεκμήριο 4Γ) δια σκοπούς έκδοσης απόφασης εναντίον των Κατεϊφη και Μουσιαβέσιη».

Ακολούθως το Πρωτόδικο Δικαστήριο παρέπεμψε στη Δ.33 θ.15 των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών. Έκρινε ότι:

  1. Η εφεσείουσα «έχει αποτύχει να αποδείξει τον ισχυρισμό της ότι 'οιονδήποτε έγγραφον ενοικιαγοράς επίπλων και/ή δανείου και/ή χρηματοδοτήσεως αποτελεί πλαστογραφίαν ή πλαστοπροσωπίαν των εναγομένων και/ή υπαλλήλου ή υπαλλήλων αυτών δια τας πράξεις των οποίων ευθύνεται η εναγόμενη τράπεζα».
  2. Έχει επίσης αποτύχει να αποδείξει τον ισχυρισμό της ότι «το έγγραφον συνετάχθη κατόπιν συνομωσίας της εναγομένης τραπέζης και/ή υπαλλήλου και/ή υπαλλήλων αυτής».
  3. Η εφεσείουσα έχει καταφέρει να αποδείξει ότι επί του Τεκμηρίου 1 το οποίο χρησιμοποιήθηκε δια σκοπούς έκδοσης απόφασης εναντίον της στην αγωγή 2785/99 Ε.Δ. Λάρνακα, πλαστογραφήθηκε η υπογραφή της ως επίσης η αναγραφή του ονόματος και των προσωπικών της στοιχείων «αλλά αυτό δεν είναι από μόνο του αρκετό δια να αποδείξει δόλο εκ μέρους των εναγομένων».
  4. Απουσιάζει παντελώς οποιαδήποτε μαρτυρία όσον αφορά τις συνθήκες συμπλήρωσης και υπογραφής του Τεκμηρίου 1 εκ μέρους των εναγομένων ως επίσης των εγγυητών που αναφέρονται σ΄ αυτό, ως επίσης της έναρξης της συμφωνίας ενοικιαγοράς. Οποιεσδήποτε τυχόν παρατηρήσεις επί του Τεκμηρίου 1 π.χ. η μη συμπλήρωση και υπογραφή της δήλωσης εμπόρου δεν σημαίνουν απαραίτητα τις εξηγήσεις που έχει δώσει ο συνήγορος της ενάγουσας κατά την αγόρευση του αλλά αντίθετα επιδέχονται πολλές εξηγήσεις.
  5. Δεν υπάρχει ενώπιον του Δικαστηρίου οποιαδήποτε αποδεκτή μαρτυρία «η οποία να καταδεικνύει ότι διεπράχθη πλαστογραφία ή πλαστοπροσωπία εκ μέρους των εναγομένων ή ότι οι εναγόμενοι συνωμότησαν καθ΄ οιονδήποτε τρόπο με οποιοδήποτε πρόσωπο. Δεν υπάρχει ακόμα ενώπιον του Δικαστηρίου οποιαδήποτε αποδεκτή μαρτυρία ότι οι εναγόμενοι γνώριζαν ότι διεπράχθη πλαστογραφία ή πλαστοπροσωπία στην παρούσα υπόθεση πριν από την έκδοση της απόφασης ημερ. 10.4.2000 στην αγωγή 2785/99 Ε.Δ. Λάρνακας».
  6. Δεν υπάρχει «οποιαδήποτε μαρτυρία που να καταδεικνύει πρόθεση των εναγομένων προς εξαπάτηση. Δεν υπάρχει ακόμα οποιαδήποτε μαρτυρία που να καταδεικνύει πραγματικό δόλο εκ μέρους των εναγομένων».

Η έφεση.

Ο κ. Παντελίδης, εκ μέρους της εφεσείουσας, υπέβαλε ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο «εσφαλμένως ηρμήνευσε τον θ.15 της Δ.33 και/ή την έννοια του δόλου και εσφαλμένως απεφάνθη ότι η ενάγουσα απέτυχε να αποδείξει ότι διεπράχθη πλαστογραφία και/ή πλαστοπροσωπία εκ μέρους των εναγομένων και/ή εν γνώσει των». Οι εφεσίβλητοι - συνέχισε ο κ. Παντελίδης - ήγειραν την αγωγή 2785/99 για χρηματοδότηση επίπλων δυνάμει της συμφωνίας ενοικιαγοράς - Τεκ. 1. Εις το Τεκ. 1 - συμπλήρωσε - αναφέρεται ότι παραδόθηκαν στην εφεσείουσα οικιακά έπιπλα τα οποία ήσαν το αντικείμενο της ενοικιαγοράς «τα οποία ηγόρασαν από κάποιον έμπορον, αλλά το όνομα και η διεύθυνσις του εμπόρου δεν αναγράφονται εις το Τεκ. 1». Οι εφεσίβλητοι - κατέληξε ο κ. Παντελίδης - δεν παρέδωσαν αυτά τα οικιακά έπιπλα στην εφεσείουσα ή άλλα οικιακά έπιπλα και «εν γνώσει των ότι δεν παρέδωσαν τα οικιακά έπιπλα ήγειραν την αγωγήν 2785/99, έλαβαν απόφασιν και εζήτησαν να την εκτελέσουν. Τούτο αποτελεί δόλον εκ μέρους των εναγομένων».

Στην Karim v. Κονιδάρη (1995) 1 Α.Α.Δ. 145, 148 (απόφαση Πική, Δ., όπως ήταν τότε) το θέμα του παραμερισμού απόφασης για το λόγο ότι είχε εκδοθεί με δόλο τέθηκε ως εξής:

«Η Αρχή, η οποία ενσωματώνεται στην Δ.33 θ.15, πηγάζει από την απόφαση του Αγγλικού Εφετείου στην Birch v. Birch (1902) P. 62 στην οποία διακηρύχθηκε ότι συνιστά θεμελιωμένη αρχή δικαίου ότι απόφαση η οποία εκδίδεται με δόλο μπορεί να παραμεριστεί σε αγωγή η οποία υποβάλλεται από διάδικο ή τρίτο πρόσωπο. Πρόκειται για αρχή δικαίου που με μια εξαίρεση, αποφάσεις κυρωτικές διαθήκης, τυγχάνει καθολικής εφαρμογής. Η αρχή αυτή, όπως επισημαίνεται, έχει βαθιές ρίζες στο Αγγλικό δίκαιο (Βλ. Barnsly v. Powel (1749) 1 Ves. Sen. 287 και Wyatt v. Palmer (1899) 2 Q.B. 106).

.................................. ......

Στην ιρλανδική υπόθεση Nixon v. Loundes (1909) 2 Ir.R. 1 αναγνωρίστηκε ότι το δικαστήριο έχει σύμφυτη δικαιοδοσία για τον παραμερισμό δικαστικής απόφασης για το λόγο ότι αυτή είναι το προϊόν συμπαιγνίας και δόλου.

Και η κυπριακή νομολογία αναγνωρίζει την ύπαρξη ανάλογων αρχών δικαίου με εκείνες οι οποίες απαντώνται στην Birch και Nixon (ανωτέρω) (Βλ. Savva v. Hadjichristodoulou II C.L.R. 3 και Hassan v. Yiarim, XI C.L.R. 96).»

Στους Halsbury΄s Laws of England, Third Ed., Vol. 22, παραγ. 1669, υποδεικνύεται ότι απόφαση που έχει ληφθεί με δόλο είτε ενώπιον του δικαστηρίου ή με δόλο των διαδίκων μπορεί να αμφισβητηθεί με αγωγή και ότι σε τέτοια αγωγή δεν είναι αρκετό απλώς να υπάρχει ισχυρισμός για δόλο χωρίς να δίνονται λεπτομέρειες. Υποδεικνύεται, επίσης, ότι ο δόλος πρέπει να σχετίζεται με ζητήματα τα οποία εκ πρώτης όψεως θα αποτελούσαν λόγο για παραμερισμό της απόφασης εάν αποδεικνύοντο με μαρτυρία και όχι με ζητήματα τα οποία είναι απλώς δευτερεύοντα. Περαιτέρω υποδεικνύεται ότι πρέπει να αποδεικνύεται ισχυρή υπόθεση προτού το Δικαστήριο επιτρέψει τον παραμερισμό απόφασης λόγω δόλου. Τέλος υποδεικνύεται ότι εκτός αν ο κατ΄ ισχυρισμό δόλος εγείρει εύλογη προοπτική επιτυχίας και έχει αποκαλυφθεί μετά την έκδοση της εκκαλούμενης απόφασης, η αγωγή θα ανασταλεί ή απορριφθεί ως ενοχλητική.

Στην Jonesco v. Beard (1930) A.C. 298, 300 (H.L.) λέχθηκε ότι σύμφωνα με την από μακρού χρόνου θεμελιωμένη πρακτική του Δικαστηρίου η ορθή μέθοδος αμφισβήτησης απόφασης για το λόγο ότι λήφθηκε με δόλο είναι με αγωγή στην οποία, όπως σε κάθε άλλη αγωγή που βασίζεται σε δόλο, οι λεπτομέρειες του δόλου πρέπει να δίδονται επακριβώς και οι ισχυρισμοί να αποδεικνύονται με την αυστηρή απόδειξη που απαιτείται από μια τέτοια κατηγορία. Λέχθηκε, επίσης, (βλ. σελ. 301, 302) ότι «ο δόλος αποτελεί μια ύπουλη ασθένεια και αν αποδειχθεί καθαρά ότι έχει χρησιμοποιηθεί για να εξαπατηθεί το Δικαστήριο επεκτείνεται και μολύνει το όλο σώμα της απόφασης. Αν υποθέσουμε ότι η διαδικαστική δυσκολία έχει ξεπερασθεί, το ερώτημα που εγείρεται είναι κατά πόσο ο δόλος έχει προσδιορισθεί και αποδειχθεί».

H Jonesco (πιο πάνω) υιοθετήθηκε στην Ampthill Peerage Case (1976) 2 All E.R. 411, 419. Λέχθηκε ότι οι αυθεντίες σε σχέση με τις αποφάσεις το κάμνουν ξεκάθαρο ότι ένας που επιθυμεί να αμφισβητήσει απόφαση για το λόγο ότι λήφθηκε με δόλο πρέπει να προβάλει τους ισχυρισμούς

του με πλήρη λεπτομέρεια και πρέπει να είναι διατεθειμένος να αποδείξει αυτά που ισχυρίζεται με αυστηρό τρόπο.

Στην Birch v. Birch (1894) 86 L.T. 364 λέχθηκε: «Όπου μια αγωγή είναι μια ανεξάρτητη διαδικασία για παραμερισμό απόφασης για το λόγο ότι λήφθηκε με δόλο αυτή μπορεί να εξεταστεί για το λόγο ότι έχει εξασφαλισθεί με το δόλο διαδίκου στην αγωγή. Πλην όμως ένας απλός γενικός ισχυρισμός για δόλο χωρίς λεπτομέρειες δεν είναι αρκετός».

Το πρώτο ζήτημα που χρήζει εξέτασης, σύμφωνα με τις αυθεντίες, είναι κατά πόσο η εφεσείουσα έδωσε τις λεπτομέρειες του κατ΄ ισχυρισμό δόλου, όπως απαιτείται από την νομολογία. Αυτές έχουν ως εξής:

«(α) Η εναγομένη Τράπεζα κατεσκεύασε έγγραφον χωρίς η ενάγουσα να μεταβή ποτέ εις τα γραφεία της εν Λάρνακι ή εις οιανδήποτε άλλην πόλιν και επίσης έγινε ψευδής πιστοποίησις της υπογραφής της εναγούσης.

(β) Η εναγομένη Τράπεζα κατεσκεύασε το ανωτέρω έγγραφον ενώ εν γνώσει της ουδέποτε παρέδωσε έπιπλα εις την ενάγουσα και/ή έκαμε οιανδήποτε χρηματοδότησιν δι΄αυτήν ή οιανδήποτε άλλην συμφωνίαν.

(γ) Η υπογραφή της εναγούσης επλαστογραφήθη επί του εγγράφου αυτού εν γνώσει των εναγομένων αι δε πιστοποιήσεις της υπογραφής της εναγούσης είναι ψευδείς.

(δ) Η εναγομένη Τράπεζα ουδέποτε ηγόρασεν τα έπιπλα τα οποία αναφέρονται εις το έγγραφον ενοικιαγοράς και ουδέποτε εχρηματοδότησεν την ενοικιαγοράν των επίπλων αυτών προς την ενάγουσα ούτε παρέδωσεν έπιπλα προς αυτήν.

(ε) Τα στοιχεία της εναγούσης επί του εγγράφου είναι ψευδή.»

Έχουμε την άποψη πως οι πιο πάνω «λεπτομέρειες δόλου» ικανοποιούν τις απαιτήσεις της νομολογίας. Η εφεσείουσα παρέθεσε με επάρκεια και πληρότητα τις κατ΄ ισχυρισμό δόλιες ενέργειες των εφεσιβλήτων.

Το επόμενο ζήτημα που πρέπει να εξεταστεί είναι κατά πόσο η εφεσείουσα έχει αποδείξει τις λεπτομέρειες του δόλου με την αυστηρότητα που προδιαγράφεται από τη Νομολογία. Επί του προκειμένου υπογραμμίζουμε ότι είναι αρκετό αν αποδειχθούν μερικές από τις κατ΄ ισχυρισμό λεπτομέρειες δόλου (Kakoullou and Another v. Kakoullou (1987) 1 C.L.R. 547, 552).

Στην παρούσα υπόθεση λαμβάνουμε υπόψη τα πιο πάνω ευρήματα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου (έχουν παρατεθεί στις σελ. 5-6, πιο πάνω). Ιδιαίτερα λαμβάνουμε υπόψη το εύρημα με αρ. 3 - ότι η ενάγουσα ουδέποτε έλαβε οποιαδήποτε έπιπλα ή χρηματικό ποσό από τους εναγομένους στα πλαίσια σύμβασης ενοικιαγοράς μεταξύ των εναγομένων και της ενάγουσας.

Αυτό το εύρημα είναι αποδεικτικό της παραγ. (δ) των λεπτομερειών δόλου. Έχουμε την άποψη πως τα πιο πάνω γεγονότα ήτοι ότι η εφεσείουσα ουδέποτε έλαβε οποιαδήποτε έπιπλα ή χρηματικό ποσό στα πλαίσια σύμβασης ενοικιαγοράς μεταξύ των δύο διαδίκων πρέπει να ήταν καλώς γνωστά στους εφεσίβλητους, στους υπαλλήλους και αντιπροσώπους τους. Παρά ταύτα ήγειραν την πιο πάνω αγωγή 2785/99 και ισχυρίσθηκαν ότι δυνάμει της επίδικης συμφωνίας ενοικιαγοράς παρέδωσαν τα επίδικα έπιπλα των οποίων ήταν ιδιοκτήτες στην εφεσείουσα αντί της «συμπεφωνημένης τιμής ενοικιαγοράς Λ.Κ.7.000». Πρόσθετα επιβεβαίωσαν ενόρκως τον ισχυρισμό περί παράδοσης επίπλων στην εφεσείουσα καθώς και τους υπόλοιπους ισχυρισμούς στην έκθεση απαιτήσεως (έχουν παρατεθεί στη σελ. 2, πιο πάνω).

Το τρίτο ζήτημα που πρέπει να εξεταστεί είναι κατά πόσο τα όσα έχει αποδείξει η εφεσείουσα συνιστούν δόλο. Σύμφωνα με τους Halsbury΄s Laws of England, 3rd ed., Τόμος 18, σελ. 189, συνήθως ο όρος αναφέρεται σε κατ΄ ανέντιμο ηθικώς ανάρμοστο, ειδικώς σε απόκτηση χρηματικού οφέλους ή υλικού οφέλους με άδικα μέσα. Βλ. και Joliffe v. Baker (1883) 11 Q.B.D. 255, 270: «Ο όρος δόλος πρέπει να χρησιμοποιείται και να γίνεται αντιληπτός στην κοινή έννοια του όρου όπως συνήθως χρησιμοποιείται στην Αγγλική γλώσσα και ως εξυπονοών κάποια κακή συμπεριφορά και ηθική αισχρότητα». Βλ., επίσης, Re Companies Acts, Ex p. Watson (1888) 21 Q.B.D. 301, 309: «Δόλος είναι ένας όρος που πρέπει να αναφέρεται σε κάτι ανέντιμο και ηθικώς ως ανάρμοστο».

Στην παρούσα υπόθεση ενώ οι εφεσίβλητοι καλώς εγνώριζαν ότι δεν είχαν χρηματοδοτήσει την εφεσείουσα και δεν της είχαν παραδώσει οποιαδήποτε έπιπλα ισχυρίσθηκαν ψευδώς ότι την χρηματοδότησαν και της παρέδωσαν έπιπλα με μοναδικό κίνητρο την απόκτηση οικονομικού οφέλους. Η όλη συμπεριφορά των εφεσιβλήτων συνιστά σαφώς ανέντιμη και ηθικώς ανάρμοστη συμπεριφορά. Συνιστά, κατά συνέπεια, δόλο. ΄Επεται πως η εφεσείουσα έχει αποδείξει το δόλο με την αυστηρότητα που απαιτείται από τη Νομολογία. Η περί του αντιθέτου κατάληξη του Πρωτόδικου Δικαστηρίου κρίνεται εσφαλμένη. Για το λόγο αυτό η έφεση επιτυγχάνει και εκδίδεται απόφαση ως η παραγ. (α) της έκθεσης απαιτήσεως.

Έχει διατυπωθεί και λόγος έφεσης με τον οποίο αμφισβητείται η ορθότητα της απόρριψης της αξίωσης της εφεσείουσας για «γενικές και/ή ειδικές αποζημιώσεις δια δόλον εις την κλίμακα Λ.Κ.5.000 - Λ.Κ.10.000». Επί του προκειμένου ο κ. Παντελίδης υπέβαλε με αναφορά στα πρακτικά ότι η εφεσείουσα έχει επεξηγήσει την ζημιά που έχει υποστεί.

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την σχετική αξίωση γιατί:

(α) Οι ειδικές ζημιές δεν αναφέρονται ρητά στα δικόγραφα ως θα έπρεπε.

(β) Η μαρτυρία της εφεσείουσας «ήτο πολύ γενική και ασαφής αφού δεν μπορούσε να αναφέρει το ύψος των εξόδων που υπέστηκε».

(γ) Η εφεσείουσα δεν έχει συμμορφωθεί με τον κανόνα της αυστηρής απόδειξης των αποζημιώσεων.

Έχει νομολογηθεί ότι οι λεπτομέρειες των ειδικών αποζημιώσεων πρέπει να αναφέρονται στα δικόγραφα (Pourikkos v. Fevzi (1963) 2 C.L.R. 24) και ότι η απόδειξη τους κινείται μέσα σε αυστηρά πλαίσια (Ηρακλέους ν. Πίτρου (1994) 1 Α.Α.Δ. 239).

Έχουμε εξετάσει την μαρτυρία στην οποία μας έχει παραπέμψει ο κ. Παντελίδης. Συμφωνούμε με την επί του προκειμένου προσέγγιση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου. Έπεται πως ο σχετικός λόγος έφεσης δεν μπορεί να πετύχει και απορρίπτεται.

Για τους πιο πάνω λόγους η έφεση επιτυγχάνει όπως υποδεικνύεται πιο πάνω. Οι εφεσίβλητοι να πληρώσουν στην εφεσείουσα τα έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας και της έφεσης.

 

Δ.

Δ.

/ΕΑΠ. Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο