ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2004) 1 ΑΑΔ 824

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Πολιτική Έφεση Αρ.11472)

21 Απριλίου, 2004

[ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]

 

1. BETTABILT SERVICES LTD.,

2. ΜΑΡΙΟΥ ΜΙΧΑΗΛΙΔΗ,

Εφεσείοντες/Εναγόμενοι,

ν.

JUDY DAWES,

Εφεσίβλητης/Ενάγουσας.

 

Χρ. Γεωργιάδης, για τους Εφεσείοντες.

Α. Δημητριάδης, για την Εφεσίβλητη.

 

ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Τ. Ηλιάδης.

Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ.: Με την παρούσα έφεση οι εφεσείοντες προσβάλλουν την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης με την οποία καταδικάσθηκαν όπως καταβάλουν στην εφεσίβλητη £55.391,10 ως αποζημιώσεις για παραβίαση συμβατικής υποχρέωσης (ελαττωματική εργασία) και αστικής υποχρέωσης (μη επίδειξη εύλογης φροντίδας και προσοχής) κατά την ανέγερση της οικίας της εφεσίβλητης.

 

 

 

 

 

 

(α) Τα γεγονότα και η πρωτόδικη απόφαση.

Η α΄ εφεσείουσα, που εκτελούσε εργοληπτικές εργασίες, υπέγραψε στις 21/11/90 έγγραφη συμφωνία για την ανέγερση της οικίας της εφεσίβλητης στο χωριό Άρμου της Πάφου. Η συμφωνία περιλάμβανε όρο σύμφωνα με τον οποίο η α΄ εφεσείουσα θα ήταν υπεύθυνη για τυχόν ζημιές που θα μπορούσε να υποστεί η εφεσίβλητη από ελαττωματικά υλικά ή κακή εργασία. Την εκτέλεση της πιο πάνω συμφωνίας εγγυήθηκε ο β΄ εφεσείων που ήταν μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου και Τεχνικός Διευθυντής της α΄ εφεσείουσας. Μετά τη συμπλήρωση των κατασκευαστικών εργασιών και την παράδοση της οικίας το Μάιο του 1992, η εφεσίβλητη παρατήρησε ότι από τον Αύγουστο του 1992 άρχισαν να εμφανίζονται ρωγμές μεταξύ του πλακόστρωτου και της οικίας, για τις οποίες η α΄ εφεσίβλητη προέβηκε σε μερικές επιδιορθώσεις. Όμως μετά την εμφάνιση άλλων ρωγμών στο εξωτερικό της οικίας η εφεσίβλητη ζήτησε από την α΄ εφεσείουσα να τις επιδιορθώσει και όταν η εταιρεία δεν έδειξε ενδιαφέρον, η εφεσίβλητη ζήτησε νομική συμβουλή. Ως αποτέλεσμα της αποτυχίας των προσπαθειών του δικηγόρου που είχε διορίσει για εξώδικο συμβιβασμό, η εφεσίβλητη καταχώρησε την υπ' αρ. 2451/98 αγωγή εναντίον των δύο εφεσειόντων.

Προς απόδειξη των ισχυρισμών της η εφεσίβλητη κατέθεσε ενόρκως και επιπρόσθετα κάλεσε τρεις εμπειρογνώμονες. Η Κυπρούλλα Οικονομίδου (ΜΕ 1), που ήταν Γεωλόγος - Μηχανικός, κατέθεσε ότι κατόπιν έρευνας του υπεδάφους της οικίας της εφεσίβλητης διαπίστωσε μεταξύ άλλων ότι, (i) το υλικό της επιχωμάτωσης δεν ήταν ομοιογενές και είχε διάφορα ξένα αντικείμενα όπως κομμάτια τούβλα, (ii) ότι μέρος του υλικού είχε εξαιρετικά μεγάλη ελαστικότητα, (iii) ότι το τοπικό υλικό διογκωνόταν από τις διακυμάνσεις της υγρασίας παρουσιάζοντας μεγάλα προβλήματα και ότι (iv) το υλικό επιχωμάτωσης δεν είχε συμπιεστεί στον απαραίτητο βαθμό με αποτέλεσμα τη δημιουργία καθιζήσεων και την εμφάνιση ρωγμών στο κτίριο.

Ο Ανδρέας Βασιλείου (ΜΕ 2), που ήταν Πολιτικός Μηχανικός, κατέθεσε ότι κατόπιν έρευνας στην οικία της εφεσίβλητης διαπίστωσε μεταξύ άλλων ότι,

  1. Η επιχωμάτωση δεν έγινε με σωστά υλικά και σωστό τρόπο αλλά χρησιμοποιήθηκαν ακατάλληλα υλικά και η συμπίεση δεν ήταν η κανονική,
  2. Δεν έγιναν μονώσεις εκεί που έπρεπε να είχαν γίνει με αποτέλεσμα την εμφάνιση υγρασίας, και
  3. Τα παραδεξάμενα κατασκευάστηκαν από τούβλα αντί με μπετόν και λόγω της καθίζησης έσπασαν και δεν λειτουργούσαν, με αποτέλεσμα να επιβάλλεται η ανακατασκευή τους.

 

Πάνω στις ίδιες γραμμές κυμάνθηκε και η μαρτυρία της Μαρίας Ολίβιας Κωνσταντίνου (ΜΕ 3), που ήταν Πολιτικός Μηχανικός και η οποία κατόπιν παράκλησης της ιδιοκτήτριας διαπίστωσε το Νοέμβριο του 1996 ότι,

  1. Η οικοδομή δεν είχε ανεγερθεί στο ίδιο επίπεδο,
  2. Χρησιμοποιήθηκε λανθασμένο υλικό επιχωμάτωσης και δεν έγινε η ορθή συμπίεση με αποτέλεσμα να προκύψει η καθίζηση,
  3. Κακώς η επιχωμάτωση έγινε πάνω σε επιχωμάτωση.

 

Τόσο η ΜΕ 1 όσο και η ΜΕ 3 απέκλεισαν την πιθανότητα ότι η καθίζηση οφειλόταν στο σεισμό του 1996.

Ο β΄ εφεσείων, που ήταν και ο μοναδικός μάρτυς των εφεσειόντων, αρνήθηκε ότι υπήρξε οποιαδήποτε κακοτεχνία στην ανέγερση της οικίας και τόνισε ότι έγινε η σωστή και επιβεβλημένη θεμελίωση του υπεδάφους. Ο μάρτυς επέμενε ότι τα προβλήματα στην οικία της εφεσίβλητης εμφανίστηκαν από το συνεχές πότισμα των ανθώνων της εφεσίβλητης στο πλακόστρωτο και από τους σεισμούς του 1996.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού αξιολόγησε το σύνολο της μαρτυρίας που είχε παρουσιαστεί αποδέχθηκε τη μαρτυρία των μαρτύρων της εφεσίβλητης και αφού απέρριψε την εκδοχή των εφεσειόντων ως αναξιόπιστη, επιδίκασε στην εφεσίβλητη ποσό £55.391,10 υπό τύπο αποζημιώσεων.

 

(β) Οι λόγοι της έφεσης.

Οι εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι η πρωτόδικη απόφαση είναι λανθασμένη προβάλλοντας προς τούτο δέκα λόγους έφεσης που αναλυτικά είναι οι πιο κάτω:

(i) Το συμπέρασμα ότι ένα από τα κύρια λάθη στην ανέγερση της οικοδομής ήταν η τοποθέτηση επιχωμάτωσης είναι λανθασμένο.

Οι εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι το συμπέρασμα ότι κακώς έγινε επιχωμάτωση πάνω σε επιχωμάτωση αφού αυτό είναι επιστημονικά απαράδεκτο, δεν συνάδει με το περιεχόμενο της δικογραφίας. Η εισήγηση δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή αφού η αναφορά αυτή καλύπτεται από την παράγραφο 10(ξ) της Έκθεσης Απαίτησης και περιορίζεται σε σχέση με ένα συγκεκριμένο σημείο της οικοδομής και πιο συγκεκριμένα με ένα μέρος του χώρου πάνω στο οποίο ανεγέρθηκε το γραφείο της οικίας.

Μέσα στα ίδια πλαίσια κρίνεται ανεδαφική και η εισήγηση ότι το συμπέρασμα ότι το κύριο πρόβλημα ήταν ότι χρησιμοποιήθηκε λανθασμένο υλικό επιχωμάτωσης και ότι το υλικό που χρησιμοποιήθηκε δεν είχε συμπιεστεί όπως έπρεπε, αφού τούτο βασίζεται πάνω στην παράγραφο 10(ξ) της Έκθεσης Απαίτησης και στη μαρτυρία που δόθηκε από τους ΜΕ 1, ΜΕ 2 και ΜΕ 3.

 

(ii) Το συμπέρασμα ότι η κατασκευή θεμελίων πάνω σε επιχωμάτωση αποτελεί νομικό σφάλμα.

Οι εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι το συμπέρασμα ότι ένα από τα κύρια λάθη της ανέγερσης της οικοδομής ήταν η κατασκευή θεμελίων πάνω σε επιχωμάτωση, αποτελεί νομικό σφάλμα αφού ένας τέτοιος ισχυρισμός δεν περιέχεται στην Έκθεση Απαίτησης της εφεσίβλητης.

Η εισήγηση δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή γιατί η σχετική μαρτυρία καλύπτεται από τους ισχυρισμούς που περιέχονται στην παράγραφο 10(ξ), (π) και (ρ) της Έκθεσης Απαίτησης.

 

(iii) Το συμπέρασμα ότι το γραφείο ανεγέρθηκε σε άλλο επίπεδο από το υπόλοιπο της οικοδομής είναι λανθασμένο.

Οι εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι το εύρημα "ότι η οικοδομή δεν εδράζετο στο ίδιο επίπεδο εφόσον η υπόλοιπη κατοικία εδραζόταν σε ένα επίπεδο και το επιπλέον δωμάτιο που εχρησιμοποιείτο ως γραφείο εδραζόταν σε άλλο επίπεδο" δεν πρέπει να καταλογίζεται στους εφεσείοντες αλλά στον πολιτικό μηχανικό που εκπόνησε τη μελέτη της οικοδομής.

Η εισήγηση δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή. Ο β΄ εφεσείων είναι Πολιτικός Μηχανικός και προέβηκε σε αλλαγές στα σχέδια και στην αρχική μελέτη που έκρινε ότι ήταν επιβεβλημένες. Αυτό εξυπακούει ότι οι εφεσείοντες είχαν αναλάβει ευθύνες τόσο για την κατασκευή όσο και για το σχεδιασμό της οικοδομής. Η ευθύνη που προκύπτει είναι τόσο συμβατική (σύμφωνα με το περιεχόμενο της γραπτής σύμβασης) όσο και αστική (σύμφωνα με την υποχρέωση επίδειξης εύλογης φροντίδας και προσοχής).

 

(iv) Το συμπέρασμα ότι το γραφείο κατέστη επικίνδυνο είναι λανθασμένο.

Οι εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι το γραφείο που είχε ανεγερθεί σε εδαφικό υπόστρωμα που αποτελείτο από επιπρόσθετα χώματα "κατέστη επικίνδυνο και με την καθίζηση αιωρείτο" είναι λανθασμένο και δεν στηρίζεται πάνω σε μαρτυρία.

Η εισήγηση δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή.

Η Πολιτική Μηχανικός ΜΕ 3, Μαρία Ολίβια Κωνσταντίνου, ανέφερε ότι "με την καθίζηση το έξτρα δωμάτιο αιωρείτο" και ότι "φοβήθηκαν να αφαιρέσουν τα χώματα κάτω από το δωμάτιο που δεν εδραζόταν πουθενά". Από τα πιο πάνω προκύπτει ότι είχε δοθεί σχετική μαρτυρία και το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι το γραφείο είχε καταστεί επικίνδυνο, ήταν η λογική προέκταση της πιο πάνω μαρτυρίας.

 

(v) Η αξιολόγηση του β΄ εφεσείοντος ως αναξιόπιστου μάρτυρος είναι παράλογη και/ή αστήρικτη.

Οι εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι η απόρριψη της εκδοχής των εφεσειόντων και ιδιαίτερα της μαρτυρίας του β΄ εφεσείοντος είναι λανθασμένη και οι λόγοι της απόρριψης δικαιολογούν την επέμβαση του Εφετείου.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε το β΄ εφεσείοντα "ως πολύ κακό μάρτυρα" και χωρίς κανένα ενδοιασμό απέρριψε τη μαρτυρία του ως αναξιόπιστη. Επιπρόσθετα το πρωτόδικο Δικαστήριο σημείωσε ότι για να καταλήξει στο πιο πάνω συμπέρασμα έλαβε υπόψη ουσιαστικές αντιφάσεις, λάθη και ανακρίβειες στη μαρτυρία του α΄ εφεσείοντος που συμπεριλάμβαναν μεταξύ άλλων το ότι ο ισχυρισμός του ότι η καθίζηση οφειλόταν στο πότισμα των ανθέων αποτελούσε μετέπειτα σκέψη αφού δεν τέθηκε στους εμπειρογνώμονες της εφεσείουσας και ιδιαίτερα της τελευταίας, ότι επέδειξε προθυμία να προβεί σε διορθωτικές εργασίες μετά τα παράπονα που του υποβλήθηκαν και ότι χωρίς γνώσεις σεισμολόγου πρόβαλε τον ισχυρισμό ότι οι ζημιές που παρουσιάσθηκαν ήταν τα επακόλουθα του σεισμού του 1996.

Έχει νομολογιακά καθιερωθεί ότι η αξιολόγηση της μαρτυρίας αποτελεί καθήκον του πρωτόδικου Δικαστηρίου που έχει την ευχέρεια να ακούσει και να παρακολουθήσει τη συμπεριφορά των διαδίκων και των μαρτύρων που καταθέτουν προφορικά και να συνεκτιμήσει τις αντίστοιχες εκδοχές μέσα στο πλαίσιο των πραγματικών γεγονότων. (Βλέπε Χαραλάμπους ν. Βασιλείου, Πολιτική Έφεση 9304 της 20/10/90). Το Εφετείο όμως έχει τη διακριτική ευχέρεια να επέμβει όταν ένα εύρημα ως προς την αξιοπιστία ενός μάρτυρος δεν ήταν εύλογα επιτρεπτό. (Βλέπε Katsiamalis v. Republic (1980) 2 CLR 107).

Στην παρούσα περίπτωση το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού είχε την ευκαιρία να ακούσει και παρακολουθήσει τους διαδίκους και τους μάρτυρες της εφεσίβλητης, κατέληξε στο συμπέρασμα να αποδεχθεί ως αξιόπιστους την εφεσίβλητη και τους μάρτυρές της και να απορρίψει την εκδοχή του α΄ εφεσείοντος ως αναξιόπιστη. Τα στοιχεία που έχουν προβληθεί από τον α΄ εφεσείοντα δεν μπορούν να κλονίσουν το πιο πάνω εύρημα. Η σχετική εισήγηση απορρίπτεται.

 

(vi) Η αποδοχή της εκδοχής της εφεσίβλητης ήταν παράλογη και/ή αστήρικτη.

Οι εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι η αποδοχή της εκδοχής της εφεσίβλητης είναι παράλογη γιατί το πρωτόδικο Δικαστήριο αγνόησε τις αντιφάσεις των μαρτύρων που κατέθεσαν εκ μέρους της και ότι η αποδοχή της μαρτυρίας τους έγινε συλλήβδην χωρίς να δίνει λόγους για την αποδοχή τους.

Η εισήγηση δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρεται στην απόφαση του γιατί αποδέχθηκε τη μαρτυρία των μαρτύρων της εφεσίβλητης δικαιολογώντας προς τούτο την επιλογή της εκδοχής της εφεσίβλητης και της απόρριψης της εκδοχής των εφεσειόντων. Αναφορικά με τις αντιφάσεις που κατ' ισχυρισμό υπάρχουν στη μαρτυρία των μαρτύρων της εφεσίβλητης σημειώνουμε ότι δεν υπήρξαν τέτοιου είδους αντιφάσεις που θα δικαιολογούσαν την απόρριψη της εκδοχής τους.

 

(vii) Το ποσό που επιδικάσθηκε ήταν υπερβολικά ψηλό.

Οι εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι το επιδικασθέν ποσό είναι υπερβολικά ψηλό και τούτο γιατί μεταξύ άλλων η εφεσίβλητη δεν έλαβε μέτρα για να μειώσει τις ζημιές της, τα έξοδα επιδιόρθωσης έπρεπε να υπολογισθούν με τις τιμές του 1992 (όταν και εντοπίσθηκαν τα ελαττώματα της οικοδομής) και όχι με τις τιμές του 1996, και ότι οι εργασίες που έγιναν ήταν βελτιωτικές και όχι διορθωτικές.

Η εισήγηση δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή. Η εφεσίβλητη ζήτησε προσφορές για τις διορθωτικές εργασίες και ανέθεσε τελικά το έργο στον πιο χαμηλό προσφοροδότη. Η επιδίκαση αποζημιώσεων με βάση τις τιμές του 1996 ήταν ορθή, αφού σύμφωνα με το σκεπτικό της απόφασης East Ham B.C. v. Bernard Sunley ((1965) 3 All E.R. 619), ο χρόνος του καθορισμού των ζημιών είναι εκείνος των εργασιών αποκατάστασης και το ορθό μέτρο είναι εκείνο της επανόρθωσης των ζημιών. Αναφορικά με την εισήγηση ότι οι εργασίες που έγιναν ήταν βελτιωτικές και όχι διορθωτικές, σημειώνουμε ότι ο ισχυρισμός αναφέρεται στην πρόσθεση ενός σκαλιού στην εξωτερική σκάλα που κατεδαφίστηκε, στην κατασκευή του ανθώνα σε διαφορετικά επίπεδα για να καταστεί πιο εύκολη η περιποίησή του και στην ελάττωση της κλίσης της ράμπας που οδηγούσε από το γκαράζ στην κύρια είσοδο, αφού η προηγούμενη κλίση ήταν πολύ απότομη. Από τα πιο πάνω διαφαίνεται ότι οι διαφοροποιήσεις αυτές δεν μπορούν να θεωρηθούν ως ουσιώδεις για να δικαιολογήσουν μείωση του ποσού των επιδικασθέντων αποζημιώσεων.

(viii) Η επιδίκαση εξόδων σε βάρος των εφεσειόντων ήταν λανθασμένη.

Έχοντας υπόψη τα όσα έχουν αναφερθεί πιο πάνω κρίνουμε ότι η επιδίκαση εξόδων σε βάρος των εφεσειόντων ήταν απόλυτα δικαιολογημένη.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα σε βάρος των εφεσειόντων.

 

 

Δ.

 

Δ.

 

Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο