ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2004) 1 ΑΑΔ 900

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Αίτηση για αναθεώρηση στην αγωγή αρ. 4/04)

26 Απριλιου, 2004

 

[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ,

ΚΑΙ ΑΡΕΣΤΗΣ, Δ/στές]

 

FLENSBURGER SPARKASSE

Ενάγοντες,

- ν -

ΤΟΥ ΠΛΟΙΟΥ ΝΑΙME S (EX URANUS I)

Εναγομένου.

---------------------------

Α. Γιωρκάτζιης, για τους αιτητές/εναγομένους

Γ. Χριστοδούλου, για τους καθών η αίτηση/ενάγοντες

------------------------------

ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ: Την απόφαση του δικαστηρίου θα

δώσει ο δικαστής Αρέστης

---------------------

Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΑΡΕΣΤΗΣ, Δ: Με την καταχώρηση αγωγής εναντίον του εναγομένου πλοίου η ενάγουσα σαν ενυπόθηκος δανειστής ζήτησε και έλαβε ύστερα από μονομερή αίτηση διάταγμα σύλληψης του πλοίου. Από πλευράς των ιδιοκτητών καταχωρήθηκε ένσταση, ακολούθησε ακρόαση της αίτησης και η εκδοθείσα τελικώς απόφαση διατήρησε σε ισχύ το μονομερώς εκδοθέν διάταγμα.

Με την παρούσα αίτηση οι ιδιοκτήτες του πλοίου ζητούν την αναθεώρηση της απόφασης για διατήρηση του διατάγματος σε ισχύ. Τόσο πρωτόδικα όσο και ενώπιον μας προβλήθηκαν δύο βασικά λόγοι για την ανατροπή του εκδοθέντος μονομερώς διατάγματος. Στη διάρκεια της ακρόασης ο κ. Γιωρκάτζιης απέσυρε τον δεύτερο λόγο και επομένως καλούμαστε ν' αποφασίσουμε την υπόθεση στη βάση του προβληθέντος ισχυρισμού ότι η ενάγουσα με την ένορκη δήλωση που συνόδευε την μονομερή αίτηση απέκρυψε ή δεν απεκάλυψε γεγονότα ουσιώδη για την υπόθεση.

Καταγράφουμε τα γεγονότα όπως συνοψίζονται στην πρωτόδικη απόφαση με βάση τις αντίστοιχες ένορκες δηλώσεις των μερών. Με βάση αυτά της ένορκης δήλωσης της ενάγουσας, «η ενάγουσα είναι ενυπόθηκος δανειστής του εναγόμενου πλοίου δυνάμει πρώτης προτεραιότητας υποθήκης για το ποσό των Euro 6.186.631,76 εις εξασφάλιση για την παραχώρηση διαφόρων δανείων στο πλοίο. Η υποθήκη είναι εγγεγραμμένη στο Γερμανικό νηολόγιο του Flensburg προς όφελος της ενάγουσας. Το πλοίο έφερε προηγουμένως το όνομα URANUS I και ήταν και εξακολουθεί να είναι εγγεγραμμένο στο Γερμανικό νηολόγιο του Flensburg, στους Seefrancht Kontor Flensburg GmbH & Co Uranus KG (Seefrancht). Τώρα φέρει τη σημαία των νήσων Commoros και το όνομα NAIME S. Ούτε οι Γερμανικές αρχές ούτε η ενάγουσα ως ενυπόθηκος δανειστής, συγκατατέθηκαν οποτεδήποτε για την παράλληλη εγγραφή του πλοίου στα νησιά Commoros ή για την αλλαγή σημαίας. Η ενάγουσα εξακολουθεί να είναι ενυπόθηκος δανειστής του πλοίου το οποίο και όφειλε να της καταβάλει, κατά ή περί την 31.12.2003, το ποσό των Euro 2.113.754 (πλέον τόκους και έξοδα), ποσό το οποίο, παρά τις επανειλημμένες εκκλήσεις της ενάγουσας, παρέλειψε και παραλείπει να της καταβάλει, με αποτέλεσμα η βοήθεια του Δικαστηρίου να είναι απαραίτητη για την εξασφάλιση της αξίωσης της ενάγουσας.»

Τα γεγονότα από πλευράς του ιδιοκτήτη του εναγομένου πλοίου Sami Ismail είναι ότι «αυτός αγόρασε το πλοίο από τη Seefrancht. Στις 23/6/2003 πραγματοποιήθηκε στο Κάιρο συνάντηση για επίλυση των διαφορών που προέκυψαν από την πώληση του πλοίου μεταξύ εκπροσώπων του Sami, εκπροσώπων της Seefrancht και της ενάγουσας. Κατά τη συνάντηση υπεγράφη συμφωνία διευθέτησης των διαφορών μεταξύ του Sami και της Seefrancht και της ενάγουσας (Τεκμήριο 3). Δυνάμει της συμφωνίας ο Sami θα κατέβαλλε $50.000, κατά ή πριν την 1.7.2003, και $170.000, κατά ή πριν την 30.7.2003, διά εκχωρήσεως ναύλου. Με την πληρωμή του ποσού των $170.000 η ενάγουσα και η Seefrancht θα παρέδιδαν στο Sami πιστοποιητικό το οποίο να επιβεβαιώνει τη διαγραφή του πλοίου από το Γερμανικό νηολόγιο ως και το νηολόγιο του Παναμά καθώς και επιστολή εκ μέρους της ενάγουσας η οποία να επιβεβαιώνει ότι όλες οι υποθήκες επί του πλοίου έχουν αποσυρθεί. Στις 19.7.2003 ο Sami κατέβαλε στην ενάγουσα το ποσό των $50.000. Αργότερα, προέκυψε διαφορά μεταξύ του Sami και της Seefrancht η οποία είχε ως αποτέλεσμα τη μη καταβολή του ποσού των $170.000 κατά ή πριν την 30.7.2003 ή σε οποιοδήποτε μεταγενέστερο χρόνο.»

Το πρωτόδικο δικαστήριο απαντά ως εξής το εγερθέν και ενώπιον του επιχείρημα της μη αποκάλυψης ουσιωδών γεγονότων:

«Στην παρούσα υπόθεση κρίνω ότι η ένορκος δήλωση εκ μέρους της ενάγουσας ικανοποιεί πλήρως τις προϋποθέσεις των Θεσμών. Η αξίωση είναι in rem, εναντίον, δηλαδή, του πλοίου, η δε ενάγουσα, ως ενυπόθηκος δανειστής, έχει νομικό δικαίωμα το οποίο ακολουθεί το πλοίο, ανεξάρτητα από τυχόν αλλαγή στην ιδιοκτησία του. Συνεπώς, η συμφωνία του Καϊρου η οποία, μάλιστα, ως είναι κοινό έδαφος, δεν τελεσφόρησε, είναι άσχετη με την in rem αξίωση της ενάγουσας. Αλλά και αν ακόμη θεωρηθεί ότι έχει σχέση, η σχέση αυτή δεν είναι ουσιώδης, υπό την έννοια ότι εάν αποκαλύπτετο στο Δικαστήριο θα μπορούσε, ενδεχομένως, να απορριφθεί η αίτηση για διάταγμα σύλληψης του πλοίου. Ούτε, βέβαια, εγείρεται θέμα παραπλάνησης του Δικαστηρίου.»

Ο αδελφός μας δικαστής στηρίζει την απόφαση του ουσιαστικά στις πρόνοιες του Θ. 54 σύμφωνα με τις οποίες το δικαστήριο μπορεί να χορηγήσει το διάταγμα σύλληψης πλοίου έστω και αν η ένορκος δήλωση δεν περιέχει όλες τις λεπτομέρειες. Παραθέτει σχετικά την υπόθεση Abdul Hamid Borghol and Co. v. The ship "Akak Progress" (1985) 1 C.L.R. 672. Στην τελευταία γίνεται παραπομπή στην υπόθεση Singh VF/B "ALISURE BLANCO" (1984) 1 C.L.R. 532. Και οι δύο υποθέσεις υιοθετούν αρχές που διατυπώθηκαν στην αγγλική υπόθεση, The Andria, Weekly Law Reports, (1984) p. 570. Στην εν λόγω υπόθεση ο αιτητής παρέλειψε ν' αποκαλύψει στο δικαστήριο ότι η αξίωση επιδιώκετο να ικανοποιηθεί μέσω διαδικασίας διαιτησίας. Η διαταγή για σύλληψη ακυρώθηκε γιατί είχε γίνει επίκληση της δικαιοδοσίας του δικαστηρίου για ανεπίτρεπτο σκοπό, δηλαδή για σκοπό που δεν ήταν απότοκο της άσκησης της δικαιοδοσίας του δικαστηρίου in rem.

Στην υπόθεση Borghol & Co. (ανωτέρω) ρητά αναγνωρίζεται η αρχή ότι σε περιπτώσεις όπου επιδιώκεται η βοήθεια του δικαστηρίου με μονομερή διαδικασία είναι αναγκαίο να γίνεται πλήρης αποκάλυψη από πλευράς του αιτητή κάθε γεγονότος σημαντικού για την άσκηση της διακριτικής εξουσίας του δικαστηρίου και ότι σε κάθε περίπτωση το κριτήριο κατά πόσο η αποκάλυψη είναι πλήρης είναι αντικειμενικό. Όμως ο δικαστής Πικής (όπως ήταν τότε) προχώρησε να πει ότι κάποιος διάδικος δεν μπορεί να θεωρηθεί υπεύθυνος για μη αποκάλυψη περαιτέρω γεγονότων σε περιπτώσεις, όπως είναι αυτή των κανονισμών ναυτοδικείου, όπου η απαραίτητη αποκάλυψη για σκοπούς έκδοσης εντάλματος σύλληψης περιορίζεται σε εξειδικευμένα γεγονότα.

Ο κ. Γιωρκάτζης υποστήριξε ενώπιον μας και ήταν στην ουσία η αιχμή του δόρατος του επιχειρήματος του, ότι αν αποκαλύπτετο η λεγόμενη συμφωνία του Καϊρου δε θα υπήρχε δικαίωμα αγωγής in rem αλλά in personam. Υπήρξε δηλαδή μη αποκάλυψη ουσιαστικού γεγονότος στην υπόθεση και όχι απλώς μιας λεπτομέρειας. Μας παρέπεμψε δε σ' επιστολή επισυνημμένη σε γνωμάτευση δικηγόρων που είναι παράρτημα σε συμπληρωματική ένορκη δήλωση που καταχώρησαν οι ενάγοντες μετά την ένσταση κατόπιν αδείας του Δικαστηρίου. Σ' αυτή την επιστολή που απευθύνεται από την ενάγουσα και το τρίτο μέρος της συμφωνίας του Καϊρου προς τους ιδιοκτήτες του πλοίου αναφέρεται ότι η μη κανονική πληρωμή της δεύτερης δόσης της συμφωνίας εκλαμβάνεται σαν αποποίηση της συμφωνίας εκ μέρους των ιδιοκτητών και ως εκ τούτου τερματίζεται με επιφύλαξη του δικαιώματος τους γι' αποζημίωση. Είναι βεβαίως ισχυρισμός του κ. Γιωρκάτζη ότι η συμφωνία αυτή δεν τερματίστηκε αφού ο τερματισμός δεν γίνεται δεκτός από πλευράς πελατών του, και εξηγείται στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την ένσταση ο λόγος της μη πληρωμής της δεύτερης δόσης από πλευράς ιδιοκτητών. Υπάρχει δηλαδή διαφορά όσον αφορά την εφαρμογή της συμφωνίας του Καϊρου αλλ' όχι τερματισμός της συμφωνίας.

Είναι από την άλλη η θέση του κ. Χριστοδούλου ότι η συμφωνία του Καϊρου είναι άσχετη με την in rem αξίωση των πελατών του, δεν επηρεάζει τ' αρχικά δικαιώματα τους και εν πάση περιπτώσει δεν υπήρχε υποχρέωση των πελατών του γι' αποκάλυψη της από τη στιγμή που υπήρξε παραβίαση της συμφωνίας και αυτή έπαυσε να βρίσκεται σε ισχύ.

Έχουμε εξετάσει με προσοχή τα γεγονότα της υπόθεσης με αναφορά μάλιστα στο κρίσιμο σημείο της πρωτόδικης απόφασης την οποία και καλούμαστε ν' αναθεωρήσουμε. Με όλο το σεβασμό προς τον αδελφό δικαστή πιστεύουμε ότι προσέγγισε εν πρώτοις κατά τρόπον λανθασμένο τα ενώπιον του γεγονότα. Λέγει ότι «είναι κοινό έδαφος ότι η συμφωνία του Καϊρου δεν τελεσφόρησε». Αν με τη φράση «δεν τελεσφόρησε» υπονοεί ότι τερματίστηκε και έπαυσε να βρίσκεται σε ισχύ κάτι τέτοιο δεν αποτελεί κοινό έδαφος. Είναι σαφώς άλλη η θέση των πλοιοκτητών όπως φαίνεται μέσα από την ένορκη δήλωση, που συνοδεύει την ένσταση. Προσέγγισε επομένως το εγερθέν ενώπιον του ζήτημα της μη αποκάλυψης ουσιώδους γεγονότος επί τη βάσει της ανακριβούς θεώρησης ότι η συμφωνία του Καϊρου οριστικώς και κατά τρόπον αποδεχτόν από τα δύο μέρη είχε παύσει να ισχύει. Κατά τη δική μας αντίληψη υπάρχει διαφορά προσέγγισης μεταξύ των μερών. Δεν καλούμαστε στο πλαίσιο αυτής της διαδικασίας ν' αποφανθούμε αν η συμφωνία όντως είχε τερματιστεί ή όχι αλλ' αν το γεγονός της ύπαρξης της και ό,τι στη συνέχεια ακολούθησε όφειλαν να είχαν αποκαλυφθεί γιατί ενδεχομένως να επηρέαζαν την κρίση του δικαστηρίου όταν μονομερώς εξέταζε την αίτηση.

Ο αδελφός δικαστής παίρνει ως δεδομένο ότι από τη στιγμή που η αξίωση είναι in rem η μετέπειτα συμφωνία κάτω από οποιεσδήποτε περιστάσεις δεν επηρεάζει το δικαίωμα των εναγόντων σαν ενυπόθηκων δανειστών να επιδιώκουν ικανοποίηση της αξίωσης τους με τέτοια αγωγή. Όμως το ζήτημα έχει σημασία από τη στιγμή που με δεδομένη την ύπαρξη και την ισχύ της συμφωνίας του Καϊρου η in rem αξίωση των εναγόντων θα έπαυε να ισχύει. Οι ενάγοντες με μια νέα συμφωνία αποφάσισαν να εγκαταλείψουν προηγούμενα δικαιώματα τους γιατί έτσι θεωρούσαν ότι προωθούσαν καλύτερα τα συμφέροντα τους. Αν έτσι ήταν τα πράγματα δε θα μπορούσαν να επιδιώκουν ικανοποίηση τόσο με βάση την παλιά όσο και τη νέα συμφωνία. Στην περίπτωση που κρίνεται ότι η συμφωνία του Καϊρου είναι ισχυρή τότε οι ενάγοντες δεν έχουν δικαίωμα in rem επί του πλοίου αλλά δικαίωμα έγερσης αγωγής in personam.

Υπ' αυτή την έννοια πιστεύουμε ότι η μη αποκάλυψη της συμφωνίας του Καϊρου πράγμα που γίνεται δεχτό και από το συνήγορο των εναγόντων αλλά και στην πρωτόδικη απόφαση ήταν ουσιώδους σημασίας για την κρίση του δικαστηρίου κατά την έκδοση του διατάγματος μονομερώς. Ήταν υποχρέωση των εναγόντων να την αποκαλύψουν άσχετα αν η θέση τους ήταν ότι αυτή είχε τερματιστεί. Ήταν για το δικαστήριο ν' αποφασίσει πώς αυτό επηρέαζε την υπόθεση. Ούτε και έχει σημασία το πώς το δικαστήριο θα αποφάσιζε επ' αυτού του σημείου. Εν κατακλείδι βρίσκουμε ότι υπήρξε μη αποκάλυψη ουσιώδους για την υπόθεση γεγονότος. Δεν ήταν θέμα μη αποκάλυψης κατά τρόπον εκτεταμένο των γεγονότων αλλ' απόκρυψης γεγονότων που δυνατό να επηρέαζαν την κρίση του δικαστηρίου.

Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται. Η αίτηση απορρίπτεται και το διάταγμα για σύλληψη ακυρώνεται. Οι ενάγοντες να πληρώσουν τα έξοδα τόσον της πρωτόδικης διαδικασίας όσο και αυτής ενώπιον μας.

Δ.

Δ.

Δ.

Δ.

Δ.

 

/ΚΑΣ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο