ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2004) 1 ΑΑΔ 706
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 11325)
23 Μαρτίου, 2004
[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΔΑΝΟΣ,
Εφεσείοντας,
v.
Δ. Κούτρας
Γ. Γεωργίου, για τους Εφεσίβλητους.
H ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Δικαστή Μ. Κρονίδη.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ.
: Τις πρωϊνές ώρες της 8.6.1997 ο εφεσίβλητος οδηγούσε το αυτοκίνητο του υπ΄ αρ. εγγραφής SG434 στην οδό Μετοχίου με κατεύθυνση από την Έγκωμη προς Λευκωσία. Είχε δε ως επιβάτη τον εφεσείοντα.Η οδός Μετοχίου έχει ασφαλτοστρωμένο πλάτος 6.70 μέτρα. Εκατέρωθεν δε πλαισιώνεται με χωμάτινα κράσπεδα πλάτους 2.50 μέτρα.
Όταν το αυτοκίνητο που οδηγούσε ο εφεσίβλητος πλησίασε στη συμβολή της οδού Μετοχίου με την οδό Βασιλίσσης Όλγας, στα αριστερά εν σχέσει με την πορεία του, εξετράπη της πορείας του και αφού εισήλθε στο αριστερό χωμάτινο κράσπεδο κτύπησε πρώτα σε δέντρο το οποίο και απέκοψε και ακολούθως σε δεύτερο δέντρο και τελικά ακινητοποιήθηκε στο αριστερό μέρος της ασφάλτου σε διαγώνια θέση.
Από το δυστύχημα ο εφεσείων τραυματίστηκε σοβαρά και μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο. Με αγωγή του στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας εναντίον του εφεσίβλητου αξίωσε αποζημιώσεις ισχυριζόμενος ότι ο τελευταίος επέδειξε αμέλεια κατά την οδήγηση του αυτοκινήτου.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού άκουσε τη μαρτυρία των δύο διαδίκων και τη μαρτυρία του αστυνομικού εξεταστή της υπόθεσης απέρριψε την αγωγή αποφαινόμενο ότι ο εφεσίβλητος δεν έφερε ευθύνη για το δυστύχημα. Το πρωτόδικο Δικαστήριο δέχθηκε την εκδοχή του εφεσίβλητου η οποία σε ουσιώδη σημεία επιβεβαιώνετο από τη μαρτυρία του ίδιου του εφεσείοντα.
Η εκδοχή του εφεσίβλητου, όπως τη δέχθηκε και το πρωτόδικο Δικαστήριο, ήταν η ακόλουθη. Ενώ οδηγούσε κανονικά το αυτοκίνητο του στην αριστερή πλευρά της οδού Μετοχίου και ενώ πλησίασε σε αριστερή συμβολή της με την οδό Βασιλίσσης Όλγας αντιλήφθηκε σε πολύ μικρή απόσταση εξ αντιθέτου ερχόμενο αυτοκίνητο να στρίβει στην οδό Βασιλίσσης Όλγας και να του αποκόπτει την πορεία. Προ του κινδύνου αναπόφευκτης σύγκρουσης ο εφεσίβλητος προέβη σε απότομη κλίση προς τη δεξιά πλευρά του δρόμου. Αλλά με την ενέργεια του αυτή βρέθηκε προ νέου διλήμματος γιατί εξ αντιθέτου σε μικρή απόσταση οδηγείτο δεύτερο αυτοκίνητο. Προ του νέου κινδύνου ο εφεσίβλητος προέβη και πάλι σε νέα απότομη στροφή προς τα αριστερά με αποτέλεσμα να πέσει στο χωμάτινο κράσπεδο και να κτυπήσει στα ιστάμενα δέντρα περίπου στο μέσο του κρασπέδου. Οι ενέργειες αυτές του εφεσείοντα κατά την οδήγηση του αυτοκινήτου του έγιναν, όπως δέχθηκε και το πρωτόδικο Δικαστήριο, κάτω από τις αγωνιώδεις περιστάσεις της στιγμής.
Η εκδοχή του εφεσίβλητου, όπως επίσης ορθά δέχθηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο, υποστηρίζεται στη βάση της από τον ίδιο τον εφεσείοντα. Ο εφεσείοντας, τόσο στην κατάθεση του στην αστυνομία όσο και στην ένορκη κατάθεση του στο πρωτόδικο Δικαστήριο, κατέθεσε ότι κατά τη στιγμή προ και κατά τη σύγκρουση, ήταν σκυμμένος στο δάπεδο του αυτοκινήτου αναζητώντας κάποιο αντικείμενο. Εν τούτοις αντιλήφθηκε λίγο πριν τη σύγκρουση απότομο ελιγμό του αυτοκινήτου στα δεξιά και αμέσως στη συνέχεια απότομο ελιγμό στα αριστερά με συνέπεια να βρεθεί εκτός δρόμου και να επακολουθήσει η σύγκρουση.
Με τρεις λόγους έφεσης ο εφεσείων αμφισβητεί τα συμπεράσματα και ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου.
Οι λόγοι έφεσης 1 και 3 είναι παρόμοιοι και θα εξετασθούν μαζί. Και οι δύο λόγοι αμφισβητούν τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς τον τρόπο που έγινε το δυστύχημα. Ισχυρίζεται ότι τα ευρήματα αυτά δεν συνάδουν με την πραγματική μαρτυρία.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο ασχολήθηκε σε έκταση με το θέμα αυτό σχολιάζοντας τις θέσεις αυτές του κ. Κούτρα που τέθηκαν και ενώπιον του. Αρκεί να μεταφέρουμε το σχετικό απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση με το οποίο και συμφωνούμε:-
«Σε σχεδιαγράφημα της σκηνής του δυστυχήματος, με το οποίο ο εναγόμενος συμφώνησε, απεικονίζοντα ίχνη τροχοπέδησης του αυτοκινήτου του μήκους 12 μ. ν΄ αρχίζουν από το αριστερό άκρο του δρόμου και να καταλήγουν, στο πρώτο δέντρο εκτός δρόμου. Η εκδοχή του εναγομένου περί ελιγμού από τη δεξιά πλευρά στην αριστερή, δεν συνάδει, εισηγήθηκε ο κ. Κούτρας, με αυτό το στοιχείο πραγματικής μαρτυρίας. Αν η εκδοχή του εναγόμενου ήταν ορθή, συνέχισε, θα αναμενόταν, κατά τρόπο αυτονόητο, τα ίχνη να ξεκινούν από τη δεξιά πλευρά και να καταλήγουν στο δένδρο. Ο δε εναγόμενος, κατέληξε σχετικά ο κ. Κούτρας, δεν προσέφερε μαρτυρία εμπειρογνώμονα προς ανατροπή του κατά τ΄ άλλα αυτονόητου. Ο κ. Γεωργίου υπέδειξε ότι η εκδοχή του εναγομένου υποστηρίχθηκε από τον ίδιο τον ενάγοντα, κάτι που είναι σωστό. Όντως ο ενάγοντας αναφέρθηκε σε απότομο ελιγμό στα δεξιά και στη συνέχεια σε απότομο ελιγμό στ΄ αριστερά, με αποτέλεσμα το αυτοκίνητο να βρεθεί εκτός δρόμου. Με τη διαφορά ότι ο ενάγοντας δεν είδε τις συνθήκες υπό τις οποίες έγιναν οι ελιγμοί, εφόσον έτυχε να΄ ναι σκυφτός ψάχνοντας για κάτι. Η πραγματική μαρτυρία αναμφίβολα «μπορεί να αποτελέσει οδηγό για την κρίση της αξιοπιστίας και της ακρίβειας της μαρτυρίας που διαφωτίζει ως προς τις συνθήκες του δυστυχήματος», όπως επαναλήφθηκε στην Κονναρής ν. Κυριάκου (1996) 1 ΑΑΔ 267 στην οποία ο κ. Κούτρας παρέπεμψε. Όμως, εν προκειμένω δεν υπάρχουν διαφορετικές εκδοχές, αλλ΄ αποτελεί κοινό τόπο ο τρόπος κίνησης του αυτοκινήτου. Είναι γεγονός ότι το σχέδιο, που ας σημειωθεί δεν είναι επί κλίμακος, δείχνει πως το αυτοκίνητο βρισκόταν στο αριστερό άκρο του δρόμου όταν εφαρμόστηκαν τα φρένα. Αυτό όμως, δεν καθορίζει τον τρόπο με τον οποίο κινήθηκε το αυτοκίνητο μέχρι να βρεθεί στο αριστερό άκρο του δρόμου όταν εφαρμόστηκαν τα φρένα.»
Το γεγονός ότι οι κινήσεις του αυτοκινήτου λίγο πριν τη σύγκρουση επιβεβαιώνονται από τον ίδιο τον εφεσείοντα, δεν αφήνει κανένα περιθώριο για την αναζήτηση από το Δικαστήριο άλλης εκδοχής, για το πως το δυστύχημα συνέβηκε. Είναι γεγονός ότι η πραγματική μαρτυρία είναι δυνατό να διαφωτίσει τις συνθήκες του δυστυχήματος. Στην παρούσα υπόθεση το μόνο πραγματικό στοιχείο, αυτό των ιχνών τροχοπέδησης, δεν είναι δυνατό να βοηθήσει ουσιωδώς στην αποκάλυψη των συνθηκών του δυστυχήματος (Βλέπε: Ευαγγέλου ν. Γιαννακού (1992) 1 Α.Α.Δ. 1243). Πολλώ μάλλον αφού και ο εφεσείοντας συμφωνεί ως προς τους ελιγμούς του αυτοκινήτου λίγο πριν το δυστύχημα.
Με τον δεύτερο λόγο έφεσης ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο βρήκε ότι το σύνολο των περιστάσεων δεν αποκαλύπτει γενεσιουργό αιτία του δυστυχήματος την ταχύτητα. Ισχυρίζεται ότι τα ίχνη τροχοπεδήσεως και η κατεύθυνση τους αποδεικνύουν ότι λόγω της υπερβολικής ταχύτητας ο εφεσίβλητος απώλεσε τον έλεγχο του αυτοκινήτου του. Το βίαιο δε της σύγκρουσης ενισχύει, λέει, τον ισχυρισμό για υπερβολική ταχύτητα.
Δεν συμφωνούμε, όπως και το πρωτόδικο Δικαστήριο, με τις θέσεις αυτές του εφεσείοντα. Δεν υπήρχε μαρτυρία ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου που να αποδεικνύει υπερβολική ταχύτητα. Η αναφορά και μόνο του εφεσείοντα ότι «έτρεχαν» δεν ήταν αρκετή. Εξάλλου, για καλούς λόγους, το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε το μέρος αυτό της μαρτυρίας του εφεσείοντα. Ο εφεσίβλητος στη μαρτυρία του είπε ότι η ταχύτητα του ήταν 45-50 χ.α.ω. Χωρίς δε μαρτυρία εμπειρογνώμονα το Δικαστήριο δεν είναι δυνατό να εξάξει συμπέρασμα, ως προς την ταχύτητα, από τη βιαιότητα της σύγκρουσης, διότι άλλως θα μετατρέπετο το ίδιο σε εμπειρογνώμονα.
Παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα από την απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου το οποίο επιδοκιμάζουμε:-
«Ως προς το θέμα της ταχύτητας, ο ενάγοντας είχε πει ως μάρτυρας ότι «έτρεχαν» αλλά δεν έβλεπε το ταχύμετρο. Αντεξεταζόμενος όμως, δέχθηκε τελικά και αφού του υπεδείχθη κατάθεση του προς την αστυνομία, ότι είχε πει στην κατάθεση του εκείνη πως «απ΄ ότι κατάλαβα η ταχύτητα δεν ήταν μεγάλη». Ενόψει αυτής της προηγούμενης σαφώς αντιφατικής δήλωσης ο επί δικαστηρίω ισχυρισμός του ενάγοντα δεν είναι πειστικός. Όποια άλλωστε, αξία κι αν είχε μια τόσο γενικόλογη και υποκειμενική αντίληψη περί του ότι «έτρεχαν». Ο εναγόμενος ανέφερε πως η ταχύτητα του, χωρίς να είχε δει το ταχύμετρο, ήταν 45-50 χ.α.ω. Οι ζημιές στο αυτοκίνητο ήταν, όπως περιγράφτηκαν από τον αστυνομικό που εξέτασε το δυστύχημα (ΜΕ2), εκτεταμένες. Δεδομένο είναι και το γεγονός ότι στην πρώτη σύγκρουση απεκόπη ένα μεγάλο δένδρο με διάμετρο κορμού 20-30 εκ., σύμφωνα με τον ΜΕ2 και ότι στη συνέχεια το αυτοκίνητο προσέκρουσε και στο δεύτερο δένδρο. Τα στοιχεία αυτά μπορούν να οδηγήσουν - χωρίς να χρειάζεται μαρτυρία εμπειρογνώμονα, αλλά ως ζήτημα κοινής λογικής - σε συμπέρασμα ότι η σύγκρουση ήταν βίαιη. Το σύνολο, όμως, των περιστάσεων δεν αποκαλύπτει ως γενεσιουργό αιτία του δυστυχήματος την όποια ταχύτητα του εναγομένου. Ο εναγόμενος εξήγησε πειστικά - με αναφορά στην άμεση και ζωντανή εικόνα του στο εδώλιο του μάρτυρα - ότι η εγγύτητα προς το πρώτο και το δεύτερο αυτοκίνητο ήταν τέτοια ώστε ν΄ αντιδράσει ενστικτωδώς.»
Έχουμε καταλήξει ότι οι λόγοι έφεσης δεν ευσταθούν.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
Δ.
Δ.
Δ.
/ΕΠσ