ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2004) 1 ΑΑΔ 730

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Πολιτική Έφεση Αρ. 11170)

(Σχετ. με την 11172)

2004

[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ,

ΗΛΙΑΔΗΣ, ΚΑΛΛΗΣ, Δ/στές]

Αίτηση αρ. 23/99

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΟΥ

ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΟΣ CERTIORARI

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 113.2 ΚΑΙ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ,

ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3, 9, 11 ΚΑΙ 15 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ

(ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964 (Ν.33/64) ΚΑΙ ΤΟ

ΑΡΘΡΟ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1960 (Ν.14/60)

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΓΩΓΗ ΑΡ. 4961/95 ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

Μεταξύ:

UNITICA ENTERPRISES LIMITED,

Ενάγουσας,

KAI

THE SLOVAK REPUBLIC,

Εναγομένης.

________________________________

Αίτηση αρ. 38/00

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΟΥ

ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΟΣ CERTIORARI

ΚΑΙ

 

 

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 113 ΚΑΙ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ,

ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ

(ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964 (Ν.33/64),

ΟΠΩΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΗΚΕ,

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΓΩΓΗ ΑΡ. 4961/95 ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

Μεταξύ:

UNITICA ENTERPRISES LIMITED,

Ενάγουσας,

KAI

THE SLOVAK REPUBLIC,

Εναγομένης.

 

 

ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Εφεσείοντας,

ν.

UNITICA ENTERPRISES LIMITED,

Εφεσίβλητης.

_______________________________

Π.Ε. 11170

Κ. Βελάρης με Μαίρη-΄Ανν Σταυρινίδου, Δικηγόρο της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τον Εφεσείοντα.

Ν. Παπαευσταθίου, για τους Εφεσιβλήτους.

 

 

 

 

 

 

 

Π.Ε. 11172

Ν. Παπαευσταθίου, για τους Εφεσείοντες.

Κ. Βελάρης με Μαίρη-΄Ανν Σταυρινίδου, Δικηγόρο της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τον Εφεσίβλητο.

 

ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Τ. Ηλιάδης.

Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ.:

(α) Τα γεγονότα.

Η εφεσίβλητη εταιρεία (στην Πολιτική Έφεση 11170) συμφώνησε εγγράφως στις 4/10/94 να αγοράσει από τη Δημοκρατία της Σλοβακίας ένα οικόπεδο έκτασης 7 σκαλών (που βρισκόταν στην οδό Γλάδστωνος στη Λευκωσία, πίσω από την Ελληνική Πρεσβεία), έναντι του ποσού των £630.000. Το έγγραφο πώλησης προέβλεπε ότι η συμφωνία θα έπρεπε να επικυρωθεί από τις αρχές της Δημοκρατίας της Σλοβακίας και η μεταβίβαση του κτήματος θα ελάμβανε χώρα μέσα στο Νοέμβριο του 1994 εφόσο θα δινόταν προς τούτο ειδοποίηση τριών ημερών από τον αγοραστή στον πωλητή. Όταν η Δημοκρατία της Σλοβακίας αρνήθηκε να μεταβιβάσει το κτήμα στην εφεσείουσα γιατί η συμφωνία δεν έτυχε της σχετικής έγκρισης από τις αρμόδιες αρχές της Δημοκρατίας της Σλοβακίας, η εφεσείουσα καταχώρησε την υπ' αρ. 4961/95 αγωγή στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας ζητώντας γενικές και ειδικές αποζημιώσεις, όπως επίσης και ειδική εκτέλεση της γραπτής συμφωνίας. Η αγωγή καταχωρήθηκε με το συνήθη τρόπο που καταχωρείται μια αγωγή όταν ο εναγόμενος είναι μόνιμος κάτοικος Κύπρου. Στην παρούσα περίπτωση ως εναγομένη ονομαζόταν η Δημοκρατία της Σλοβακίας (The Slovak Republic). Όταν ο Πρέσβης της Σλοβακίας αρνήθηκε να παραλάβει το κλητήριο ένταλμα, ο αρμόδιος επιδότης το άφησε στα γραφεία της Πρεσβείας της Σλοβακίας στη Λευκωσία. Η Δημοκρατία της Σλοβακίας δεν εμφανίστηκε στη δικαστική διαδικασία που επακολούθησε ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας και στις 12/11/96 εκδόθηκε απόφαση του Πλήρους Επαρχιακού Δικαστηρίου, σύμφωνα με την οποία η Δημοκρατία της Σλοβακίας καταδικάστηκε όπως καταβάλει στην εφεσίβλητη £420.000 με τόκο 6% από 12/11/96 και έξοδα. Όταν η εφεσείουσα εταιρεία προέβηκε στη λήψη μέτρων για την εκποίηση της πιο πάνω ακίνητης ιδιοκτησίας της Δημοκρατίας της Σλοβακίας, ο Πρέσβης της Σλοβακίας επέδωσε ρηματική διακοίνωση στο Υπουργείο Εξωτερικών της Κυπριακής Δημοκρατίας, το άμεσο αποτέλεσμα της οποίας ήταν η λήψη μέτρων εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα προς ακύρωση της απόφασης και της διαδικασίας εκτέλεσης της απόφασης. Η μη σφράγιση του κλητηρίου εντάλματος, ο τρόπος επίδοσης της αγωγής, η έκδοση της απόφασης και η προσπάθεια εκτέλεσης της απόφασης αποτέλεσαν το αντικείμενο διάφορων δικαστικών διαδικασιών, που οδήγησαν τελικά στην καταχώριση των δύο υπό εξέταση εφέσεων, που αποφασίστηκε ότι λόγω των κοινών τους ερωτημάτων θα εκδικαστούν από κοινού. Μια σύντομη αναφορά στις πιο πάνω διαδικασίες κρίνεται ότι είναι αναγκαία.

(β) Η α΄ αίτηση 15/99.

Ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας καταχώρησε στις 3/2/99 την υπ' αρ. 15/99 αίτηση για άδεια καταχώρισης αίτησης για την έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari, με την οποία θα ζητούσε

  1. Την ακύρωση του κλητηρίου εντάλματος στην αγωγή 4961/95,
  2. Την ακύρωση του προσωρινού διατάγματος της 8/6/95,
  3. Την ακύρωση της επίδοσης του κλητηρίου εντάλματος και του
  4. προσωρινού διατάγματος της αγωγής 4961/95,

  5. Την ακύρωση της επίδοσης της αίτησης της 14/5/96 και της Έκθεσης Απαίτησης της εφεσίβλητης που έγινε στην Πρεσβεία της Σλοβακίας,
  6. Την ακύρωση της δικαστικής απόφασης της 12/11/96,
  7. Την ακύρωση της αίτησης της εφεσίβλητης για την έκδοση του
  8. Διατάγματος πώλησης της ακίνητης ιδιοκτησίας της Σλοβακικής

    Δημοκρατίας και

  9. Την ακύρωση του διατάγματος πώλησης.

 

Το Δικαστήριο παραχώρησε στις 5/3/99 άδεια για την καταχώριση αίτησης Certiorari για δύο μόνο από τα θέματα που προβλήθηκαν. Πιο συγκεκριμένα δόθηκε άδεια καταχώρισης αίτησης για

  1. Την εξέταση της νομιμότητας έκδοσης του διατάγματος πώλησης και
  2. Την ακύρωση του διατάγματος πώλησης.

Ως αποτέλεσμα της πιο πάνω απόφασης καταχωρήθηκε από το Γενικό Εισαγγελέα η αίτηση 23/99 για την ακύρωση της αίτησης και του διατάγματος της πώλησης.

Λόγω του ότι η απόφαση της 5/3/99 περιορίστηκε στην έκδοση άδειας μόνο για δύο από τα αιτούμενα θέματα, ο Γενικός Εισαγγελέας εφεσίβαλε με την υπ' αρ. 10470 Πολιτική Έφεση την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης περιορισμού των θεμάτων σε μόνο δύο. Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου στις 17/2/2000 αποφάνθηκε ότι η παρέμβαση του Γενικού Εισαγγελέα κατ' εντολή της Κυπριακής Κυβέρνησης εδικαιολογείτο από τη σχετική νομολογία και ότι η άδεια έπρεπε να είχε δοθεί "και για θέματα που εγέρθηκαν πρωτόδικα και απορρίφθηκαν".

(γ) Η β΄αίτηση 38/2000.

Ως αποτέλεσμα της πιο πάνω απόφασης της Ολομέλειας ο Γενικός Εισαγγελέας καταχώρησε στις 29/2/2000 την υπ' αρ. 38/2000 νέα αίτηση για την έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari για την ακύρωση

  1. Του κλητηρίου εντάλματος στην αγωγή 4961/95,
  2. Του προσωρινού διατάγματος της 8/6/95 στην πιο πάνω αγωγή για τη μη αποξένωση της ακίνητης περιουσίας,
  3. Της επίδοσης του κλητηρίου εντάλματος και του προσωρινού διατάγματος,
  4. Της επίδοσης της αίτησης ημερομηνίας 14/5/96 και της Έκθεσης Απαίτησης,
  5. Της δικαστικής απόφασης της 12/11/96,
  6. Της επίδοσης της αίτησης για την έκδοση διατάγματος πώλησης της ακίνητης περιουσίας της Δημοκρατίας της Σλοβακίας.

 

Η αίτηση 38/2000 ορίσθηκε και αυτή προς εκδίκαση μαζί με την αίτηση 23/99.

(δ) Η πρωτόδικη απόφαση στις πιο πάνω αιτήσεις.

Το Ανώτατο Δικαστήριο στην πρωτόδικη του δικαιοδοσία αφού αποφάνθηκε ότι η μη εξασφάλιση άδειας για τη σφράγιση του κλητηρίου εντάλματος δεν ήταν απλή παρατυπία που μπορούσε να θεραπευθεί με τη Δ.64 και ότι η επίδοση του κλητηρίου εντάλματος και των άλλων δικαστικών εγγράφων στην Πρεσβεία της Δημοκρατίας της Σλοβακίας δεν ήταν έγκυρη, προέβηκε στον παραμερισμό με διάταγμα Certiorari της επίδοσης του κλητηρίου εντάλματος, όπως επίσης και όλων των διαδικασιών που επακολούθησαν, συμπεριλαμβανομένης και της διαδικασίας εκτέλεσης της δικαστικής απόφασης. Όμως το Ανώτατο Δικαστήριο στην πρωτόδικη του δικαιοδοσία με την πιο πάνω απόφαση απέφυγε να προβεί στον παραμερισμό του κλητηρίου εντάλματος και απέφυγε επίσης να εξετάσει το θέμα της καθυστέρησης που παρατηρήθηκε μέχρι τη λήψη μέτρων εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα για την ακύρωση των πιο πάνω διαδικασιών και της επιδίωξης θεραπείας με άλλο εναλλακτικό ένδικο μέσο.

(ε) Οι εφέσεις 11170 και 11172.

Με την έφεση 11170 ο Γενικός Εισαγγελέας ισχυρίζεται ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν προέβηκε

    1. Στον παραμερισμό του κλητηρίου εντάλματος,
    2. Στη μη έκδοση διατάγματος καταβολής των εξόδων από την εφεσίβλητη εταιρεία.

 

Με την έφεση 11172 η εφεσείουσα εταιρεία ισχυρίζεται μεταξύ άλλων ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο

  1. Λανθασμένα δεν εξέτασε την καθυστέρηση που είχε παρατηρηθεί στη λήψη μέτρων από το Γενικό Εισαγγελέα,
  2. Λανθασμένα αποφάσισε ότι η επίδοση του κλητηρίου εντάλματος δεν ήταν νόμιμη, αφού αυτή έγινε σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου 40/68,
  3. Λανθασμένα δεν αποφάσισε ότι η συναλλαγή δεν προστατευόταν με την αρχή της απόλυτης ασυλίας,
  4. Λανθασμένα κατέληξε σε συμπέρασμα ότι ο Γενικός Εισαγγελέας δεν εκωλύετο να εγείρει θέμα επίδοσης, λόγω προηγούμενης γνωμάτευσης του και οδηγιών προς το Υπουργείο Εξωτερικών,
  5. Λανθασμένα δεν αντιμετώπισε το θέμα της επίδοσης ως θέμα απλής παρατυπίας σύμφωνα με τις πρόνοιες της Διαταγής 64,
  6. Λανθασμένα δεν αποφάσισε αν συνέτρεχαν εξαιρετικές συνθήκες που δικαιολογούσαν στην καταφυγή του εντάλματος Certiorari εφόσον υπήρχαν άλλες υπαλλακτικές ένδικες διαδικασίες.

 

(στ) Η εξέταση των λόγων των δύο εφέσεων.

Οι λόγοι που έχουν προβληθεί και στις δύο εφέσεις που αμφισβητούν την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης συνδέονται μεταξύ τους, σε βαθμό που η συνεξέταση τους, όπως αυτή ακολουθεί, καθίσταται επιβεβλημένη. Για πρακτικούς λόγους στην ταυτόχρονη εξέταση των δύο εφέσεων ο εφεσίβλητος (στην έφεση 11170) θα αποκαλείται ως ο Γενικός Εισαγγελέας και η εφεσείουσα εταιρεία (στην έφεση 11172) θα αποκαλείται ως η εφεσίβλητη.

(i) Η καθυστέρηση στη λήψη μέτρων από το Γενικό Εισαγγελέα.

Η καταχώριση της αγωγής έγινε την 1/6/95 και η επίδοση του κλητηρίου εντάλματος στις 12/12/95. Η αίτηση για απόφαση καταχωρήθηκε στις 20/5/96 και η απόφαση εκδόθηκε στις 12/11/96. Στις 20/11/96 καταχωρήθηκε επιβάρυνση (memo) και στις 24/6/97 αίτηση για καταναγκαστική πώληση. Στις 8/7/97 εκδόθηκε διάταγμα καταναγκαστικής πώλησης. Όταν η Δημοκρατία της Σλοβακίας πληροφορήθηκε για τα μέτρα εκτέλεσης της δικαστικής απόφασης υπέβαλε στις 12/1/99 ρηματική διακοίνωση προς το Υπουργείο Εξωτερικών της Κυπριακής Δημοκρατίας. Ευθύς αμέσως ο Γενικός Εισαγγελέας προέβηκε στη λήψη νομικών μέτρων για την αναστολή της διαδικασίας πώλησης και την ακύρωση της δικαστικής απόφασης και των διαταγμάτων που είχαν εκδοθεί.

Η νομιμοποίηση του Γενικού Εισαγγελέα για τη συμμετοχή του στην παρούσα περίπτωση εξετάστηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο στην Πολιτική Έφεση 10470 και σύμφωνα με τη σχετική απόφαση που δόθηκε στις 17/2/2000, κρίθηκε ότι ο Γενικός Εισαγγελέας είχε δικαίωμα να παρέμβει και να καταχωρίσει την αίτηση για την έκδοση του εντάλματος Certiorari. Ο Γενικός Εισαγγελέας είχε ενεργήσει κατόπιν εντολής της Κυπριακής Κυβέρνησης, αφού έχει το δικαίωμα σε περιπτώσεις περιφρούρησης διεθνών σχέσεων που σχετίζονται με δικαστικές διαδικασίες να παρεμβαίνει, έστω και αν δεν έχει την ιδιότητα του διαδίκου. (Duff Development Co. v. Kelantan Government and another (1924) All ER Rep. 1).

Όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στο σύγγραμμα Halsbury΄s Laws of England, Τόμος 8, 4η Έκδοση, παραγρ. 1276, σ. 791,

"The Attorney General has a right of intervention at the invitation or with the permission of the courts in a private suit whenever it may affect the prerogatives of the Crown, including its relations with foreign states, or raises any question of public policy on which the executive may have a view which it may desire to bring to the notice of the courts."

(Βλ. επίσης R. v. Amendt (1915) 2 KB 276, Adams v. Adams (Attorney- General Intervening) (1970) 3 All ER 527.)

Το Ανώτατο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι ήταν προφανές ότι ο Γενικός Εισαγγελέας ενήργησε κατόπιν εντολών της Κυπριακής Κυβέρνησης και ότι η επέμβαση του ήταν δικαιολογημένη, σύμφωνα με το σκεπτικό των αποφάσεων R. v. Amendt (1915) 2 K.B. 276 και Adams v. Adams (Attorney-General Intervening) (1970) 3 All ER 527.

Είναι η θέση της εφεσίβλητης εταιρείας ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα δεν αποφάσισε το θέμα της καθυστέρησης που παρατηρήθηκε μέχρι την καταχώριση της αίτησης για την έκδοση του προνομιακού εντάλματος. Δεν είχε δοθεί προς τούτο καμιά εξήγηση για την καθυστέρηση που σημειώθηκε για μερικά χρόνια και η μη λήψη μέτρων τόσο από τη Δημοκρατία της Σλοβακίας όσο και από το Γενικό Εισαγγελέα είναι αδικαιολόγητη.

Το ερώτημα που εγείρεται δεν είναι κατά πόσο η Δημοκρατία της Σλοβακίας (που δεν είναι διάδικος στην παρούσα διαδικασία) καθυστέρησε να λάβει οποιαδήποτε μέτρα, αλλά αν ο Γενικός Εισαγγελέας, που εμφανίζεται ως διάδικος στην παρούσα διαδικασία, ήταν ένοχος της ισχυριζόμενης καθυστέρησης. Από τα στοιχεία που έχουν παρουσιαστεί φαίνεται ότι, μετά τη ρηματική διακοίνωση της Δημοκρατίας της Σλοβακίας της 12/1/99, ο Γενικός Εισαγγελέας προέβηκε στην καταχώριση της υπ' αρ. 15/99 αίτησης στις 3/2/99, λίγες δηλαδή μέρες μετά την επίσημη πληροφόρηση ότι θα εκτελείτο διάταγμα εκποίησης της ακίνητης ιδιοκτησίας της Δημοκρατίας της Σλοβακίας. Έπεται ότι η σχετική εισήγηση για την καθυστέρηση που έχει παρατηρηθεί δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή.

(ii) Η μη σφράγιση και ο παραμερισμός του κλητηρίου εντάλματος.

Ο γενικός κανόνας αναφορικά με το θέμα της ασυλίας και ετεροδικίας που απολαμβάνουν τα κράτη μεταξύ τους είναι ότι κάθε χώρα σέβεται την κυριαρχία της άλλης. Ο πιο πάνω κανόνας διαμορφώνεται με την αρχή par in parem non habet imperiam, δηλαδή κανένα κράτος δεν μπορεί να απαιτήσει δικαιοδοσία εναντίον άλλου ανεξάρτητου κράτους. Όπως αναφέρεται στο σύγγραμμα Cheshire and North's "Private International Law", 12η Έκδοση, σελ 265,

"The basic rule at common law was that a foreign sovereign or sovereign foreign State was immune from the jurisdiction of the English Courts, though the Court would take jurisdiction if the sovereign submitted thereto. This immunity extended both to direct actions against the sovereign and to indirect actions involving his property."

 

Οι προεκτάσεις της ασυλίας ενός ξένου κράτους εξετάστηκαν στην υπόθεση Compania Naviera Vascongada v. Steamship Cristina and all persons claiming an interest therein (1938) 1 All ER 719, στην οποία ο Lord Wright τόνισε ότι,

"The first of the two rules here relevant - namely, that the independent sovereign may not be directly of indirectly impleaded in the courts of this country without its consent - has been recognized as a general proposition in many cases, as, for instance, Mighell v. Johore (Sultan), an action in personam. Similarly, in Duff Development Co. v. Kelantan Government, VISCOUNT CAVE, at p. 805, referred to the right of an independent sovereign state by international law to the immunity against legal process which was defined in The Parlement Belge, and LORD SUMNER said, at p. 822:

The principle is well settled, that a foreign sovereign is not liable to be impleaded in the municipal courts of this country, but is subject to their jurisdiction only when he submits to it, whether by invoking it as a plaintiff or by appearing as a defendant without objection."

 

Η πρεσβεία της Σλοβακίας αποτελεί όργανο της Δημοκρατίας της Σλοβακίας και αντιπροσωπεύεται νομικά από την κυβέρνηση της χώρας. Όπως έχει τονισθεί στην υπόθεση Αναφορικά με την ex parte αίτηση του Γενικού Εισαγγελέα (Αρ. 81/97 της 11/7/97),

"Οι πρεσβείες είναι δευτερεύοντα όργανα του κράτους και αποτελούν μέρος του Υπουργείου Εξωτερικών του διαπιστεύοντος κράτους. Έτσι τα μέλη της διπλωματικής αποστολής χαίρουν ασυλίας και δεν μπορούν να εναχθούν με βάση το άρθρο 22 της Σύμβασης της Βιέννης του 1961, που κυρώθηκε από την Κυπριακή Δημοκρατία με τον περί Συμβάσεως της Βιέννης του 1961 περί Διπλωματικών Σχέσεων (Κυρωτικό) Νόμο του 1968, Ν. 40/68."

 

Εφόσον η Πρεσβεία της Δημοκρατίας της Σλοβακίας αποτελεί μέρος ξένου κράτους και το στοιχείο αυτό δεν έχει αμφισβητηθεί από την εφεσίβλητη εταιρεία, το ερώτημα που εγείρεται είναι κατά πόσο το κλητήριο ένταλμα θα έπρεπε να σφραγισθεί προτού καταχωρηθεί.

Η Διαταγή 2, θεσμός 2 προνοεί ότι,

"No writ of summons for service out of Cyprus, or of which notice is to be given out of Cyprus, shall be sealed without the leave of the Court or a Judge."

 

Η δικαιοδοσία του Δικαστηρίου βασίζεται στην προσωπική επίδοση του κλητηρίου εντάλματος στον εναγόμενο που βρίσκεται εντός της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου σύμφωνα με τις πρόνοιες της Δ.5. Όταν ο εναγόμενος βρίσκεται εκτός δικαιοδοσίας ο ενάγων μπορεί

  1. Να καταχωρίσει την αγωγή και να περιμένει την άφιξη του εναγομένου για να καταστεί δυνατή η προσωπική επίδοση, ή
  2. Να ζητήσει άδεια για την επίδοση εκτός δικαιοδοσίας. (Βλ. Myerson v. Martin (1979) 3 All ER 667).

 

Στην υπόθεση Philippou v. Maria Philippou alias Maroulla Philippou, for herself and her three infant children - Elena, Panayiota and Christos Philippou (1986) 1 CLR 689, το πρωτόδικο Δικαστήριο μετά την καταχώριση αίτησης εκ μέρους της εφεσίβλητης εναντίον του εφεσείοντος, που διέμενε μόνιμα στην Αυστραλία για την καταβολή διατροφής, δέχθηκε την καταχώριση μονομερούς αίτησης για άδεια του δικαστηρίου για υποκατάστατη επίδοση της αίτησης διατροφής με διπλοσυστημένη επιστολή, σύμφωνα με τις πρόνοιες της Διαταγής 5, θεσμός 9. Το Ανώτατο Δικαστήριο αφού σημείωσε ότι η επίδοση του κλητηρίου εντάλματος όταν ο εναγόμενος βρίσκεται εντός της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου καθορίζεται με τις πρόνοιες της Διαταγής 5 και όταν ο εναγόμενος βρίσκεται εκτός της δικαιοδοσίας με τις πρόνοιες της Διαταγής 6, αποφάνθηκε ότι εφόσον δεν είχε ζητηθεί και δεν είχε δοθεί πριν από την καταχώριση της αίτησης για υποκατάστατη επίδοση, άδεια για την καταχώριση της αίτησης διατροφής σύμφωνα με τις πρόνοιες της Διαταγής 6, το Δικαστήριο δεν είχε δικαιοδοσία να επιληφθεί της υπόθεσης. Όπως τονίστηκε χαρακτηριστικά,

"The Court can exercise jurisdiction only when the writ or summons is served on the defendant within the jurisdiction or by the "assumed" jurisdiction which gave the Courts a discretionary circumscribed power to summon absent defendants whether Cypriots or foreign. The service of the writ or summons was something equivalent thereto. The summons is essential as the foundation of the Court΄s jurisdiction. When a writ cannot legally be served upon a defendant, the Court can exercise no jurisdiction over him. Jurisdiction, according to the English Law and the system of law obtaining in this country, is based on the act of personal service. It is far otherwise in other systems where service is in no sense a foundation of jurisdiction, but merely a sine qua non before effective action is allowed. Now service being the foundation of jurisdiction, it follows that that service naturally and normally would be service within the jurisdiction. But there is an exception to this normal rule, and that is service out of the jurisdiction. This, however, is not allowed as a right but is granted in the discretion of the Judge as a privilege, and the rule in question here prescribes the limits within which that discretion should be exercised - See Johnson v. Taylor Bras. and Company Ltd., [1920] A.C. 144."

 

Στην παρούσα περίπτωση η προϋπόθεση ότι το κλητήριο ένταλμα έπρεπε να είχε πρώτα σφραγισθεί είναι επιτακτική, και η μη σφράγιση που έπρεπε να προηγηθεί της καταχώρισης του κλητηρίου εντάλματος, συμπαρασύρει όλες τις μεταγενέστερες διαδικασίες και τις καθιστά άκυρες. Έπεται ότι η εισήγηση του ευπαίδευτου συνήγορου του Γενικού Εισαγγελέα ότι η μη σφράγιση του κλητηρίου εντάλματος καθιστά το κλητήριο ένταλμα εξ υπαρχής άκυρο, είναι ορθή.

(iii) Η επίδοση ήταν νόμιμη αφού έγινε σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου 40/68.

Έχει υποβληθεί από τον ευπαίδευτο συνήγορο της εφεσίβλητης εταιρείας ότι η επίδοση που επακολούθησε ήταν καθόλα νόμιμη, αφού έγινε στον επίσημο αντιπρόσωπο της Διπλωματικής Αποστολής της Δημοκρατίας της Σλοβακίας. Και τούτο γιατί οι λειτουργίες της Διπλωματικής Αποστολής συμπεριλαμβάνουν σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 3(1)(α) του Νόμου 40/68 (Νόμος Κυρών την Σύμβασιν της Βιέννης του 1961 Περί Διπλωματικών Σχέσεων),

"αντιπροσώπευσιν του διαπιστεύοντος Κράτους παρά τω Κράτει παρ ω η διαπίστωσις."

 

Η πιο πάνω εισήγηση δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή αφού η επίκληση του πιο πάνω άρθρου δεν μπορεί να νομιμοποιήσει τη διαδικασία που ακολουθήθηκε. Η αντιπροσώπευση του κράτους που διαπιστεύεται σε μια χώρα δεν εξουδετερώνει την υποχρέωση της προηγούμενης σφράγισης του κλητηρίου εντάλματος, εφόσον η Πρεσβεία της Σλοβακίας αποτελούσε μέρος ξένου κράτους.

(iv) Η συναλλαγή είχε εμπορικό χαρακτήρα και δεν προστατευόταν με την αρχή της απόλυτης ασυλίας.

Έχει υποβληθεί εκ μέρους της εφεσίβλητης ότι η συναλλαγή που οδήγησε στην παρούσα διαδικασία ήταν μια πράξη καθαρά εμπορικής φύσης που δεν προστατεύεται από τις αρχές της κρατικής ασυλίας. Και τούτο γιατί η αρχή της κρατικής ασυλίας έχει τα τελευταία χρόνια αμβλυνθεί σε επίπεδο νομολογίας και διεθνών συνθηκών, σε βαθμό που πράξεις που έχουν αποκλειστικά εμπορικό χαρακτήρα να μην καλύπτονται πλέον από το προστατευτικό φάσμα της κρατικής ασυλίας. Αν η εισήγηση γίνει αποδεκτή εξυπακούεται ότι δεν υπήρχε η υποχρέωση της σφράγισης του κλητηρίου εντάλματος και όλες οι διαδικασίες που ακολούθησαν θα ήταν νομότυπες. Προς ενίσχυση της πιο πάνω εισήγησης έγινε επίκληση της απόφασης Trendtex Trading Corporation Ltd v. Central Bank of Nigeria (1977) 1 All ER 881, όπως υιοθετήθηκε αργότερα στην υπόθεση I Congreso del Partido (1981) 2 All ER 1064.

Στην υπόθεση Trendtex (πιο πάνω), που εξετάστηκε από το Πολιτικό Εφετείο, η Κεντρική Τράπεζα της Νιγηρίας που είχε ιδρυθεί σαν μια ξεχωριστή νομική οντότητα, ενεργούσε κάτω από τον έλεγχο της κυβέρνησης και είχε μεταξύ άλλων δικαίωμα να καταχωρεί αγωγές και να υπερασπίζεται τον εαυτό της. Η Κεντρική Τράπεζα της Νιγηρίας εξέδωσε ένα letter of credit για $14.280.000 προς όφελος της ενάγουσας εταιρείας, που ήταν μια εμπορική εταιρεία εγγεγραμμένη στην Ελβετία, για την αξία ενός φορτίου τσιμέντου που η ενάγουσα θα έπρεπε να παραδώσει σε μια Αγγλική εταιρεία που το είχε πωλήσει και έπρεπε να το παραδώσει στο Υπουργείο Άμυνας της Νιγηρίας. Λόγω συμφόρησης στα λιμάνια της Νιγηρίας, η ενάγουσα απαίτησε επισταλίες (demurrages). Η εναγόμενη τράπεζα αρνήθηκε να πληρώσει και η ενάγουσα καταχώρησε αγωγή στο Αγγλικό Ανώτατο Δικαστήριο (High Court), απαιτώντας την καταβολή των επισταλιών και αποζημιώσεις. Η εναγόμενη τράπεζα καταχώρησε αίτηση ζητώντας την απόρριψη της αγωγής ισχυριζόμενη ότι εφαρμοζόταν το δόγμα της κρατικής ασυλίας, αφού αποτελούσε τμήμα της Κυβέρνησης της Νιγηρίας. Το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι έχοντας υπόψη τη νομική υπόσταση, τη λειτουργία και τα καθήκοντα που εξασκούσε και τα ιδιάζοντα χαρακτηριστικά της συναλλαγής, η εναγόμενη τράπεζα δεν απέδειξε ότι αποτελούσε μέρος της κρατικής κυβερνητικής μηχανής και έτσι δεν μπορούσε να επικαλεσθεί την προστασία της κρατικής ασυλίας.

Όπως επεξηγείται από τον Lord Denning στην υπόθεση Trendtex (πιο πάνω), πριν από εκατό περίπου χρόνια τα κράτη δεν ασχολούνταν με εμπορικές επιχειρήσεις αλλά περιορίζονταν στην εφαρμογή του νόμου και της τάξης, στη διοργάνωση της άμυνας και στο χειρισμό των εξωτερικών τους υποθέσεων. Μέσα σε αυτά τα πλαίσια είχε υιοθετηθεί η θεωρία της απόλυτης ασυλίας (absolute immunity). Όπως τονίστηκε χαρακτηριστικά από το Δικαστή Brett στην υπόθεση The Parlement Belge (1874-1880) All ER Rep 104,

"The exemption of the person of every sovereign from adverse suit is admitted to be a part of the law of nations [so also his property]. The universal agreement which has made these propositions part of the law of nations has been an implied agreement."

 

Η πιο πάνω αρχή υιοθετήθηκε από τον Dicey στο σύγγραμμα του "Conflict of Laws", 5η Έκδοση (1932) σελ. 194 και αργότερα στην υπόθεση Compania Naviera Vascongada v. SS Cristina and all persons claiming an interest therein (1938) 1 All ER 719, όπου ο Δικαστής Atkin επαναβεβαίωσε με τον πιο κλασσικό τρόπο ότι,

"The courts of a country will not implead a foreign sovereign, that is, they will not by their process make him against his will a party to legal proceedings, whether the proceedings involve process against his person or seek to recover from him specific property or damages."

 

Όμως τα τελευταία 50 χρόνια σημειώνεται μια πλήρης αλλαγή στις λειτουργίες ενός κράτους, αφού παρατηρείται ότι τα κράτη ασχολούνται με εμπορικές επιχειρήσεις είτε από μόνα τους είτε δημιουργώντας εμπορικούς οργανισμούς για διάφορες αγοραπωλησίες, ακόμα και συμβαλλόμενα για αγορές, πωλήσεις και μισθώσεις πλοίων. Αυτές οι αλλαγές επέφεραν αναπόφευκτα και διαφοροποιήσεις στο διεθνές δίκαιο που εφαρμόζεται αναφορικά με την κρατική ασυλία. Πιο συγκεκριμένα η απόλυτη ασυλία (absolute immunity) αντικαταστάθηκε με την περιορισμένη ασυλία (restructive immunity), έτσι που ένα κράτος να απολαμβάνει απόλυτη ασυλία μόνο για κρατικές πράξεις (jure imperii) αλλά όχι για πράξεις εμπορικής φύσης (jure gestionis). Η διαφοροποίηση αυτή υιοθετήθηκε πρόσφατα σε πολλές χώρες όπως π.χ. στο Βέλγιο, στην Ολλανδία, στη Γερμανία και στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής.

Στην Αγγλία ο Δικαστής Denning είχε εισηγηθεί από το 1957 την υιοθέτηση της περιορισμένης ασυλίας. Όπως ανέφερε στην υπόθεση Rahimtoola v. Nizam of Hyderabad (1957) 3 All ER 441,

"If the dispute brings into question, for instance, the legislative or international transactions of a foreign government, or the policy of its executive, the court should grant immunity if asked to do so, because it does offend the dignity of a foreign sovereign to have the merits of such a dispute canvassed in the domestic courts of another country; but if the dispute concerns, for instance, the commercial transactions of a foreign government (whether carried on by its own departments or agencies or by setting up separate legal entities), and it arises properly within the territorial jurisdiction of our courts, there is no ground for granting immunity."

 

Η αρχή της περιορισμένης ασυλίας, όπως αυτή καθορίσθηκε από το Δικαστή Atkin στην υπόθεση Cristina (πιο πάνω), εξετάστηκε σε αριθμό υποθέσεων που πρέπει να σημειωθεί ότι αφορούσαν εμπορικά πλοία (βλ. The Porto Alexandre (1918-19) All ER Rep 615, The Philippine Admiral (Owners) v. Wallem Shipping (Hong Kong) Ltd (1976) 1 All ER 78, Trendtex Trading Corporation Ltd v. Central Bank of Nigeria (1977) 1 All ER 881 και I Congreso del Partido (1981) 2 All ER 1064.)

 

 

Στην υπόθεση Philippine Admiral (Owners) v. Wallem Shipping (Hong Kong) Ltd (1976) 1 All ER 78, η Δικαστική Επιτροπή του Ανακτοσυμβουλίου υιοθέτησε την αρχή της περιορισμένης ασυλίας αλλά μόνο σε αγωγές in rem, αφήνοντας το ερώτημα αν ετύγχανε και εφαρμογής σε αγωγές in personam να αποφασισθεί από τη Δικαστική Επιτροπή της Βουλής των Λόρδων. Το ερώτημα εξετάστηκε στην υπόθεση I Congreso del Partido στην οποία αποφασίστηκε κατά πλειοψηφία ότι αναφορικά με κρατικά εμπορικά πλοία, σε αγωγές που καταχωρούνται είτε in rem είτε in personam, θα εφαρμόζεται η αρχή της περιορισμένης ασυλίας.

Στην υπόθεση I Congreso del Partido (1981) 2 All ER 1064 τα γεγονότα δεν ήταν και τόσο απλά. Η Κουβανική κρατική εταιρεία Cubazucar συμφώνησε το 1973 να πωλήσει στη Χιλιανή εταιρεία lansa μια μεγάλη ποσότητα ζάχαρης που θα μεταφερόταν κάθε μήνα με τα πλοία Playa Larga και Marble Islands, που ανήκαν στην Κουβανική κρατική εταιρεία Mambisa και είχαν μισθωθεί στην Cubazucar. Το Μάρτιο του 1973 ενώ το Playa Larga άρχισε να ξεφορτώνει στο λιμάνι Valparaiso της Χιλής και το Marble Islands ταξίδευε προς το Valparaiso, ξέσπασε πραξικόπημα στη Χιλή, ως αποτέλεσμα του οποίου ήταν ο παραμερισμός του Προέδρου Allende (που διέκειτο φιλικά προς την Κούβα) από το νέο Πρόεδρο Pinochet. Η Κούβα διέκοψε τις διπλωματικές της σχέσεις με τη Χιλή και διέταξε το Playa Larga να εγκαταλείψει το Valparaiso και το Marble Islands να μην κατευθυνθεί στη Χιλή. Το Playa Larga επέστρεψε στην Κούβα όπου μετά την εκφόρτωση του πωλήθηκε σε τρίτο πρόσωπο, ενώ το Marble Islands αφού συνελήφθηκε στη διώρυγα του Παναμά από τη Χιλιανή εταιρεία lansa, κατόρθωσε να διαφύγει τη σύλληψη και να μεταβεί στο Βόρειο Βιετνάμ. Εν πλω η ιδιοκτησία του Marble Islands μεταβιβάστηκε στην Κουβανική κυβέρνηση και όταν το πλοίο έφθασε στο λιμάνι Χαϊφόκγκ, ο πλοίαρχος πώλησε το φορτίο σε μια άλλη Κουβανική εταιρεία η οποία ακολούθως το δώρησε στο λαό του Βόρειου Βιετνάμ. Το 1975 η κρατική Κουβανική εταιρεία Mambisa κατόπιν οδηγιών της Κουβανικής κυβέρνησης αγόρασε το εμπορικό πλοίο I Congreso del Partido. Η Χιλιανή εταιρεία lansa καταχώρησε αγωγή στα Αγγλικά δικαστήρια και επέτυχε την έκδοση εντάλματος των πιο πάνω πλοίων. Η Κουβανική κυβέρνηση καταχώρησε αίτηση για την απόρριψη της αγωγής, ισχυριζόμενη ότι οι οδηγίες που είχαν δοθεί για τη μη εκφόρτωση των πλοίων Playa Larga και Marble Islands καλύπτονταν από κρατική ασυλία (jure imperii) αφού αποτελούσαν φάσμα της εξωτερικής της πολιτικής. Τόσο το πρωτόδικο Δικαστήριο όσο και το Εφετείο αποφάσισαν ότι η μη εκφόρτωση καλυπτόταν από κρατική ασυλία.

Η Δικαστική Επιτροπή της Βουλής των Λόρδων είχε αντίθετη άποψη. Στη σχετική απόφαση τονίζεται ότι η εφαρμογή της κρατικής ασυλίας εξαρτάται από το αν η επίδικη πράξη ήταν ιδιωτική (jure gestionis) ή κρατική ή δημόσια (jure imperii) και το γεγονός ότι η συναλλαγή είχε διεκπεραιωθεί για κρατικούς ή πολιτικούς λόγους δεν μπορεί να μετατρέψει μια ιδιωτική πράξη σε δημόσια. Όπως τονίστηκε χαρακτηριστικά από το Λόρδο Wilberforce,

"The conclusion which emerges is that in considering, under the restrictive theory, whether state immunity should be granted or not, the court must consider the whole context in which the claim against the state is made, with a view to deciding whether the relevant act(s) on which the claim is based should, in that context, be considered as fairly within an area of activity, trading or commercial or otherwise of a private law character, in which the state has chosen to engage or whether the relevant act(s) should be considered as having been done outside that area and within the sphere of governmental or sovereign activity."

 

Σε αρκετές υποθέσεις, όπως π.χ. στις περιπτώσεις πλοίων, η διαδικασία του καθορισμού του χαρακτήρα της συναλλαγής είναι εύκολη. Όμως υπάρχουν και περιπτώσεις όπου ο διαχωρισμός μεταξύ της ιδιωτικής και κρατικής πράξης δεν είναι εύκολος. Ο Λόρδος Wilberforce υπέδειξε ότι σε μια τέτοια περίπτωση ο σκοπός της συναλλαγής δεν μπορεί να αλλάξει το χαρακτήρα, όπως π.χ. στην υπόθεση Claim against the Empire of Iran (1963) 45 ILR 57 που αφορούσε απαίτηση για τα έξοδα επισκευής της θέρμανσης της Πρεσβείας του Ιράν, στην οποία το Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο της Γερμανίας αποφάνθηκε ότι η Κυβέρνηση του Ιράν δεν μπορούσε να επικαλεσθεί την κρατική ασυλία. Όπως σημειώθηκε στην πιο πάνω απόφαση,

As a means for determining the distinction between acts jure imperii and jure gestionis one should rather refer to the nature of the State transaction or the resulting legal relationships, and not to the motive or purpose of the State activity. It thus depends on whether the foreign State has acted in exercise of its sovereign authority, that is in public law, or like a private person, that is in private law.

.........................

This Court has therefore examined the argument that the conclusion of the contract for repair is to be regarded as a non-sovereign function of the foreign State, and has accepted this proposition as correct. It is obvious that the conclusion of a contract of this kind does not fall within the essential sphere of State authority. It does not depend ... on whether the conclusion of the contract was necessary for the regular transaction of the Embassy's affairs and therefore stood in a recognizable relationship with the sovereign functions of the sending State. Whether a State is entitled to immunity does not depend on the purpose of the function which the foreign State is thereby pursuing."

 

Το επίδικο βάρος της απόδειξης ότι μια συναλλαγή δεν καλύπτεται από κρατική ασυλία το έχει ο διάδικος που εγείρει τον ισχυρισμό. (Βλ. I Congreso del Partido (πιο πάνω) σελ. 1072).

Στην παρούσα περίπτωση το επίδικο θέμα αφορά την πώληση ενός κτήματος που ανήκει στη Δημοκρατία της Σλοβακίας σε μια ιδιωτική εταιρεία, έναντι του ποσού των £630.000. Η έγγραφη συμφωνία της 4/10/1994 είναι αρκετά απλή και επαφίεται στην έγκριση της Δημοκρατίας της Σλοβακίας. Με άλλα λόγια η εγκυρότητα της εξαρτάται σε τελευταία ανάλυση από την πολιτική βούληση της κυβέρνησης της πωλήτριας χώρας. Η εφεσείουσα δεν έχει παραθέσει στοιχεία που συνηγορούν στην ύπαρξη πολύπλοκων νομικών διαδικασιών, ή ότι η πράξη περιορίζεται σε ιδιωτικά συμφέροντα ή ότι η Δημοκρατία της Σλοβακίας αναζήτησε και άλλους πελάτες στην αγορά προτού συμβληθεί με την εφεσείουσα.

Όλα τα πιο πάνω είναι στοιχεία που συνηγορούν στο συμπέρασμα ότι η συναλλαγή δεν αποκτά το χαρακτήρα ιδιωτικής πράξης και η σχετική εισήγηση απορρίπτεται.

(v) Το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα κατέληξε σε συμπέρασμα ότι ο Γενικός Εισαγγελέας δεν εκωλύετο να εγείρει θέμα επίδοσης.

Η εφεσίβλητη εταιρεία υπέβαλε ότι το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο Γενικός Εισαγγελέας δεν εκωλύετο να εγείρει το θέμα της επίδοσης του κλητηρίου εντάλματος λόγω προηγούμενης γνωμάτευσης του προς το Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Εξωτερικών, με αντίγραφο προς τον Αρχιπρωτοκολλητή του Ανωτάτου Δικαστηρίου ως προς τον τρόπο επίδοσης του κλητηρίου εντάλματος, είναι λανθασμένο.

Σύμφωνα με όσα προκύπτουν από τα στοιχεία που έχουν παρουσιασθεί, κατόπιν παράκλησης του Υπουργείου Εξωτερικών προς το Γενικό Εισαγγελέα για γνωμάτευση αν μπορούσε να γίνει επίδοση της αγωγής στην Πρεσβεία της Σλοβακίας (μετά το διαχωρισμό της Τσεχοσλοβακίας την 1/6/82 σε Τσεχία και Σλοβακία), ο Γενικός Εισαγγελέας έδωσε τη γνωμάτευση του στις 24/11/95 με αντίγραφο προς τον Αρχιπρωτοκολλητή του Ανωτάτου Δικαστηρίου ότι "μπορεί να γίνει η επίδοση στην Πρεσβεία της Σλοβακίας, ο δε υπεύθυνος της Πρεσβείας οφείλει να παραλάβει τα σχετικά έγγραφα".

Η εφεσίβλητη υποστήριξε πρωτόδικα ότι η αρχική αυτή θέση του Γενικού Εισαγγελέα δεν του επέτρεπε να υιοθετήσει αργότερα αντίθετη τοποθέτηση. Εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα υποβλήθηκε η εισήγηση ότι η γνώμη που περιεχόταν στην επιστολή της 24/11/95 ήταν λανθασμένη, αφού συγκρουόταν με τις πρόνοιες του άρθρου 2 της Συμβάσεως περί της εν τη Αλλοδαπή επιδόσεως Δικαστικών και Ετέρων Εγγράφων εις Αστικάς και Εμπορικάς Υποθέσεις (Κυρωτικού) Νόμου αρ. 40/82) και ότι θα μπορούσε να διαφοροποιήσει αργότερα τη θέση του.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι δεν εδημιουργείτο αυτοδέσμευση του Γενικού Εισαγγελέα εφόσο διαπιστώθηκε αργότερα ότι τέτοια γνώμη δεν μπορούσε να υποστηριχθεί. Όπως τονίστηκε πρωτόδικα η επικράτηση ενός τέτοιου κωλύματος θα αποτελούσε εμπόδιο στη ροή της δικαιοσύνης και θα αντιστρατευόταν την εξεύρεση της αλήθειας.

Πρέπει να σημειώσουμε ότι η γνωμάτευση του Γενικού Εισαγγελέα αναφερόταν στην επίδοση της αγωγής και όχι στη σφράγιση του κλητηρίου εντάλματος, που αποτελεί ίσως το σοβαρότερο επίδικο θέμα της παρούσας διαδικασίας. Εφόσο δεν υπήρξε νόμιμη σφράγιση του κλητηρίου εντάλματος, το ένταλμα ήταν εξ υπαρχής άκυρο και οι μετέπειτα διαδικασίες που ακολουθούν την έλλειψη της νομιμότητας δεν μπορούν παρά να θεωρούνται και αυτές ως παράνομες.

Ανεξάρτητα από τα πιο πάνω η προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ότι η μετέπειτα υιοθέτηση αντίθετης γραμμής πλεύσης εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα δεν μπορούσε να δημιουργήσει δεσμευτικό κώλυμα ήταν ορθή, αφού είχε διαπιστωθεί ότι η αρχική γνωμάτευση ήταν λανθασμένη.

(vi) Η εφαρμογή της Διαταγής 64.

Έχει υποβληθεί εκ μέρους της εφεσίβλητης ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβηκε στην ακύρωση της επίδοσης του κλητηρίου εντάλματος και δεν αντιμετώπισε το θέμα ως θέμα απλής παρατυπίας που θα μπορούσε να θεραπευθεί σύμφωνα με τις πρόνοιες της Διαταγής 64. Και τούτο γιατί, μεταξύ άλλων, παραγνώρισε το γεγονός ότι η Πρεσβεία της Σλοβακίας έλαβε γνώση της δικαστικής διαδικασίας που καταχωρήθηκε εναντίον της και λανθασμένα συνέδεσε το θέμα της επίδοσης με το θέμα της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου.

Αναφορικά με την εφαρμογή των προνοιών της Διαταγής 64, το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού αναφέρθηκε στην εισήγηση του δικηγόρου της εφεσίβλητης, που βασίστηκε σε περικοπή του Αγγλικού συγγράμματος The Annual Practice 1997 ότι η παράλειψη λήψης άδειας για επίδοση εκτός δικαιοδοσίας είναι μια παρατυπία που μπορεί να θεραπευθεί σύμφωνα με τις πρόνοιες της Αγγλικής Δ.2, θ. 1, σημείωσε ότι δεν μπορούσε να παρακαμφθεί από Κυπριακά Δικαστήρια ζωτική οικονομική διάταξη που αφορά τη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου και ότι το θέμα της δικαιοδοσίας δεν μπορούσε να θεωρηθεί ως τεχνικό θέμα (technicality) που θα μπορούσε να διορθωθεί με την επίκληση των προνοιών της Δ.64. Επιπρόσθετα η μη λήψη οποιωνδήποτε μέτρων εκ μέρους της εφεσείουσας για τη συζήτηση σε έκταση του θέματος, δεν επέτρεπε την εφαρμογή της Δ.64.

Η θέση του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι ορθή. Από τις Αγγλικές διατάξεις της Πολιτικής Δικονομίας όπως αυτές επεξηγούνται στο Αγγλικό σύγγραμμα The Annual Practice 1997, φαίνεται ότι στην Αγγλία για την επίδοση ενός κλητηρίου εντάλματος εκτός δικαιοδοσίας δεν απαιτείται η προηγούμενη σφράγιση του κλητηρίου εντάλματος από το Δικαστήριο. Αντίθετα επιτρέπεται η καταχώριση του κλητηρίου εντάλματος και ακολούθως καταχωρείται σχετική αίτηση για την επίδοση του εκτός δικαιοδοσίας. Άδεια για την καταχώριση κλητηρίου εντάλματος χρειάζεται μόνο σε ορισμένες περιπτώσεις, όπως αυτές καθορίζονται με τη Διαταγή 11, θ. 1. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι στην Αγγλία η διάκριση μεταξύ παράτυπης και άτυπης διαδικασίας έχει καταργηθεί. Όπως έχει σημειωθεί από το Δικαστή Κωνσταντινίδη στην υπόθεση Αθανασιάδη ν. Αλεξάνδρου (1991) 1 ΑΑΔ 945,

"Στην Αγγλία με κατάλληλη τροποποίηση των διαδικαστικών κανονισμών, έχει αρθεί η διάκριση μεταξύ απλώς παράτυπων και άκυρων διαδικασιών. Κάθε παράλειψη ή λάθος στη διαδικασία θεωρείται πια ως απλή παρατυπία την οποία το Δικαστήριο μπορεί να διορθώσει νοουμένου πάντα πως δε θα προκληθεί με τον τρόπο αυτό αδικία."

(Harkness v. Bells Asbestos etc. Ltd. (1966)3 All ER 843)

 

Η ίδια προσέγγιση έχει υιοθετηθεί και στην Κύπρο. Η νέα Διαταγή 64 (βλ. Ο περί Πολιτικής Δικονομίας (Τροποποιητικός) Διαδικαστικός Κανονισμός του 1995), προνοεί ότι,

  1. Η διαφορά που μέχρι σήμερα παρατηρείτο μεταξύ άκυρης (void) και αντικανονικής (irregular) διαδικασίας έπαυσε να υφίσταται και
  2. Η μη συμμόρφωση προς τους κανονισμούς που αναφέρεται σε χρόνο, τόπο, τρόπο, τύπο και περιεχόμενο θα θεωρείται ως παρατυπία και το Δικαστήριο έχει τη διακριτική ευχέρεια να επιτρέπει τέτοιες τροποποιήσεις και να εκδίδει τέτοια διατάγματα ήθελε κρίνει πρέπον.

 

Η εφαρμογή των προνοιών της νέας Διαταγής 64 εξετάστηκε στην υπόθεση Χλ. Χριστοδούλου ν. Α. Χριστοδούλου (1993) 1 ΑΔΔ 195, όπου τονίστηκε από το Δικαστή Πική ότι,

Δ.64 θ. 1 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας προβλέπει ότι η μη συμμόρφωση με τους θεσμούς δεν καθιστά αφεαυτής άκυρη τη διαδικασία, εκτός αν το Δικαστήριο κρίνει ότι τούτο επιβάλλεται από τη φύση της παρατυπίας ή αντικανονικότητας."

 

Πρέπει να σημειωθεί ότι η απλή διαπίστωση της ύπαρξης μιας παρατυπίας ή αντικανονικότητας δεν εξυπακούει και τη θεραπεία της. Επιβάλλεται η προσαρμογή της διαδικασίας μέσα στα δικονομικά θέσμια. Τούτο προϋποθέτει την καταχώριση σχετικής αίτησης για τη θεραπεία της παρατυπίας ή της αντικανονικότητας. Μια τέτοια αίτηση θα πρέπει να υποβάλλεται μέσα σε εύλογο χρονικό διάστημα και προτού ο διάδικος που υποβάλλει την αίτηση προβεί σε οποιοδήποτε νέο δικονομικό διάβημα, αφότου περιήλθε σε γνώση του η παρατυπία. (Δ.64 θ.(1)(2)).

Όπως έχει τονισθεί στην υπόθεση Αθανασιάδη ν. Αλεξάνδρου (πιο πάνω) από το Δικαστή Κωνσταντινίδη,

Δ.64 αφήνει στη διακριτική εξουσία του Δικαστηρίου το κατά πόσο θα ακυρώσει μια παράτυπη διαδικασία ή το κατά πόσο θα επιτρέψει κάποια τροποποίηση ή θα επιλέξει άλλο χειρισμό. Η άσκηση διακριτικής εξουσίας προϋποθέτει στάθμιση δεδομένων. Στην περίπτωση αυτή δεν υπάρχει ο,τιδήποτε πέρα από το ότι η αιτήτρια επέμενε στην προώθηση μιας εκπρόθεσμης αίτησης. Δεν υπήρχε οποιοσδήποτε λόγος που θα μπορούσε να δικαιολογήσει τη διάσωση της αίτησης αυτής."

 

΄Εχοντας υπόψη τα πιο πάνω κρίνουμε ότι στην παρούσα περίπτωση το θέμα παίρνει δικαιοδοτικό χαρακτήρα και δεν μπορούσε να θεραπευθεί με την επίκληση των προνοιών της Δ.64. Επιπρόσθετα σημειώνεται ότι η εφεσίβλητη δεν είχε προβεί στη λήψη οποιωνδήποτε μέτρων για να αχθεί το θέμα ενώπιον του Δικαστηρίου για να καταστεί δυνατή η εξέταση του σε βάθος. Η σχετική εισήγηση απορρίπτεται.

 

(vii) Άλλες υπαλλακτικές διαδικασίες.

Η εφεσίβλητη εταιρεία είχε επίσης υποβάλει ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα δεν αποφάσισε κατά πόσο συνέτρεχαν εξαιρετικές συνθήκες που δικαιολογούσαν την καταφυγή στο ένδικο μέσο του Certiorari, ενώ υπήρχαν προς τούτο άλλες υπαλλακτικές ένδικες διαδικασίες, όπως π.χ. η εμφάνιση υπό διαμαρτυρία, υποβολή αίτησης για ακύρωση της απόφασης και άλλα.

Η εισήγηση δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή. Όταν η Δημοκρατία της Σλοβακίας προέβηκε επίσημα στη ρηματική διακοίνωση προς την Κυβέρνηση της Δημοκρατίας, στο στάδιο της εκτέλεσης του διατάγματος πώλησης, ο Γενικός Εισαγγελέας προέβηκε στην άμεση λήψη μέτρων για την ακύρωση της επίδοσης και της έκδοσης απόφασης και της διαδικασίας πώλησης του ακινήτου. Επαναλαμβάνουμε ό,τι έχουμε αναφέρει προηγουμένως για τη νομιμοποίηση της συμμετοχής του Γενικού Εισαγγελέα στην παρούσα διαδικασία. Σε εκείνο το καθυστερημένο στάδιο ο Γενικός Εισαγγελέας δεν είχε την πολυτέλεια της εκλογής των μέτρων που εισηγείται η εφεσίβλητη εταιρεία. Δεν υποβλήθηκαν εκ μέρους της εφεσίβλητης συγκεκριμένες υπαλλακτικές θεραπείες και η διασύνδεση του διατάγματος πώλησης με όσα είχαν προηγηθεί, δικαιολογούσε την καταφυγή στο ένδικο μέσο του προνομιακού εντάλματος Certiorari.

 

(νiii) Παραμερισμός του κλητηρίου εντάλματος.

Έχει υποβληθεί εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα η εισήγηση στην Έφεση 11170 ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν προέβηκε στον παραμερισμό του κλητηρίου εντάλματος και ότι εφόσον η επίδοση δεν είχε συντελεσθεί μέσα σε 12 μήνες από την καταχώριση του, "θα έπρεπε να είχε παραμερισθεί ως λήξαν" σύμφωνα με τις πρόνοιες της Δ.4, θ. 1.

Έχουμε ήδη αποφανθεί ότι η παράλειψη της σφράγισης του κλητηρίου εντάλματος το έχει καταστήσει άκυρο, όπως όλα τα δικαστικά διαβήματα που επακολούθησαν. Συνακόλουθα κρίνουμε ότι η πιο πάνω ακυρότητα επιφέρει και τον παραμερισμό του κλητηρίου εντάλματος.

Έχοντας υπόψη τα ιδιάζοντα περιστατικά της υπόθεσης κρίνουμε ότι η πρωτόδικη απόφαση για τη μη έκδοση οποιουδήποτε διατάγματος για έξοδα ήταν ορθή.

Η Έφεση 11170 επιτυγχάνει μερικώς ως ανωτέρω. Επιδικάζονται τα μισά έξοδα προς όφελος του εφεσείοντος.

Η Έφεση 11172 απορρίπτεται με έξοδα σε βάρος της εφεσείουσας εταιρείας.

 

 

 

 

 

Δ.

 

 

 

Δ.

 

 

 

Δ.

 

 

 

Δ.

 

 

 

Δ.

/ΔΓ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο