ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2004) 1 ΑΑΔ 416
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Aρ.10850.)
16 Φεβρουαρίου, 2004
[ΠΙΚΗΣ, Πρόεδρος]
[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΑΡΤΕΜΗΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ,
ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές.]
A. PANAYIDES CONTRACTING LTD.,
Εφεσείοντες,
ν.
ΝΙΚΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ,
Εφεσίβλητου.
________________________
Λ. Γεωργίου με Ε. Κονναρή (κα) και Γ. Βλάμη,
για τους Εφεσείοντες.Στ. Ερωτοκρίτου (κα), για τον Εφεσίβλητο.
________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΙΚΗΣ, Π.:
Ο Νίκος Σταύρου Χαραλάμπους, ο εφεσίβλητος, υπήρξε θύμα εργατικού ατυχήματος. Τα γεγονότα, που περιβάλλουν το δυστύχημα, και οι θλιβερές για τον εφεσίβλητο συνέπειες διαγράφονται στην απόφαση του Κωνσταντινίδη, Δ. Ως αποτέλεσμα των κακώσεων που υπέστη, ο εφεσίβλητος, υγιής πριν το δυστύχημα νέος, είκοσι ετών, μετατράπηκε σε ανάπηρο άτομο, εξαρτημένο για την επιβίωση και την καθημερινή του διαβίωση από τη συνδρομή και τη βοήθεια άλλων.Η απόδοση ολικής ευθύνης για το δυστύχημα στους εργοδότες του εφεσίβλητου δεν αποτελεί επίδικο θέμα της έφεσης.
Η έφεση των εργοδοτών και η αντέφεση του εφεσίβλητου περιστρέφονται γύρω από τις αποζημιώσεις που τού επιδικάστηκαν. Είμαστε σύμφωνοι ως προς την επίλυση των επιδίκων θεμάτων της έφεσης, εκτός από ένα. εκείνου που σχετίζεται με το παραδεκτό ως μαρτυρίας του λογαριασμού - (Τεκμήριο 22) - κάτω από την ονομασία του νοσοκομείου «Devonshire Hospital» της Αγγλίας, όπου έτυχε νοσηλείας ο εφεσίβλητος. Οι απόψεις και οι θέσεις μας επί του θέματος αυτού διίστανται. Η διαφωνία μας εκτείνεται και ως προς τα θέματα που εγείρονται με την έφεση, αναφορικά με το παραδεκτό του λογαριασμού ως μαρτυρίας. Με την έφεση, αμφισβητείται, ως κρίνω, κάθε θέμα που άπτεται του αποδεκτού του λογαριασμού ως μαρτυρίας.
Στην απόφαση του Κωνσταντινίδη, Δ., αναφέρεται ότι η έφεση, σε σχέση με το αποδεκτό της προσαγωγής του Τεκμηρίου 22 ως μαρτυρίας, περιορίζεται στο παραδεκτό της προσαγωγής του ως μαρτυρίας υπό το πρίσμα των διατάξεων του ΄Αρθρου 30.2 και 3 του Συντάγματος και της απόφασης στη Λιασίδης κ.ά. ν. Αστυνομίας κ.ά., Ποινικές Εφέσεις Αρ. 7056 και 7057, 30/9/2002.
Κατά την απόφασή μου, η αμφισβήτηση δεν περιορίζεται μόνο σ' αυτό το θέμα. Αμφισβητείται κάθε πτυχή του παραδεκτού του λογαριασμού ως μαρτυρίας, είτε κάτω από το ΄Αρθρο 4(2) του περί Αποδείξεως Νόμου, ΚΕΦ. 9, (ο «Νόμος»), βάσει του οποίου έγινε αποδεκτός, είτε έξω από αυτό. Ο λόγος έφεσης, με τον οποίο προσβάλλεται η αποδοχή του λογαριασμού ως μαρτυρίας, έχει ως εξής:-
«7. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα και αυθαίρετα επιδίκασε το ποσό των Λ.Κ. 57.487,65* για την παραμονή του Ενάγοντα σε νοσοκομείο στην Αγγλία διότι:
Α) Εσφαλμένα το Δικαστήριο αποδέχθηκε, με ενδιάμεση απόφαση του ημερομηνίας 15/2/2000, την κατάθεση του Τεκμηρίου 22 το οποίο αποτελείται από τα τιμολόγια για το ποσό των Λ.Κ. 57.487,65* τα οποία εκδόθηκαν από το εν λόγω νοσοκομείο εφόσον η κατάθεση του τεκμηρίου έπρεπε να γίνει από τον εκδότη του και όχι από οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο.
Β) Καμιά μαρτυρία δεν προσήχθη ενώπιον του Δικαστηρίου που να αποδεικνύει ότι το ποσό αυτό δόθηκε στον Ενάγοντα υπό τύπο δανείου και ως εκ τούτου έπρεπε να επιστραφεί.»
Η προσαγωγή του λογαριασμού ως μαρτυρίας προσβάλλεται ως λανθασμένη και αυθαίρετη. Αυθαίρετη είναι κάθε απόφαση δικαστηρίου που στερείται ερείσματος. Στο αιτιολογικό του λόγου έφεσης 7, αναφέρεται ότι η κατάθεση του λογαριασμού έπρεπε να γίνει από τον εκδότη του εγγράφου και όχι από οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο.
Το πρώτο θέμα, το οποίο χρήζει εξέτασης, είναι κατά πόσο το βάθρο, στο οποίο θεμελιώθηκε η αποδοχή του λογαριασμού ως μαρτυρίας, σύμφωνα με την ενδιάμεση απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, είναι ακροσφαλές. Η μαρτυρία έγινε δεκτή βάσει του ΄Αρθρου 4(2) του Νόμου. Το πρώτο ερώτημα είναι κατά πόσο η διάταξη αυτή του Νόμου παρείχε έρεισμα για την αποδοχή του λογαριασμού ως μαρτυρίας. Η επιχειρηματολογία, που αναπτύσσεται στο περίγραμμα των εφεσειόντων, περιστρέφεται αποκλειστικά γύρω από αυτό το θέμα. Για να απαντήσουμε το ερώτημα, πρέπει να προβούμε σε θεώρηση του περιεχομένου του εγγράφου, διαδικασία παραδεκτή, ως ορίζει το εδάφιο (5) του ΄Αρθρου 4 του Νόμου. Εξέταση του περιεχομένου του λογαριασμού - (Τεκμήριο 22) - αποκαλύπτει ότι:-
(α) Το έγγραφο ετοιμάστηκε από περισσότερα άτομα του ενός.
(β) Το έγγραφο δε φέρει την υπογραφή ή μονογραφή οποιουδήποτε από τους συντάκτες του.
(γ) Η ταυτότητα των προσώπων, που συνέταξαν το έγγραφο, είναι άγνωστη. και
(δ) Απουσιάζει οποιαδήποτε ένδειξη ότι οι συντάκτες του εγγράφου είχαν προσωπική γνώση των γεγονότων που κατέγραψαν.
Το εδάφιο (4) του ΄Αρθρου 4 του Νόμου ρητά προβλέπει ότι προϋπόθεση για την προσαγωγή εγγράφου ως μαρτυρίας, κάτω από το ΄Αρθρο 4(2), είναι ο καταρτισμός του ιδιοχείρως από το συντάκτη, ή η υπογραφή, ή η μονογράφησή του από αυτό. Χωρίς το στοιχείο αυτό, απουσιάζει η ανάληψη ευθύνης, από το συγγραφέα του εγγράφου, για την ακρίβεια του περιεχομένου του. Η διάταξη αυτή ορίζει τα ελάχιστα απαιτούμενα για την προσαγωγή οποιουδήποτε εγγράφου ως μαρτυρίας.
Το έγγραφο, περί ου ο λόγος, είναι δακτυλογραφημένο και δε φέρει την υπογραφή ή μονογραφή κανενός. Δεν αναγράφεται ποίος το ετοίμασε, ούτε αν ο συντάκτης του φέρει ευθύνη για το περιεχόμενό του, ή αν αυτό είναι ακριβές. Οι διατάξεις του ΄Αρθρου 4(2) του Νόμου δεν απέβλεπαν στην κατοχύρωση της ανωνυμίας του συντάκτη του εγγράφου ή στην απαλλαγή του από κάθε ευθύνη για την ορθότητα του περιεχομένου του. Ούτε σκοπούσαν να παρακάμψουν ή να καταλύσουν τον κανόνα αποκλεισμού εξ ακοής μαρτυρίας. Προσωπική γνώση του περιεχομένου του εγγράφου από το συγγραφέα αποτελεί, ως ορίζει το ΄Αρθρο 4(1)(α) του Νόμου, προϋπόθεση για την κατάθεσή του ως μαρτυρίας, είτε από το συγγραφέα είτε από οποιοδήποτε άλλο, στην απουσία του.
Η απαλλαγή από υποχρέωση κατάθεσης εγγράφου από το συντάκτη του δεν αναιρεί τους αποδεικτικούς κανόνες για το παραδεκτό του περιεχομένου του ως μαρτυρίας. Προφορική ή έγγραφος μαρτυρία πρέπει να συνάδει με τους αποδεικτικούς κανόνες και, ειδικά, με τον κανόνα αποκλεισμού εξ ακοής μαρτυρίας. Διαφωτιστική επί του θέματος είναι η απόφαση στην Αστυνομία ν. Ξυδιά & ΄Αλλου (1992) 2 Α.Α.Δ. 26, (η απόφαση δόθηκε από τον Α. Λοΐζου, Π.), στην οποία κρίθηκε, μεταξύ άλλων, ότι δεν αποτελεί εξαίρεση του κανόνα αποκλεισμού εξ ακοής μαρτυρίας η προσαγωγή εγγράφων από πρόσωπα άλλα από εκείνα τα οποία τα κατάρτισαν και τα οποία είχαν προσωπική γνώση του περιεχομένου τους. Το Ανώτατο Δικαστήριο ακολούθησε την απόφαση της Δικαστικής Επιτροπής της Βουλής των Λόρδων στην υπόθεση Myers v. D.P.P. [1964] 2 All E.R. 881 - (απόφαση πλειοψηφίας).
Στην παρούσα υπόθεση, ο λογαριασμός έγινε δεκτός ως μαρτυρία, μετά από εκδηλωθείσα απροθυμία των νοσοκομειακών αρχών να προβούν σε διευθετήσεις για την κατάθεση του εγγράφου από αρμόδιο του νοσοκομείου. Στην άρνησή τους, η οποία εκδηλώθηκε σε επιστολή τους - (Τεκμήριο 20) - γίνεται, στην πρώτη παράγραφο, η υπενθύμιση ότι παραμένει υπόλοιπο, το οποίο ο εφεσίβλητος οφείλει να καταβάλει, £10.449,25 στερλίνες.
Απουσίαζαν όλες οι προϋποθέσεις που θέτει ο Νόμος για την κατάθεση του λογαριασμού ως μαρτυρίας. Δεν υπήρχε νομικό έρεισμα για την αποδοχή του ως μαρτυρίας, είτε κάτω από το ΄Αρθρο 4(2) ή ανεξάρτητα από αυτό. Εδώ έπρεπε να λήξει το θέμα.
΄Αλλη είναι η άποψη της πλειοψηφίας, για τους λόγους που περιέχονται στην απόφαση του Κωνσταντινίδη, Δ., στους οποίους έχουμε αναφερθεί. Κατά την άποψη της πλειοψηφίας, δεν τίθεται, με το λόγο έφεσης 7, θέμα αποδοχής του λογαριασμού ως μαρτυρίας βάσει των σχετικών διατάξεων του ΄Αρθρου 4 του Νόμου. Τούτου δοθέντος, δεν εξετάζεται το παραδεκτό της μαρτυρίας με αναφορά στον αποδεικτικό κανόνα που αποκλείει την εισαγωγή εξ ακοής μαρτυρίας.
΄Αλλη επιφύλαξή μου για το παραδεκτό της δαπάνης των £57.487,65 (στερλινών) σχετίζεται με την απουσία ιατρικής μαρτυρίας ως προς τη φύση και έκταση της θεραπείας και της νοσηλείας, στην οποία ο εφεσίβλητος υποβλήθηκε στο εξωτερικό, και το εύλογο της δαπάνης γι' αυτή, που αποτελεί το αντικείμενο άλλου λόγου έφεσης - (λόγος 8).
Στη Μιχαηλίδης ν. Κακουλλή και άλλων (1992) 1 Α.Α.Δ. 674, το Δικαστήριο υιοθέτησε την προσέγγιση στη Rubens v. Walker [1946] S.C. 215, 216, στην οποία το εύλογο της αναζήτησης ιατρικής γνώμης ή υποβολής σε θεραπεία σε χώρα του εξωτερικού εξαρτάται από την τεκμηρίωση της ανάγκης με ιατρική μαρτυρία. Στην υπόθεση εκείνη, η διεκδίκηση των εξόδων της ιατρικής θεραπείας στο εξωτερικό απορρίφθηκε, με το ακόλουθο σκεπτικό:- (σελ. 684)
«Ο εφεσείων ανάφερε πως έκαμε το ταξίδι στην Αθήνα κατόπιν ιατρικής συμβουλής, αλλά δεν θυμόταν καν το όνομα του γιατρού που τον συμβούλεψε. Πρέπει να υπομνησθεί εδώ ότι κανένας από τους τρεις γιατρούς δεν υποστήριξε την αναγκαιότητα μετάβασης του εφεσείοντα στο εξωτερικό ούτε ανάφερε πως έδωσε τέτοια συμβουλή στον ενάγοντα. Με αυτά τα δεδομένα δεν μπορούσε το πρωτόδικο δικαστήριο να αχθεί στο συμπέρασμα του ότι έπρεπε να του καταβληθούν τα έξοδα του ταξιδιού του στην Ελλάδα.»
(Απόσπασμα από την απόφαση του Εφετείου, που δόθηκε από το Νικήτα, Δ.)
Στη Φιλίππου κ.ά. ν. Παναγή κ.ά., Πολιτική ΄Εφεση Αρ. 10194, 18/7/00, υποδεικνύεται ότι το δικαιολογημένο αναζήτησης ιατρικής γνώμης και, παρεπόμενα, αναζήτησης θεραπείας από το θύμα αστικού αδικήματος εξετάζεται κάτω από πλατιά σκοπιά, με γνώμονα τον ανθρώπινο πόνο. Το λελογισμένο της δαπάνης είναι το κριτήριο για την ανάκτησή της, όπως εξηγείται στην απόφαση του Εφετείου στην Dieti v. Loizides (1978) 1 C.L.R. 233, που δόθηκε από τον Τριανταφυλλίδη, Π., παραπέμποντας προς τούτο στο σύγγραμμα McGregor on Damages, 13th ed., p. 761, para. 1128.
Και στην προκείμενη περίπτωση, η απελπιστική κατάσταση του εφεσίβλητου θα μπορούσε να δικαιολογήσει την αναζήτηση θεραπείας στο εξωτερικό, ως σανίδα σωτηρίας, παρά την απουσία ιατρικής μαρτυρίας για την αναγκαιότητά της. Δεν τελειώνει, όμως, εδώ το θέμα. Η ιατρική μαρτυρία είναι απαραίτητη για την τεκμηρίωση της ανάγκης υποβολής του θύματος στη συγκεκριμένη θεραπεία και νοσηλεία, καθώς και για τη διαπίστωση της έκτασής της. Πέραν τούτου, αναγκαία είναι και η τεκμηρίωση του εύλογου της δαπάνης, δοθείσας της φύσης και του χαρακτήρα της. Ως επισημαίνεται στη Φιλίππου κ.ά. ν. Παναγή κ.ά., (ανωτέρω):-
«Οι ίδιοι οι γιατροί δεν κατέθεσαν. Ελλείπει, στον τομέα αυτό, η τεκμηρίωση του εύλογου της δαπάνης, μέσα στα πλατιά όρια που έχουμε διαγράψει.»
Έλειπε ολότελα ιατρική μαρτυρία, προερχόμενη είτε από τους θεράποντες ιατρούς του εφεσίβλητου στην Κύπρο ή από ιατρούς του αγγλικού νοσοκομείου, όπου υποβλήθηκε σε θεραπεία, για τη θεραπευτική αγωγή της οποίας έτυχε και το εύλογο της δαπάνης γι' αυτή. Κάτω από αυτές τις συνθήκες, έλειπε το θεμέλιο για την τεκμηρίωση της δαπάνης για την ιατρική θεραπεία και τη νοσηλεία του εφεσίβλητου στην Αγγλία. Η αποδοχή του λογαριασμού - Τεκμήριο 22 - ως μαρτυρίας ήταν, και γι
' αυτό το λόγο, επισφαλής.Αντίθετη είναι η άποψη της πλειοψηφίας, οπόταν εγείρεται προς εξέταση το παραδεκτό της κατάθεσης του Τεκμηρίου 22, υπό το πρίσμα των αρχών της δικαίας δίκης, που στοιχειοθετούνται από τις παραγράφους 2
και 3 του ΄Αρθρου 30 του Συντάγματος.Στη Λιασίδης κ.ά. ν. Αστυνομίας κ.ά., (ανωτέρω), αποφασίστηκε ότι οι αρχές της δικαίας δίκης αποκλείουν την προσαγωγή μαρτυρίας, χωρίς παροχή στον αντίδικο ευκαιρίας αντιπαράθεσης προς το μάρτυρα που καταθέτει. Τούτου δοθέντος, και νοουμένου ότι το ΄Αρθρο 4(2) του Νόμου είναι θεμελιωμένο στην άρνηση του δικαιώματος αυτού, κρίθηκε ότι αυτό ατόνησε, εφόσον επρόκειτο για νομοθεσία που προϋπήρχε του Συντάγματος και της οποίας οι πρόνοιες δεν μπορούσαν να εναρμονισθούν προς αυτό. Το ΄Αρθρο 188.1 του Συντάγματος διέσωσε την προϋπάρχουσα νομοθεσία, υπό την αίρεση της εναρμόνισής της προς το Σύνταγμα. Το ΄Αρθρο 188.4 του Συντάγματος κατέστησε την προσαρμογή της προς το Σύνταγμα έργο του κάθε δικαστηρίου της Δημοκρατίας, που καλείται να εφαρμόσει, κατά την ενάσκηση της δικαιοδοσίας του, τη διασωθείσα από το ΄Αρθρο 188.1 του Συντάγματος νομοθεσία.
Στη Λιασίδης κρίθηκε ότι το ΄Αρθρο 4(2) του Νόμου δεν επιβίωσε του Συντάγματος, λόγω της αντίθεσής του προς το δικαίωμα του διαδίκου εξέτασης κάθε μάρτυρα, που αποτελεί αναπόσπαστη πτυχή της δικαίας δίκης. Έτσι, η τροποποίηση, της οποίας έτυχε με το Ν. 94(1)/94 - με την επιδιωχθείσα επέκταση της εφαρμογής του και σε ποινικές υποθέσεις, έπεσε στο κενό της ανυπαρξίας του.
Θα προχωρήσω τώρα στην εξέταση του θέματος που σχετίζεται με τις αρχές της Λιασίδης, που είναι, κατά την πλειοψηφία, το μόνο θέμα που εγείρεται με το λόγο έφεσης 7. Η απόφασή μου - ότι δεν τέθηκε το θεμέλιο για την προσαγωγή του Τεκμηρίου 22 ως μαρτυρίας - δεν με απαλλάσσει από αυτό το καθήκον. Ανάλογο, όχι όμως ταυτόσημο, ζήτημα αντιμετώπισα και στην In re Georghiou (1983) 2 C.L.R. 1, 26. Το απόσπασμα από την απόφαση εκείνη, που παραθέτω, αποτελεί οδηγό και στην παρούσα υπόθεση, προς εξέταση του τιθέμενου ζητήματος:-
"The coram of the Court cannot be altered according to the outcome of preliminary objections; once seized of a matter the Court remains unified to the end. My dissenting judgment as to the validity of the proceedings, does not absolve me of responsibility to pronounce on the merits, in view of the majority judgment. Any such abdication of responsibility on my part, would antagonise the right of the Court to settle by majority, in cases of division of opinion, the litigable issues. Once the proceedings were held to be valid and the Court properly moved to take cognizance of the application, I was dutybound to examine the merits of the application, notwithstanding my reservations on the subject, expressed in my judgment of 13.1.1983."
Στη Λιασίδης
, αποφασίστηκε ότι οι αρχές της δικαίας δίκης, ως προσδιορίζονται στο ΄Αρθρο 30.2 και 3 του Συντάγματος και, ειδικά, στην υποπαράγραφο (γ) της παραγράφου 3, παρέχουν δικαίωμα στο διάδικο εξέτασης κάθε μάρτυρα κατά τη δίκη του. Το ζήτημα ηγέρθη κατά την έφεση ιατρού, καταδικασθέντος για άσεμνη επίθεση κατά πελάτιδός του. Το Δικαστήριο αποδέχτηκε ως μαρτυρία την κατάθεση νοσοκόμας στην Αστυνομία, η οποία απουσίαζε από την Κύπρο, αντικρουστική των θέσεων της υπεράσπισης σε ουσιώδη σημεία. Η κατάθεση, όχι μόνο έγινε δεκτή, αλλά αξιολογήθηκε και ως αληθής. Αποτέλεσε δε (η κατάθεσή της) ένα από τους λόγους για την απόρριψη της μαρτυρίας μαρτύρων υπεράσπισης, καθώς και της εκδοχής του κατηγορουμένου.Η κατάθεση της απούσας μάρτυρος στη Λιασίδης έγινε δεκτή, βάσει των προνοιών του ΄Αρθρου 4(2)
του Νόμου, το οποίο επιτρέπει την εισαγωγή, μετά από διαταγή του δικαστηρίου, δήλωσης προσώπου, εφόσον ικανοποιείται ότι άλλη διευθέτηση θα προκαλέσει αδικαιολόγητη καθυστέρηση ή δαπάνη. ή, ακόμα, παρέχει τη δυνατότητα αποδοχής της δήλωσης ως μαρτυρίας, χωρίς τέτοια διαταγή. Το ΄Αρθρο 4(2) αποτελούσε μέρος του περί Αποδείξεως Νόμου, ΚΕΦ. 9, ο οποίος ήταν σε ισχύ πριν την ανακήρυξη της Δημοκρατίας. Στην αρχική του μορφή αφορούσε μόνο πολιτικές υποθέσεις. Με το Ν. 94(1)/94, η εφαρμογή του επεκτάθηκε και σε ποινικές. Εκτός από την προβληθείσα παραβίαση του δικαιώματος της δικαίας δίκης, ενόψει της απουσίας της μάρτυρος από το εδώλιο του μάρτυρα, η καταδίκη του εφεσείοντος αμφισβητήθηκε και για άλλους λόγους. Το Δικαστήριο εξέτασε, ως πρώτο θέμα, το παραδεκτό της απουσίας της μάρτυρος, ενόψει του συσχετισμού του προς τις αρχές της δικαίας δίκης. προσδιόρισε το ζήτημα ως ακολούθως:-«Ως θέμα αρχής και λογικής τάξης, το πρώτο θέμα που πρέπει να εξετάσουμε είναι κατά πόσο η δίκη υπήρξε δικαία, εφόσον εκτροπή από τα θέσμια της δικαίας δίκης επάγεται τον παραμερισμό της ετυμηγορίας του δικαστηρίου, όπως έχει, κατ' επανάληψη, αποφασιστεί - (βλ., μεταξύ άλλων, Ευσταθίου ν. Αστυνομίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 294
Ο νόμος, βάσει του οποίου καθίσταται παραδεκτή η κατάθεση μάρτυρα σε ποινική δίκη, ως υποκατάστατο της παρουσίας του στο εδώλιο του μάρτυρα, δεν είναι αυτόνομος. Πρόκειται για νομοθεσία τροποποιητική υφιστάμενης νομοθεσίας, ως υποδεικνύεται στη
Λιασίδης. Τοιουτοτρόπως, το θέμα, το οποίο, κατά πρώτο, εξετάστηκε, ήταν κατά πόσο το ΄Αρθρο 4(2) διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την καθίδρυση της Δημοκρατίας. Το ΄Αρθρο 188.1 του Συντάγματος διέσωσε την προϋπάρχουσα νομοθεσία, ως έχουμε αναφέρει, υπό τον όρο της προσαρμογής της προς το Σύνταγμα. Η προσαρμογή προς το Σύνταγμα ανατίθεται σε κάθε δικαστήριο της Δημοκρατίας, κατά την ενάσκηση των εξουσιών του, προς επίλυση διαφορών αναγομένων στη δικαιοδοσία του. Στην παράγραφο 5(β) του ΄Αρθρου 188, καθορίστηκε ότι ο όρος «προσαρμογή» περιλαμβάνει όχι μόνο την τροποποίηση και ευθυγράμμιση προϊσχύοντος νομοθετήματος αλλά και την κατάργησή του. Το Δικαστήριο κατέληξε:-«Η συνάρτηση του δικαιώματος της δικαίας δίκης με το δικαίωμα του κάθε διαδίκου να αντεξετάζει τους μάρτυρες που καταθέτουν εναντίον του είναι συνυφασμένη με την πεμπτουσία της απονομής της δικαιοσύνης. Χωρίς το όπλο αυτό, ο διάδικος στερείται των εχεγγύων της φυσικής δικαιοσύνης για την υπεράσπισή του. Το δικαίωμα αυτό εμπεριέχεται στην έννοια της δικαίας δίκης και κατοχυρώνεται ευθέως σε κάθε δικαστική διαδικασία από τις πρόνοιες του ΄Αρθρου 30.3(γ) του Συντάγματος. Κατά συνέπεια, οι διατάξεις του ΄Αρθρου 4(2) του ΚΕΦ. 9, στο βαθμό που παρείχαν τη δυνατότητα προσαγωγής κατάθεσης μάρτυρα χωρίς να παρέχεται η δυνατότητα αντιπαράθεσης προς αυτό και τη μαρτυρία του, ατόνησαν και έπαυσαν να ισχύουν, ως αποτέλεσμα της αντίθεσής τους προς τις ρητές διατάξεις του Συντάγματος.»
Το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι, και σε περίπτωση που ήθελε θεωρηθεί ότι ο Ν. 94(1)/94 έδωσε νέα πνοή στο ΄Αρθρο 4(2) του ΚΕΦ. 9, επαναθεσπίζοντάς το, «..., οι διατάξεις του είναι προδήλως αντισυνταγματικές, εφόσον προσκρούουν τόσο στην έννοια της δικαίας δίκης όσο και στις πρόνοιες των ΄Αρθρων 30.3(γ) και 12.5(δ) του Συντάγματος.»
Οι εφεσείοντες ζήτησαν την ανατροπή της ενδιάμεσης απόφασης του δικάσαντος Δικαστηρίου για το παραδεκτό του τιμολογίου (Τεκμήριο 22), υπό το φως των αρχών της Λιασίδης, που συνιστά δεσμευτικό δικαστικό προηγούμενο. Ο εφεσίβλητος, αντίθετα, υπέβαλε ότι:-
«Είναι η ταπεινή μου άποψη ότι το εύρος της απόφασης Λιασίδη δεν μπορεί να εφαρμόζεται ανεξάρτητα και καταλυτικά σε όλες τις υποθέσεις αστικές και ποινικές.»
Η θέση του είναι ότι η αποδοχή μαρτυρίας ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου, γεγονός που αφήνει ανοιχτό το ενδεχόμενο να γίνει δεκτή μαρτυρία στην απουσία μάρτυρα. Ευκολότερα γίνεται δεκτή, κατά την ενάσκηση της διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου, ως εισηγήθηκε, γραπτή κατάθεση μάρτυρα σε αστικές παρά σε ποινικές υποθέσεις.
Κατά συνέπεια, έχουμε κληθεί να αποστούμε από το λόγο της Λιασίδης, πρόσφατης απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου, η οποία δόθηκε στις 30/9/2002. Το ΄Αρθρο 30.3(γ) του Συντάγματος καθορίζει το ακόλουθο, ως αναφαίρετο δικαίωμα του κάθε διαδίκου, δικαίωμα το οποίο αποτελεί αναπόσπαστη πτυχή της έννοιας της δικαίας δίκης:-
«3. Έκαστος έχει το δικαίωμα:
.................................. .................................................. ........
(γ) να προσάγη ή να προκαλή την προσαγωγήν των μέσων αποδείξεως και να εξετάζη μάρτυρας συμφώνως τω νόμω.»
Η προαναφερθείσα διάταξη εξασφαλίζει στο διάδικο δύο συμφυή δικαιώματα:-
(α) Το ανέλεγκτο δικαίωμα προσαγωγής μαρτυρίας και πρόκλησης της προσαγωγής της, δηλαδή χρήσης των πειθαναγκαστικών μέσων του δικαίου για την προσέλευση μάρτυρα να καταθέσει, ως η χρήση της μαρτυρικής κλήσης. και
(β) Την εξέταση μαρτύρων σύμφωνα με το νόμο.
Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων θεώρησε την εξέταση μαρτύρων ως αναπόσπαστη πτυχή της δικαίας δίκης, παρά την απουσία διάταξης ανάλογης προς το ΄Αρθρο 30.3(γ) του Κυπριακού Συντάγματος στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, (η «Ευρωπαϊκή Σύμβαση»). Ρητή διασφάλιση του δικαιώματος γίνεται μόνο για ποινικές υποθέσεις με τις διατάξεις του ΄Αρθρου 6(3) της Ευρωπαικής Σύμβασης, οι οποίες αντανακλώνται και στο Κυπριακό Σύνταγμα, στις πρόνοιες του ΄Aρθρου 12.5(δ).
Ο όρος «μάρτυς», κατά τη γραμματική του ερμηνεία, ως αποδίδεται από το Λεξικόν της Νέας Ελληνικής Γλώσσης - «ΠΡΩΪΑΣ»
- Ορθογραφικόν και Ερμηνευτικόν, ΄Εκδοσις Τρίτη Επηυξημένη, σελ. 1544 σημαίνει, στο πλαίσιο που εξετάζουμε: «... ο βεβαιών, ο εκθέτων τι το οποίον αντελήφθη ή γνωρίζει και δη ο πράττων τούτο ενώπιον δικαστικής τινος αρχής: ...»Ανάλογη είναι η ερμηνεία που δίδεται στον όρο «μάρτυς» και στο Λεξικόν της Νέας Ελληνικής Γλώσσης, Ι. Σταματάκου, σελ. 1878, καθώς και στο Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Γ. Μπαμπινιώτη, σελ. 1057. ΄Ομοια σημασία ενέχει και το ρήμα «μαρτυρώ» - (βλ. Λεξικόν της Νέας Ελληνικής Γλώσσης - «ΠΡΩΪΑΣ», (ανωτέρω), σελ. 1544: «... βεβαιώνω τι ως μάρτυς, καταθέτω ανακρινόμενος ή εξεταζόμενος ενώπιον δικαστικής τινος αρχής: ...». Αυτή είναι η έννοια που αποδίδεται στον όρο «μάρτυρας» και από τον περί Δικαστηρίων Νόμο του 1960, (Ν. 14/60), ως συνάγεται από τις πρόνοιες του Πέμπτου Μέρους του Νόμου.
΄Ιδια υπήρξε η ερμηνεία του όρου
"witness" από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Στον όρο, ως επισημαίνεται σε αποφάσεις του, αποδίδεται αυτόνομη έννοια, συνυφασμένη με την προσωπική κατάθεση του επιμαρτυρούντος τα γεγονότα ενώπιον του δικαστηρίου - (βλ., μεταξύ άλλων, Lόdi v. Switzerland, judgment of 15 June 1992, Series A no. 238. Vidal v. Belgium, judgment of 22 April 1992, Series A no. 235-B).Η προσαρμογή της διασωθείσας με το ΄Αρθρο 188.1 του Συντάγματος νομοθεσίας προς το Σύνταγμα, αποτελεί, ως έχουμε αναφέρει, υποχρέωση του κάθε δικαστηρίου, το οποίο καλείται να εφαρμόσει τις πρόνοιές της, προς επίλυση της ανά χείρας διαφοράς. Γι' αυτό, στη Λιασίδης εξετάσαμε κατά πόσο το ΄Αρθρο 4(2) επιβίωσε του Συντάγματος. Στο ερώτημα αυτό δώσαμε αρνητική απάντηση, για να καταλήξουμε ότι δεν υπάρχει κανένα έρεισμα για την αποδοχή της μαρτυρίας προσώπου, το οποίο δεν προσέρχεται ως μάρτυρας ενώπιον του Δικαστηρίου. Επισημάναμε, συγχρόνως:-
«Πριν προχωρήσουμε περαιτέρω, θέλουμε να υποδείξουμε ότι, όπου τα αναφαίρετα δικαιώματα διαδίκου καθορίζονται ευθέως από το Σύνταγμα, όπως στην περίπτωση των ΄Αρθρων 12.5(δ) και 30.3(γ) του Συντάγματος, αυτά αποτελούν αυθεντικό οδηγό για το πλαίσιο διεξαγωγής της δίκης. Εξοβελίζουν παν έτερο.»
΄Εχουμε κληθεί να αποστούμε από το λόγο της Λιασίδης. Δυνατότητα απόκλισης από δεσμευτικό δικαστικό προηγούμενο παρέχεται κάτω από τις αρχές που προσδιορίζει η νομολογία. Το ακόλουθο απόσπασμα από την απόφαση στη Νικολάου κ. α. ν. Νικολάου
και άλλου (Αρ. 2) (1992) 1 Α.Α.Δ. (Β), 1338, το οποίο υιοθετήθηκε στη Μαυρογένης ν. Βουλής κ.ά. (Αρ. 3) (1996) 1 Α.Α.Δ. 315, 328-329, (απόφαση πλειοψηφίας), προσδιορίζει πότε είναι παραδεκτή παρέκκλιση από δικαστικό προηγούμενο:- (σελ. 1406)«Τα περιθώρια και προϋποθέσεις για απόκλιση από προηγούμενες αποφάσεις της ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου είναι ανάλογες με εκείνες που παρέχονται στη Δικαστική Επιτροπή της Βουλής των Λόρδων να αποκλίνει από προηγούμενες αποφάσεις της που περιέχονται στη
Οι τρεις, κατ' εξοχήν, λόγοι, για τους οποίους είναι παραδεκτή παρέκκλιση από δικαστικό προηγούμενο, είναι:-
(α)
Καμιά αλλαγή στις περιστάσεις, που περιβάλλουν την αρχή που αναγνωρίστηκε στην πρόσφατη απόφαση Λιασίδης - (δόθηκε 30/9/02), δεν έχει επέλθει, ούτε έχει γίνει λόγος για τέτοια μεταβολή.
(β) ΄Οταν ο λόγος του δικαστικού προηγούμενου βασίζεται σε αδιαμφισβήτητα εσφαλμένη αρχή δικαίου:
Αδιαμφισβήτητα εσφαλμένη αρχή δικαίου είναι εκείνη, για το εσφαλμένο της οποίας δε χωρεί, κατά λογική τάξη, αντίλογος. Το δικαίωμα, το οποίο κατοχυρώνει το ΄Αρθρο 30.3(γ) του Συντάγματος, συνιστά αναφαίρετο δικαίωμα του διαδίκου αλλά και αναπόσπαστη πτυχή της δικαίας δίκης. Δεν είναι τυχαίο ότι το Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων έκρινε, παρά την απουσία στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση ρητής κατοχύρωσης του δικαιώματος εξέτασης μαρτύρων στην πολιτική δίκη, ότι το δικαίωμα αυτό αποτελεί αναπόσπαστη πτυχή της δικαίας δίκης. Ούτε μπορούσε να ήταν διαφορετικά. Η φυσική δικαιοσύνη το επιβάλλει. Πώς είναι ποτέ δυνατό ένας να καταδικαστεί σε οποιαδήποτε από τις κυρώσεις του δικαίου, βάσει μαρτυρίας που δεν έχει τη δυνατότητα να αμφισβητήσει. Η αναγνώριση των συμφυών προς τη λειτουργική οντότητα του ανθρώπου δικαιωμάτων κατέρριψε κάθε θεσμό αντίθετο προς αυτά. Ούτε είναι συμβατή προς τη φύση του δικαιώματος δικαίας δίκης οποιαδήποτε διάκριση μεταξύ πολιτικής και ποινικής διαδικασίας. Και στις δύο περιπτώσεις, το ζητούμενο είναι η απόδοση δικαιοσύνης στον άνθρωπο. Το ΄Αρθρο 30.2 και 3 του Συντάγματος καθιερώνει ομοιόμορφους κανόνες για την κρίση τόσο των αστικών δικαιωμάτων και υποχρεώσεων του ανθρώπου όσο και της ποινικής του ευθύνης.
Η σημασία του όρου «μάρτυρας» έχει εξηγηθεί. Η σημασία του όρου «εξετάζει», σε σχέση με μάρτυρα, είναι αυτόδηλη. Στο Λεξικόν της Νέας Ελληνικής Γλώσσης - «ΠΡΩΪΑΣ», (ανωτέρω), σελ. 960, ο όρος «εξετάζω» ερμηνεύεται ως: «... ανακρίνω, ερωτώ λεπτομερώς τινα περί τινος : 'εξετάζω μάρτυρας, ...'». Η εξέταση μάρτυρα, ως προβλέπει το ΄Αρθρο 30.3(γ) του Συντάγματος, γίνεται σύμφωνα με το νόμο. ΄Ο,τι αφήνεται στο νόμο, είναι ο καθορισμός του τρόπου εξέτασης των μαρτύρων. Στο δικό μας δικαιϊκό σύστημα, οι κανόνες εξέτασης μαρτύρων είναι οι ίδιοι στην ποινική και στην πολιτική δίκη. Ο μάρτυρας εξετάζεται από το διάδικο που τον καλεί, αντεξετάζεται από τον αντίδικο και επανεξετάζεται από τον πρώτο.
Στη Λιασίδης, έγινε αναφορά και στη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, σύμφωνα με την οποία το δικαίωμα διαδίκου να εξετάσει μάρτυρες αποτελεί αναπόσπαστη πτυχή της δικαίας δίκης. Δεν θα κάμω αναφορά στη νομολογία επί του θέματος, την οποία πραγματεύεται με πληρότητα ο Καλλής, Δ., στην απόφασή του.
Κατάληξή μου είναι ότι δεν έχει καταδειχθεί αδιαμφισβήτητο λάθος, που θα μπορούσε να δικαιολογήσει απόκλιση από το λόγο της Λιασίδης. Μόνο με παραμόρφωση του κειμένου του ΄Αρθρου 30.3(γ) του Συντάγματος και αλλοίωση των αρχών της δικαίας δίκης στις οποίες ενσωματώνεται, θα μπορούσε να εντοπισθεί λάθος.
(γ) ΄Οταν η απόφαση οδηγεί σε καταφανώς άδικα αποτελέσματα:
Ο λόγος της Λιασίδης θεμελιώνεται σε ένα από τα αξιώματα της δικαιοσύνης - ότι κανένας δεν κρίνεται, χωρίς να του δοθεί η ευκαιρία να αντιπαραβληθεί σε όσα του καταμαρτυρούνται. Χωρίς αυτή τη διασφάλιση, δε νοείται δικαία δίκη. Σε τέτοια περίπτωση, ο άνθρωπος κρίνεται χωρίς να δικαστεί. Η δίκη, ως θεμελιώδης έννοια και θεσμός, προϋποθέτει τη δυνατότητα εξέτασης και κρίσης των μαρτύρων. Πώς άλλως μπορεί να είναι δικαία; Πώς μπορεί να κριθεί ο αφανής καταθέτης και πώς μπορεί να αντιπαρατεθεί προς τον αθέατο μάρτυρα ο αντίδικος; Ο άνθρωπος παραμένει ανυπεράσπιστος έναντι μαρτυρίας, την οποία δεν έχει τη δυνατότητα να αμφισβητήσει και προς την οποία δεν μπορεί να αντιπαραβληθεί. Καθίσταται έρμαιο αβασάνιστου λόγου.
Η παρούσα υπόθεση φέρνει στο προσκήνιο τα άδικα αποτελέσματα, που μπορεί να προκύψουν από την απουσία ευκαιρίας αντεξέτασης ατόμων, των οποίων δηλώσεις προσμετρούν ως μαρτυρία, χωρίς οι ίδιοι να καταθέσουν ως μάρτυρες. Πώς προστατεύεται ο διάδικος έναντι τέτοιας «μαρτυρίας»; Καταδικάστηκαν οι εφεσείοντες να καταβάλουν ιατρικά έξοδα £57.487,65 στερλίνες, χωρίς να τους δοθεί η ευκαιρία να εξετάσουν εκείνους που κατάρτισαν το λογαριασμό, αναφορικά με:-
(α) Τις πηγές και την αυθεντικότητα των πληροφοριών τους.
(β) Την αναγκαιότητα της δαπάνης.
(γ) Το ακριβές της δαπάνης.
(δ) Το εύλογο της δαπάνης. και, προ πάντων,
(ε) Το αληθές των γεγονότων, τα οποία καταγράφονται σ' αυτό.
Το ποσό που αναγράφεται θα μπορούσε να ήταν το διπλάσιο ή και το δεκαπλάσιο, χωρίς ο διάδικος να έχει, ουσιαστικά, ευκαιρία να αμφισβητήσει όσα καταγράφονται ως οφειλόμενα, τα οποία, όμως, καλείται να επωμισθεί. Με τέτοια μαρτυρία, γινόμενη αποδεκτή, τα δικαιώματα του διαδίκου για δίκαιη δίκη, όχι μόνο πλήττονται, αλλά εξαφανίζονται. Καταδικάστηκαν οι εφεσείοντες να καταβάλουν το ποσό των £57.487,65 στερλινών, χωρίς να έχουν την ευκαιρία να ελέγξουν κανένα από τα στοιχεία που συνθέτουν τη δαπάνη. Αυτά είναι μερικά από τα άδικα αποτελέσματα, που μπορεί να προκύψουν από παρεκκλίσεις από τη θεμελιακή αρχή της δικαιοσύνης που αναγνωρίστηκε στη Λιασίδης. Η αρχή κατοχυρώνεται στο Σύνταγμα. Το Δικαστήριο διαπίστωσε την ύπαρξή της και την εφάρμοσε.
Λόγος, που να δικαιολογεί απόκλιση από τη Λιασίδης, δεν έχει καταδειχθεί. ΄Ο,τι καταδεικνύουν τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης, είναι τα άδικα αποτελέσματα που προκύπτουν από την παραβίαση της συνταγματικής αρχής που διαπιστώνει.
Στη Λιασίδης δεν κάναμε τίποτε περισσότερο από το να εφαρμόσουμε εκείνο που λέγει το Σύνταγμα - το δικαίωμα του κάθε διαδίκου «να εξετάζη μάρτυρας συμφώνως τω νόμω». Αποδοχή των θέσεων του εφεσίβλητου θα ισοδυναμούσε με άρνηση του δικαστικού προηγούμενου. Ακόμα πιο καταλυτικό συνεπακόλουθο της εισήγησής του θα ήταν η άρνηση του Συντάγματος, του υπέρτατου νόμου της Πολιτείας, ως ορίζει το ΄Αρθρο 179.1 του Συντάγματος. Το ΄Αρθρο 30 ανήκει στο ΜΕΡΟΣ ΙΙ του Συντάγματος, που κατοχυρώνει τα Θεμελιώδη Δικαιώματα και Ελευθερίες του Ανθρώπου. Το ΄Αρθρο 35 του Συντάγματος δεσμεύει τις δικαστικές αρχές «... να διασφαλίζωσι την αποτελεσματικήν εφαρμογήν ...» των διατάξεων του ΜΕΡΟΥΣ ΙΙ. Μάρτυρας σε δίκη είναι, εξ αντικειμένου, κάθε ένας, που τα λεγόμενά του προσμετρούν ως μαρτυρία. Αυτό το άτομο, ο διάδικος έχει δικαίωμα να το αντεξετάσει. Στέρηση αυτού του δικαιώματος αποτελεί άρνηση ενός από τα θεμελιώδη δικαιώματα του ανθρώπου, που ρητά κατοχυρώνει το ΄Αρθρο 30.3(γ) του Συντάγματος. Επομένως, έχουμε κληθεί από τον εφεσίβλητο, όχι μόνο να αποστούμε από το λόγο της Λιασίδης, αλλά και να παρεκκλίνουμε από το Σύνταγμα. πρόσκληση συνεπαγόμενη τον εξοστρακισμό θεμελιώδους δικαιώματος του ανθρώπου.
Για τους λόγους που έχω εκθέσει, η δαπάνη των £57.487,65 στερλινών, η οποία επιδικάστηκε σε βάρος των εφεσειόντων, δεν είναι παραδεκτή.
Γ. Μ. Πικής,
Π.
/ΑυΦ, ΜΠ